Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Το πρόσωπο και το απρόσωπο


Τ​​ους τελευταίους εννέα μήνες της ζωής της η Σιμόν Βέιλ (1909-1943) θα τους ζήσει στο Λονδίνο (φτάνει εκεί στις 14 Δεκεμβρίου 1942 και πεθαίνει στις 24 Αυγούστου 1943), όπου θα εργαστεί στη Διεύθυνση Εσωτερικών της Ελεύθερης Γαλλίας (θα παραιτηθεί ωστόσο στις 26 Ιουλίου). Ο στρατηγός Ντε Γκωλ σχεδιάζει μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου για τη μεταπολεμική εποχή, και εκείνη εργάζεται πυρετωδώς, όπως πάντα. Αυτή η εντατική πνευματική εργασία θα οδηγήσει στο «Ρίζωμα» (L’ Enracinement), δηλαδή στο «Προοίμιο σε μια διακήρυξη των υποχρεώσεων προς τον άνθρωπο» (Prélude à une déclaration des devoirs envers l’ être humain). Αντί για δικαιώματα, υποχρεώσεις. Η μαχητική Βέιλ απευθύνει στη Γαλλία (αλλά και σε όλη την Ευρώπη) της Γαλλικής Επανάστασης ένα βιβλίο κατά της ιδεολογίας των δικαιωμάτων! Τούτο το κορυφαίο μάλλον έργο της ο θάνατος θα το αφήσει ανολοκλήρωτο. Την ίδια ακριβώς περίοδο και στο ίδιο πνευματικό κλίμα γράφει και ένα μικρό κείμενο που έχει τιτλοφορηθεί «Το πρόσωπο και το ιερό», το οποίο, μολονότι συμπεριλήφθηκε στα «Écrits de Londres» (Gallimard, 1957), δεν κέρδισε την προσοχή που του άξιζε. Καλά και άγια λοιπόν αποφάσισε η Φλοράνς ντε Λισί (Florence de Lussy), η γυναίκα που αφιέρωσε όλη τη ζωή της στη μελέτη και κυρίως στην έκδοση του έργου της Βέιλ, να το εκδώσει χωριστά σε ένα βιβλιαράκι («La Personne et le sacré», RN/Ars longa, vita brevis, 2016).


Το "Πρόσωπο και το ιερό" είναι πολεμικό κείμενο. Στρέφεται με ένταση εναντίον της ιδέας του προσώπου και κυρίως εναντίον της σύνδεσης του ανθρώπινου προσώπου με το ιερό. Υπάρχει πράγματι κάτι ιερό στον άνθρωπο, δέχεται και η Βέιλ, αλλά αυτό δεν είναι το πρόσωπο, ιερό στον άνθρωπο είναι το απρόσωπο, και μόνο αυτό. Μέσα σε κάθε άνθρωπο ζει ανεπίγνωστα, στο βάθος της καρδιάς του, η προσδοκία του καλού. Η ιερότητα του ανθρώπου είναι ακριβώς η επιθυμία να μην του κάνουν κακό, το παράπονο όταν του κάνουν κακό, και η προσδοκία να του κάνουν καλό. Στη μακρά ιστορία του κακού, οι αναρίθμητοι άνθρωποι που έχουν βασανιστεί από τους κάθε λογής ισχυρούς, οι τσαλαπατημένοι άνθρωποι, οι σκλάβοι, αυτή την επιθυμία και προσδοκία δεν μπορούν πάντα να την εκφράσουν. Μένει ωστόσο ανεξάλειπτα ζωντανή, ένας αλάλητος στεναγμός, μια ανεκφώνητη διαμαρτυρία. Αντηχεί μέσα τους αδιάκοπα η βουβή κραυγή «γιατί μου κάνετε κακό;». Ο αλάλητος στεναγμός των αδικημένων, το ψέλλισμά τους, η βουβή κραυγή της οδυνηρής έκπληξής τους όταν τους κάνουν κακό, τίποτε από όλα αυτά δεν έχει προσωπικά χαρακτηριστικά. Αυτή η απρόσωπη, βουβή διαμαρτυρία ενάντια στο κακό, αξεχώριστα με την ανεπίγνωστη προσδοκία του καλού, αυτό είναι το ιερό! (Σταύρος Ζουμπουλάκης, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Στο συγκλονιστικό αυτό κείμενο, η Βέιλ στρέφεται κατά της ιδέας του προσώπου όπως την εννοούσε και τη διέχεε ο γαλλικός περσοναλισμός. Θεωρεί ότι το πρόσωπο είναι μια θολή αφαίρεση και, άρα, δεν μπορεί ποτέ να είναι ιερό. Ιερός είναι μόνον ο άνθρωπος, ολόκληρος ο άνθρωπος, με τα χέρια του, τα μάτια του, τις σκέψεις του, τα πάντα. Αυτό που κυρίως συνιστά την ιερότητα του ανθρώπου είναι η ακατανίκητη προσδοκία του να μην τον πληγώνουν, να μην του κάνουν κακό, αλλά να του κάνουν, αντίθετα, καλό. Η προσδοκία του καλού είναι, δηλαδή, η πηγή της ιερότητας κάθε ανθρώπου. Υπάρχουν όμως πάντα εκείνοι που χτυπάνε, που προξενούν κακό στον άλλο. Αυτό το κακό γεννάει μέσα στην ψυχή το «γιατί;», το «ινατί;» του Χριστού, μια μυστική κραυγή κατά της κάθε είδους αδικίας, φυσικής, κοινωνικής, μεταφυσικής. Οι τσακισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν συνήθως να την αρθρώσουν αυτή την κραυγή, μένει βουβή μέσα τους, ένας αλάλητος στεναγμός. Αυτή η αλάνθαστη κραυγή που έρχεται από τους αιώνες δεν είναι προσωπική. Πηγάζει από τον πόνο που προκαλεί η αδικία και «αποτελεί πάντοτε, στον έσχατο των ανθρώπων όσο και στον Χριστό, μια απρόσωπη διαμαρτυρία» (σ. 21). Η βουβή κραυγή των αδικημένων, ο αλάλητος στεναγμός των πενήτων, η απρόσωπη διαμαρτυρία των δυστυχισμένων, αυτό ακριβώς είναι το ιερό. «Ο,τι είναι απρόσωπο στον άνθρωπο είναι ιερό, και μόνο αυτό» (σ. 21). Τούτη η βουβή κραυγή αντηχεί σε όλο το έργο της Βέιλ και του δίνει τη βαθύτερη ενότητά του. Οσα έπραξε στη σύντομη ζωή της, είτε ως επαναστάτρια είτε ως (αβάπτιστη) χριστιανή, αποτελούν απόκριση στην κραυγή αυτή.

Η δυστυχία, πιστεύει η Βέιλ, δεν ταυτίζεται με την οδύνη. «Δυστυχία είναι ένας μηχανισμός που τσακίζει την ψυχή· ο άνθρωπος πιάνεται μέσα εκεί, όπως ο εργάτης που τον αρπάζουν απότομα τα δόντια μιας μηχανής. Δεν απομένει παρά ένα κατασπαραγμένο και αιματοβαμμένο πράγμα» (σ. 46). Η δυστυχία είναι άναρθρη. Οι δυστυχισμένοι δεν έχουν τις λέξεις για να την πουν. Ικετεύουν σιωπηλά άλλους να τους δώσουν τις λέξεις και αραιά και πού εισακούονται (Ιλιάδα, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ιώβ, η διήγηση του Πάθους στα Ευαγγέλια, ο Σαίξπηρ του Ληρ, ο Ρακίνας της Φαίδρας, και λίγα ακόμη). Χρειάζεται άλλοι να πουν τη δυστυχία των δυστυχισμένων, των συνανθρώπων μας με την κομμένη γλώσσα, των σκλάβων, των κατατρεγμένων, των τρελών, ανοϊκών, άρρωστων, των κοριτσιών των πορνείων και άλλων ων ουκ έστιν αριθμός και να εκφράσουν την προσδοκία του καλού που ζει βαθιά μέσα τους και που εκείνοι δεν μπορούν να την εκφράσουν. Κυρίως όμως μπορούν να πουν αυτή τη δυστυχία οι ατάλαντοι, αυτοί που δεν τους προίκισε η φύση, οι φτωχοί, προσθέτει η Βέιλ, κάνοντας μια τολμηρή διάκριση ανάμεσα στο ταλέντο (έκφραση προνομίων) και το πνεύμα (génie). «Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους χαζούς, τους ανθρώπους χωρίς ταλέντο, τους ανθρώπους με μέτριο ταλέντο ή ελάχιστα πάνω από το μέτριο, οι οποίοι έχουν πνεύμα (génie). […] Το πραγματικό πνεύμα (génie) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υπερφυσική αρετή της ταπείνωσης στο πεδίο της σκέψης» (σ. 42).

Η αλήθεια και η δυστυχία συνδέονται αξεχώριστα γιατί και οι δύο «είναι βουβές ικέτιδες, καταδικασμένες αιωνίως να μένουν χωρίς φωνή ενώπιόν μας» (σ. 43). Η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της δυστυχίας, δεν μπορεί να τη σκεφτεί, γιατί είναι τρομακτική. Για να μπορέσει ένας άνθρωπος να προσέξει και να αναγνωρίσει τη δυστυχία, πρέπει να έχει ο ίδιος δοκιμάσει την εμπειρία του μηδενός, να έχει φτάσει στα όρια του εκμηδενισμού, να έχει νιώσει την ψυχή του να πεθαίνει. H προσοχή στη δυστυχία και, αξεχώριστα, στην αλήθεια είναι ενέργεια και καρπός της υπερφυσικής χάριτος. Αυτό το ιδιαίτερο είδος προσοχής δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της αγάπης. Ο,τι δημιουργεί ο άνθρωπος που διαπνέεται από το πνεύμα της δικαιοσύνης και της αλήθειας «περιβάλλεται τη φεγγοβολή της ομορφιάς» (σ. 49). Ολη η ζωή και το έργο της Σιμόν Βέιλ καταυγάζονται από το υπερφυσικό φως της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της ομορφιάς.

Πηγή

1 σχόλιο:

Νίκος Κ. είπε...

Άλλη μια πολύ καλή ανάρτηση. "Υπάρχει στη Βέιλ",σημειώνει ο Jacques Julliard στο βιβλίο του Σιμόν Βέιλ,"μια φυσιολογία της δυστυχίας,μια μεταφυσική της δυστυχίας κι ένας μυστικισμός της δυστυχίας που έρχονται να συρρεύσουν στη φιλόχριστή της θεώρηση του Σύμπαντος,όπου η απόλυτη αποστέρηση είναι η προϋπόθεση για τη μέγιστη ολοκλήρωση,για τη μοναδική ολοκλήρωση".
Μας θύμισε,ένα βιβλίο που είχαμε διαβάσει πριν πολλά πολλά χρόνια,με σκέψεις του Όσκαρ Ουάιλντ,το De Profundis:"Πίσω από τη θλίψη υπάρχει πάντα μια ψυχή και το να ειρωνεύεσαι μια ψυχή που πονάει,είναι κάτι φοβερό.Όσοι το κάνουν αυτό,η ζωή τους είναι στερημένη από ομορφιά", "Με πλησίασες για να μάθεις την απόλαυση της ζωής και την απόλαυση της τέχνης. Ίσως να είμαι προορισμένος να σου μάθω κάτι πολύ πιο θαυμαστό: το νόημα και την ομορφιά της οδύνης", "Εμείς που ζούμε στη φυλακή όμως,εμείς που στη ζωή μας δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά μόνο βάσανα,είμαστε αναγκασμένοι να μετράμε τον χρόνο με σταλαγματιές πόνου και με την ανάμνηση πικρών στιγμών". Ευχαριστούμε για την ανάρτηση.