O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
475. « Η έσχατη σωτηρία του ανθρώπου είναι το να τελειωθή κατά το νοερό του μέρος με τη θεωρία ( θεωρώντας… ) της πρώτης αλήθειας ». Αυτό έχει πολλές φορές απελεγχθή πως είναι δόξα ( γνώμη, δοξασία… ) ελληνική και των έξω σοφών˙ η δε απόφαση της ιεράς Εκκλησίας αυτό έχει ως σωτηρία του ανθρώπου και έσχατη τελείωση, το να ενωθή με τον Χριστό με την ενυπόστατη έλλαμψη του ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος στην καρδιά. Γι’ αυτό μετέχει κι εδώ στην ελληνική δόξα και στους έξω σοφούς, κι όχι στην ιερά Εκκλησία ο Θωμάς.
476. « Συντελεί στην τελειότητα τής νοερής ουσίας το να γνωρίζη κανείς κάτι απ’ τις φύσεις και τις δυνάμεις και τα ιδιαίτερα συμβεβηκότα όλων των ειδών ». Είναι όντως δεινή πλάνη αυτό και ολίσθημα απ’ τον Θεό και φρόνημα της ελληνικής κακοδοξίας. Και είναι αυτό, το οποίο αποκάλεσε ακριβώς πολυάσχολη ματαιότητα ο Μέγας Βασίλειος. Γι’ αυτό και λέει ονειδιστικά ο ιερός Παύλος για τους Αθηναίους, ότι « προς ουδέν ηυκαίρουν, ει μη προς το λέγειν τι και ακούειν καινότερον » ( Πράξ. ιζ΄21 ) ˙ οι δε διδάσκαλοι της ιεράς Εκκλησίας λένε πως συντελεί η προς τον Θεό ακλόνητη επιστροφή με τις ιερές εντολές και τη θεία γνώση στην τελειότητα τής νοερής ουσίας˙ το να περιεργάζεσαι δε τις φύσεις των όντων από τα δικά τους βέβαια φυσικά, είναι επαινετό στους αρχάριους και που καθαίρονται, είναι δε σφόδρα ασυντελές στη νόηση εκείνων που ανήλθαν στον φωτισμό και προέκυψαν στην αληθινή θεωρία, και τρέχουν προς την τελειότητα. Το να δοκιμάζης δε να γνωρίζης, όπως λέει ο Θωμάς, τις φύσεις και μάλιστα όλων των όντων είναι εξαιρετικά κακόηθες και ανόητο. Γιατί κανένα λογικό κτιστό δεν μπορεί να γνωρίση πώς προήλθαν οι δημιουργηθείσες εκ του μη όντος φύσεις του άκτιστου Θεού.
477. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ αν και αγνοούμε τη φύση των όσων έχουν γίνει, θαυμάζουμε όμως μεγάλως αυτό που υποπίπτει βέβαια ολοσχερώς στην αίσθησή μας. Κι ο πρόεδρος των Νυσσαέων˙ « ολόκληρη η διανοητική δύναμη της ψυχής συγκινήθηκε στο να θαυμάση αυτά που ενεργεί το θείο χέρι , που η κατανόησή τους, που είναι πάνω απ’ την ανθρώπινη δύναμη, ερμηνεύει μέσα απ’ τον ίδιον της τον εαυτό το ακατάληπτο και αχώρητο της φύσης εκείνου που ενεργεί. Γιατί ολόκληρη η κτίση των όντων είναι έργο εκείνης της χειρός, που φανερώθηκε σε μας μέσα απ’ την οπή, όπως βοά λέγοντάς το, ο Ιωάννης, και συμφωνεί ( συμφθέγγεται ) ο προφήτης προς το Ευαγγέλιο. Γιατί ο μεν λέει, ότι “πάντα δι’ αυτού εγένετο” ( Ιωάν. α΄3 ), ο δε προφήτης ονομάζει χείρα τη δύναμη που εποίησε τα όντα , έχοντας πη, ότι “η χειρ μου εποίησε ταύτα πάντα” ( Ησαΐας ξς΄ 2 ). Αν είναι λοιπόν έργα εκείνης της ενέργειας και όλα τα άλλα και τα ουράνια κάλλη, και δεν έχει καταλάβει ακόμα η ερευνητική διάνοια του ανθρώπου, τί είναι κατ’ ουσίαν ο ουρανός ή ο ήλιος ή κάποιο άλλο απ’ τα θαυμάσια μέσα στην κτίση, για τον λόγο αυτόν θροείται ( ταράζεται…) προς τη θεία ενέργεια η καρδιά, αφού αν δεν μπορή ( ου χωρεί ) να τα καταλάβη αυτά, πώς θα καταλάβη τη φύση που τα ξεπερνά; » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία ΙΑ΄ εις Άσμα ασμάτων ).
478. Είναι προφανώς διαβολική υποθήκη αυτό, να απομακρυνθή ο νους απ’ την προς τον Θεό νεύση ( ροπή, κλίση…) και ικετηρία και το να μεριμνά την εκπλήρωση των θείων εντολών, και να ζητά να γνωρίση τις φύσεις των όντων και μάλιστα όλων. Αν γνώριζε πως συντελεί αυτό στην τελειότητα της νοερής ουσίας αυτός που έκτισε τις νοερές ουσίες, θα το είχε ο διδάξει ο ίδιος. Αλλά δεν έχει βρεθή κάπου να υπάρχη στη θεία Γραφή˙ βρίσκουμε όμως να λέη δια του Δαβίδ ο Θεός˙ « σχολάσατε και γνώτε – όχι τις φύσεις των όντων, γιατί αυτό είναι μάταιο και αδύνατο, αλλ’ – ότι εγώ ειμί ο Θεός » ( Ψαλμ. με΄11 ). Γιατί αυτό είναι το πιο ωφέλιμο απ’ όλα και οικείο, όπως κανένα άλλο, στη λογική ψυχή˙ το οποίο έχοντάς το διαγνώσει ακριβώς σαφέστατα και ο Σολομών, λέει˙ « εγώ τω αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί » ( Άσμα ασμάτων στ΄3 ). Και ο εξηγητής ( ερμηνευτής ) των Νυσσαέων˙ « είναι κανόνας και όρος της κατ’ αρετήν τελειότητας. Γιατί μαθαίνουμε μ’ αυτά το ότι δεν χρειάζεται να βλέπουμε τίποτα μέσα στους εαυτούς μας, εκτός απ’ τον Θεό, κι ούτε να βλέπη προς κάτι άλλο η κεκαθαρμένη ψυχή » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία ΙΕ΄ εις Άσμα ασμάτων ). Βλέπεις, τί είναι αυτό, που συντελεί στην τελειότητα τής νοερής ουσίας ; κατά κανέναν τρόπο το να γνωρίζουμε τις φύσεις και τις δυνάμεις και τα ιδιαίτερα συμβεβηκότα όλων των ειδών, γιατί είναι μωρία να το νομίζης αυτό και χαρακτηριστικό της ελληνικής κακοδοξίας και του Θωμά.
479. « Όλα, όσα παρήγαγε για την τελειότητα τού παντός ο Θεός, είναι φανερά στον νου που τον ορά ». Κι ακόμα˙ « είναι αναγκαίο να γνωρίζη το καθένα απ’ αυτά που βλέπουν τη θεία ουσία όλα όσα υπάρχουν στην ίδιαν τη θεία ουσία, σε όσα εκτείνεται απ’ τη φύση του αυτό το ίδιο το φύσει δεκτικό. Εκτείνεται δε απ’ τη φύση του το ίδιο το δεκτικό κάθε νου προς όλα τα γένη και είδη και την τάξη των πραγμάτων. Θα τα γνωρίση λοιπόν ο καθένας απ’ αυτούς που βλέπουν τον Θεό όλα αυτά στη θεία ουσία. Από εδώ προέρχεται αυτό που αποκρίθηκε ακριβώς ο Κύριος στον Μωυσή, που ζητάει τη θεωρία της θείας ουσίας στο ΛΓ΄ κεφάλαιο της Εξόδου˙ “ εγώ δείξω σοι παν αγαθόν ” ( Έξοδ. λγ΄19 ). Και λέει ο Γρηγόριος˙ “ τί υπάρχει που δεν θα το γνωρίσουν εκείνοι που γνωρίζουν αυτόν που τα γνωρίζει όλα ; ” ( Γρηγορίου Διαλόγου, IV Dialog. , κεφ. XXXIII ) ». Έχει μεν αντιλογίες ( αντιφάσεις… ) και το κεφάλαιο αυτό, επειδή δεν θα δη καμμιά κτιστή φύση την ουσία του Θεού ποτέ, αλλ’ υπερέχει αυτή απειράκις απείρως, ώστε να γνωρίζεται απ’ τις κτιστές νοερές φύσεις. Αλλά δεν συνάγεται και καμμιά και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανάγκη να γνωρίζουν τα πάντα εκείνοι που γνωρίζουν αυτόν που τα γνωρίζει όλα. Γιατί αν συναγόταν αυτό, έπρεπε να γνωρίζη κι ο άνθρωπος που γνωρίζει ( κάποιον… ), όλα όσα γνωρίζει εκείνος ο γνωριζόμενος άνθρωπος. Κι αν είναι αδύνατο αυτό, γιατί γνωρίζει πολλές φορές ο άνθρωπος κάποιον άνθρωπο και δεν γνωρίζει αυτά που γνωρίζει ο γνωριζόμενος, δεν θα γνωρίση πολύ περισσότερο αναγκαστικά αυτός που γνωρίζει τον Θεό και όλα όσα ο Θεός γνωρίζει. Γιατί είναι διαφορετικό οπωσδήποτε η ουσία του Θεού και διαφορετικό η νόησή του, όπως ήδη σαφώς φανερώσαμε.
480. Αλλά και νά ’χαν κι άλλες αντιφάσεις οι παρούσες προτάσεις, κανένας δεν τις αναιρεί πιο γνήσια, απ’ ό,τι ο Θωμάς που τις προβάλλει, ώστε να αποφανθή ως κατ’ εξοχήν άφρων˙ « επειδή δεν μπορεί να γνωρίζη ο κτιστός νους τη θεία ουσία έτσι, ώστε να την περιλαμβάνη, δεν είναι αναγκαίο σ’ αυτόν που τη βλέπει να βλέπη και όλα όσα μπορούν να γίνουν γνωστά μέσα απ’ αυτήν ». Κι ακόμα˙ « ορώντας ο κτιστός νους τον Θεό, δεν ορά και όλα όσα μπορούν να γίνουν ορατά σ’ αυτόν ». Κι ακόμα˙ « δεν ορά άρα, ορώντας τη θεία ουσία, όλα όσα μπορούν να ορώνται στην ουσία του Θεού ο κτιστός νους ». Χρησιμοποιεί γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση, έχοντας μεταστραφή στη διάνοια, την κατάφαση και την απόφαση ( άρνηση ) μιας έννοιας για το ίδιο πράγμα.
479 (α). Και λέει πάλι, ανατρέποντας τα προηγούμενα, τα οποία νόμιζε πως έχουν καλώς, και δεν ντρέπεται˙ « αυτοί που βλέπουν τη θεία ουσία τα βλέπουν όλα ». Κι ακόμα˙ « ορώντας τη θεία ουσία ο κτιστός νους, νοεί σ’ αυτήν όλα τα είδη των πραγμάτων ». Κι ακόμα˙ « αυτά που ορώνται με τη θεωρία της θείας ουσίας, με την οποία γινόμαστε μακάριοι, ορώνται όλα κατ’ ενέργειαν ». Και σαν να κατάλαβε τον εαυτό του, επειδή διακήρυξε τα αντίθετα σε ένα πράγμα, προχωρά σε κάτι ενδιάμεσο τρίτο, θαυμαστό όχι για το κάλλος του, που δεν είναι ούτε κατάφαση ούτε απόφαση, και φτιάχνει ένα περίεργο πράγμα. Κι επειδή δεν γνωρίζει με ασφάλεια αυτό το οποίο καταφάσκει, αμέσως και εκ του πλησίον το αρνείται, κι επειδή ούτε αυτό το γνωρίζει με ασφάλεια, φτιάχνει κι απ’ τα δυό, την κατάφαση και την άρνηση, μιαν πρόταση και λέει˙ « είναι φανερό, πως αυτοί που βλέπουν τη θεία ουσία κατά κάποιον μεν τρόπο τη βλέπουν, και κατά κάποιον όχι ». Και το κάνει αυτό σαν να υφίσταται έναν φοβερό κλονισμό, και να ζητάη από ’δώ κι από ’κεί για βοήθεια. Κι εγώ λέω, πως αθυμώ αληθινά στην ψυχή μου, βλέποντας το ελεεινό αυτού του φιλοσόφου˙ γιατί ενώ είπε τόσα πολλά με μια πρόταση, και κατάφαση και απόφαση και κάτι ανάμεσα στην κατάφαση και την απόφαση, όπως προανέφερα, δεν είναι πάλι καθόλου λιγότερο και ψεύτης και κακόδοξος. Γιατί αυτός που νομίζει πως μπορεί να γνωρισθή απ’ οποιοδήποτε κτιστό η θεία ουσία και το κάνει αυτό αρχή των προτάσεών του, θα είναι σε όλα όσα θα πη μετά απ’ αυτό ψεύτης και αναμφίβολος αιρετικός.
480 (α). « Η χάρι που κάνει κάποιον να είναι χαριτωμένος ( κεχαρισμένος ), είναι ένα είδος ( μορφή… ) και μια τελειότητα στον άνθρωπο, που παραμένει κι όταν δεν ενεργή ». Θέλοντας να μιλήση κάποιος, χωρίς να έχη πείρα της θείας χάριτος, για τη χάρι, σφάλλει ( πλανάται… ) εξ ολοκλήρου για όσα την ακολουθούν, το οποίο παθαίνει τώρα ακριβώς κι ο Θωμάς. Δεν σαφηνίζει κατ’ αρχάς λοιπόν το είδος της χάριτος, αλλά λέει έτσι απλά “ ένα ” . Λέει έπειτα, ότι « υπάρχει τελειότητα στον άνθρωπο, που παραμένει κι όταν δεν ενεργή ». Κι αυτό φαίνεται πως είναι ολοφάνερο ψέμμα σ’ αυτούς που έχουν εμπειρία της χάριτος. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος, ως ασφαλής διδάσκαλος˙ « Το Πνεύμα το άγιο, που επήλθε στην ψυχή του ανθρώπου, έδωσε μεν ζωή, έδωσε και αθανασία, σήκωσε αυτόν που είναι πεσμένος. Κι αυτό που κινήθηκε σε κίνηση αΐδιο ( αιώνια… ) από το Πνεύμα το άγιο έγινε ζώο άγιο » ( Κατά Ευνομίου Ε΄).
481. Η χάρι που κάνει λοιπόν χαριτωμένο τον άνθρωπο γίνεται αεικίνητη πνευματική δύναμη και ενέργεια σ’ αυτόν. Και δεν υπάρχει ουδέποτε, που να μην ενεργή σ’ αυτόν η χάρι. Ο δε Θωμάς, που δεν έχει γεύση λόγω δυσπιστίας της υπερουρανίου δωρεάς του Πνεύματος, λέει αυτά που δεν ταιριάζουν και είναι ανακόλουθα. Γι’ αυτό και λησμόνησε γρήγορα τον Σωτήρα, που λέει˙ « το ύδωρ, ό εγώ δώσω, γενήσεται αυτώ – σ’ αυτόν που θα το έχει λάβει δηλαδή – πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον » ( Ιωάν. δ 14 ). Και είναι αλήθεια, όπως γνωρίζει αυτός που δίνει τη χάρι, ότι η μεν ορατή πηγή και γρήγορα ίσως θα σταματήση, εκείνη δε η πηγή του πνευματικού ύδατος δεν θα σταματήση ουδέποτε απ’ τις καρδιές των χαριτωμένων, γιατί είναι αείβλυτη δωρεά του Πνεύματος και συνεχής ξενότροπη έκχυση.
Συνεχίζεται
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
475. « Η έσχατη σωτηρία του ανθρώπου είναι το να τελειωθή κατά το νοερό του μέρος με τη θεωρία ( θεωρώντας… ) της πρώτης αλήθειας ». Αυτό έχει πολλές φορές απελεγχθή πως είναι δόξα ( γνώμη, δοξασία… ) ελληνική και των έξω σοφών˙ η δε απόφαση της ιεράς Εκκλησίας αυτό έχει ως σωτηρία του ανθρώπου και έσχατη τελείωση, το να ενωθή με τον Χριστό με την ενυπόστατη έλλαμψη του ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος στην καρδιά. Γι’ αυτό μετέχει κι εδώ στην ελληνική δόξα και στους έξω σοφούς, κι όχι στην ιερά Εκκλησία ο Θωμάς.
476. « Συντελεί στην τελειότητα τής νοερής ουσίας το να γνωρίζη κανείς κάτι απ’ τις φύσεις και τις δυνάμεις και τα ιδιαίτερα συμβεβηκότα όλων των ειδών ». Είναι όντως δεινή πλάνη αυτό και ολίσθημα απ’ τον Θεό και φρόνημα της ελληνικής κακοδοξίας. Και είναι αυτό, το οποίο αποκάλεσε ακριβώς πολυάσχολη ματαιότητα ο Μέγας Βασίλειος. Γι’ αυτό και λέει ονειδιστικά ο ιερός Παύλος για τους Αθηναίους, ότι « προς ουδέν ηυκαίρουν, ει μη προς το λέγειν τι και ακούειν καινότερον » ( Πράξ. ιζ΄21 ) ˙ οι δε διδάσκαλοι της ιεράς Εκκλησίας λένε πως συντελεί η προς τον Θεό ακλόνητη επιστροφή με τις ιερές εντολές και τη θεία γνώση στην τελειότητα τής νοερής ουσίας˙ το να περιεργάζεσαι δε τις φύσεις των όντων από τα δικά τους βέβαια φυσικά, είναι επαινετό στους αρχάριους και που καθαίρονται, είναι δε σφόδρα ασυντελές στη νόηση εκείνων που ανήλθαν στον φωτισμό και προέκυψαν στην αληθινή θεωρία, και τρέχουν προς την τελειότητα. Το να δοκιμάζης δε να γνωρίζης, όπως λέει ο Θωμάς, τις φύσεις και μάλιστα όλων των όντων είναι εξαιρετικά κακόηθες και ανόητο. Γιατί κανένα λογικό κτιστό δεν μπορεί να γνωρίση πώς προήλθαν οι δημιουργηθείσες εκ του μη όντος φύσεις του άκτιστου Θεού.
477. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ αν και αγνοούμε τη φύση των όσων έχουν γίνει, θαυμάζουμε όμως μεγάλως αυτό που υποπίπτει βέβαια ολοσχερώς στην αίσθησή μας. Κι ο πρόεδρος των Νυσσαέων˙ « ολόκληρη η διανοητική δύναμη της ψυχής συγκινήθηκε στο να θαυμάση αυτά που ενεργεί το θείο χέρι , που η κατανόησή τους, που είναι πάνω απ’ την ανθρώπινη δύναμη, ερμηνεύει μέσα απ’ τον ίδιον της τον εαυτό το ακατάληπτο και αχώρητο της φύσης εκείνου που ενεργεί. Γιατί ολόκληρη η κτίση των όντων είναι έργο εκείνης της χειρός, που φανερώθηκε σε μας μέσα απ’ την οπή, όπως βοά λέγοντάς το, ο Ιωάννης, και συμφωνεί ( συμφθέγγεται ) ο προφήτης προς το Ευαγγέλιο. Γιατί ο μεν λέει, ότι “πάντα δι’ αυτού εγένετο” ( Ιωάν. α΄3 ), ο δε προφήτης ονομάζει χείρα τη δύναμη που εποίησε τα όντα , έχοντας πη, ότι “η χειρ μου εποίησε ταύτα πάντα” ( Ησαΐας ξς΄ 2 ). Αν είναι λοιπόν έργα εκείνης της ενέργειας και όλα τα άλλα και τα ουράνια κάλλη, και δεν έχει καταλάβει ακόμα η ερευνητική διάνοια του ανθρώπου, τί είναι κατ’ ουσίαν ο ουρανός ή ο ήλιος ή κάποιο άλλο απ’ τα θαυμάσια μέσα στην κτίση, για τον λόγο αυτόν θροείται ( ταράζεται…) προς τη θεία ενέργεια η καρδιά, αφού αν δεν μπορή ( ου χωρεί ) να τα καταλάβη αυτά, πώς θα καταλάβη τη φύση που τα ξεπερνά; » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία ΙΑ΄ εις Άσμα ασμάτων ).
478. Είναι προφανώς διαβολική υποθήκη αυτό, να απομακρυνθή ο νους απ’ την προς τον Θεό νεύση ( ροπή, κλίση…) και ικετηρία και το να μεριμνά την εκπλήρωση των θείων εντολών, και να ζητά να γνωρίση τις φύσεις των όντων και μάλιστα όλων. Αν γνώριζε πως συντελεί αυτό στην τελειότητα της νοερής ουσίας αυτός που έκτισε τις νοερές ουσίες, θα το είχε ο διδάξει ο ίδιος. Αλλά δεν έχει βρεθή κάπου να υπάρχη στη θεία Γραφή˙ βρίσκουμε όμως να λέη δια του Δαβίδ ο Θεός˙ « σχολάσατε και γνώτε – όχι τις φύσεις των όντων, γιατί αυτό είναι μάταιο και αδύνατο, αλλ’ – ότι εγώ ειμί ο Θεός » ( Ψαλμ. με΄11 ). Γιατί αυτό είναι το πιο ωφέλιμο απ’ όλα και οικείο, όπως κανένα άλλο, στη λογική ψυχή˙ το οποίο έχοντάς το διαγνώσει ακριβώς σαφέστατα και ο Σολομών, λέει˙ « εγώ τω αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί » ( Άσμα ασμάτων στ΄3 ). Και ο εξηγητής ( ερμηνευτής ) των Νυσσαέων˙ « είναι κανόνας και όρος της κατ’ αρετήν τελειότητας. Γιατί μαθαίνουμε μ’ αυτά το ότι δεν χρειάζεται να βλέπουμε τίποτα μέσα στους εαυτούς μας, εκτός απ’ τον Θεό, κι ούτε να βλέπη προς κάτι άλλο η κεκαθαρμένη ψυχή » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία ΙΕ΄ εις Άσμα ασμάτων ). Βλέπεις, τί είναι αυτό, που συντελεί στην τελειότητα τής νοερής ουσίας ; κατά κανέναν τρόπο το να γνωρίζουμε τις φύσεις και τις δυνάμεις και τα ιδιαίτερα συμβεβηκότα όλων των ειδών, γιατί είναι μωρία να το νομίζης αυτό και χαρακτηριστικό της ελληνικής κακοδοξίας και του Θωμά.
479. « Όλα, όσα παρήγαγε για την τελειότητα τού παντός ο Θεός, είναι φανερά στον νου που τον ορά ». Κι ακόμα˙ « είναι αναγκαίο να γνωρίζη το καθένα απ’ αυτά που βλέπουν τη θεία ουσία όλα όσα υπάρχουν στην ίδιαν τη θεία ουσία, σε όσα εκτείνεται απ’ τη φύση του αυτό το ίδιο το φύσει δεκτικό. Εκτείνεται δε απ’ τη φύση του το ίδιο το δεκτικό κάθε νου προς όλα τα γένη και είδη και την τάξη των πραγμάτων. Θα τα γνωρίση λοιπόν ο καθένας απ’ αυτούς που βλέπουν τον Θεό όλα αυτά στη θεία ουσία. Από εδώ προέρχεται αυτό που αποκρίθηκε ακριβώς ο Κύριος στον Μωυσή, που ζητάει τη θεωρία της θείας ουσίας στο ΛΓ΄ κεφάλαιο της Εξόδου˙ “ εγώ δείξω σοι παν αγαθόν ” ( Έξοδ. λγ΄19 ). Και λέει ο Γρηγόριος˙ “ τί υπάρχει που δεν θα το γνωρίσουν εκείνοι που γνωρίζουν αυτόν που τα γνωρίζει όλα ; ” ( Γρηγορίου Διαλόγου, IV Dialog. , κεφ. XXXIII ) ». Έχει μεν αντιλογίες ( αντιφάσεις… ) και το κεφάλαιο αυτό, επειδή δεν θα δη καμμιά κτιστή φύση την ουσία του Θεού ποτέ, αλλ’ υπερέχει αυτή απειράκις απείρως, ώστε να γνωρίζεται απ’ τις κτιστές νοερές φύσεις. Αλλά δεν συνάγεται και καμμιά και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανάγκη να γνωρίζουν τα πάντα εκείνοι που γνωρίζουν αυτόν που τα γνωρίζει όλα. Γιατί αν συναγόταν αυτό, έπρεπε να γνωρίζη κι ο άνθρωπος που γνωρίζει ( κάποιον… ), όλα όσα γνωρίζει εκείνος ο γνωριζόμενος άνθρωπος. Κι αν είναι αδύνατο αυτό, γιατί γνωρίζει πολλές φορές ο άνθρωπος κάποιον άνθρωπο και δεν γνωρίζει αυτά που γνωρίζει ο γνωριζόμενος, δεν θα γνωρίση πολύ περισσότερο αναγκαστικά αυτός που γνωρίζει τον Θεό και όλα όσα ο Θεός γνωρίζει. Γιατί είναι διαφορετικό οπωσδήποτε η ουσία του Θεού και διαφορετικό η νόησή του, όπως ήδη σαφώς φανερώσαμε.
480. Αλλά και νά ’χαν κι άλλες αντιφάσεις οι παρούσες προτάσεις, κανένας δεν τις αναιρεί πιο γνήσια, απ’ ό,τι ο Θωμάς που τις προβάλλει, ώστε να αποφανθή ως κατ’ εξοχήν άφρων˙ « επειδή δεν μπορεί να γνωρίζη ο κτιστός νους τη θεία ουσία έτσι, ώστε να την περιλαμβάνη, δεν είναι αναγκαίο σ’ αυτόν που τη βλέπει να βλέπη και όλα όσα μπορούν να γίνουν γνωστά μέσα απ’ αυτήν ». Κι ακόμα˙ « ορώντας ο κτιστός νους τον Θεό, δεν ορά και όλα όσα μπορούν να γίνουν ορατά σ’ αυτόν ». Κι ακόμα˙ « δεν ορά άρα, ορώντας τη θεία ουσία, όλα όσα μπορούν να ορώνται στην ουσία του Θεού ο κτιστός νους ». Χρησιμοποιεί γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση, έχοντας μεταστραφή στη διάνοια, την κατάφαση και την απόφαση ( άρνηση ) μιας έννοιας για το ίδιο πράγμα.
479 (α). Και λέει πάλι, ανατρέποντας τα προηγούμενα, τα οποία νόμιζε πως έχουν καλώς, και δεν ντρέπεται˙ « αυτοί που βλέπουν τη θεία ουσία τα βλέπουν όλα ». Κι ακόμα˙ « ορώντας τη θεία ουσία ο κτιστός νους, νοεί σ’ αυτήν όλα τα είδη των πραγμάτων ». Κι ακόμα˙ « αυτά που ορώνται με τη θεωρία της θείας ουσίας, με την οποία γινόμαστε μακάριοι, ορώνται όλα κατ’ ενέργειαν ». Και σαν να κατάλαβε τον εαυτό του, επειδή διακήρυξε τα αντίθετα σε ένα πράγμα, προχωρά σε κάτι ενδιάμεσο τρίτο, θαυμαστό όχι για το κάλλος του, που δεν είναι ούτε κατάφαση ούτε απόφαση, και φτιάχνει ένα περίεργο πράγμα. Κι επειδή δεν γνωρίζει με ασφάλεια αυτό το οποίο καταφάσκει, αμέσως και εκ του πλησίον το αρνείται, κι επειδή ούτε αυτό το γνωρίζει με ασφάλεια, φτιάχνει κι απ’ τα δυό, την κατάφαση και την άρνηση, μιαν πρόταση και λέει˙ « είναι φανερό, πως αυτοί που βλέπουν τη θεία ουσία κατά κάποιον μεν τρόπο τη βλέπουν, και κατά κάποιον όχι ». Και το κάνει αυτό σαν να υφίσταται έναν φοβερό κλονισμό, και να ζητάη από ’δώ κι από ’κεί για βοήθεια. Κι εγώ λέω, πως αθυμώ αληθινά στην ψυχή μου, βλέποντας το ελεεινό αυτού του φιλοσόφου˙ γιατί ενώ είπε τόσα πολλά με μια πρόταση, και κατάφαση και απόφαση και κάτι ανάμεσα στην κατάφαση και την απόφαση, όπως προανέφερα, δεν είναι πάλι καθόλου λιγότερο και ψεύτης και κακόδοξος. Γιατί αυτός που νομίζει πως μπορεί να γνωρισθή απ’ οποιοδήποτε κτιστό η θεία ουσία και το κάνει αυτό αρχή των προτάσεών του, θα είναι σε όλα όσα θα πη μετά απ’ αυτό ψεύτης και αναμφίβολος αιρετικός.
480 (α). « Η χάρι που κάνει κάποιον να είναι χαριτωμένος ( κεχαρισμένος ), είναι ένα είδος ( μορφή… ) και μια τελειότητα στον άνθρωπο, που παραμένει κι όταν δεν ενεργή ». Θέλοντας να μιλήση κάποιος, χωρίς να έχη πείρα της θείας χάριτος, για τη χάρι, σφάλλει ( πλανάται… ) εξ ολοκλήρου για όσα την ακολουθούν, το οποίο παθαίνει τώρα ακριβώς κι ο Θωμάς. Δεν σαφηνίζει κατ’ αρχάς λοιπόν το είδος της χάριτος, αλλά λέει έτσι απλά “ ένα ” . Λέει έπειτα, ότι « υπάρχει τελειότητα στον άνθρωπο, που παραμένει κι όταν δεν ενεργή ». Κι αυτό φαίνεται πως είναι ολοφάνερο ψέμμα σ’ αυτούς που έχουν εμπειρία της χάριτος. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος, ως ασφαλής διδάσκαλος˙ « Το Πνεύμα το άγιο, που επήλθε στην ψυχή του ανθρώπου, έδωσε μεν ζωή, έδωσε και αθανασία, σήκωσε αυτόν που είναι πεσμένος. Κι αυτό που κινήθηκε σε κίνηση αΐδιο ( αιώνια… ) από το Πνεύμα το άγιο έγινε ζώο άγιο » ( Κατά Ευνομίου Ε΄).
481. Η χάρι που κάνει λοιπόν χαριτωμένο τον άνθρωπο γίνεται αεικίνητη πνευματική δύναμη και ενέργεια σ’ αυτόν. Και δεν υπάρχει ουδέποτε, που να μην ενεργή σ’ αυτόν η χάρι. Ο δε Θωμάς, που δεν έχει γεύση λόγω δυσπιστίας της υπερουρανίου δωρεάς του Πνεύματος, λέει αυτά που δεν ταιριάζουν και είναι ανακόλουθα. Γι’ αυτό και λησμόνησε γρήγορα τον Σωτήρα, που λέει˙ « το ύδωρ, ό εγώ δώσω, γενήσεται αυτώ – σ’ αυτόν που θα το έχει λάβει δηλαδή – πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον » ( Ιωάν. δ 14 ). Και είναι αλήθεια, όπως γνωρίζει αυτός που δίνει τη χάρι, ότι η μεν ορατή πηγή και γρήγορα ίσως θα σταματήση, εκείνη δε η πηγή του πνευματικού ύδατος δεν θα σταματήση ουδέποτε απ’ τις καρδιές των χαριτωμένων, γιατί είναι αείβλυτη δωρεά του Πνεύματος και συνεχής ξενότροπη έκχυση.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου