Συνέχεια από:Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016
Του Ernst Lewalter
Στον
τόμο:
Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934
V. Ecclesia β
Και ο Αμβρόσιος έχει την εικόνα τής οικοδόμησης (Prophetae Ecclesiae annuntiarunt aedificationem futuram, Ep. 70), αλλά δεν είναι η civitas Dei που οικοδομείται, αλλά η «Εκκλησία».
Βλέπουμε πώς υπό την πίεση τής σκέψης περί της παγκόσμιας
ιστορίας, οι εικόνες λαμβάνουν άλλο νόημα. Και μπορεί ο Αμβρόσιος να δίδαξε
στον Αυγουστίνο την ερμηνευτική μέθοδο τού tropica locutio (τρόπος του
λέγειν)-όπως το έδειξαν οι Leisegang και Stegemann. Αποφασιστικής σημασίας όμως
δεν είναι η επιρροή αυτή, αλλά τι έκανε ο Αυγουστίνος με αυτήν.
Ο Αμβρόσιος στοχάστηκε έντονα πάνω στο πρόβλημα τής
καθαρότητας τής Εκκλησίας, για την οποία λέει πως περικλείει «plerosque terrenos» (τήν πλειονότητα των κατοίκων της γης) μαζί με «sanctos angelis comparandos» (αγίους που
συγκρίνονται με τους αγγέλους). H Εκκλησία είναι «coelum et mundus» (ουρανός και
κόσμος). Και σε αυτό το σημείο βρίσκουμε την χαρακτηριστική στροφή του
Αυγουστίνου, ο οποίος δεν μιλά για την υπάρχουσα Εκκλησία, αλλά για την εν
γενέσει Εκκλησία. Λέει πως (XVIII, 45) in hoc saeculo maligno (στον κακό αυτόν αιώνα) η Εκκλησία «futuram celsitudinem comparat» (συγκρίνεται με
το μελλοντικό ύψος). Η ιδέα περί της ανάδυσης (δημιουργίας) τής εκκλησίας
έρχεται παντού στο προσκήνιο. Χρησιμοποιεί την λέξη: «eruditur» (μορφωση, παιδεία..)
(II, 33, 10 Domb.). Κάθε σχήμα λόγου έχει ιστορική αναφορά, αφορά στην
αρχή, το γίγνεσθαι και το τέλος, και δεν είναι μια διαρκής ύπαρξη όπως στον
Αμβρόσιο. Έτσι ακριβώς και η διδασκαλία περί των ακάθαρτων μελών. «Στο δίκτυ του
Ευαγγελίου πιάνονται τόσο οι reprobi (όσοι έχουν
απορριφθεί) όσο και οι boni (καλοί), και
κολυμπούν μέσα στον κόσμο αυτό σαν σε μια θάλασσα, χωρίς να διαφέρουν-μέχρι να
φτάσουν στην ακτή, όπου οι mali θα διαχωριστούν
από τους boni (333, 12-15)». Και
εδω έχουμε την τελεολογική στροφή. Το τέλος του κόσμου είναι ένα τέρμα, το
τέλος ενός δρόμου.
Ακριβώς δέ επειδή το υπεριστορικό γίγνεσθαι φτάνει στο τέλος
του μέσα στην ιστορία, δεν μπορεί να υποτεθεί ούτε και η ύπαρξη ενός ενδιάμεσου
αιώνα που έρχεται στο τέλος της ιστορίας. Με αυτή την απάλειψη της Βασιλείας
του Χριστού ως βασιλείας στο τέλος της ιστορίας, ο Αυγουστίνος εναντιώθηκε
στο σύνολο της παράδοσης. Μόνο ένας προηγήθηκε: ο Tyconius. Και ίσως να είναι «πνευματική περιουσία» του Tyconius η επανερμηνεία του Millennium με όρους ιστορίας της
σωτηρίας. Αλλά και στο σημείο αυτό, σημασία έχει τι έκανε ο Αυγουστίνος με
αυτό. Όχι μόνο ανέδειξε στην πληρότητά της την σοβαρότητα της σκέψης, πως
εδώ αποφασίζονται όλα για τον καθένα- αλλά και
ενώπιον αυτής της σοβαρότητας η Εκκλησία παρέκκλινε στην ιδέα του καθαρτηρίου
πυρός. Από αυτή την σκέψη άντλησε και την σκέψη της τελειοποίησης της
Εκκλησίας, ως σκέψης με χαρακτήρα παγκόσμιας και γενικής ιστορίας.
Ecclesia, civitas Dei peregrnans, regnum Christi per mille annos (χιλιόχρονη βασιλεία του Χριστού)-αυτά είναι διαφορετικά
ονόματα για ένα και μόνο πράγμα. Ο Αυγουστίνος δεν εξηγεί-όπως ο Αμβρόσιος- το
ένα με την βοήθεια του άλλου, προϋποθέτοντας πως είναι γνωστό τι είναι η ecclesia. Θεωρεί μάλλον, πως τι είναι ecclesia πρέπει να κατανοηθεί, όπως
ακριβώς πρέπει να κατανοηθεί τι είναι civitas Dei. Η πρόθεση τού Αυγουστίνου,
όπως πολλές φορές υποτέθηκε, δεν είναι να δείξει πως η «Εκκλησία» είναι η
πολιτεία του Θεού, αλλά: να δείξει στην Εκκλησία τι είναι, δηλαδή να της δείξει
πως είναι η πολιτεία του Θεού που πορεύεται προς την τελειότητά της. Επιπλέον,
η πρόθεσή του δεν είναι να δείξει στο κράτος πως να φέρεται στην Εκκλησία, αλλά
να δείξει στο κράτος, αυτό που το κράτος μπορεί να είναι: ο βοηθός στην
τελειοποίηση της πολιτείας του Θεού. Και για τον λόγο αυτό, δεν είναι καθόλου
αδύνατο, το κράτος και η Εκκλησία να γίνουν ταυτόσημα. Στην τελειοποιημένη
χριστιανοσύνη, το κράτος και η Εκκλησία ταυτίζονται. Μέσα στην πορεία της
ιστορίας τής σωτηρίας, το κράτος και η Εκκλησία αυξάνονται πλησιάζοντας το ένα
το άλλο. Τίποτα δε θα ήταν πιο ξένο στην σκέψη του Αυγουστίνου, από τον
διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων.
Από αυτό το σημείο γίνεται κατανοητή η θέση τού Αυγουστίνου για την θεωρία περί κράτους. Η φυσική τάξη (ordo naturalis) δεν ισχύει στην
κοσμική ζωή-όπως θα διδάξει αργότερα ο σχολαστικισμός-,αλλά μονάχα στο regnum Christi, δηλαδή όταν το σύνολο της ιστορίας θα έχει
προσανατολισθεί στην χριστιανική θρησκεία. Η ordo naturalis δεν γνωρίζει την
βία, τήν εξουσία (potestas). Η εσωτερική
δυνατότητα ύπαρξης της κοινής ζωής, η οποία χάθηκε λόγω της πτώσης, έγινε
πραγματική δυνατότητα δια του ελέους του Θεού μέσα στον Χριστό. Η δυνατότητα
αυτή έχει την πραγματικότητά της μέσα στην civitas Dei peregrinans, εφόσον από τον Χριστό και
μετά δεν βρίσκεται σε μεμονωμένα άτομα, αλλά στο σύνολο τού populus των Χριστιανών. Από τότε
δηλαδή που η civitas Dei peregrinans είναι catholica ecclesia. Αυτή, που είναι εικόνα της civitas Dei aeterna, είναι και
υπόδειγμα κράτους (αυτής της imago imaginis), και αυτό εφόσον η catholica ecclesia δεν θεμελιώνεται στην potestas, αλλά πάνω στο πνεύμα.
Ο sacerdos (ιερέας) δεν ασκεί
εξουσία. Και όχι απλώς δεν έχει οποιαδήποτε potestas, αλλά δεν έχει και auctoritas (αυθεντία). Την potestas την έχει ο
Χριστός, την auctoritas η scriptura η Γραφή). Το έργο του ιερέα
στην κοινωνία είναι τού consulere (συμβουλευτική),
και μόνο αυτό. Το χέρι του είναι ο λόγος.
Είναι λοιπόν πραγματικά δυνατό να διαποτιστεί η κοσμική ζωή με το πνεύμα του Χριστιανισμού.
Και για τον λόγο αυτό, αποκλείεται για τον Αυγουστίνο μια κατασκευή της
κοσμικής-ανίερης ζωής που να βασίζεται στο κοσμικό-φυσικό δίκαιο. Η ποικιλία
των leges temporales (νόμοι του κόσμου)-που για την
ύστερη αρχαιότητα ήταν τόσο αποκρουστική (Επίκτητος) και την οδήγησε στην
αναζήτηση ενός ενιαίου δικαίου-δεν χρειάζεται να εναντιωθεί στον Αυγουστίνο.
Για τον λόγο αυτό δεν του έρχεται καν στη σκέψη να προσδώσει στην Εκκλησία
δικαίωμα κοσμικής νομοθεσίας ή εξουσιαστική συνέργειας σε μια τέτοια νομοθεσία.
...εφόσον το κράτος δεν αντιτίθεται στην χριστιανική θρησκεία.
Αν αφαιρέσουμε την ρωμαϊκή και την σχολαστική θεωρία περί
κράτους από την σκέψη του Αυγουστίνου-πράγμα που πρέπει να κάνουμε, καθώς τό έχουμε δείξει-τότε στην ιδέα πως το κράτος πρέπει να μετατραπεί σε Εκκλησία δεν
παραμένει τίποτα το παράξενο. Γιατί δεν εννοείται η «εκκλησία», η περιπλάνηση,
το regnum Christi. Ο βυζαντινός καισαροπαπισμός είναι πιο κοντά
στην σκέψη του Αυγουστίνου απ’ ότι ο ανταγωνισμός regnum και sacerdotium (της τάξης των
ιερέων) της Δύσεως. Η εσχατολογική του όμως κατεύθυνση,από την οποία πηγάζει η
τελεολογική ερμηνεία της ιστορίας,τον αποτρέπει από το να περιγράψει την ιδέα
της ταυτότητος κράτους και Εκκλησίας, με την μορφή μιας ιστορικής
κατάστασης-του καισαροπαπισμού για παράδειγμα. Και αυτό επειδή η σκέψη του
είναι τελεολογική, και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να έχει μια θεωρία περί
κράτους και Εκκλησίας ως αιώνιων οικοδομημάτων.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου