Συνέχεια απόΣάββατο, 11 Μαρτίου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Γ. ΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥΣ
Ι. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
1.
Αριστοτέλης
α) Δοξογραφικά έργα
α.1) Η πραγματεία Περί του Αγαθού
Η πραγματεία του Αριστοτέλη Περί
του Αγαθού, αποτελεί την βασικότερη πηγή πληροφοριών περί του προφορικού
πλατωνισμού – κάτι που δεν μας εκπλήσσει, αν συμφωνήσουμε με τον K.
Gaiser ότι η απώλεια των
χειρογράφων των υπόλοιπων μαθητών οφείλεται στην καταστροφή της Ακαδημίας κατά
την κατάληψη των Αθηνών (69 π.Χ.), και με τον H.J.
Krämer ότι μόνο το έργο αυτό
τού Αριστοτέλη γνώρισε μια ύστερη δημοσίευση (300 π.Χ.).
Ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς ήταν ίσως από τους
τελευταίους που απέκτησαν άμεση γνώση αυτού του κειμένου, ενώ οι σχολιαστές των
κατοπινών αιώνων (όπως ο Σιμπλίκιος), είχαν έμμεση μόνο γνώση. Σε ότι αφορά την
μέθοδο και το περιεχόμενο του κειμένου, ο Αλέξανδρος διακρίνει τρεις
διαφορετικές αλλά σε στενή συνάφεια μεταξύ τους εννοιολογικές διαδικασίες: την
μείωση της έκτασης των φαινομένων στις αρχές, την μείωση των διαφορετικών ειδών
του όντος ως προς την κατηγορία στις αρχές, και την μείωση του αληθούς σε σχέση
με τις αρχές.
Σύμφωνα με τον K. Gaiser, η δομή αυτή που ακολουθείται όντως στους Λόγους
περί του Αγαθού, αντιστοιχεί επίσης και στο περιεχόμενο της αριστοτελικής
πραγματείας: αρκετές πηγές αναφέρουν ότι το έργο του Αριστοτέλη περιελάμβανε
τρία βιβλία και ότι το δεύτερο από αυτά αφορούσε στην μείωση των αντιθέτων.
Σχετικά με το ερώτημα αν ο Αριστοτέλης
υιοθέτησε σ’ αυτή την πραγματεία μια κριτική στάση απέναντι στον Πλάτωνα, οι
απόψεις των σύγχρονων ιστορικών διίστανται.
Κατά τον P. Wilpert, την εποχή που συνέγραφε την
πραγματεία Περί του Αγαθού, ο
Αριστοτέλης ήταν πιστός οπαδός του πλατωνισμού. Η επιχειρηματολογία του P.
Wilpert είναι η ακόλουθη: Ο Προτρεπτικός, που περιγράφει την θεωρία των Ιδεών-Αριθμών φαίνεται
ότι γράφτηκε μετά την πραγματεία Περί του
Αγαθού, διότι περιλαμβάνει κάποια από τα στοιχεία της. Εξυμνώντας την
φιλοσοφία, ο Αριστοτέλης γίνεται εκπρόσωπος των ιδεών της Ακαδημίας. Μπορούμε
επομένως να συμπεράνουμε ότι όταν εξέθετε αυτή την τελευταία μορφή της
φιλοσοφίας του Πλάτωνα, υιοθετούσε ακόμη το ουσιώδες της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Ο S. Mansion όμως επισημαίνει τις
αμφιβολίες του ως προ της εγκυρότητα αυτών των συμπερασμάτων. Κατά την άποψή
του πράγματι ο P. Wilpert δεν αντιμετώπισε το εξίσου πιθανό ενδεχόμενο, η
συγγραφή του Αριστοτέλη να έπεται κατά αρκετά χρόνια της εποχής που πραγματοποιούνται οι Παραδόσεις
Περί του Αγαθού. Στην περίπτωση αυτή θα μας ήταν δύσκολο να διαγνώσουμε τις διαθέσεις
του Αριστοτέλη σε μια εποχή που συγκεντρώνει τις αναμνήσεις και τις σημειώσεις
του για να συγγράψει την Πραγματεία Περί
του Αγαθού.
Σύμφωνα με τον J. Brunsschwig, ύπαρξη μιας κριτικής
διάθεσης στην πραγματεία
Περί του Αγαθού δεν θεωρείται απίθανη. Αντιθέτως μας εξηγεί το γιατί οι
μαθητές του Πλάτωνα υιοθέτησαν διαφορετικές εκδοχές. Στηρίζοντας την υπόθεσή
του ο J. Brunschwig επικαλείται την
ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Αλέξανδρου σχετικά με το απόσπασμα Α 6, 988a
8-11 των Μεταφυσικών, στο οποίο ο
Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι ο Πλάτων αναγνώρισε δύο μόνο είδη αιτίων, το ειδικό
αίτιο (τί ἐστι) και το υλικό αίτιο:
απορώντας γιατί ο Αριστοτέλης αρνήθηκε στον Πλάτωνα την σύλληψη του ποιητικού
και του τελικού αιτίου, παρότι αρκετά πλατωνικά κείμενα μαρτυρούν για το
αντίθετο, ο Αλέξανδρος διατυπώνει μια σειρά από υποθέσεις προκειμένου να
συγκαλύψει την αμηχανία του, μια από τις οποίες είναι η εξής: όταν o Πλάτων πραγματεύτηκε εκ καθέδρας (δημόσια) το πρόβλημα των αιτίων, δεν
αναφέρθηκε στα δύο τελευταία· και τούτο, προσθέτει ο Αλέξανδρος, το απέδειξε ο
Αριστοτέλης στην πραγματεία Περί του
Αγαθού. Επομένως, κατά τον J. Brunschwig, μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς από αυτή την μαρτυρία, ότι ο
Αριστοτέλης στην πραγματεία του αντιπαράθεσε την πλατωνική θεωρία των δύο
αιτίων στην δική του θεωρία των τεσσάρων αιτίων, αφομοιώνοντας το Έν στο τυπικό
αίτιο και την Δυάδα στο υλικό αίτιο, όπως έκανε στο βιβλίο Α των Μεταφυσικών· και επιπλέον ότι είχε
παρατηρήσει ότι το σύστημα του Πλάτωνα παρουσίαζε έλλειμμα ως προς μια πλήρη
θεωρία των αιτίων.
Ο K. Gaiser, που είχε αρχικά αρνηθεί να
πάρει θέση επί του ζητήματος, τοποθετήθηκε τελικά με το μέρος του J.
Brunschwig.
Έτσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με την πραγματεία Περί του Αγαθού. Ας εξετάσουμε τώρα τα άλλα έργα του Αριστοτέλη που
παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την προφορική διδασκαλία του
Πλάτωνα.
α. 2) Η πραγματεία Περί των Ιδεών
Στην κατηγορία των δοξογραφικών κειμένων θα πρέπει να προσθέσουμε, εκτός
από την πραγματεία Περί του Αγαθού,
και την πραγματεία Περί των Ιδεών.
Κατά τα λεγόμενα του Συριανού, το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου διαφέρει
ελάχιστα από ορισμένα αποσπάσματα των Μεταφυσικών
(Α9, Μ 4, και 5), στα οποία ο Αριστοτέλης μάχεται την θεωρία των ιδανικών
Αριθμών, παρότι δεν την καταπολεμεί εδώ άμεσα. Η κριτική του υπήρξε καίρια: ενώ
θα μπορούσε κατ’ αρχήν να αποδωθεί σε έναν οπαδό του πλατωνικού ιδεαλισμού,
άφηνε επίσης το περιθώριο να διαφανεί ένας Αριστοτέλης που απεξαρτάται από τον
δάσκαλό του και αναλαμβάνει την ευθύνη ενός δικού του συστήματος. Μπορούμε
επομένως να τοποθετήσουμε την πραγματεία Περί
των Ιδεών σε μια σχετικά αρχαιότερη χρονολογία. Το δεύτερο μέρος της
πραγματείας – πιθανότατα το δεύτερο βιβλίο – ήταν αφιερωμένο στην θεωρία της
μέθεξης, και πιο συγκεκριμένα στην ανασκευή του δόγματος του Εύδοξου.
β) Θεωρητικά έργα
β. 1) Ο Προτρεπτικός
Στα θεωρητικά έργα θα πρέπει να περιλάβουμε τους διαλόγους με τίτλο Προτρεπτικός και Περί της φιλοσοφίας. Στον πρώτο ο Αριστοτέλης ακολουθεί ακόμη τον
Πλάτωνα. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην θεωρία που εκτίθεται στο πέμπτο μέρος του
έργου, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί πλήρως πλατωνική, όπως παρατηρεί ο E. de Strycker. Η ορολογία που χρησιμοποιείται είναι και
αυτή πλατωνική, παρότι δεν χρησιμοποιείται στους Διαλόγους: πρόκειται για ένα λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε στο
εσωτερικό της Σχολής.
β.2) Ο διάλογος Περί της
Φιλοσοφίας
Αντίθετα, στο δεύτερο βιβλίο τον διάλογο Περί της Φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης επιδίδεται σε μια λεπτομερή
κριτική της θεωρίας των ιδανικών Αριθμών. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο
Αριστοτέλης εκθέτει την πλατωνική θεωρία των αρχών, σε ένα έργο με τίτλο Περί της Φιλοσοφίας. Ο Πλάτων,
υπενθυμίζουμε, είχε την πρόθεση να γράψει έναν διάλογο με αυτό τον τίτλο, αλλά
παραιτήθηκε, χωρίς αμφιβολία προκειμένου να αποφύγει να αποκαλύψει πράγματα τα
οποία προορίζονταν για ένα περιορισμένο ακροατήριο.
γ) Υπομνηματικά έργα
γ. 1) Η πραγματεία Περί των εναντίων
Τα υπομνηματικά έργα πηγάζουν από τις πρακτικές ασκήσεις στην Ακαδημία:
αφορούν κυρίως την πραγματεία Περί των
Εναντίων και την Περί Διaιρέσεων. Σε ορισμένα τμήματα των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης παραπέμπει σε
μια Επιλογή, ή μια Διαίρεση των Εναντίων. Σύμφωνα με τον
Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο θέμα στο δεύτερο βιβλίο της πραγματείας
Περί του Αγαθού. Ο τρόπος που
εκφράζεται ο Αλέξανδρος μας πληροφορεί ότι δεν είχε πλέον πρόσβαση στο κείμενο,
διότι εάν είχε θα παρέθετε τα αποσπάσματα στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης.
Όσο για τον Ψευδο-Αλέξανδρο, συγγραφέα του δεύτερου μέρους του σχολίου των Μεταφυσικών, αυτός μας παραπέμπει στην
πραγματεία Περί του Αγαθού, στο
σημείο όπου ο Αριστοτέλης παραθέτει την Επιλογή
του. Δεν μπορούμε όμως να στηριχθούμε στην μαρτυρία του για να ταυτίσουμε την «Επιλογή των Εναντίων» με την πραγματεία Περί του Αγαθού, διότι ο
Ψευδο-Αλέξανδρος δεν είχε στην διάθεσή του κανένα από αυτά τα δύο κείμενα.
γ. 2) Οι Διαιρέσεις
Σε ότι αφορά στις Διαιρέσεις
θα πρέπει κατ’ αρχήν να επισημάνουμε ότι δεν υπήρξαν αντικείμενο επισταμένης
μελέτης, διότι έδιναν την εντύπωση ενός ασυνάρτητου συνονθυλεύματος. Μετά την
μαρτυρία του Φιλόφωνα, που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη Διαιρέσεων στον Πλάτωνα, ο Αλέξανδρος θεώρησε μη αυθεντικές τις
αποκαλούμενες πλατωνικές διαιρέσεις. Μεταξύ των σύγχρονων ερευνητών ο P.
Moraux πιστεύει ότι «δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι
οι Διαιρέσεις αποδίδουν με πιστότητα
τις έρευνες του Πλάτωνα, ή ότι πρόκειται για κάποια εργασία προικισμένου μαθητή
του: αποτελεί στην ουσία μόνο μια συλλογή από τις πολλές σχολικές ασκήσεις που
έγιναν στο Λύκειο, ένα είδος συρραφής, έργο κάποιου ικανού γνώστη της
πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας». Αλλά πριν από τον P.
Moraux, o Ε. Ηambruch, είχε κατορθώσει να αποδείξει
ότι οι Διαιρέσεις ανατρέχουν ασφαλώς
σε στην πλατωνική διδασκαλία της οποίας ίχνη εμφανίζονται σε ορισμένα έργα του
Αριστοτέλη, όπως τα Τοπικά τα οποία
είναι ακόμη γεμάτα από στοιχεία της πλατωνικής Ακαδημίας.
δ). Συστηματικές
πραγματείες
Οι συστηματικές πραγματείες του
Αριστοτέλη, και ιδιαίτερα τα βιβλία των Μεταφυσικών
και των Φυσικών, παραπέμπουν συνεχώς
στον Πλάτωνα. Μεταξύ των βιβλίων των Μεταφυσικών
τα σημαντικότερα είναι τα Α, Μ και Ν. Στο πρώτο βιβλίο ο Αριστοτέλης συνοψίζει
την κριτική, που διατυπώνει και στην πραγματεία Περί του Αγαθού, σε ένα δόγμα προς το οποίο αισθάνεται ακόμη στενά
προσδεμένος: το περίφημο «Εμείς, οι πλατωνικοί» υποδεικνύει ότι το κείμενο
συντάχθηκε αρκετά νωρίς. Ο W. Jaeger το τοποθετεί στα πρώτα χρόνια της διαμονής στην Άσσο· διακρίνει τα
ίχνη πολυπληθών συζητήσεων που προηγήθηκαν της απόρριψης του πλατωνικού
ιδεαλισμού από τον Αριστοτέλη. Αλλά σύμφωνα με τον P. Moraux, το πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών,
αποτελείται από συρραφές κειμένων που γράφτηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες,
και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια η εποχή που συνδέθηκαν
μεταξύ τους. Επιπλέον, ο H. Cherniss, απέδειξε ότι τα «εμείς» των Μεταφυσικών δεν έχουν όλα την ίδια εμβέλεια
και δεν προϋποθέτουν πάντοτε την ταύτιση του Αριστοτέλη με τους πλατωνικούς. Σε
ό,τι αφορά τα δύο τελευταία βιβλία, σύμφωνα με τον H.D.
Saffrey, η αποκατάσταση της πραγματείας Περί του Αγαθού, απαιτεί μια πλήρη
επανερμηνεία τους. Στην πραγματικότητα τα δύο αυτά βιβλία επανέρχονται
εμβαθύνοντας στην κριτική του προφορικού πλατωνικού δόγματος.
Αυτά είναι λοιπόν τα έργα του Αριστοτέλη που μας προσφέρουν ενδείξεις
περί της θεωρίας των αρχών.
2.
Οι μαθητές του Αριστοτέλη
α) Εύδημος ο Ρόδιος
Ο Εύδημος ο Ρόδιος, μαζί με τον Θεόφραστο, είναι ο πλέον διακεκριμένος
μαθητής του Αριστοτέλη. Όπως και ο δεύτερος, ο Εύδημος αφιέρωσε πολυάριθμα έργα
του στην ανάπτυξη του περιπατητικού δόγματος και στην ιστορία των επιστημών. Σε
αντίθεση όμως με τον Θεόφραστο, ο Εύδημος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις απέναντι
στον δάσκαλό του χωρίς να επιδείξει σημαντική πρωτοτυπία. Έτσι, όταν επεξεργάστηκε
τα Φυσικά για τις διαλέξεις του, ο
Εύδημος τήρησε απόλυτα την υπάρχουσα τάξη, περιορίζοντας την συνεισφορά του στη
συρρίκνωση του αριθμού των βιβλίων, σε κάποιες μεταθέσεις κειμένων, σε
ιστορικές και φιλοσοφικές διευκρινήσεις, καθώς και σε αλλαγές ύφους.
Η μαρτυρία του Εύδημου είναι επομένως απόλυτα εξαρτημένη από τον
Αριστοτέλη. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι οι ισχυρισμοί του Εύδημου περί της
πλατωνικής θεωρίας της κίνησης – όπως τις μεταφέρει αυτολεξεί ο Σιμπλίκιος, ο
οποίος και αναφέρεται σ’ αυτόν εξαιρετικά συχνά – αντιστοιχούν απόλυτα με το
σχετικό απόσπασμα των Φυσικών. Η
μαρτυρία του έχει διπλό ενδιαφέρον: αφ’ ενός ισοδυναμεί με μια μαρτυρία άμεση,
και αφ’ ετέρου έρχεται να προστεθεί στον απολογισμό όσων υποστήριξαν ότι ο
Πλάτων ανήγαγε την κίνηση και την αλλαγή στην δεύτερη αρχή.
β) Αριστόξενος ο Ταραντίνος
Αφού φοίτησε στην Σχολή των πυθαγορείων, ο
μουσικολόγος Αριστόξενος από τον Τάραντα, έγινε μαθητής του Αριστοτέλη. Εκτός
από τα βιβλία του περί μουσικής, που τον έκαναν διάσημο, ο Αριστόξενος
συνέγραψε πολυάριθμα έργα, μεταξύ των
οποίων μια βιογραφία των διασημότερων φιλοσόφων μέχρι τον Αριστοτέλη (Βίοι ανδρών), και ένα έργο που περιέχει
πληροφορίες για τον Πλάτων και τον Μέγα Αλέξανδρο (Υπομνήματα ιστορικά).
Στην πραγματικότητα όλα τα γραπτά του Αριστόξενου έχουν κυρίως ιστορική αξία.
Παράδειγμα αποτελεί η γλαφυρή περιγραφή στο δεύτερο βιβλίο των Στοιχείων αρμονίας της δυσάρεστης θέσης
στην οποία βρέθηκε η πλειοψηφία του ακροατηρίου της Διάλεξης του Πλάτωνα Περί του
Αγαθού.
Η μαρτυρία του Αριστόξενου θα μπορούσε όμως να αμφισβητηθεί διότι έτρεφε
πολύ εχθρικά αισθήματα απέναντι στον Πλάτωνα, και καλλιεργούσε μια αρνητική
εικόνα για το πρόσωπό του, κατηγορώντας τον μεταξύ άλλων για λογοκλοπή. H εχθρότητα του μουσικολόγου για
τον Πλάτωνα θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει στην κατασκευή μιας φανταστικής
ιστορίας. Έχουμε όμως σοβαρούς λόγους που μας πείθουν να εμπιστευθούμε τα
λεγόμενα του Αριστόξενου: κατ’ αρχήν, πηγή πληροφοριών του Αριστόξενου δεν ήταν
άλλη από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, ο οποίος χρησιμοποιούσε συνεχώς την αφήγηση
αυτή στις διαλέξεις του, προκειμένου να υπογραμμίσει, κατ’ αντιδιαστολή, τα πλεονεκτήματα της δικής του
μεθόδου διδασκαλίας. Αφ’ ετέρου αυτό που ενδιαφέρει εδώ τον Αριστόξενο είναι να
αποδείξει την ανάγκη να οδηγηθούμε δια της επαγωγής στην καθαυτό δυσκολία της
επιστήμης. Επικαλούμενος την αποτυχία που εισέπραξε ο Πλάτων, ως εισαγωγή χωρίς
περιστροφές στο θέμα του, και κατά τρόπο που απέκλειε κάθε χυδαιότητα, μπορούσε
να την χρησιμοποιήσει σαν ένα απτό παράδειγμα. Η κριτική του Αριστόξενου
περιορίζεται αποκλειστικά στην πλατωνική μέθοδο μεταβίβασης της γνώσης, και
επομένως μας φαίνεται ελάχιστα πιθανό, ο ευφυής μαθητής του Αριστοτέλη, να
επινόησε τις ισχνές πληροφορίες που μας παραδίδει σχετικά με το περιεχόμενο της
προφορικής διδασκαλίας. Κατά τα λοιπά, οι εξαγγελίες του Αριστόξενου συμπίπτουν
με τις θεωρίες των Διαλόγων και τους
ισχυρισμούς του Αριστοτέλη.
γ) Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος
Πολυάριθμες είναι οι πηγές που βεβαιώνουν ότι ο Δικαίαρχος από την
Μεσσήνη ήταν επίσης ένας από τους άμεσους μαθητές του Αριστοτέλη. Γνωρίζουμε,
από ένα γράμμα που απευθύνεται στον Αριστόξενο, ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις
μαζί του, πριν τις διακόψει εξ αιτίας της προσχώρησής του στην πυθαγόρεια
θεωρία της ψυχής. Όπως και ο Αριστόξενος δέχθηκε την επίδραση του Ηρακλείδη του
Ποντικού. Και οι δύο, υπήρξαν οι πρώτοι που επιδόθηκαν στην σύνταξη φιλολογικών
βιογραφιών
Από τα έργα του Δικαίαρχου ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η πραγματεία με τίτλο Περί Βίων. Στο έργο αυτό ο Δικαίαρχος φαίνεται να αντιπαραθέτει τη
δράση, ως ιδανικό τρόπο ζωής, στην θεωρητική φιλοσοφία και τον στοχαστικό βίο.
Στον K. Gaiser οφείλουμε την αποκατάσταση ενός
αποσπάσματος αυτού του βιβλίου, που είχε εκδοθεί με σοβαρές ελλείψεις, και
αναφέρεται στον Πλάτωνα.
Στο απόσπασμα αυτό, που μας μετέφερε αυτολεξεί ο επικούρειος Φιλόδημος,
ο Δικαίαρχος διατυπώνει μια διακριτική άποψη για τον Πλάτωνα: αφ’ ενός του
αποδίδει τιμή για την αποφασιστική συνεισφορά του στην εξέλιξη των μαθηματικών
επιστημών· αφ’ ετέρου ο Δικαίαρχος επικρίνει την συγγραφική δραστηριότητα του
Πλάτωνα με το επιχείρημα ότι παρότρυνε κάποιους να αφοσιωθούν στην φιλοσοφική
ενασχόληση με ένα τρόπο καθαρά επιφανειακό.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου