Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

Μανιφέστο υπαρξιακού ορθολογισμού

O Max Bense (7 Φεβρουαρίου 1910 στο Στρασβούργο - 29 Απριλίου 1990 στη Στουτγάρδη) ήταν ένας γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας γνωστός για το έργο του στην φιλοσοφία της επιστήμης, την λογική, την αισθητική και την σημειολογία.
Οι σκέψεις του συνδυάζουν τις φυσικές επιστήμες, την τέχνη και την φιλοσοφία στο πλαίσιο μιας συλλογικής προοπτικής και ακολουθούν έναν ορισμό της πραγματικότητας, η οποία - υπό τον όρο υπαρξιακός ορθολογισμός - είναι σε θέση να άρει τον διαχωρισμό μεταξύ των ανθρωπιστικών και των φυσικών επιστημών.

Το παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται ως ένα δείγμα του τρόπου σκέψης του Δυτικού ανθρώπου και του σκοπού της Ιστορίας στην οποία βιαζόμαστε να εισέλθουμε πάση θυσία.

Manifest des existentiellen Rationalismus

Max Bense
Augewählte Schriften
Band 1 Philosophie, s:1-4

Μανιφέστο υπαρξιακού ορθολογισμού

1. Αναφερόμαστε στον Ντεκάρτ. Λιγότερο στα αποτελέσματα, περισσότερο στην μέθοδό του, και διακρίνουμε σ’ αυτήν μια αρνητική και μια θετική κίνηση της σκέψης: την αμφιβολία και την απόδειξη. Βρίσκονται σε σχέση αλληλοδιόρθωσης, είναι αλληλοαποκλειόμενες δράσεις της διάνοιάς μας, όμως ό,τι ονομάζουμε πνεύμα γίνεται μόνο μέσω του συντονισμού τους.

2. Η αμφιβολία εκφράζεται δια μέσου της άρνησης, αλλά δεν εξαντλείται δι’ αυτού (του μέσου): πάει πιο μακρυά, αφήνει τις ζώνες του πνεύματος και διεισδύει στους πόρους των συναισθημάτων, της ζωτικότητας, περιέχει συνειδητά και ασυνείδητα στοιχεία, και απορροφά σιγά σιγά ολόκληρο το άτομο στις υπαρξιακές και κοινωνικές του σχέσεις. Η απόδειξη μένει στη σφαίρα της διάνοιας, απομακρύνεται από κάθε αρνητική κίνηση της σκέψης, εξέρχεται από την άρνηση και γίνεται ορατή ως μια σειρά αληθινών θέσεων, στη δομή των οποίων δεν περιέχονται συναισθηματικά, ζωτικά (vital), ασυνείδητα στοιχεία: η κατασκευή της αλήθειας μπορεί μόνο συνειδητά και ορθολογιστικά να πραγματοποιηθεί. Στο μέτρο που η αμφιβολία καταστρέφει το πνεύμα και εξαφανίζει την ατομική ύπαρξη, η απόδειξη καταστρέφει την αμφιβολία και παρουσιάζει το πνεύμα ως μια πραγματικότητα (faktum), για την οποία η ατομική ύπαρξη είναι αδιάφορη.

3. Μιλάμε για υπαρξιακό ορθολογισμό στο βαθμό που πρόκειται περί μεθοδικής αποφυγής της καταστροφής του πνεύματος δια της αμφιβολίας από την μια, και της καταστροφής της ύπαρξης δια της αποδείξεως από την άλλη. Η φιλοσοφία ως υπερβατική μέθοδος συνίσταται στον εφαρμοσμένο συντονισμό της αμφιβολίας και της απόδειξης: η αμφιβολία παριστάνει την ύπαρξη, η απόδειξη την ορθολογικότητα (Rationalität) στο πνεύμα που λειτουργεί σαν μέσο.

4. Κάθε αποφυγή αναφέρεται στην καταστροφή και εκμετάλλευση. Και η εκμετάλλευση είναι μια μορφή καταστροφής, στο βαθμό που και αυτή δημιουργεί απώλειες. Οι απώλειες όμως μπορούν να ληφθούν στα σοβαρά μόνο αν είναι απώλειες της αλήθειας και της πραγματικότητας. Μόνο την αλήθεια και την πραγματικότητα μπορεί να εκμεταλλευθεί κανείς. Μόνο αλήθεια και πραγματικότητα μπορούν να καταστραφούν. Η εκμετάλλευση εισάγει την καταστροφή. Παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης σημαίνει να εργασθεί κανείς εναντίον των απωλειών λόγω της καταστροφής της αλήθειας και της πραγματικότητας.

5. Θα διακρίνουμε μεταξύ υλικής και πνευματικής εκμετάλλευσης. Η υλική εκμετάλλευση, που περιέγραψε ο Μαρξ, παρουσιάζεται ως υλική εκμετάλλευση, ως εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ανήκει ακόμα στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Δεν κατέστη ακόμα δυνατόν να εμποδισθεί. Και αυτο συμβαίνει διότι παρεμποδίζεται η άρση της μέσω της πνευματικής εκμετάλλευσης, δηλ. της απώλειας της αλήθειας.

6. Στην ιδανική περίπτωση η πολιτική είναι η μέθοδος αποφυγής της υλικής εκμετάλλευσης. Η φιλοσοφία είναι στην ιδανική περίπτωση η μέθοδος αποφυγής της επαπειλούμενης πνευματικής εκμετάλλευσης, όταν δηλ. με την απόδειξη της αλήθειας μιας θέσεως φανερώνει την ύπαρξη εκείνου ο οποίος κατέχοντας μια αλήθεια της προσδίδει πραγματικότητα.

7. Θρησκείες, κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες, διδασκαλίες και τα παρόμοια είναι μέσα της πνευματικής εκμετάλλευσης. Ο δρόμος προς την πνευματική εκμετάλλευση περνά μέσω της εκμετάλλευσής τους από πλευράς των κρατούντων. Το φαινόμενο αυτό είναι πάντα η απαραίτητη προϋπόθεση της εκμετάλλευσης. Από αυτή την οπτική γωνία αντιστοιχούν όλες οι ιδεολογικές μορφές στα μέσα παραγωγής, που ανήκουν στην υλική σφαίρα αυτού του φαινομένου και υπηρετούν έτσι την υλική εκμετάλλευση.

8. Εκκλησίες, αιρέσεις, κόμματα, κάποια πολιτεύματα, πανεπιστήμια κτλ., εν συντομία ότι βασίζεται σε ιδεολογικές φόρμες μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα ίδρυμα δημόσιας πνευματικής εκμετάλλευσης. Αντίστοιχα, σε όλα αυτά μπορεί επί του παρόντος να μελετηθεί με μεγάλη επιμέλεια η απώλεια της αλήθειας και της πραγματικότητας.

9. Η καταστροφή των ιδεολογιών εξισορροπείται βαθμιαία μέσω εκλεπτυσμένης οργάνωσης. Όλο και περισσότερο μπαίνει στη θέση της ιδεολογίας η οργάνωση, και σε θεμελιώδη ενδιάμεση μορφή, η γραφειοκρατία. Στη μοντέρνα γραφειοκρατία, την εκλεπτυσμένη μεταφυσική της οποίας επεξεργάστηκε λογοτεχνικά ο Κάφκα, ετοιμάζεται η μετάβαση από την ιδεολογία στην οργάνωση: αντιπροσωπεύει τόσο το τελετουργικό όσο και την ιεραρχία της εποχής της ιδεολογίας.

10. Μετά από μια προαπόφαση του Lessing, έχουμε το 1847 το ερώτημα από τον Kierkegaard: έχει ένας άνθρωπος το δικαίωμα να επιτρέψει να τον σκοτώσουν για την αλήθεια; -και από τον B. Brecht το ερώτημα του 1934, αν έχει το δικαίωμα κανείς να βασανίσει για την αλήθεια. Η προαπόφαση του Lessing (γιατί στο σημείο αυτο δεν μίλησε ούτε από την πείρα ούτε ως αυθεντία) έχει ως εξής: «άνδρας που απιστεί στην αλήθεια σε περίπτωση επαπειλούμενων κινδύνων, μπορεί να αγαπά πολύ την αλήθεια. Και η αλήθεια θα του συγχωρέσει την απιστία του λόγω της αγάπης του». Ο Kierkegaard απαντά αρνητικά στην ερώτησή του μόνο για τους χριστιανούς, στο βαθμό που η αλήθεια υπηρετεί την εκμετάλλευση και όχι τους ανθρώπους της. Ο Brecht απαντά στη δική του θετικά με κυνισμό, στον βαθμό που η αλήθεια παριστάνει ένα πολιτικό μέσο, προς αποφυγή της υλικής εκμετάλλευσης. Τα ερωτήματα έδειχναν υπαρξιακή ορθολογικότητα, γι’ αυτό και οι απαντήσεις μπορούν να κατανοηθούν μόνο ως θέσεις αυτής της υπαρξιακής ορθολογικότητας. Αυτό σημαίνει όμως ότι πρέπει να ικανοποιούν τα κριτήρια της αμφιβολίας και της απόδειξης.

11. Στο μέτρο που η ιδεολογία πάει πίσω από την οργάνωση, θα πρέπει οι παραδόσεις να εξαφανιστούν πίσω από τις θεωρίες. Η θεωρία υπηρετεί την οργάνωση, όπως η παράδοση διευκόλυνε τις ιδεολογίες. Εννοούμε την καθαρή θεωρία στην οποία παρουσιάζονται μόνο εμπειρικές και συλλογικές θέσεις. Γιατί μόνο αυτή η θεωρία επιτρέπει την καθαρή αμφιβολία για μια υποτιθέμενη αλήθεια: αμφιβολία από έλλειψη εποπτείας και όχι για λόγους συμβατικούς. Και μόνο αυτή επιτρέπει την καθαρή απόδειξη. Την απόδειξη που δεν προϋποθέτει κανένα συναίσθημα, καμμία διαισθητική προαπόφαση, καμμία αποκάλυψη, αλλά τους κανόνες της λογικής, που ο καθένας μπορεί να μάθει να χειρίζεται - τουλάχιστον θεωρητικά.

12. Μόνο η οργάνωση, που μένει ανοικτή απέναντι στην καθαρή θεωρία, που αποκλείει κάθε γνωσιολογική και οντολογική αποδυνάμωση των λειτουργιών της, αποφεύγει την εκμετάλλευση των θεσμών από πλευράς των κρατούντων.

13. Η ουσία της καθαρής θεωρίας υπάρχει εντός του υπαρξιακού ορθολογισμού στο ρόλο της ως οργάνου: η ταξινόμηση την οποία επιτρέπει δεν είναι αποκλειστικός σκοπός, αλλά ένα μέσο εποπτείας, δηλ. της εφαρμογής. Δεν έχει ως σκοπό να παραδώσει αδιάλλακτα όρια και ταξινομήσεις για απόκτηση της γνώσης, αλλά να προσδώσει λειτουργίες και να τις περιορίσει. Η αλήθεια που μέσω θεωριών προέκυψε, δεν μπορεί να είναι αλήθεια καθ’ εαυτήν, όπως την φαντάζεται η απλότητα των θεολόγων στο κεφάλι του θεού. Είναι μια αλήθεια που στην πραγματικότητα παίζει ένα ρόλο, η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής και του είναι του συγκεκριμένου ανθρώπου καθορίζει τα γεγονότα, που δίνει τη δυνατότητα για ένα κόσμο αντάξιο του είναι και η οποία φωτίζει το πρωταρχικό «σκότος της διάνοιας». Είναι μια λειτουργία, όχι ουσία. Οι ουσίες και τα χαρακτηριστικά τους μετατοπίζουν την εποπτεία. Οι λειτουργίες και οι διαδικασίες τους την συμπεριλαμβάνουν ή την απαλλάσσουν από τις απαιτήσεις της.

14. Είναι πλάνη να πιστεύει κανείς πως η λειτουργία αντικαθιστά το άτομο με το γένος. Μόνο το άτομο έχει λειτουργίες: το γένος είναι αποτέλεσμα ατομικών λειτουργιών.

15. Η ύπαρξη δεν σημαίνει το γένος αλλά μια εξατομικευμένη πραγματικότητα. Η ύπαρξη δεν είναι ουσία με θεμελιώδη χαρακτηριστικά, και έτσι δεν προηγείται με κανένα τρόπο της ουσίας (Essenz), όπως το εννοούσε ο Σαρτρ. Η υπάρξη αποδεικνύεται μέσω των λειτουργιών και των διαδικασιών της, και δεν μπορεί να προηγείται ούτε στην πραγματικότητα αλλά ούτε και με την σκέψη.

16. Είναι πλάνη να πιστεύουμε πως η λειτουργία σκοτώνει τη σκέψη, με το να εμποδίζει τη δημιουργία της. Έχει κανείς μόνο την σκέψη που την σκέφτηκε, και μόνο εκείνη την σκέψη έχει σκεφθεί κανείς, η οποία μπορεί να δειχθεί με μια έκφραση. Η λειτουργία της λογικής δεν είναι μόνο να επιτρέπει τις σκέψεις, αλλά να τις κατασκευάζει με τη μορφή εκφράσεων, να τις παρουσιάζει και να τις υποτάσσει στα κριτήρια της αμφιβολίας και της απόδειξης. Από εδώ προκύπτει πως για τους κανόνες της λογικής δεν υπάρχουν κανόνες. Και ακριβώς έτσι αποφεύγει η σκέψη την ανελευθερία, τον περιορισμό δια των δικών της θεωρημάτων και αποτελεσμάτων: ορθολογικότης σημαίνει μόνο να μην χάνεις την εποπτεία περί της γένεσης των σκέψεων.

17. Πνεύμα έχει οποίος έχει σκέψεις: πνεύμα είναι αυτό του οποίου η ύπαρξη καθορίζεται βασικά μέσω της λειτουργίας του να έχει κανείς σκέψεις.



Μετάφραση: Πέτρος Χαραλάμπους
για τις Εκδόσεις αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: