Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (9)


Συνεχίζεται από:Τρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
Κεφάλαιο Ι
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική τής ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.


Ας δούμε λοιπόν κατ’ αρχάς την πρώτη πλευρά τής αποδείξεως. Η ταυτότης τού μη-είναι με τον εαυτό του επιφέρει την ισοσθένειά του με το Είναι. Εδώ διατυπώνεται καθαρά η αρχή της ταυτότητος, τόσο σχετικά με το μη-είναι όσο και με το Είναι, στην μορφή που θα γίνει κλασσική στην συνέχεια, κανόνας, δηλαδή Α=Α, δηλαδή ens est ens. Ακριβώς επειδή αυτή η καθαρή (ο Έγελος θα πρόσθετε κενή) ταυτότης εφαρμόζεται τόσο στο μη-είναι όσο και στο Είναι, επιφέρει την ισοσθένεια των δύο. Εντυπωσιάζει είναι αλήθεια η σύμπτωση ανάμεσα σ’ αυτό το επιχείρημα και την διάσημη αρχή της Λογικής του Χέγκελ, όπου το Είναι και το μη-είναι βεβαιώνονται εξίσου ταυτόσημα, λόγω της απροσδιοριστίας τους. Εάν περιοριστούμε, πράγματι, να υπολογίσουμε την καθαρή καθαυτή ταυτότητα, χωρίς να υπολογίσουμε άλλο προσδιορισμό, ανάμεσα στο Είναι και στο μη-είναι δεν υπάρχει διαφορά. Αλλά ο υπολογισμός του Είναι και του μη-είναι μ’ αυτόν τον τρόπο, σημαίνει να προσλάβουμε και τα δύο με μια μοναδική σημασία, να τα κατανοήσουμε δηλαδή με μονοσήμαντο τρόπο. Νά λοιπόν πως η λογική τής καθαρής ταυτότητος, η οποία θέλει να αποκλείσει την αντίφαση (ο Γοργίας μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρώτος διατυπώσας την αρχή της μη-αντιφάσεως) οδηγεί τελικώς αναπόφευκτα σ’ αυτή την τελευταία.
Αυτό συμπεραίνεται ακόμη πιο καθαρά από την δεύτερη πλευρά τής ίδιας αποδείξεως. Εάν το μη-είναι είναι μη-είναι, τότε και το μη-είναι είναι κάτι, δηλαδή υπάρχει, και εάν το Είναι είναι το αντίθετό του, τότε δεν υπάρχει. Εδώ, όπως έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές, το συνδετικό, συμπλεκτικό Είναι, μάλιστα δε η σύνδεση η οποία εκφράζει ταυτότητα, μπερδεύεται, συγχέεται, με το υπαρξιακό Είναι, και τα κατηγορήματα ύπαρξη και μη-ύπαρξη υπολογίζονται ξεκάθαρα σαν ουσιώδη κατηγορήματα, ιδιότητες, ταυτόσημα με το υποκείμενο, διότι μόνον τοιουτοτρόπως μπορούμε να δηλώσουμε πως αντίθετα υποκείμενα πρέπει να έχουν και αντίθετα κατηγορήματα. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, τόσο δηλαδή η σύγχυση ανάμεσα στο συνδετικό είναι και το υπαρκτικό και η σύγχυση ανάμεσα σε κατηγορήματα γενικά και κατηγορήματα ουσιώδη, αποκαλύπτουν μια συνεπέστατα μονοσήμαντη εννοιολόγηση του Είναι. [Αυτή η ασυνέπεια είχε ήδη επισημανθεί από τον Αριστοτέλη ο οποίος στο κείμενο «περί Μέλισσου, Ξενοφάνους και Γοργία» αγνώστου συγγραφέως, συναντάται να λέει ότι ένα πράγμα είναι να λέμε ότι το μη-είναι είναι με απόλυτη σημασία (απλώς ειπείν είη) και άλλο πράγμα είναι να πούμε πως αυτό είναι ταυτόν με το μη-είναι (έστιν όμοιον μη ον)].
Ο Γοργίας λοιπόν χρησιμοποιεί την διαλεκτική τού Ζήνωνος, η οποία συνιστάται στην μείωση σε αντίφαση τής αντίθετης θέσης, σε εκείνη που θέλει να αποδείξει, και χρησιμοποιεί επίσης τις προϋποθέσεις του Παρμενίδη, δηλαδή την μονοσημαντότητα τού Είναι και την επακόλουθη δήλωση τής καθαρής του ταυτότητος με τον εαυτό του, για να μειώσει σε αντίφαση την ίδια την θέση τού Παρμενίδη: η διαλεκτική του Είναι, η απόδειξη πως η μονοσημαντότης του Είναι, δηλαδή η καθαρή του Ταυτότης, η οποία αποκλείει κάθε διάκριση, είναι αυτό-αντιφατική. Θα δούμε στην συνέχεια με ποιόν ανάλογο τρόπο και ο Χέγκελ θα συμπεράνει από την καθαρή ταυτότητα την ανάγκη τής αντιφάσεως.
Την ίδια διαδρομή και τις ίδιες προϋποθέσεις, έχουν και οι αποδείξεις των δύο άλλων διασήμων θέσεων του Γοργία, ότι δηλαδή το Είναι (το ον) δεν είναι δυνατόν ούτε να γνωσθεί, ούτε να εκφραστεί. Η πρώτη συνίσταται ουσιαστικά στην φανέρωση πως, εάν αυτό που δεν υπάρχει μπορεί να νοηθεί, όπως στην περίπτωση της Σκύλλας ή της Χάρυβδης, τότε αυτό που υπάρχει, καθώς είναι το αντίθετο αυτού που δεν υπάρχει, πρέπει να έχει τις αντίθετες ιδιότητες, δηλαδή δεν θα μπορεί να νοηθεί. Εδώ γι’ άλλη μια φορά ο Γοργίας δέχεται μια αυστηρή ταυτότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο, και έτσι, εάν το μη-είναι είναι ταυτόσημο με το νοητό, το Είναι πρέπει να ταυτίζεται με το μη-νοητό. Αυτό του επιτρέπει επιπλέον να πει, πως εάν το Είναι μπορούσε να νοηθεί, όπως ισχυριζόταν ο Παρμενίδης, τότε, ο,τιδήποτε είναι δυνατόν να νοηθεί, θα ήταν πραγματικό, για παράδειγμα ακόμη και οι άμαξες που τρέχουν πάνω στην θάλασσα, δηλαδή δεν θα υπήρχε πλέον το ψεύδος και οτιδήποτε μπορούμε να σκεφθούμε θα ήταν εξίσου αποδεκτό.
Η δεύτερη τέλος, συνίσταται στην παρατήρηση πως οι λέξεις δεν εκφράζουν τα πράγματα, διότι είναι και αυτές πράγματα, και σαν τέτοια είναι διαφορετικές από τα πράγματα που θα έπρεπε να σημάνουν: για παράδειγμα η λέξη που θα έπρεπε να εκφράσει ένα χρώμα είναι διαφορετική από το χρώμα, καθώς αυτό βλέπεται, ενώ εκείνη ακούγεται. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι δεν μπορούν να κοινωνήσουν ανάμεσά τους τα πράγματα που αντιλαμβάνονται. Εδώ λοιπόν υπάρχει η άρνηση και της σημαντικής τής γλώσσας και της λεκτικής δυνατότητος του όντος (ο λόγος δια της λογικής). Η πρώτη άρνηση είναι συνέπεια της δεύτερης, η οποία αποκαλύπτει γ’ άλλη μια φορά την μονοσημαντότητα του Είναι. Εάν πράγματι το ον δεν λέγεται, δεν μπορεί να ειπωθεί με πολλές έννοιες. Από αυτό προέρχεται και η διάσημη θεωρία του Γοργία, που υπάρχει στο «Ελόγιο της Ελένης», σύμφωνα με το οποίο η γλώσσα, μάλιστα δε η συζήτηση, ο λόγος, είναι ένας μεγάλος δυνάστης, διότι δεν σημαίνει την πραγματικότητα, αλλά την δημιουργεί, την παράγει, την συστήνει αυτή η ίδια: μια θεωρία η  οποία δικαιολογεί και την μεγάλη σημασία που απέδωσε ο Γοργίας στην Ρητορική.
Η διαλεκτική του Ζήνωνος, συνδυαζόμενη με την λογική του Παρμενίδη της μονοσημαντότητος και της απολύτου ταυτότητος, οδηγεί τοιουτοτρόπως σε μια ρητορική η οποία αντικαθιστά το Είναι με τον λόγο, κατανοημένο σαν απόλυτη πραγματικότητα.

Κεφάλαιο Ι, παράγραφος 4. – Οι Σωκρατικές σχολές.

Ενώ ο Σωκράτης, όπως θα δούμε στην συνέχεια, επαναπροσέλαβε την διαλεκτική τού Ζήνωνος στο θεμέλιο της δικής του νέας εννοιολόγησης του Καθόλου, ετοιμάζοντας τήν μεγάλη ανάπτυξή της, η οποία επραγματοποιήθη από τον Πλάτωνα, μερικοί από τους μαθητές του, ιδιαιτέρως ο Αντισθένης και ο Ευκλείδης των Μεγάρων, συνέχισαν την τάση των Ελεατών, να θεμελιώνουν την διαλεκτική στην λογική της μονοσημαντότητος και της ταυτότητος, μειώνοντας τοιουτοτρόπως την ίδια την διαλεκτική στην Εριστική. Αυτό είναι φανερό πάνω απ’ όλα στους Μεγαρείς, δηλαδή στους συνεχιστές του Ευκλείδη, οι οποίοι ονομάστηκαν ακριβώς «διαλεκτικοί» και στην συνέχεια «εριστικοί». Ποιόν τύπο διαλεκτικής εφάρμοσε ο Ευκλείδης των Μεγάρων, προκύπτει ξεκάθαρα από την μαρτυρία σύμφωνα με την οποία αυτός «ξεκινούσε τις αποδείξεις όχι από τα προκαταρκτικά αλλά από το συμπέρασμα». Πρόκειται ακριβώς γιά την διαλεκτική του Ζήνωνος, η οποία συνίσταται, όπως είδαμε, στην ανασκευή μιας θέσεως μέσω της απαγωγής εξ αυτής αντιφατικών συμπερασμάτων.
Ακόμη και ο Σωκράτης όπως θα δούμε, χρησιμοποίησε αυτή την διαλεκτική, αλλά εισάγοντας μερικές πολύ σημαντικές καινοτομίες, όπως τον συλλογισμό δια της αναλογίας, που προϋποθέτει το ξεπέρασμα της μονοσημαντότητος του Είναι. Ακριβώς δε αυτό απερρίφθη από τον Ευκλείδη, ο οποίος μ’ αυτόν τον τρόπο απεδείχθη φυλακισμένος ακόμη στην λογική της ταυτότητος. Υπάρχει μαρτυρία λοιπόν, πως ο Ευκλείδης ακριβώς, απέρριπτε τον συλλογισμό δια της αναλογίας (δια παραβολής λόγον), λέγοντας πως αυτός συνίσταται ή από όμοιους όρους ή από ανόμοιους, αλλά εάν είναι όμοιοι, πρέπει να επανέλθουμε στους ίδιους τους όρους παρά στους όμοιους, εάν δε από ανόμοιους, το πλησίασμα τους είναι παραπλανητικό!
Η μονοσήμαντη προϋπόθεση, δηλαδή η Ελεατική, η οποία βρισκόταν στην βάση τής συλλήψεως τού Ευκλείδη, γίνεται φανερή και στην εννοιολόγηση τού αγαθού, το οποίο ταυτίζεται από αυτόν με το Είναι και βεβαιώνεται, παρότι κάτω από την εξωτερική πολλαπλότητα των ονομάτων, «Ένα», «Ίσο και πάντοτε ταυτόν με τον Εαυτό του». Το ίδιο συμπεραίνεται και σχετικά με την αρετή, η οποία για τους Μεγαρείς ήταν γενικώς «μια και μόνη παρότι ονομαζόταν με πολλά ονόματα». Στους Μεγαρείς γενικώς, έπειτα, αποδιδόταν και το δόγμα σύμφωνα με το οποίο «το Είναι είναι Ένα και το άλλο δεν είναι και τίποτα απολύτως δεν γεννιέται, ούτε πεθαίνει, ούτε κινείται!» Τελευταίως παρατηρήθηκε ότι «η διαλεκτική του Ευκλείδη, βασισμένη εξ ολοκλήρου στην διχοτομία ταυτόν – μη ταυτόν, είναι – τίποτα, μοιραίως θα αναπτυσσόταν σε έναν ενισχυμένο φορμαλισμό με την εριστική του σημασία, όπως θα συμβεί στους άμεσους μαθητές του».
Σ’ αυτόν τον συνδυασμό διαλεκτικής του Ζήνωνος και λογικής μονοσήμαντης, δηλαδή της ταυτότητος, βρίσκεται κατά πάσαν πιθανότητα η φήμη τού εριστικού την οποία κέρδισε ο Ευκλείδης για τον εαυτό του και για την σχολή του. Φαίνεται μάλιστα ότι ο Σωκράτης τον θεωρούσε ικανό να τα βγάλει πέρα με τους σοφιστές, αλλά με κανένα τρόπο με τους ανθρώπους και πως ο σκεπτικός Τίμων τον όρισε σαν "Εριδάντεω", σαν κάποιον που ψάχνει φασαρίες, κατηγορώντας τον ότι ενέπνευσε στους Μεγαρείς την λύσσαν του ερισμού!

Δεν υπάρχουν σχόλια: