ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Σάββατο, 6 Απριλίου 2019
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Παραπέρα απόδειξις ότι η άκτιστη δύναμις, της οποίας ονομασία είναι και η θεότης, ούτε ουσία είναι ούτε υπόστασις και (το γεγονός αυτό) δεν εμποδίζει το να είναι μία θεότητα
100. Να νοείς λοιπόν τα θεία θεοπρεπώς, αλλά να μη νομίζεις ότι κι’ εκείνα εξαρτώνται από την ανθρώπινη φυσική ακολουθία. Πράγματι, χωρίς ν’ απομακρυνόμαστε από τη δυνατή σ’ εμάς θεογνωσία και θεολογία, χρησιμοποιούμε και για τα άκτιστα τα ονόματα που υπάρχουν για τα κτιστά. Δεν νομίζομε καθόλου ότι τα θεία διάκεινται όπως τα δικά μας, τα εκφράζουμε δε με ανθρώπινα λόγια, επειδή δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς· κατά διάνοια όμως γνωρίζομε ότι είναι υπεράνω των ανθρωπίνων παθών σε βαθμό που δεν μπορεί να περιγραφεί.
Αρκετά είναι και αυτά για να στηλιτεύσουν την κακόνοια του Ακίνδυνου και ν’ απαλλάξουν εμάς από την κατηγορία. Δεν είναι όμως άσχημο το ν’ αναφέρουμε μερικά και περί της δυνάμεως. Λέγει λοιπόν ο μέγας Αθανάσιος· «ένα Θεό δεχόμαστε σε τρεις υποστάσεις, που έχει μια ουσία και δύναμιν και ενέργεια και όσα άλλα παρατηρούνται γύρω από την ουσία θεολογούμενα και υμνούμενα». Ο δε σοφός στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «τα υποστατικά δεν είναι υπόστασις, αλλά χαρακτηριστικά υποστάσεως· επομένως και τα φυσικά δεν είναι φύσις, αλλά χαρακτηριστικά φύσεως». «Φυσικά λέγομε», λέγει πάλι ο ίδιος, «τα θελήματα και τις ενέργειες· λέγω την ίδια τη θέλησιν και την ενεργητική δύναμιν κατά την οποία θέλουν και ενεργούν τα θέλοντα και τα ενεργούντα». Και αλλού λέγει ο ίδιος θεολογώντας περιεκτικώτερα, «και όσα λέγομε περί του Θεού καταφατικώς δεν δηλώνουν τη φύσιν αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν· είτε αγαθό είτε δίκαιο είτε σοφό είτε κάτι άλλο ειπείς, δεν δηλώνεις τη φύσιν του θεού, αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν».
101. Ο δε θεορρήμων Γρηγόριος Νύσσης στον “Περί τελειότητος” λόγο του λέγει περί του μεγάλου Παύλου, ότι «ενώ ονόμασε όλα τα γύρω από τη φύσιν απαντώμενα ειρήνη και δύναμιν και ζωή και δικαιοσύνη και φως και αλήθεια και τα παρόμοια, όρισε εντελώς ακατάληπτο το λόγο για την ίδια τη θεία φύσιν, αφού είπε ότι ο Θεός ούτε έχει ποτέ ιδωθεί ούτε θα ιδωθεί· ‘τον oποιο’, λέγει, ‘κανένας άνθρωπος δεν είδε ούτε μπορεί να ιδεί’».
102. Ότι δε η θεοποιός δύναμις καλείται και θεότης, το διδάσκει ο μέγας Διονύσιος, γράφοντας, «αυτοθεότητα λέγομε, από την άποψη μεν της αρχής καθώς και τη θεϊκή και τη αιτιατική άποψη, την υπερούσια αρχή και αιτία (των πάντων), από μεθεκτική δε άποψη την προβαλλομένη από τον αμέθεκτο Θεό προνοητική δύναμιν, την αυτοθέωσιν, της οποίας όταν μετέχουν τα όντα είναι και λέγονται ένθεα». Την προνοητική λοιπόν δύναμιν καλεί αυτός ως θεοποιό, ο δε θειος Γρηγόριος Νύσσης καλεί θεότητα και τη θεατική δύναμιν, γράφοντας στον λόγο “Προς Ανομοίους”, «η ονομασία της θεότητος δεν παριστάνει τη φύσιν αλλά τη θεατική δύναμιν». Λίγο παραπάνω μάλιστα λέγει ότι η δύναμις είναι περί (γύρω από) τη φύσιν και ότι η φύσις την υπερβαίνει κατά το άφραστο και απρόσιτο· «εμείς γνωρίζομε ότι η θεία φύσις δεν έχει όνομα σημαντικό, αλλ’ ότι και αν χρησιμοποιείται κάποιο, είτε από την ανθρώπινη συνήθεια είτε από την αγία Γραφή, δηλώνει κάποιο από τα γύρω της· η ίδια η φύσις όμως καθ’ εαυτή μένει άφραστη και ανεκφώνητη, διότι υπερβαίνει τη σημασία που δεικνύεται με τη φωνή».
103. Όλα λοιπόν αυτά, Ακίνδυνε, τα θεωρείς κτιστά, την αγαθότητα του Θεού, τη δικαιοσύνη, την προνοητική, τη θεατική, τη θεοποιό, τη θελητική και ενεργητική δύναμιν, την ειρήνη, τη ζωή, το φως; Όλα λοιπόν αυτά τα θεωρείς κτιστά, για τον λόγο ότι δεν είναι φύσις αλλά περί (γύρω από) τη φύσιν, και ότι αυτά είναι χαρακτηριστικά εκείνης αλλά δεν είναι αυτό τούτο το χαρακτηριζόμενο, για να μην είναι δύο τα άκτιστα ή δύο άκτιστες θεότητες, δηλαδή η θεία φύσις και η θεία δύναμις αυτής, για τον λόγο ότι θεότης καλείται και η δύναμις και ότι η θεία φύσις είναι ανώτερη από αυτήν; Πράγματι τα δόγματα και τα λόγια αυτού του είδους είναι γνωρίσματα μεθυσμένων, ή καταλληλότερα θα λέγαμε δαιμονισμένων, όπως θα φανεί καθαρότερα και από τη συνέχεια.
ΤΕΛΟΣ
ΠΟΛΥ ΥΠΟΥΛΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΕΜΦΥΛΙΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΑ ΠΝΙΓΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
Παραπέρα απόδειξις ότι η άκτιστη δύναμις, της οποίας ονομασία είναι και η θεότης, ούτε ουσία είναι ούτε υπόστασις και (το γεγονός αυτό) δεν εμποδίζει το να είναι μία θεότητα
100. Να νοείς λοιπόν τα θεία θεοπρεπώς, αλλά να μη νομίζεις ότι κι’ εκείνα εξαρτώνται από την ανθρώπινη φυσική ακολουθία. Πράγματι, χωρίς ν’ απομακρυνόμαστε από τη δυνατή σ’ εμάς θεογνωσία και θεολογία, χρησιμοποιούμε και για τα άκτιστα τα ονόματα που υπάρχουν για τα κτιστά. Δεν νομίζομε καθόλου ότι τα θεία διάκεινται όπως τα δικά μας, τα εκφράζουμε δε με ανθρώπινα λόγια, επειδή δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς· κατά διάνοια όμως γνωρίζομε ότι είναι υπεράνω των ανθρωπίνων παθών σε βαθμό που δεν μπορεί να περιγραφεί.
Αρκετά είναι και αυτά για να στηλιτεύσουν την κακόνοια του Ακίνδυνου και ν’ απαλλάξουν εμάς από την κατηγορία. Δεν είναι όμως άσχημο το ν’ αναφέρουμε μερικά και περί της δυνάμεως. Λέγει λοιπόν ο μέγας Αθανάσιος· «ένα Θεό δεχόμαστε σε τρεις υποστάσεις, που έχει μια ουσία και δύναμιν και ενέργεια και όσα άλλα παρατηρούνται γύρω από την ουσία θεολογούμενα και υμνούμενα». Ο δε σοφός στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «τα υποστατικά δεν είναι υπόστασις, αλλά χαρακτηριστικά υποστάσεως· επομένως και τα φυσικά δεν είναι φύσις, αλλά χαρακτηριστικά φύσεως». «Φυσικά λέγομε», λέγει πάλι ο ίδιος, «τα θελήματα και τις ενέργειες· λέγω την ίδια τη θέλησιν και την ενεργητική δύναμιν κατά την οποία θέλουν και ενεργούν τα θέλοντα και τα ενεργούντα». Και αλλού λέγει ο ίδιος θεολογώντας περιεκτικώτερα, «και όσα λέγομε περί του Θεού καταφατικώς δεν δηλώνουν τη φύσιν αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν· είτε αγαθό είτε δίκαιο είτε σοφό είτε κάτι άλλο ειπείς, δεν δηλώνεις τη φύσιν του θεού, αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν».
101. Ο δε θεορρήμων Γρηγόριος Νύσσης στον “Περί τελειότητος” λόγο του λέγει περί του μεγάλου Παύλου, ότι «ενώ ονόμασε όλα τα γύρω από τη φύσιν απαντώμενα ειρήνη και δύναμιν και ζωή και δικαιοσύνη και φως και αλήθεια και τα παρόμοια, όρισε εντελώς ακατάληπτο το λόγο για την ίδια τη θεία φύσιν, αφού είπε ότι ο Θεός ούτε έχει ποτέ ιδωθεί ούτε θα ιδωθεί· ‘τον oποιο’, λέγει, ‘κανένας άνθρωπος δεν είδε ούτε μπορεί να ιδεί’».
102. Ότι δε η θεοποιός δύναμις καλείται και θεότης, το διδάσκει ο μέγας Διονύσιος, γράφοντας, «αυτοθεότητα λέγομε, από την άποψη μεν της αρχής καθώς και τη θεϊκή και τη αιτιατική άποψη, την υπερούσια αρχή και αιτία (των πάντων), από μεθεκτική δε άποψη την προβαλλομένη από τον αμέθεκτο Θεό προνοητική δύναμιν, την αυτοθέωσιν, της οποίας όταν μετέχουν τα όντα είναι και λέγονται ένθεα». Την προνοητική λοιπόν δύναμιν καλεί αυτός ως θεοποιό, ο δε θειος Γρηγόριος Νύσσης καλεί θεότητα και τη θεατική δύναμιν, γράφοντας στον λόγο “Προς Ανομοίους”, «η ονομασία της θεότητος δεν παριστάνει τη φύσιν αλλά τη θεατική δύναμιν». Λίγο παραπάνω μάλιστα λέγει ότι η δύναμις είναι περί (γύρω από) τη φύσιν και ότι η φύσις την υπερβαίνει κατά το άφραστο και απρόσιτο· «εμείς γνωρίζομε ότι η θεία φύσις δεν έχει όνομα σημαντικό, αλλ’ ότι και αν χρησιμοποιείται κάποιο, είτε από την ανθρώπινη συνήθεια είτε από την αγία Γραφή, δηλώνει κάποιο από τα γύρω της· η ίδια η φύσις όμως καθ’ εαυτή μένει άφραστη και ανεκφώνητη, διότι υπερβαίνει τη σημασία που δεικνύεται με τη φωνή».
103. Όλα λοιπόν αυτά, Ακίνδυνε, τα θεωρείς κτιστά, την αγαθότητα του Θεού, τη δικαιοσύνη, την προνοητική, τη θεατική, τη θεοποιό, τη θελητική και ενεργητική δύναμιν, την ειρήνη, τη ζωή, το φως; Όλα λοιπόν αυτά τα θεωρείς κτιστά, για τον λόγο ότι δεν είναι φύσις αλλά περί (γύρω από) τη φύσιν, και ότι αυτά είναι χαρακτηριστικά εκείνης αλλά δεν είναι αυτό τούτο το χαρακτηριζόμενο, για να μην είναι δύο τα άκτιστα ή δύο άκτιστες θεότητες, δηλαδή η θεία φύσις και η θεία δύναμις αυτής, για τον λόγο ότι θεότης καλείται και η δύναμις και ότι η θεία φύσις είναι ανώτερη από αυτήν; Πράγματι τα δόγματα και τα λόγια αυτού του είδους είναι γνωρίσματα μεθυσμένων, ή καταλληλότερα θα λέγαμε δαιμονισμένων, όπως θα φανεί καθαρότερα και από τη συνέχεια.
ΤΕΛΟΣ
ΠΟΛΥ ΥΠΟΥΛΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΕΜΦΥΛΙΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΑ ΠΝΙΓΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου