Συνέχεια από Τετάρτη, 6 Μαΐου 2015
Αν επιτρέπεται να μεταφερθούν κάποιες ‘λεπτομέρειες’ απ’ τους Διαλόγους στην αναζητούμενη εικόνα τής Ακαδημίας, αυτές δεν είναι παρά η διδασκαλία τών φρουρών – φυλάκων στην ουτοπία τής Πολιτείας. Αυτή η διδασκαλία αριθμητικής, γεωμετρίας, στερεομετρίας, αστρονομίας και αρμονικής (Harmonik) απαιτείται βέβαια για την ιδανική Πόλη, και το ότι συμπεριλαμβάνεται εδώ η στερεομετρία, που δεν υφίστατο καν ακόμα, μας δείχνει ήδη πόσο δεν πρέπει να συμπεριφερθούμε ούτε εδώ ‘συνοπτικά’. Δεν πρέπει να εννοήθηκε ωστόσο διαφορετικά κατ’ ουσίαν η αγωγή τού φύλακα – φρουρού από εκείνην τού μαθητή τής Ακαδημίας, αν είχε μάλιστα, όπως ειπώθηκε ήδη και όπως θα γίνη ακόμα πιο σαφές αργότερα, μιαν πολιτειακή έννοια η Ακαδημία. Και είναι πασίγνωστο, ότι συναντάται παντού, όπου γίνεται λόγος για ακαδημαϊκή διδασκαλία, τουλάχιστον η Γεωμετρία. Ας θυμηθούμε δε εδώ, εκείνην την επιγραφή στην πύλη τής Ακαδημίας, που ‘τάχα’ απαγορεύει να εισέλθη ο κάθε «αγεωμέτρητος». Η γεωμετρία ήταν όμως και το πρώτο που απαίτησε να μάθη ο νεαρός Διονύσιος (στη Σικελία…) ο Πλάτων, και σκεπάζονταν ήδη, λίγον καιρό μετά την άφιξή του, οι ίδιοι χώροι – όπως περιγράφεται ειρωνικά – στο βασιλικό παλάτι τών Συρακουσών, όπου γίνονταν οι μεγάλες εκείνες και θορυβώδεις εορτές μέχρι πρίν από λίγο, από σκόνη, όπου και σχεδιάζονταν γεωμετρικά (πλέον…) σχήματα. Ενώ ‘κορόιδευαν’ και περιγελούσαν οι της αντίπαλης παράταξης, ότι είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη ένας και μόνον σοφιστής (ο Πλάτων!...) πάνω στον Διονύσιο, ώστε να εγκαταλείψη αυτός κάθε προηγούμενη ισχύ και εξουσία, «αναζητώντας το ‘κρυμμένο’ Αγαθό στον Κύκλο τής Ακαδημίας και το να φτάση, μέσα απ’ τον δρόμο τής γεωμετρίας, στην τελειότητα» (εν Ακαδημεία τό σιωπώμενον αγαθόν ζητείν καί διά γεωμετρίας ευδαίμονα γενέσθαι). Εντελώς παρόμοια μετέφερε δε στην αυλή τού Περδίκα τού 3ου στη Μακεδονία τις γεωμετρικές σπουδές και ο μαθητής τού Πλάτωνα Ευφραίος, ώστε να «τακτοποιή, εντελώς ‘ακαλαίσθητα’ – όπως το περιγράφουν οι ‘εχθροί’ τού Πλάτωνα – την αυλική κοινότητα, επιτρέποντας να συμμετέχη μόνον όποιος γνώριζε και εξασκούσε γεωμετρία ή φιλοσοφία στην αυλική τράπεζα».
PAUL FRIEDLȀNDER
Π Λ Α Τ Ω Ν
( 1ος τόμος: Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )
K E Φ Α Λ Α Ι Ο IV / Α Κ Α Δ Η Μ Ι Α
‘Συμπέραναν’ κάποιοι απ’ την πλατωνική «Πολιτεία», ότι ενδιαφερόταν στις μαθηματικές επιστήμες μόνο για τη θεωρία τών αριθμών , για την προϋπάρχουσα (a priori) δηλ. γνώση τών απολύτων αριθμητικών σχέσεων και συγχορδιών ο Πλάτων. Και είναι σωστό βέβαια εδώ, ότι δεν ήθελε και δεν ‘μπορούσε’ να αρκεσθή στην αστρονομία και αρμονία τών «επονομαζομένων Πυθαγορείων», γιατί του φαινόταν πως έμενε προσκολλημένη στην (αισθητική και μόνον…) ‘εμπειρία’ αυτή η αστρονομία και αρμονία (Πολιτεία 531 C). Ενώ φανερώνουν και τα παράξενα αριθμητικά παιχνίδια – είναι αδελφωμένα το παιχνίδι κι η σοβαρότητα! - , όπως οι υπολογισμοί τού «γαμήλιου αριθμού» και του «αριθμού τής ευτυχίας» στην «Πολιτεία» ή η κατασκευή τής παγκόσμιας ψυχής σύμφωνα με αρμονικές αρχές στον «Τίμαιο», αλλά και οι προσπάθειες επίσης τών παλαιών του μαθητών Σπευσίππου και Φιλίππου, πού οδηγούσε το ‘πράγμα’. Δεν μπορούμε όμως και να παραγνωρίσουμε απ’ την άλλη, ότι δημιούργησε ο μαθητής του Τίμαιος τη στερεομετρία, κι ότι απάντησε ο ιδρυτής τής μαθηματικής αστρονομίας, ο μεγάλος Εύδοξος, με το σύστημά του των ομοκέντρων σφαιρών, στο ερώτημα που έθετε στους αστρονόμους ο Πλάτων: ποιες ομοιόμορφες (συμμετρικές…) δηλ. κινήσεις έπρεπε να τεθούν, για να «προφυλαχθούν τα φαινόμενα (Phänomene)», οι ‘φαινομενικές’ δηλ. εδώ κινήσεις τών πλανητών. Η (φαινομενική…) αντίφαση λύνεται, αν αναλογιστούμε πως διαφύλαξαν πάντοτε κάτι ‘πάνω’ απ’ την άχρωμη αφαίρεση ο αριθμός και το μαθηματικό σχήμα, κάτι το ωραίο και θαυμαστό στους Έλληνες. Ήταν δε ‘κρίσιμο’ επιπλέον στην περίπτωση του Πλάτωνα, ότι εξασκούσε μεν, και επέτρεπε να εξασκούνται με όλη του τη δύναμη οι μαθηματικές επιστήμες, που είχαν όμως πάντοτε γι’ αυτόν ένα νόημα πέρα απ’ τη ‘μεμονωμένη’ επιστήμη, οδηγώντας επάνω στο Ύψιστο. Γιατί δεν θα ήταν αλλιώς παρά μια ‘πολυμάθεια’ αυτό που δίδασκε. «Ρητορική, αστρονομία, γεωμετρία και μουσική» ‘παρέδιδε’ άλλωστε ήδη ο σοφιστής Ιππίας. Νά ποια είναι όμως η ιδιαίτερη, πλατωνική ‘στροφή’: ότι ‘ανεβάζουν’ ψηλά στην αλήθεια την ψυχή, κατευθύνονται προς τη γνώση τού αιωνίου Είναι (527 Β), εξαγνίζουν το ‘όργανο’ της ψυχής (527 D) και υπηρετούν την αναζήτηση του Ωραίου και Αγαθού (531 C) οι επιστήμες. Που δεν μπορούν (δεν επιτρέπεται…) να αναπτυχθούν έτσι τυραννικά στη διάνοιά μας. Είναι άλλωστε «γελοία» πάντοτε η καθεαυτή και πέρα απ’ το μέτρο εξασκούμενη μεμονωμένη έρευνα (531 Α) (( Σημ. τ. μετ.: Βρίσκεται πράγματι στον αντίποδα του ‘αρχαίου’ κόσμου ο σύγχρονος ‘τεχνολογικός πολιτισμός’, που λατρεύει το ‘μεμονωμένο’ και ‘απομονωμένο’, κι ας μην ακούμε τις αερολογίες για το ότι στηρίζεται δήθεν στην αρχαία Ελλάδα η σύγχρονη – αλίμονο! - ‘καταστροφή’ ακόμα και κάθε φυσικότητας˙ το ‘έγκλημα’ είναι μεγάλο και το γνωρίζει κάθε άνθρωπος που αναζητά την αλήθεια… )) . Η δε αντίθετη γνώμη, ότι δεν προέκυψαν παρά δυσνόητες και περίπλοκες θεωρίες (απ’ αυτή τη ‘στάση’…), αντιτίθεται εξίσου στα γεγονότα. Δεν θα αντιληφθούμε δε, έστω διαισθητικά, το ιεραρχικό οικοδόμημα της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, αν δεν ‘διανοηθούμε’ να εξασκούνται τα μαθηματικά, η αστρονομία, η αρμονική μ’ ένα πάθος, που έπαιρνε τις πιο δυνατές του παρορμήσεις, αλλά και το περιοριστικό του ‘στήριγμα’, όχι απ’ την (αυτόνομα…) ‘προωθητική’ δύναμη των μεμονωμένων προβλημάτων και του ‘συστήματός’ τους, αλλά απ’ τον σκοπό ακριβώς που τα ξεπερνούσε.
Αποκαλύπτουν δε και οι πλατωνικοί διάλογοι, που δεν αποσκοπούν καθόλου να απεικονίσουν την έρευνα και διδασκαλία της Ακαδημίας, πώς επέτρεψε να εξαπλωθή σταδιακά σε πολλές περιοχές τής γνώσης το βασίλειό του ο Πλάτων, περιοχές που δεν θα μπορούσε να τις σκεφθή καν εξαρχής και από μακριά. Και εγείρονται ξανά και ξανά τα ίδια ερωτήματα για τη δομή και το νόημα αυτού τού πνευματικού κόσμου (Kosmos). Μελετήθηκε συχνά η ‘διασκεδαστική’ περιγραφή τού κωμικού ποιητή Επικράτη: βυθισμένοι σε μια σοβαρή σπουδή, γα να ξεχωρίσουν αναμεταξύ τους ζώα, δένδρα και σαλάτες, και απασχολημένοι με το ερώτημα, σε ποιο γένος ανήκει η κολοκυθιά, οι μαθητές τού Πλάτωνα. Κι ανάμεσά τους και μαζί τους, χωρίς να βγαίνη λόγω κάποιας ‘απρεπούς’ ενόχλησης απ’ τη σοβαρή του ησυχία, και παρακινώντας τους να επιχειρήσουν άλλη μια φορά την κατάταξη στο σύστημα, ο Πλάτων. «Ενώ εκείνοι διαιρούσαν». Ο Usener θεώρησε την πραγματικότητα, που διαφαίνεται με αρκετή σαφήνεια μέσα απ’ αυτήν την ελαφριά παραμόρφωση του κωμικού, ως μιαν προετοιμασία της αριστοτελικής εμπειρίας (Empirie), και μίλησε, συνυπολογίζοντας αυτό το βιολογικό πεδίο γνώσης με τα άλλα, και κυρίως τα μαθηματικά, για μιαν «οργάνωση της επιστημονικής εργασίας» στην Ακαδημία. Μοιάζει όμως να αποκαλύπτη απ’ την άλλη μεριά ο κωμικός, ότι δεν αποσκοπούνταν τόσο μια ευρεία και ‘γεμάτη έρωτα’ εμπειρία, όσο εννοιολογικές «οριοθετήσεις» και «επιμερισμοί» εδώ, που μας παραπέμπουν στο furor dichotomicus των όψιμων απ’ τη μια διαλόγων, και στο επιγεγραμμένο ως «Ομοιότητες, Όμοια» σύγγραμμα του Σπεύσιππου απ’ την άλλη. Δείχνει δε και ο κάπως αισχρός σχολιασμός ενός παρόντος ακριβώς Σικελού γιατρού για τη «φλυαρία» αυτών τών νεαρών μαθητών, ότι δεν επρόκειτο δα και για εμπειρική έρευνα. Τείνουμε λοιπόν να αποδώσουμε ένα «μικρό» μάλλον σήμερα «ενδιαφέρον για την εμπειρική φυσική επιστήμη» στον Πλάτωνα, απορρίπτοντας μάλιστα τη διατύπωση του Usener, επειδή συγχέει την αθηναϊκή Ακαδημία με διδακτικές κοινότητες της εποχής μας και τον Πλάτωνα με τον Αριστοτέλη. «Απασχολήθηκαν» ωστόσο αναμφίβολα «μ’ ένα εξαιρετικά πλούσιο» απ’ την άλλη πλευρά «υλικό στη σχολή τού όψιμου Πλάτωνα, ώστε να μπορέση να μάθη να εκτιμά σ’ αυτό το περιβάλλον την αυτόνομη σημασία τών πραγματικών λεπτομερειών, που κατέστησαν τόσο ουσιώδεις για τον ερευνητικό του μετέπειτα τρόπο, ένας Αριστοτέλης» (Jaeger). Κι αν «δεν αποσκοπούσαν σε καμμιάν» ίσως «θετική περί φυτών διδασκαλία κατατάσσοντας τα διάφορα φυτά», τη δημιούργησαν ωστόσο τρόπον τινά περιστασιακά. Γιατί έπρεπε να τα παρατηρήσουν, ώστε να μπορούν να τα «κατατάξουν», με μεγάλη ακρίβεια «τα ζώα, τα δένδρα και τα σαλατικά» στην Ακαδημία. Και αποδεικνύεται πράγματι, απ’ τη συστηματική τού ζωικού και φυτικού βασιλείου, που διαρκεί μέχρι και σήμερα μέσω τού Αριστοτέλη, αλλά κι απ’ τα ελάχιστα, χαρακτηριστικά όμως αποσπάσματα του Σπεύσιππου, η καθόλου ευκαταφρόνητη σ’ αυτό προσφορά τής Ακαδημίας. Μιλώντας δε σήμερα για είδη (Spezies) στο βιολογικό πεδίο, συμβολίζει αυτός ο εκλατινισμός τής ελληνικής λέξης Είδος, ότι οφείλεται πρώτον ως προς την αρχή της στον Πλάτωνα η και σήμερα ακόμα ισχύουσα συστηματική, κι ότι δεν δημιουργήθηκε από ένα πάθος, κατά δεύτερον, για την πληρότητα της πραγματικότητας, αλλά επειδή αναζητούσε τις αιώνιες μορφές και τη δική τους τάξη, ψηλά πάνω από κάθε επίγειο Είναι, το μάτι τού δημιουργού της αυτή η συστηματική.
Aνήκουν στις μαθηματικές επιστήμες στον Πλάτωνα, διαφορετικά απ’ ό,τι στον Δημόκριτο και στον Αριστοτέλη, οι αρχές τής φυσικής. Δεν θα αποδείκνυε τίποτα βέβαια ακόμα για την Ακαδημία η παρουσίαση των αυστηρά στερεομετρικών στοιχειωδών σωμάτων τών τεσσάρων στοιχείων, το πώς ανοικοδομούνται, διαρρηγνύονται και ανασχηματίζονται, στον ημι-μυθικού καλλιτεχνικού χαρακτήρα «Τίμαιο», αν δεν προστίθενταν και κάτι άλλο σ’ αυτό. Αναφέρει ένα κείμενο, που το ονομάζει «Διαιρέσεις τού Πλάτωνα», και που μιλά για τον τριαδικό αριθμό τών στοιχείων ο Αριστοτέλης. Ενώ αποδίδει πέντε στοιχεία στον Πλάτωνα ο Ξενοκράτης, που πρέπει να το γνώριζε αυτό, καθώς ‘ανέλαβαν’ και ο ίδιος ο Ξενοκράτης, ο Φίλιππος ο Οπούντιος, ο Σπεύσιππος κι ο Αριστοτέλης τον αριθμό πέντε. Ήταν βέβαια πολύ μακριά απ’ το να δογματίση γι’ αυτές τις αρχές ο Πλάτων. Αποδεικνύει όμως ότι έγιναν ζωηρές συζητήσεις για τις βάσεις τής φυσικής και της κοσμολογίας στον ‘κύκλο’ του αυτή η ποικιλία τών μαρτυριών.
Μπορούμε να αναφερθούμε και σ’ ένα άλλο μάλιστα πεδίο εδώ, ώστε να εμπλουτισθή το σχεδιάγραμμα της ακαδημαϊκής έρευνας και να αποσαφηνισθή η εσωτερική της οικοδομή: τη γεωγραφία τής υδρογείου σφαίρας. Παρατίθεται λοιπόν ως τόπος τού μυθικού συμβάντος ένα ακριβές, μοντέλλο (Modell – πρότυπο…) θα ήθελε κανείς να πη, της υδρογείου σφαίρας στον μύθο τού «Φαίδωνα», όπως και ένα ακριβώς κατασκευασμένο μοντέλλο τού κοσμικού οικοδομήματος στον τελικό μύθο τής «Πολιτείας». Είναι δε πολύ μεγάλη, συγκριτικά με τη δική μας οικουμένη (Oikumene – ο κατοικημένος ίσως τόπος…), η υδρόγειος σφαίρα. Γιατί καταλαμβάνει (‘αξιώνει’…) έναν τόσο μικρό χώρο πάνω στη μεγάλη σφαίρα αυτή η οικουμένη, ώστε να κατοικούμε «όπως τα βατράχια ή τα μηρμύγκια γύρω από ένα τέλμα» ολόγυρα στην εσωτερική θάλασσα. Δεν βρίσκεται δε στην καθεαυτή επιφάνεια της γης, αλλά σε μιαν κοιλότητα, απ’ τις πολλές που υπάρχουν, η οικουμένη μας. Που είναι η μόνη που γνωρίζουμε, και που μπορούμε να γνωρίσουμε. Γιατί υπάρχει μόνο σ’ αυτές τις ‘κοιλότητες’ ο αέρας που αναπνέουμε, ενώ εκτείνεται στον καθαρόν αιθέρα (Aether) η καθαυτή επιφάνεια της γης. Πρόκειται για μιαν πολύ πρώιμη, ίσως και την πρώτη προσπάθεια, να ‘μετατεθή’ η εικόνα τής οικουμένης, όπως τη δημιούργησε ο Αναξίμανδρος, και διαμορφώθηκε σε μιαν παραδειγματική κατόπιν εναλλαγή κατασκευής και εμπειρίας από μια σειρά ερευνητών – και ονομάζουμε μόνον τον Εκαταίο, τον Ηρόδοτο και τον Δημόκριτο εδώ - , να ‘μετατεθή’ λοιπόν στην υδρόγειο σφαίρα τών Πυθαγορείων. Δεν παριστάνεται όμως μόνον το πού και το πώς κατοικούμε, αλλά χρησιμεύει ένα ολόκληρο σύστημα υπόγειων διαδρομών και χώρων σε μια διαμορφωμένη μέχρι τις λεπτομέρειες θεωρία (Theorie) γεωφυσικών συμβάντων.
Θα μπορούσε και να μην έχη τόση σημασία για την Ακαδημία αυτό, παρ’ όλο που πρέπει να σκεφθούμε, πως ‘εφοδιάζεται’ ήδη στις «Νεφέλες» τού Αριστοφάνη με τον ουράνιο θόλο και τον χάρτη τής γης η ‘σκέψη’ (το ‘εργαστήριο της σκέψης’…) τού ‘σοφιστή’ Σωκράτη, κι ότι αναφέρει επίσης «πίνακες με γεωγραφικούς χάρτες» σε μια στοά τού Λυκείου η Διαθήκη τού Θεόφραστου (Διογ. Λαέρτ. V 51). Υπάρχει όμως και μια δεύτερη εικόνα τής γης, στην αρχή τού «Τίμαιου», στον Πλάτωνα, για να ‘ετοιμάση’ τον χώρο για το ‘μυθιστόρημα’ της Ατλαντίδας τού «Κριτία». Και είναι κι εδώ ασύγκριτα μικρή πάνω στην τεράστια επιφάνεια της γης η οικουμένη (Oikumene). Δεν υπάρχουν ωστόσο πια οι κοιλότητες, κι έχουν πέσει έτσι τα αδιάβατα για μας τους ανθρώπους σύνορα, που χώριζαν απ’ τα αναρίθμητα άλλα ‘βυθίσματα’ τον χώρο τής κατοικίας μας. Και είναι τώρα ένα νησί ανάμεσα σε άλλα η οικουμένη μας, στα οποία ανήκε και η βυθισμένη Ατλαντίδα. Που τα περιβρέχει η «αληθινή θάλασσα» όλα, περίκλειστη κι αυτή με τη σειρά της απ’ την «αληθινή στεριά» ολόγυρα. Κι αν δεν υπήρχαν εμπειρικές δυσκολίες, για να ‘προχωρήσουμε’ απ’ τη δική μας οικουμένη-νησί σε ένα άλλο και στην αληθινή στεριά: δεν θα εμπόδιζαν φυσικά, ή θα θέλαμε σχεδόν να πούμε μεταφυσικά και αδιαπέραστα σύνορα, (αυτό…) το ταξίδι. Έγινε ενιαία για πρώτη φορά τώρα και ‘άνοιξε’ στην έρευνα η επιφάνεια της γης.
Και δεν πρόκειται για δυό ασύνδετες στην πλατωνική ποίηση φαντασίες, αλλά για δυό αυστηρώς επιστημονικά εννοούμενες εικόνες τής γης, που συνεχίζουν ιστορικά η μια την άλλη. Χωρίς να γνωρίζουμε μάλιστα, αν μετασχημάτισε ο ίδιος ο Πλάτων ή κάποιος άλλος την πρώτη στη δεύτερη εικόνα. Ακόμα κι αν έχουν όμως κατασκευαστή αμφότερες εκτός τής Ακαδημίας, θα ήταν αποδεδειγμένη η έντονη παρ’ όλ’ αυτά συμμετοχή τού Πλάτωνα επί δεκαετίες στο πρόβλημα της γεωγραφίας τής γης.
Είναι δε σαφές κι εδώ, ότι δεν παρατηρεί την πραγματικότητα καθεαυτή ο Πλάτων. Η εικόνα τής γης με τα κοιλώματα, και προπάντων με την κοιλότητα της δικής μας οικουμένης (Oikumene), δεν αποτελεί γι’ αυτόν, τουλάχιστον στον μύθο τού «Φαίδωνα», παρά το κατάλληλο έδαφος για τη μοίρα τής ανθρώπινης ψυχής. Η μεταφυσική αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο τών Ιδεών και τον κόσμο τών φαινομένων έχει μεταφερθή εδώ στη γη, και απεικονίζεται στην αξιολογική αντίθεση ανάμεσα στην «αληθινή γη», την πραγματική επιφάνεια της υδρογείου σφαίρας, που ακτινοβολεί με τα πιο καθαρά χρώματα, και αποτελείται απ’ τις πιο εξαίρετες ύλες, και τη δική μας οικουμένη, που αντανακλά και μόνο, βαθειά βυθισμένη σε κείνη την επιφάνεια, εκείνα τα εξαίσια εκεί επάνω. Κατοικούμε δε εκεί κάτω, χωρίς να υποψιαζόμαστε πως δεν αντικρύζουμε τον αληθινόν ουρανό πάνω από μάς, αλλά κοιτάμε μέσα απ’ το θολό ενδιάμεσο της ατμόσφαιράς μας τον αιθέρα (Aether) εμείς οι άνθρωποι. Και θ’ αποφασίση ο ‘κριτής’, αν θά ’πρεπε να παραμείνη μελλοντικά στο εσωτερικό τής γης, ή να φθάση σε κείνην την αληθινή επιφάνεια και τον καθαρόν αιθέρα η ψυχή μας.
Τέτοιος στενός σύνδεσμος ‘διαπερνά’ τη γνήσια φυσική επιστήμη και τη μυθική – μεταφυσική ποίηση στον Πλάτωνα. Και διαφυλάσσει, δεκαετίες ακόμα αργότερα, την αντίθεση, έστω και ‘απομακρυσμένα’, της Ιδέας προς το φαινόμενο εκείνη η δεύτερη εικόνα τής υδρογείου σφαίρας, στις ονομασίες «αληθινή θάλασσα» και «αληθινή στεριά» τουλάχιστον, που ονομάστηκαν έτσι απ’ τη δική μας θάλασσα και τη δική μας στεριά. Ένα σύμβολο συνολικά, για το πόσο πολύ έτεινε μέσα απ’ τη θεωρία προς τη συγκεκριμένη (κάθε φορά…) επιστήμη ο Πλάτων, και για το πόσο πολύ βρισκόταν κάτω απ’ τη μεταφυσική γι’ αυτόν εντολή η κάθε συγκεκριμένη επιστήμη. Και θα διαισθανθούμε, μόνον κοιτάζοντάς τα και τα δυό μαζί, πόσο πραγματικό υπήρξε αυτό.
Mπορούμε να αντιληφθούμε έτσι, με τη βοήθεια της φαντασίας μας, μιαν περιοχή εδώ κι εκεί τής ακαδημαϊκής έρευνας, και ποτέ το σύνολο, πόσο μάλλον το σύνολο που αλλάζει μέσα στον χρόνο. Και θα ήταν ανεπαρκές αυτό, αν δεν μας επέτρεπε να γνωρίσουμε και το κάθε θραύσμα τη δομή τού συνόλου. Κι αν πρέπη και να παραιτηθούμε απ’ το να γνωρίσουμε κάτι το ακριβέστερο για την τάξη τής σπουδής, θα παραδεχτούμε (ωστόσο…) στο τέλος, ότι δεν έχει μικρότερη σημασία κι αυτό το άγνωστο. Δεν πρόκειται (άλλωστε…) για την εγκαθιδρυμένη, αλλά για την ζωντανή Ακαδημία. Και ήταν μια εργασία αδιαφιλονίκητη εκεί: Με όποιον τρόπο και όποιαν τάξη κι αν παραδίδονταν τα αντικείμενα της διδασκαλίας στους μαθητευόμενους, έπρεπε όλα «να θεωρηθούν, τόσο κατά τη συγγένεια αναμεταξύ τους όσο και με τη φύση τού πραγματικά Όντος, μαζί. Γιατί μόνο μια τέτοια μάθηση μένει σταθερή στον φορέα της. Κι αυτή είναι κι η πιο ισχυρή δοκιμασία για μιαν προικισμένη ή μη προικισμένη για τη διαλεκτική (Dialektik) ‘φύση’. Όποιος μπορεί δηλ. να συνθεωρήση, είναι διαλεκτικός, κι όποιος όχι, όχι» (Πολιτεία 537 C).
Δεν απευθυνόταν μόνο στη διάνοια (στον ‘νού’…), όσο κι αν τη δίδασκε, ο Πλάτων. Εννοούσε ολόκληρο τον άνθρωπο, τον οποίον και δίδασκε να διακρίνη, σαφέστερα απ’ την εποχή του, το αιώνιο και το παροδικό, και προσδιόριζε την τάξη και τη σειρά «σώματος» και «ψυχής». Δεν βλέπουμε πια (εμείς σήμερα…) το γένος (εκείνο…), το οποίο διαπαιδαγωγούσε (ο Πλάτων…), και δεν μπορεί έτσι να επιδράση άμεσα (στην εποχή μας…) η Ακαδημία. Κι εντούτοις: όπως αντικατοπτρίζεται σε διαλόγους με τον ζωγράφο Παρράσιο και μ’ έναν γλύπτη Κλείτωνα η σωκρατική στροφή προς τα ‘μέσα’ στις «Αναμνήσεις» τού Ξενοφώντα, οι οποίοι και μαθαίνουν απ’ τον Σωκράτη, πώς μπορεί να παραστήση κανείς στην ανθρώπινη μορφή την ζωή τής ψυχής, έτσι πρέπει να αντιληφθούμε κάποτε πως διεισδύει και στα έργα τής πλαστικής τέχνης εκείνη η μανία (Mania) κι η διαλεκτική (Dialektik), το πάθος (Pathos) κι η ειρωνία, κι εκείνη η καινούργια ‘ένταση’ μεταξύ ενθάδε και επέκεινα. Και δικαιολογείται ίσως και το ερώτημα, για το τί είναι άραγες σ’ έναν Απόλλωνα, Έρωτα ή Ερμή τού Σκόπα π.χ. ή του Πραξιτέλη πλατωνικό. Ενώ βλέπουμε στις τελευταίες ‘ζαρωματιές’ τής επιφάνειας και στους πολίτες που φλυαρούν, πώς το συλλαμβάνει αυτό, αναγνωρίζοντας τους μαθητές τού Πλάτωνα, και η σύγχρονή του κωμωδία. Οι οποίοι και ντύνονταν και συμπεριφέρονταν καλύτερα απ’ ό,τι το πλήθος, μιλούσαν και εκινούντο με μιαν ορισμένην ‘πανηγυρικότητα’, ενώ δεν μπορούσε και να αμφισβητήση κανείς ταυτόχρονα την ευστοχία και την ικανότητα να λέη ό,τι είχε ‘καλώς σκεφτή’ (ουκ άσκεπτα δυνάμενος λέγειν) ένας τέτοιος άνθρωπος. Κι όταν εντυπωσιαζόταν από “ ‘Έναν λευκό μανδύα, ένα κομψό και εκλεκτό γκρίζο ένδυμα, ένα μαλακό σκουφάκι, και μιαν καλοφτιαγμένη βακτηρία ” , «νόμιζε πως βλέπει ολόκληρη ήδη την Ακαδημία» κανείς. Ή εγείρονταν «ένας από εκείνους τής Ακαδημίας, ένας μαθητής τού Πλάτωνα», “ έχοντας ξυρισμένα με το μαχαίρι κι εντελώς κομψά τα μαλλιά, κι ελεύθερα κι εντελώς κομψά όλα του τα γένεια, και δεμένα συμμετρικά με ιμάντες γύρω απ’ τους μηρούς κι εντελώς κομψά τα υποδήματα ” στη σύναξη του λαού. “ Και καλά οπλισμένος με την πλούσια στολή του, και στηρίζοντας στο ραβδί του την αξιοπρεπή του κορμοστασιά, ξεκινούσε μ’ έναν ξένον κι όχι οικείον, όπως μου φαινόταν, τρόπο να λέη: Ω, εσείς άνδρες Αθηναίοι ” .
Αντιλαμβάνεται, όπως καταλαβαίνουμε, μόνον τα πιο εξωτερικά στοιχεία η συμπαγής πλειοψηφία τών πολιτών. Παρατηρώντας την ‘αποτρεπτική’ στάση στον Πλάτωνα, που την είχαν μάθει κοιτώντας τον κάποιοι απ’ τους μαθητές του, ή το ερευνητικό του πήγαινε-έλα, ενώ φώναζε: “ Δεν γνωρίζεις τίποτα άλλο παρά να ζαρώνης απλώς το μέτωπο, και να ανυψώνης πανηγυρικά όπως ένα σαλιγκάρι τα φρύδια, ω Πλάτων ” ένα πρόσωπο της κωμωδίας.
Όσο λίγο όμως κι αν υποψιαζόταν, τί υπήρχε πίσω απ’ αυτό το μέτωπο το πλήθος, μπορούσε ωστόσο να γνωρίζη, ότι περνούσε ίσως κάτω απ’ αυτήν την εκλεκτού είδους ενδυμασία και σε κείνα τα κομψά περιδεδεμένα υποδήματα ένας καινούργιος, εκπαιδευμένος στην πλατωνική αρετή άνθρωπος.
Μένει ωστόσο εκτεθειμένη σε μιαν τελευταία ακόμα παρανόηση η πλατωνική διδασκαλία και παιδαγωγία, όπως την είδαμε μέχρι τώρα. Γιατί δεν μας εμποδίζει τίποτα να νομίσουμε μέχρι τώρα, ότι δεν σήμαινε παρά φυγή απ’ την πραγματικότητα, λατρεία τής Ιδέας αποκρούοντας την ζωή, και μιαν καθαρά «θεωρητική» στάση η Ακαδημία. Κι ότι δεν μορφώνονταν παρά σε μιαν περιστρεφόμενη γύρω απ’ τον εαυτό της τελείωση οι μαθητές τού Πλάτωνα. Δεν μπορεί ωστόσο να συμβαίνη αυτό, αν υπάρχη έστω ίχνος αληθείας σε κείνο που ήδη ειπώθηκε: ότι είχε δηλ. κι ένα πολιτικό νόημα, και δεν σκόπευε μόνο στην Ιδέα, αλλά ταυτόχρονα και στην Πόλη η Ακαδημία.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου