Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ (3)

Συνέχεια : Δευτέρα, 4 Απριλίου 2011

MARIE-DOMINIQUE CHENU

Παρούσα αμέσως απο την στιγμή που άρχισε να εξασκείται και να καλλιεργείται στις ψυχολογικές και ηθικές συμπεριφορές μας, η συνείδηση εμφανίζεται μέσα στα πλαίσια όλων των αρετών, αλλα ιδιαιτέρως στις διακλαδώσεις της υπέρτατης ηθικής αρετής: της φρονήσεως, η οποία κυβερνά όλες τις άλλες. Συνείδηση, φρόνηση : ο σύνδεσμος αυτών των δύο εννοιών απέκτησε μεγάλη σημασία, ιδιαιτέρως απο τότε που η λέξη φρόνηση χρησιμοποιήθηκε με την δυνατή της σημασία -παρότι σήμερα είναι υποβαθμισμένη- που τις απέδωσαν οι φιλόσοφοι και οι Θεολόγοι. Και όλα αυτά συμβαίνουν στην διάρκεια της δογματικής εξελίξεως που μελετούμε και την οποία επικαλούμαστε. Η φρόνηση είναι η αρετή για την οποία διατυπώνουμε, εν’όψει της πράξεως, μια πρακτική κρίση, μέσα στην διάκριση και στην παράθεση των συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων που αφορούν την συγκεκριμένη μας διαγωγή. Είναι μια Κρίση εκλογής που αφορά την αλήθεια και την αγαθότητα της πράξεως και την οποία η υπαγόρευση της συνειδήσεως θα προσλάβει πάνω της, έτσι ώστε να μπορεί να βρίσκεται μέσα στην συγκεκριμένη κρίση της ανθρώπινης πράξεως. Πάντως όμως παρά την σύμπτωση, είναι δυνατόν ο συνειδητός άνθρωπος να μήν είναι φρόνημος.

Η φωνή της συνειδήσεως και η αρετή της φρονήσεως στην πραγματικότητα είναι στενά συναρτώμενες, τόσο ώστε η προτίμηση του ενός ή του άλλου απο αυτά τα δύο στοιχεία να ορίζει δύο διαφορετικές συλλήψεις της ηθικής. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί οπαδοί του τυχαίου και οι ορθολογιστές φιλόσοφοι εξυμνούν την συνείδηση, ενώ αντιθέτως η θεολογία του Ακινάτη εισάγει την άσκηση της συνειδήσεως στην διάρκεια της εφαρμογής της φρονήσεως. Ανάμεσα στην αντικειμενικη καθολική τάξη και την υποκειμενικότητα, η φρόνηση αντιπροσωπεύει την λειτουργία που ασκείται λόγω της ειδικής γνώσεως του Αγαθού: ενώνονται σε αυτή οι γενικές αρχές της πρακτικής νοήσεως και οι προδιαθέσεις της ορέξεως.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε για το θέμα μας την υπέρτατη αξία μιας αρετής, η οποία έχει την ειδική λειτουργία να ενσαρκώνει στην μοναδική πράξη, τις αρχές του Θείου νόμου: να ενώνει την γνώση και την πάντοτε νέα ανακάλυψη, να ενώνει την αντικειμενικότητα με την πιό εσωτερική υποκειμενικότητα.

Σε ένα άγαλμα που αντιπροσώπευσε στην εποχή του ένα εκπληκτικό θάρρος, στον τάφο του τελαυταίου δούκα της Βρετάννης, στην Ναντ, ο Michel Colombe (στα 1502—1507), σκάλυσε την αναπαράσταση της φρονήσεως, σύμφωνα με την εικονογραφική παράδοση του Μεσαίωνος: σαν έναν άνθρωπο με δύο όψεις, τη μία σαν ένα ώριμο άνθρωπο, συγκεντρωμένο, στοχαστικό. Την άλλη σαν την όψη μιας νεαρής κόρης γεμάτης θάρρος και θράσος για τη ζωή. Μια τέλεια εικόνα μιας αρετής που εγγράφει το αιώνιο στον χρόνο, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, μέσα στον βαθύτερο μυστικό χώρο των αποφάσεων. Μία αιώνια έμπνευση.

Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία απέναντι στην ομορφότερη αναπαράσταση της αναλύσεως της Μεσαιωνικής σκέψης , για την ανθρώπινη πράξη.

Ανάμεσα στις συνέπειες που προέρχονται απο αυτή την υψηλή σύλληψη μπορούμε να δούμε πώς υπολογίζεται ο ρόλος των «περιστάσεων» στην ηθική των ανθρωπίνων πράξεων και η αξιοποίηση τους στην φρόνιμη Κρίση. Στις σχολές κυκλοφορούσε μία μνημονο-τεχνική πρόταση η οποία κάτων απ΄την κοινοτοπία της αγκάλιαζε πολύτιμες παρατηρήσεις.

Quia,quid,ubi,quibus ancillis. Δηλ. Διότι,Τί,Πού,Ποιό,υπηρεσία

Cur, quomodo, quando. Γιατί, πώς, πότε

Αυτό το κλισέ που προεκτείνεται μέχρι τους λατίνους Χριστιανούς οι οποίοι αριθμούσαν τις επτά περιστάσεις τις υποθέσεως του ρήτορα, πέρασε μέσω του Αυγουστίνου και του Βοήθιου και έφτασε μέχρι τον XIIIο αιώνα ακριβώς την στιγμή που η σύνοδος του Λατεράνου του 1215, ανανεώνοντας τους κανόνες της μετανοίας, τόνιζε την ανάγκη έρευνας et peccatoris circumstantial et peccati, και ήταν κατα βάθος η σωστή κίνηση για να μπούν στην πράξη οι απαιτήσεις της φρονήσεως, η οποία θέλει να ενώσει τους γενικούς κανόνες με την συγκεκριμένη πραγματικότητα. Για άλλη μια φορά αυτό σήμαινε την εσωτερίκευση, υποκειμενοποιώντας τα, τα αντικειμενικά αξιώματα του νόμου.

Στο μέτρο που δηλώνεται η συνείδηση και στο μέτρο που, μέσω της προόδου της κοινωνικής ζωής, με την προαγωγή των προσώπων, οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιό περίπλοκες, πιό σκοτεινές (Καταστάσεις γεωφυσικές, ψυχοσωματικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, ιστορικές), η Κρίση της συνειδήσως και η προσωπική ευθύνη απαιτούν μια πολύ μεγαλύτερη δημιουργικότητα. Ο αφηρημένος κανόνας «Ού φονεύσεις»διατηρεί την αξία του σαν αφηρημένη έκφραση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα στον ορίζοντα των διαπροσωπικών σχέσεων. Όμως αυτός ο κανόνας δέν διδάσκει τίποτε εν’όψει των σύνθετων καταστάσεων. Δέν αποτελεί την ρεαλιστική απόφαση της συνειδήσεως.

Με όλα αυτά η ηθική προσωπικότητα κερδίζει σε βάθος και πλούτο χωρίς να υποπέσει στην ονομαζόμενη ηθική της καταστάσεως, εσωτερικεύοντας μέσα στο υποκείμενο τα στοιχεία της πράξεως τα οποία σε μια εξωτερική περιπτωσιολογία θα ήταν μόνον δεδομένα που θα χειροτέρευαν την κατάσταση ή θα την δικαιολογούσαν.

Πρέπει να προσέξουμε όμως ώστε η τεχνική και ο χαρακτήρας αυτής της ορθολογικής αναλύσεως να μήν κατορθώσουν να αποκρύψουν τελικώς την ζωντανή πηγή και την έμπνευση μιας παρόμοιας έρευνας : πρόκειται για μία Ευαγγελική απαίτηση, κατα την οποία οι κανόνες του νόμου είναι στην υπηρεσία της ελευθερίας του πνεύματος, σαν διατάξεις για την νόηση του και για την ολοκλήρωση του. Η θέση του Αβελάρδου για την πρόθεση, διατυπωμένη στο πρωτείο της αγάπης ώστε να αποφασίζει για την ποιότητα των πράξεων μας φθάνει -όπως είδαμε- την διαλεκτική του «Νέου νόμου» του Παύλου, του εγγεγραμμένου στην καρδιά και όχι πλέον σε λίθινες πλάκες, δηλ. την χάρη του πνεύματος εν ενεργεία μέσα στην πίστη στον Χριστό. Με την αντιμεταρρύθμιση η μοντέρνα θεολογία έσβησε αυτόν τον Ευαγγελικό βλαστό, που ήταν όμως διατυπωμένος και κοινώς παραδεκτός στον Μεσαίωνα και απο τους Κανονολόγους και απο τους Θεολόγους.

Έχει μεγαλύτερη αξία ο ίδιος νόμος (που είναι γραμμένος στην καρδιά με την πρωτοβουλία του αγίου πνεύματος) απο τον κοινό νόμο (τον νόμο των κανόνων). Είναι ένα αξίωμα που αποδίδεται στον Urbano II da Graziano. Ανάμεσα στους θεολόγους αρκεί να αναφέρουμε τον Ακινάτη με το άρθρο 106 της II-II θεολογικής Summa πάνω στον νέο νόμο, στον οποίο κάθε υποχρέωση μετουσιώνεται απο την ελεημοσύνη και την αγάπη. Εδώ, αν τέλει, βασίζονται τα δικαιώματα της συνειδήσεως και η αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου.

Τέλος.

Σχόλιο: Όπως καταλαβαίνουμε ο μοντέρνος κόσμος είναι προχριστιανικός, διότι αυτός ο νόμος ο γραμμένος στην καρδιά του ανθρώπου δέν έχει καμμία σχέση με την καινή κτίση.

Αμεθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φωτια και λαύρα, για μια ακομα φορα ο κύριος καθηγητής!

"...για αναθεμελίωση της σχολικής εκπαίδευσης με βάση τη γλώσσα και τα μαθηματικά – τη γλώσσα ως ΛΟΓΙΚΗ και τα μαθηματικά ως ΓΛΩΣΣΑ".

ΠΩΠΩ! Ετσι μόνο ο Χ.Γ. μπορει να γραφει!!!!

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_07/04/2011_1294902