Συνέχεια απο : Δευτέρα, 22 Απριλίου 2013
Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
RAIMON PANIKKAR.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ.
Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
RAIMON PANIKKAR.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ.
Ο άνθρωπος είναι homo loquens. Εκφραστικός. Η γλώσσα είναι το δώρο μας και η ομιλία είναι
το χρέος μας. Αλλά οι ανθρώπινες λέξεις είναι πάνω απο απλά σημεία του
αισθήματος μας, ή σημεία για να εκφράσουμε τις έννοιες μας. Ο κόσμος μας είναι
ένα συμβολικό Σύμπαν και η γλώσσα είναι το ανθρώπινο όργανο με το οποίο κυρίως
συμμετέχουμε στην ζωντανή συμβολική πραγματικότητα αυτού του Σύμπαντος.
Και εδώ κάνουμε μία τριπλή διάκριση!
Ο ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ.
Δεν υπάρχει επαρκής γλώσσα χωρίς την τετραπλότητα, την ύπαρξη αυτού που
ομιλεί, σ’αυτόν που ομιλεί, περί τίνος πράγματος ομιλεί, και μέσω ποιού
πράγματος γίνεται η ομιλία! (Αυτό δέν είναι ακριβώς Λόγος, είναι συνομιλία.
Είναι επαρκής λόγος). Δηλαδή χωρίς πομπό, δέκτη, μήνυμα και μέσον
(διαμεσολάβηση). Μία λέξη είναι ένας ήχος που στέλνεται πρός έναν ακροατή, απο
κάποιον, πάνω σε κάτι. Θα μπορούσαμε να πούμε: υποκείμενο, αντικείμενο,
περιεχόμενο και σημασία. Η επίσης: άνθρωποι, συνείδηση, ιδέα και θέμα. Εδώ θα
θέλαμε να συγκεντρωθούμε στην διανοητική πλευρά του λόγου.
Ο διάλογος είναι μία δραστηριότης του ανθρωπίνου λόγου. Έχει να κάνει με
τις ιδέες, τις σκέψεις, τις ερμηνείες, τα δόγματα, τα οράματα και τις
εμπνεύσεις. Καθένας απο εμάς είναι, συνειδητά ή όχι, φορέας μίας ολοκλήρου
παραδόσεως, ενός ολοκλήρου κόσμου. Ο διάλογος ξεκαθαρίζει αυτό το γεγονός. Δέν εκφράζουμε
μόνον τις δικές μας ιδέες, ούτε αφηγούμαστε απλώς αυτό που μας συνέβη. Ο αγνός
διάλογος είναι φορτωμένος με το βάρος και την αξιοπρέπεια της παραδόσεως αυτού
που ομιλεί. Στον διάλογο εκφράζω τις σκέψεις μου, αλλά αυτές οι σκέψεις, παρότι
τις σκέφτηκα εγώ, φανερώνουν ένα
παρελθόν και ένα πλαίσιο, των οποίων είμαι πολύ λίγο συνειδητοποιημένος. Ο συνομιλητής
μου αργά η γρήγορα ανακαλύπτει πώς ομιλώ και ζώ επίσης με σιωπηλές προϋποθέσεις.
Επι πλέον δέ η ομιλία μας φανερώνει και αυτό που δεν ειπώθηκε. Όταν ο γέρος
ολοκληρώνει την ομιλία του στο συμβούλιο ενός αφρικανικού χωριού, ο αρχηγός
λέει: «Κατανοήσαμε και αυτό που είπες και αυτό που δεν είπες.»
Ας προσθέσουμε δέ ξεκάθαρα το γεγονός πώς κανένας αγνός διάλογος δεν μπορεί
να αποφύγει την δουλειά της έννοιας. Διότι χειριζόμαστε ένα είδος πραγμάτων των
οποίων η σαφήνεια δέν μπορεί να θυσιασθεί. Θα ήταν ανεύθυνο να εμπλέξουμε τον
εαυτό μας στον διάλογο σχετικά με κάποιο θρησκευτικό όραμα, εάν δεν το
γνωρίζαμε αρκετά καλά. Δεν μπορεί να υπάρξει π.χ. γόνιμος διάλογος σχετικά με
τον Θεό, την κόλαση, το Karman ή το Sunyata, εάν μπορούμε να αποδώσουμε μόνον γελοίες καρικατούρες
γύρω απο τις έννοιες τους.
Εμείς λέμε λέξεις, αλλά οι λέξεις έχουν ένα νόημα, έχουν ακόμη και την
δύναμη τους. Κανένας απο τους συμμετέχοντες στον διάλογο δέν μπορεί να αγνοήσει
εκείνο το νόημα ή να αδιαφορήσει για κείνη την δύναμη. Ένας ιερός σεβασμός
μπροστά στην λέξη λοιπόν, είναι απολύτως η είσοδος πρός το νόημα της. Διότι ο
άνθρωπος μιλά για κάτι, αλλά αυτό που λέει δέν καλύπτει εντελώς εκείνο το κάποιο
πράγμα. Το «κάτι» το ίδιο είναι πολύ περισσότερο απο ένα απλό λογικό μέγεθος. Ο
άνθρωπος δέν είναι μόνον λογική ή μόνον λογικός, αλλά και χωρίς λογική η
ανθρωπότης δεν υπάρχει. Η λογική η ίδια είναι μετοχή σε έναν υπερατομικό νόμο.
Είναι «Δυάλογος».
Ο διάλογος απαιτεί την συνάντηση και μπορεί να ζητήσει ακόμη και την
σύγκρουση δύο λόγων. «Δυάλογος» δέν σημαίνει λοιπόν δύο μονολόγους, αλλά να
εμπιστευθείς στον άλλον ιδέες, σκέψεις, εμπνεύσεις, εμπειρίες-ζωές που
πραγματικά συναντώνται, παρότι προέρχονται απο μακρυνές πηγές και μπορούν ακόμη
και να συγκρουσθούν. Αυτό απαιτεί την ανάπτυξη του διαλόγου εξαρχής και πρός
τις δύο κατευθύνσεις. Η θέληση να κατανοήσουμε τον άλλον αντιπροσωπεύει μόνον
την μισή προσπάθεια για έναν αγνό διάλογο. Και εγώ ο ίδιος πρέπει να είμαι
έτοιμος να γίνω κατανοητός απο τον άλλον και πρέπει να είμαι προετοιμασμένος
ακόμη και για πιθανές παρεξηγήσεις. Το ίδιο ισχύει επίσης και για το άλλο
μέρος. Το άλλο μέρος δέν είναι ούτε ένας τοίχος ούτε μία προβολή του εαυτού
μου. Είναι ένα πραγματικό «Εγω» - δηλαδή μία αυτόνομη πηγή συνειδήσεως, η οποία
αντιδρά ταυτόχρονα με μένα σε μία αμοιβαία σχέση Εγώ-Εσύ και Εσύ-Εγώ. Αλλά για
να αναγνωρίσουμε τον άλλον σαν ένα Εσύ, πρέπει να υφίσταται ανάμεσα μας μία
άλλη, απολύτως διαφορετική συνθήκη. «Ο αληθινός διάλογος δεν είναι ένας
μονόλογος ενός μοναχικού στοχαστού με τον εαυτό του», έγραψε ο Φώνερμπαχ, δημιουργώντας
έναν τόπο για το Εγώ.
Οι Βέδες ομιλούν για Srarama (ακοή), manana (στοχασμός) και kididhyasama (ενεργητικό διαλογισμό) σαν μία τριπλή μέθοδο για έναν
διάλογο. Ο χριστιανός μπορεί να εξετάσει τον Βουδιστή για το γεγονός πώς δεν
αναγνωρίζει κάποιον Θεό, αλλά θα πρέπει να επιτρέψει επίσης να εξεταστεί στο
γεγονός πώς αυτός δεν αναγνωρίζει την sunyata (το κενό). Ο ινδουϊστής μπορεί να εξετάσει τον
Μουσουλμάνο γύρω απο την δυνατότητα του να αποφύγει την θεοκρατία, αλλά πρέπει
με την σειρά του να δεχθεί να εξεταστεί γύρω απο την δυνατότητα του να υπερβεί
την αναρχία, και ιδιαιτέρως την ηθική αναρχία. Μέ άλλα λόγια, ο διάλογος πρέπει
να αναπτυχθεί σε δύο διευθύνσεις. Πρέπει να είναι διαπολιτισμικός και
διαθρησκειακός. Ο δυάλογος δέν έχει σκοπό να ανακαλύψει τις σωστές απαντήσεις
σε μία δεδομένη σειρά ερωτήσεων. Μας απευθύνονται ερωτήσεις οι οποίες δέν
αποτελούν αναγκαίως μέρος κατ’αρχάς, της έρευνας μας.
Η λέξη διάλογος περιέχει επίσης και ένα άλλο σημαντικό νόημα το οποίο πολύ
συχνά ξεχνιέται. Λέμε «δυάλογο» και όχι «πολύ λογο». Ένας δυάλογος είναι δυνατός
μόνον όταν μπορούμε να καθορίσουμε ένα πεδίο κοινό σε όλους, μέσα στο οποίο η
συζήτηση έχει νόημα. Κάθε γλώσσα είναι διαλογική, επειδή απευθύνεται σε έναν
ακροατή - ή σε όσους κατανοούν εκείνη την γλώσσα. Ο διάλογος
ινδουϊσμού-Χριστιανισμού, για παράδειγμα, συστήνει μία γλώσσα, η οποία δέν
είναι κατάλληλη για έναν εβραιο-Χριστιανικό διάλογο. Πρέπει να αντισταθούμε
στον σύγχρονο πειρασμό, που γεννήθηκε απο τις φυσικές επιστήμες, να θέλουμε να
κατακτήσουμε συμπαντικούς νόμους, μειώνοντας όλα τα φαινόμενα σε μία προσαρμογή
σε επιστημονικές παραμέτρους. Λαοί και πολιτισμοί είναι ποιοτικώς διαφορετικοί
και απλώς δέν επιτρέπουν την μείωση τους σε κανένα κοινό (ακόμη και ποιοτικό)
παρονομαστή.
Είναι δίγλωσσος.
Να πιστεύουμε πώς μόνον μέσω μίας γλώσσας μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στην
καθολική σκέψη και στην ανθρώπινη εμπειρία σαν όλον, είναι ένα επιπλέον
υπόλειμα μίας αποικιοκρατικής στάσης που γενικώς παραμένει ασυνείδητη. Ένας αγνός
διάλογος δέν απαιτεί μόνον απο κάθε μετέχοντα του διαλόγου να εκφράζει τον
εαυτό του, αλλά και να μιλά ο καθένας την γλώσσα του. Δέν μπορούν να ειπωθούν
τα πάντα στα Αγγλικά - αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός πώς μόνον το δέκα τοις
εκατό της ανθρωπότητος σκέφτεται σ’εκείνη την γλώσσα. Ούτε και οι Ευρωπαϊκές
γλώσσες είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Η σύνταξη ανήκει στους ανθρώπινους
τροπισμούς να επιτευχθεί η νόηση. Η απλή αλλαγή των θέσεων μίας φράσεως,
προδίδει μία διαφορετική δομή σκέψεως. Η λέξη θρησκεία έχει καμμία δωδεκαριά
ισάξιους, ομοιομορφισμούς στις γλώσσες της Ινδίας, ακριβώς όπως και η λέξη dharma έχει καμμία εικοσαριά ισότοπα στα Ιταλικά.
Οι γλώσσες δεν αφήνουν, δεν επιτρέπουν τόσο εύκολα να διαμελιστούν σε
λέξεις. Κάθε γλώσσα είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος υπάρξεως στον κόσμο,
και αντικατοπτρίζει ένα ολόκληρο όραμα. Να μιλάμε μόνον μία από τις λεγόμενες
παγκόσμιες γλώσσες, θα ήταν για όλους μία πολιτισμική και ανθρώπινη πτώχευση. Είναι
ανατριχιαστικό να αναγνωρίζουμε πώς ο κόσμος σήμερα χάνει εκατό περίπου γλώσσες
κάθε χρόνο. Αυτός είναι ανθρωπιστικός διαμελισμός, είναι πολιτισμικές γενοκτονίες.
Ο διάλογος, απαιτεί δύο τουλάχιστον γλώσσες να λαμβάνουν μέρος σ’αυτόν. Δεν μπορεί
να οικοδομηθεί αυθεντικός διάλογος χωρίς να εμφανιστεί και να παραστεί το Εσύ. Ο
διάλογος γίνεται ανάμεσα σε πρόσωπα, όχι ανάμεσα σε ιδέες, και ακόμη λιγότερο ανάμεσα
σε μηχανές που ανταπαντούν μεταξύ των. Αλλά για να ανακαλύψουμε το Εσύ πρέπει
να πάμε μέχρι την πηγή του διαλόγου. Πρέπει να γνωρίσουμε αληθινά τον άλλον και
να μήν ακούμε μόνον αυτό που λέει. Η ερμηνευτική των κειμένων δεν είναι αρκετή.
Πρέπει να υπάρξει κατανόηση, κάτι που εμπλέκει συμπάθεια, αληθινή επικοινωνία,
ακόμη και αγάπη. Πρέπει να γνωρίσουμε το πλαίσιο και να κατέχουμε το πρόσχημα,
την αφορμή, έκφραση των οποίων είναι τα κείμενα.
Για κάθε άνθρωπο, το να μιλά την δική του γλώσσα δέν σημαίνει μόνον πώς ο
καθένας χρησιμοποιεί την γραμματική του ή εκφράζει το αίσθημα του απέναντι στον
κόσμο. Σημαίνει επίσης πώς κάθε άνθρωπος πρέπει να υπολογίζεται σάν μία μοναδική
πηγή αυτοκατανοήσεως. Ο ζωτικός χώρος για τον διάλογο και την συνάντηση των
ανθρώπων βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στην απλή υποκειμενικότητα και την καθαρή
αντικειμενικότητα. Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος στην συνάντηση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Εδώ 'μοιάζει να περιπλέκεται ένας άλλου τύπου αλλά σαφέστατα κατώτερος του εξεικονιζομένου Γιανναράς,πάντα με αναφορά 'στη και τη γλώσσα,το γλωσσικό(όπου ο συγκεκριμένος με πολυεργαλείο ηλεκτρολόγου μάλλον ή και με αυτόν προσομοιάζεται παρά με Φιλόσοφο..).Η Ελλάδα έχει και παραέχει κορεσθή,δε,'στο να αναδείξη και αναδεικνύη τέτοιους και τόσο 'μορφωμένους ανθρώπους.Ούτε φιλοσοφία,άλλωστε,'μπορεί να ευδοκιμήση 'στο και με το ινδουιστικό πάνθεο του αίματος,του χάους και της καταστροφής.Υπεραρκετή έχει επέλθη με το νεοελληνικό.
Δημοσίευση σχολίου