Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (μετ. νεοελληνική)

ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ
Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.



1.  Ο μέγας Διονύσιος, γενόμενος αυτήκοος τής φωνής των Αποστόλων του Χριστού, η οποία οπωσδήποτε εξεχύνετο από την πύρινη γλώσσα, και διαρκώς γυμνασμένος με τα θεία, αποφασίζοντας να εκθέσει επωφελώς για τους μεταγενεστέρους τα περί ενώσεως και διακρίσεως στον Θεόν, όχι χωρίς θεία έμπνευση, αποσαφήνισε σπουδαίως την ασφαλή και αληθινή περί τούτων θεολογία για τους εχέφρονες. Έτσι εμείς, χρησιμοποιούντες αυτήν την θεολογία ως κανόνα και φως, και δι’ αυτής ορθοτομούντες τον λόγον της αλήθειας, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε ευχερώς τούς κάπως παρεκκλίνοντες και παρεκτρεπομένους από αυτήν και να τους διορθώσουμε επωφελώς, προσφέροντες με την χάριν τού Θεού και σε αυτούς κατά το δυνατόν χείρα σωτηρίας, αν το επιθυμούν˙ αν πάλι όχι, οπωσδήποτε στους παρασυρόμενους από την σοφιστική καλλιλογία και πιθανολογία αυτών (που έχουν παρεκτραπεί).

2.  Αυτός ο μέγας λοιπόν, επιβεβαιώνοντας ότι φρονεί και λέγει τα ίδια με όλους τους προ αυτού θεοφόρους άνδρες, διακηρύσσει: «οι ιερομύστες τής θεολογικής παραδόσεώς μας λέγουν ότι οι μεν θείες ενώσεις είναι οι κρύφιες και ανεκφοίτητες υπεριδρύσεις τής υπεραρρήτου και υπεραγνώστου μονιμότητας, οι δε αγαθοπρεπείς διακρίσεις της θεαρχίας είναι οι πρόοδοι και εκφάνσεις˙ και ακολουθούντες τα ιερά λόγια ισχυρίζονται ότι τής εν λόγω ενώσεως και της διακρίσεως υπάρχουν μερικές ιδιαίτερες ενώσεις και διακρίσεις». Και πάλι: «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι θεία διάκρισις, εφ' όσον η θεία ένωσις πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται λόγω αγαθότητας υπερηνωμένως, είναι ενωμένες κατά την θεία διάκριση οι έσχατες μεταδόσεις, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητας, τής αιτίας των πάντων, κατά τις οποίες υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα εκ των μετεχόντων και των μετοχών». Και έπειτα από ολίγα: «όσες από αυτές τις ενώσεις και διακρίσεις βρήκαμε στα ιερά λόγια να χαρακτηρίζονται θεοπρεπείς αίτιες αναπτύξαμε στο έργο Θεολογικές Υποτυπώσεις, εκθέσαντες, κατά το δυνατόν, περί ενός έκαστου λεπτομερώς».

3. Ο μεν μέγας Διονύσιος λοιπόν έτσι διετύπωσε τις απόψεις του, προσθέτοντας στα λεχθέντα και τούτο: «έτσι σπεύδουμε εμείς με τον λόγο να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία, όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακρίνονται». Οι Βαρλαάμ και Ακίνδυνος όμως δεν φρονούν έτσι, όπως τα ίδια τα θεία και είναι ηνωμένα και διακρίνονται κατ΄αυτόν τον τρόπο, όπως διακηρύσσουν οι θεοφόροι θεολόγοι. Αλλά όπως ο Άρειος και ο Ευνόμιος και ο Μακεδονίος διασπούν το θειο σε κτιστά και άκτιστα με πρόφαση την διάκρισή του κατά υποστάσεις, έτσι τώρα αυτοί με πρόφαση την διάκριση κατά τις κοινές προόδους διχοτομούν τον Θεό σε κτιστά και άκτιστα. Και όπως εκείνοι τούς μη ασεβούντες κατά τον ίδιο με αυτούς τρόπο, αλλά που αναγνώριζαν τον Θεό άκτιστο και κατά τις τρεις υποστάσεις και υποστηρίζαν ότι το μείζον και έλασσον επί των υποστάσεων δεν βλάπτει το άκτιστο, τους αποκαλούσαν τριθεΐτες ως δήθεν λατρεύοντες τρεις άκτιστους θεούς ανωτέρους και κατωτέρους, ενώ στην πραγματικότητα οι έτσι πάσχοντες ήταν αυτοί, έτσι και αυτοί τώρα διακρίνουν στον Θεό δύο θεότητες, κτίστη και άκτιστο, και την μεν ουσία του Θεού ως άκτιστον θεωρούν υπερκειμένη θεότητα, ενώ πάσα κοινή πρόοδο και αγαθοπρεπή και θεία ενέργεια θεωρούν υφειμένη θεότητα ως κτιστή. Γι’ αυτό τους μη δεχομένους να ασεβούν κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά φρονούντες ότι ο Θεός είναι άκτιστος και κατά την ουσία και κατά τις υποστάσεις και κατά τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και προόδους  αποδεικνύουν ότι το υπερκείμενο κατά τους τοιούτους θεολόγους δεν προσκρούει καθόλου στο άκτιστο και ενιαίο, επικρίνουν ως δεχομένους δύο άκτιστες θεότητες, υπερκειμένη και υφειμένη.

4.  Αλλά ενώ ο Άρειος και ο Ευνόμιος δεν εδέχοντο κτιστές όλες τις θείες υποστάσεις, ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος διασπούν σε κτίσμα όλες τις θεοπρεπείς προόδους και ενέργειες τής τρισυπόστατου θεότητος. Για να μην αφήσουν λοιπόν καμία από αυτές υπεράνω της κτίσεως, τουλάχιστον όσον εξαρτάται από αυτούς, εφαρμόζουν με έργα τα λεγόμενα στους μύθους και μιμούνται κατά δύναμιν το θρυλούμενο για τους Αλωάδες. Διότι συνέθεσαν σε μία ενότητα τις μεγίστες των αιρέσεων και στην πονηρά διαστολή του Άρειου επέθεσαν την όχι ολιγώτερο θεομάχο συστολή του Σαβελλίου και οικοδόμησαν ένα είδος πύργου της Βαβέλ, για να χρησιμοποιήσω υποδείγματα από την αληθινή ιστορία, μάλλον δε κάτι πολύ πονηρότερο και από εκείνο τον πύργο, διότι αυτοί αντί λίθων συναρμόζουν πονηρές αιρέσεις, συσκευάσαντες λοιπόν τέτοια κατασκευάσματα, προχωρούν εναντίον όλων των ενεργειών του Θεού, άλλοτε μεν υποβιβάζοντες αυτές σε κτίσμα, άλλοτε δε συγχέοντες αυτές με την ουσία του Θεού, αποφαινόμενοι ότι η άκτιστος ενέργεια δεν διαφέρει κατά τίποτε από την θεία ουσία και αναιρούντες με κάθε τρόπο την διάκριση του Θεού κατά τις κοινές ενέργειες και προόδους.


5.  Ας επαναλάβουμε λοιπόν και εμείς τις πρότερες θεολογικές διατυπώσεις τού μεγάλου θεολόγου, ας διευκρινίσουμε καθεμιά κατά δύναμιν και ας δώσουμε αληθινή πίστη στα δεικνυόμενα από αυτές. «Πράγματι σε όλη την θεολογία συμπλέκεται το ρητό με το άρρητο», για να εκφρασθούμε κατά τον ίδιον, «και το μεν ένα μέρος της ως μυστικό και τελετουργικό δρα και ενιδρύει στον Θεό με τις αδίδακτες μυσταγωγίες, το δε άλλο ως φιλόσοφο και αποδεικτικό πείθει και χρειάζεται την αλήθεια των λόγων», την οποία πρέπει να εμφανίσουμε εμείς τώρα κατά την δύναμίν μας με βάση τους λόγους τούτους τού μεγάλου ανδρός σαν αναπόδεικτες και αυτόπιστες αρχές. Διότι αυτός είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιόπιστος μυσταγωγός σε αυτά τα ζητήματα, και από αυτόν σχεδόν πρώτον, καθώς και τον συμφώνως προς αυτόν διδάξαντα Ιερόθεον, έχει μυηθεί τα στοιχεία τής θεολογίας η Εκκλησία, ώστε μερικά από αυτά να έχουν επιγραφεί και Στοιχειώδεις Θεολογίες. «Μετά την διαπραγμάτευση λοιπόν και ανάπτυξη κάθε πλευράς τής ενωτικής και τής διακριτικής θεολογίας», λέγει ο μέγας Διονύσιος, «έτσι σπεύδουμε εμείς να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγον», τα θεία μόνο, όχι τα θεία και τα κτίσματα. Πώς δε έτσι; «Όπως αυτά», λέγει, «τα θεία και ενώνονται και διακρίνονται», όχι τα κτίσματα και ο Θεός. Επομένως όλες οι διακρίσεις είναι αντίστοιχες με τις ενώσεις του Θεού και παραμένουν άκτιστες, εφ’ όσον οι ενώσεις είναι άκτιστες. Και κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν θα έλεγε κάποια από τις διακρίσεις αυτές κτιστή, πειθόμενος στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, για να μην υποβιβάσει σε κτίσμα και την αντίστοιχό της ένωσιν, μάλλον δε για να μην κηρύξει κτιστές όλες με την μία, και τις ενώσεις και τις διακρίσεις˙ διότι είναι ομοταγείς και για αυτές λέγεται συμπεριληπτικώς ότι είναι θείες, καθ' όσον ως προς το θείο δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ των.

6.  Αλλά ο Ακίνδυνος βρήκε ευκολότερο να παραποιήσει την μαρτυρία λέγοντας ότι ο μέγας δεν είπε «ενώσεις και διακρίσεις θείες», άλλο «είναι ενωμένα και διακρίνονται τα θεία». Έτσι μάλιστα λέγει και ότι ενεργεί ο Θεός αλλά δεν έχει ενέργεια. Επισκοτίζοντας δε την αλήθεια με τέτοιους λόγους παρασύρει ολίγον κατ’ ολίγον τους δελεαζόμενους από αυτόν στο  τα να νομίζουν κτίσματα τις θείες ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος αφαιρώντας και αυτήν την απροφάσιστο πρόφασίν του προσθέτει: «όσες λοιπόν θεοπρεπείς αιτίες, δηλαδή τρόπους, τούτων των ενώσεων και διακρίσεων βρήκαμε στα ιερά λόγια, εκθέσαμε σε ιδιαίτερα για την καθεμιά κεφάλαια». Επομένως επί του Θεού υπάρχουν διαφορετικές ενώσεις και διακρίσεις˙ όλες όμως είναι ομού θεοπρεπείς, δηλαδή παραπλησίως άκτιστες. Και στο προ αυτού χωρίο ο μέγας ονομάζει θεία διάκριση «την αγαθοπρεπή πρόοδο, καθ’ όσον η θεία ένωσις λόγω αγαθότητος πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως». Έπειτα δε και την γενική (καθόλου) λεγομένη αυτή πρόοδο διακρίνει σε πολλές προόδους, λέγοντας ότι αυτές είναι οι «ουσιώσεις», οι «ζωώσεις», οι «σοφοποιήσεις».

7.  Εάν λοιπόν αυτές (οι πρόοδοι) είναι κτίσματα, όπως ισχυρίζονται ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, πώς ο θεορρήμων θα έλεγε θεία διάκριση την διάκριση τούτων, και θεία επίσης ένωση την ένωση των κτισμάτων τούτων; Εάν δε και η πρόοδος η οποία κατά τον γενικό (καθόλου) λόγο συμπεριλαμβάνει τις διακρίσεις αυτές συναριθμείται με τα κτίσματα κατά τον Ακίνδυνο, η δε ένωσις η οποία πληθύνει εαυτήν υπερηνωμένως λόγω αγαθότητος είναι άκτιστος (διότι πώς είναι δυνατόν να μην είναι άκτιστος αυτή της οποίος η αγαθότης δεν είναι των κτισμάτων;), αλλά τότε θα έπρεπε να λέγουμε ότι στα άκτιστα και τα κτιστά ανήκουν αντιστοίχως η ένωσις και η διάκρισις. Αλλά προσθέτοντας ο θεηγόρος μετά το «υπερηνωμένως» το «πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται λόγω αγαθότητος», έδειξε ότι μετά της ενώσεως άκτιστος είναι και η διάκρισις˙ διότι αυτή η ίδια διακρίνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν.
Αλλά εφορμούν οι τοποθετούντες στα κτίσματα τις θείες προόδους, λέγοντες ή μάλλον κακονοούντες, ότι κατά τον πολλαπλασιασμό τούτο πολλαπλασιάζεται ο Θεός διά τις εξ εαυτού παραγωγής των πολλών κτισμάτων. Προς αυτούς χρειάζεται να λέγουμε ότι τα κτίσματα δεν είναι οι πρόοδοι κατά τις οποίες πολλαπλασιάζεται το θείο, αλλά τα αποτελέσματα των προόδων, με την παραγωγή δε τούτων κατέστησαν γνωστοί σε εμάς οι πρόοδοι του Θεού. Διότι εκ των κτισμάτων δεν φανερώνεται η ουσία του Θεού για τους έχοντες νουν, αλλά η δύναμις και η ενέργεια.

8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης». Άραγε η ουσία του Θεού καθοράται νοούμενη διά των ποιημάτων; Όχι βεβαίως˙ διότι τούτο αποτελεί δείγμα τής παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει. Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν και αυτά πάλι κτίσματα;

9.  Έτσι λοιπόν ένας άκτιστος θεός υπάρχει εν μίαν ακτιστον θεότητα, διότι δεν είναι άκτιστος μόνον κατά την από πάσης πλευράς εντελώς ακατάληπτη ουσία, αλλά και κατά τα γύρω από την ουσία, τα οποία κατά τον θείο Παύλο νοούνται από τα κτίσματα. Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος αποκαλούν κτιστά αυτά τα αόρατα, τα γύρω από την ουσία του Θεού, την αγαθότητα, την σοφία, την δύναμιν, την θειότητα ή μεγαλειότητα, και τα παραπλήσια με αυτά, επειδή είναι γύρω από την ουσία του Θεού, αλλά δεν είναι ουσία. 
Καθώς δεν έχουν νουν για να νοήσουν και να ιδούν τα αόρατα γύρω από την ουσία του Θεού εκ των ποιημάτων των Θεού, ισχυρίζονται ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και ότι μόνον η ουσία του Θεού είναι άκτιστος, και έτσι οι ταλαίπωροι διχοτομούν τον Θεό σε κτιστά και άκτιστα, και δογματίζουν αφρόνως ότι δεν διαφέρει η άκτιστος ενέργεια από την άκτιστη ουσία. 
Θεωρούντες λοιπόν ταύτη (την ουσία) μόνην άκτιστον και ως άκτιστον υπερκείμενη θεότητα, όλες δε τις γύρω από την ουσία ενέργειες, ακόμη και την μαζί με αυτές συναριθμουμένη από τους πατέρας θεότητα, κτιστές, δεν περιπίπτουν μόνον σε διθεΐα αλλά και σε αθεΐα˙ διότι δια μεν των ενεργειών υποβιβάζουν και την θεία ουσία σε κτίσμα, με το να αρνούνται δε την διαφορά μεταξύ των αναιρούν αυτές δι’ αλλήλων, και έτσι με την κατ’ έλλειψιν αγνωσία του Θεού περιπίπτουν σε ένα είδος σκότους. Διότι πώς είναι κατ' αρχήν δυνατόν να γνωρίσουν τον Θεό οι μη αντιλαμβανόμενοι το γνωστόν αυτού από τα ποιήματα, αλλά ταξινομούντες τούτο άλλοτε μεν με την υπέρ πάσα γνώσιν ουσία, άλλοτε δε με τα ποιήματα από τα οποία γνωρίζεται, μολονότι της δυνάμεως και της ενεργείας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς τίποτε άλλο παρά ποίου είναι δύναμις και ενέργεια και τί αποτελεί; Πράγματι με την δύναμιν του συλλογισμού (λόγω της επινοίας) από τα ενεργήματα γύρω από την ενεργούσα ουσία καταλαβαίνεται βάσει της αντιστοίχου ουσίας, ότι κτιστή μεν είναι της κτιστής ουσίας η ενέργεια, άκτιστος δε της άκτιστου ουσίας.

10. Είναι λοιπόν γνώρισμα ανθρώπου τελείως ανόητου και ας πούμε ζωώδους (βοσκηματώδους) διανοίας το να μην αντιλαμβάνεται την ενέργεια τού ενεργούντος από τα δημιουργήματα, αλλά ή να θέτει αυτή μαζί με τα ενεργήματα ή να την νομίζει αδιάφορο της ενεργούσης ουσίας, σαν να είναι ο Θεός μόνον ουσία άμοιρος ενεργείας. Ασφαλώς το να συναριθμείται η υπάρχουσα γύρω από την θείαν φύσιν δύναμις και ενέργεια με τα κτίσματα και τα αποτελέσματα, ως διαφέρουσα κατά κάποιον τρόπον της φύσεως, τούτο πλην της φρενοβλαβείας είναι ώστοσο, αν μη τι άλλο, υπερβολή ασεβείας. Διότι δεν είναι επιτρεπτό να χωρίσουμε (διαζεύξουμε) από την ενεργούσα φύσιν κατά το κτιστό και άκτιστον την αντίστοιχον δύναμιν και ενέργειαν, αν και διαφέρει αυτής κατά άλλον τρόπον˙ διά τούτο και η κτιστή κατά τους πατέρας ενέργεια «χαρακτηρίζει κτιστήν φύσιν». Έτσι είναι φανερό ότι η λογική της αιρέσεως του Βαρλαάμ και Ακινδύνου καταβιβάζει και την θείαν φύσιν στην κτίσιν, και ματαίως, μάλλον δε προς απάτην, διαφημίζεται από αυτούς έν μόνον άκτιστον˙ διότι από αυτούς κατασκευάζεται να μην είναι κανένα άκτιστον.

11. O Βαρλαάμ λοιπόν και o Ακίνδυνος, βλέποντες τα αποτελέσματα τών θείων ενεργειών υπό κατάσταση άκρας παραφροσύνης, αμβλυωπούν προς αυτές τις ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος εξυμνήσας αυτές σε δώδεκα βιβλία -διότι δεν υμνεί κενό ήχο ονομάτων αλλά τα υπ’ αυτών σημαινόμενα- λέγει και εδώ αφού διευκρινίσει την κατά τις υποστάσεις τού Θεού διάκρισιν «επειδή θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, οι ακατάσχετες (άσχετες) μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Μεταδόσεις δε εκάλεσε εδώ όλες μαζί τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Προσέθεσε δε ότι αυτοί είναι ακατάσχετες, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι τα αποτελέσματα, όπως επί παραδείγματι η μερική ουσία εκάστου όντος ή η αισθητή ζωή στους ζώντες οργανισμούς ή ο λόγος και νους ο ευρισκόμενος μέσα στα λογικά και νοερά. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι αυτά στον Θεό και ακατάσχετα, αφού είναι κτιστά; Πώς δε οι ακατάσχετοι πρόοδοι και μεταδόσεις του Θεού θα ήσαν κτίσματα, αφού η ακατάσχετος μετάδοσις βρίσκεται φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, ακριβώς όπως βλέπουμε επί του φωτός; Βαθμιαία δε ο μέγας (Διονύσιος) απαριθμεί λεπτομερώς τις μεταδόσεις αυτές. Πράγματι, αφού είπε «οι ακατάσχετες μεταδόσεις», λέγει στη συνέχεια «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητος αίτιας των πάντων, κατά τις οποίες ξεκινώντας από τις μετοχές (άκτιστες θείες ενέργειες) και τους μετέχοντες (κτίσματα) υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα». Ποια είναι αυτά; Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

12.  Υμνούνται λοιπόν αυτά υπό των θεολόγων εκ των μετεχόντων, δηλαδή εξ εκείνων τα όποια έχουν την ύπαρξιν εκ μετοχής, δηλαδή των κτιστών˙ άλλα και εκ των μετοχών, δηλαδή τών μεταδόσεων, οι οποίες δεν έχουν διά μετοχής την ύπαρξη, διότι τότε δεν θα ήσαν μετοχές αλλά μετέχοντα. Εάν δε δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής, δεν είναι ούτε κτιστές˙ εφ’ όσον δε δεν είναι κτιστές, δεν είναι ούτε εκτός του Θεού, αλλά είναι εξ αυτού και εις αυτόν, όπως στην συνέχεια δεικνύει ο μέγας Διονύσιος. Επομένως το θείο δεν είναι άκτιστο μόνον κατά την ουσία και κατά την διάκριση των τριών υποστάσεων, αλλά και κατά την διάκριση των προόδων τούτων και ενεργειών, οι οποίες είναι μέτοχοι (μετοχές) των όντων, αλλά δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής˙ διότι εάν η μετοχή έχει την ύπαρξη διά μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι δι’ άλλης και τούτο επ’ άπειρον.

13.  Επιπλέον το μετεχόμενο αναγκαίως προϋπάρχει των μετεχόντων. Οι δε μετοχές μετέχονται από όλα τα κτίσματα˙ επομένως προϋπάρχουν όλων των κτισμάτων δηλαδή είναι άκτιστες. Και όμως κανένα κτίσμα δεν είναι υπέρ τα όντα. Τις μετοχές δε αυτές και αρχές και θείες δωρεές, αν και τις ονομάζει όντα ο μέγας Διονύσιος, όμως σε πολλά σημεία (των συγγραμμάτων του) λέγει ότι είναι υπέρ τα όντα. Αλλά και παραδείγματα των όντων είναι αυτές προϋπάρχοντας στον Θεό καθ’ υπερούσιον ένωσιν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές κτίσματα; Στην συνέχεια δε διδάσκων και τί είναι αυτά τα παραδείγματα επιλέγει˙ «παραδείγματα δε λέγομε ότι είναι οι στον Θεό (εν Θεώ) ουσιοποιοί και ενιαίως προϋπάρχοντες λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία καλεί προορισμούς, καθώς επίσης και θεία και αγαθά θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, σύμφωνα με τους οποίους ο υπερούσιος δημιουργός προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα». Πώς λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα, τα ποιητικά των όντων, είναι δυνατόν να είναι κτιστά; Και πώς δεν φανερώνονται ότι καταβιβάζουν την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα όσοι θεωρούν κτιστές τις προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.

14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλο, και τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]

ΣΧΟΛΙΟ: Από εδώ μπορούμε εύκολα νά κατανοήσουμε τό ολέθριο λάθος τού Ρωμανίδη καί τού εμπνευστού τής κακοδοξίας Μέγιεντορφ, ο οποίος εισήγαγε στήν ορθοδοξία τήν ανύπαρκτη θεοποιό άκτιστη ενέργεια καταργώντας τήν ενσάρκωση καί τήν οικονομία τής Σωτηρίας.


15.  Αρά οι πρόνοιες και ενέργειες και μεταδόσεις του Θεού, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και τα παραπλήσια με αυτά είναι άκτιστες πρόνοιες και αγαθότητες του Θεού, και αυτές είναι αυτός ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν˙ διότι κατ' εκείνην είναι αμέριστος και αμέθεκτος, εφ’ όσον είναι τελείως απολελυμένος από όλα, ώστε κάνεις ποτέ από τους κατά την ευσέβεια επιγνώμονες της ακρίβειας να μην επιχειρήσει να εννοήσει ή να εκφράσει τον Θεόν, να επιχειρούν δε πάντοτε όλοι οι ιεροφάντες να νοούν και λέγουν περί της προνοίας και αγαθότητος αυτού, κατά την οποίαν είναι αίτιος όλων των όντων, διότι αυτή είναι απεργαστική των έξωθεν όντων˙ επειδή δε υπάρχει αυτή, έλαβε ύπαρξιν η παραγωγή και υπόστασις των όλων. Διότι η θεία πρόνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά στροφή του Θεού προς τα υποδεέστερα και αγαθή θέλησις. Και αυτή υπήρξε προ των πάντων, ως κοινή πρόνοια των μελλόντων, και εξ αίτιας αυτής όλα παρήχθησαν στον καιρόν τους ως από δημιουργική θέληση και ενέργεια, και εν αυτή συνεκροτήθη το παν ως εις συνεκτική φρουρά και περιληπτική εστία του παντός. Δια ταύτα λοιπόν η μία πρόνοια και αγαθότης, δια την οποία ο Θεός επιμελείται των υποδεεστέρων, δεν είναι μία μόνον, αλλά και πολλές πρόνοιες και αγαθότητες λέγονται από τους θεολόγους.

16.  Βεβαίως λόγω της μεγάλης υπερβολής και αγαθότητος ο παραγωγός και κοσμήτωρ του παντός κατέστησε αυτό και πολυειδές, θελήσας άλλα μεν να είναι απλώς, άλλα δε πλην της υπάρξεως (του είναι) να έχουν και ζωήν, και άλλα μεν να κατέχουν την νοερά τούτη ζωή, άλλα δε μόνον την κατ' αίσθησιν, και μερικά να έχουν τούτη μικτή και από τα δύο είδη˙ και εκ των λαβόντων από αυτόν την λογική και νοερά ζωή ορισμένα διά της εθελούσιας κλίσεως προς αυτόν να επιτυγχάνουν την προς αυτόν ένωσιν και έτσι να ζουν θείως και υπερφυώς καταξιωμένα της θεουργού χάριτος και ενέργειας αυτού˙ διότι η θέλησις αυτού αποτελεί γένεσιν για τα όντα, είτε παραγόμενα από το μη όν είτε βελτιούμενα, και τούτο κατά διάφορο τρόπο. Εξ αιτίας αυτής της επί τα όντα διαφοράς του θείου θελήματος η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότης, ή με άλλα λόγια η λόγω αγαθότητος στροφή του θεού προς τα υποδεέστερα, είναι και λέγονται πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, μεριζόμενες αμερίστως στα μεριστά και διαφοροποιούμενες, έτσι ώστε κατά τα ανωτέρω λεχθέντα άλλη μεν να ονομάζεται προγνωστική δύναμις του Θεού, άλλη δε δημιουργική και συνεκτική, από αυτές δε πάλι, κατά τον μέγαν Διονύσιον να ονομάζονται άλλες ουσιώσεις, άλλες ζωώσεις, άλλες σοφοποιήσεις. Έκαστη δε αυτών είναι κοινή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ώστε καθ’ εκάστην αγαθή και θείαν θέλησιν δι’ ημάς ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα να είναι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός ενέργεια και δύναμις.

17.  Θα ακούσεις δε από τους ίδιους πατέρες να διδάσκουν ότι οι ενέργειες αυτές είναι και αΐδιες νοήσεις και κινήσεις. Έτσι, αφού ο μέγας Διονύσιος είπε «ότι ο Θεός κινείται κατά το ότι φέρει εις ουσίαν και συνέχει τα πάντα, και ότι ευθεία μεν κίνησις αυτού είναι η απαρέγκλιτος πρόοδος των ενεργειών, ελικοειδής δε η σταθερά πρόοδος και η γόνιμος στάσις, κυκλική δε η επιστροφή των όντων προς αυτόν», ο θείος Μάξιμος λέγει, «κίνησις του Θεού είναι η βούλησις αυτού προς γένεσιν των όντων και οι εις πάντα πρόοδοι της πρόνοιας αυτού». Πώς λοιπόν οι προς τα όντα κινήσεις δεν θα είναι της ουσίας ούτε περί την ουσία, αλλά θα είναι ουσία, και μάλιστα ενώ είναι πολλές; Όταν δε ο μέγας θεολόγος γράφει προς τον Τίτο, διευκρινίζοντας ποιος είναι ο οίκος της σοφίας και τα εντός αυτού, λέγει ότι το περιφερές και ανοικτό του σε αυτήν κρατήρος είναι η άναρχος και ατελεύτητος των όλων πρόνοια, ο θείος πάλι Μάξιμος λέγει, «άναρχο είπε την πρόνοια των όλων, διότι τα όντα όλα είναι στις αΐδιες νοήσεις του Θεού, τις οποίες ο Παύλος ονόμασε και προορισμούς. Κατά τις αΐδιες αυτές του Θεού νοήσεις προετυπώνοντο τα μέλλοντα να παραχθούν και σε αυτές προϋπήρχε η πρόνοια του Θεού ανάρχως˙ διότι ίδιον της προνοίας του Θεού ήταν το να θέλει να παραγάγει την μέλλουσα κτίσιν, για να απολαύει της προνοητικής αγαθότητας αυτού». Πώς λοιπόν οι πολλές νοήσεις και οι κατ' αυτές τύποι των μελλόντων, η πρόνοια περί τούτων και η σχετική με αυτή βούλησις, δεν είναι της θείας ουσίας αλλ’ είναι αυτά ουσία, και μάλιστα όταν δι’ αυτών παρατηρείται σχέσις προς τα όντα του κατ' ουσία εντελώς ασχέτου;


18.  Για όσα πάλι έγραψε ο μέγας Διονύσιος στο περί του όντος, ότι η ύπαρξις (το είναι) και οι αρχές των όντων υπάρχουν εκ του Θεού και εν τω Θεώ, ο πολύς στα θεία Μάξιμος λέγει, «τα εξ αυτού και εν αυτώ είναι νόες ομοιάζοντες με θεωρήματα της επιστήμης. Είναι δε μαζί αυτά και διακεκριμένα εν αυτώ, όπως και στην ψυχή οι επιστήμες, αν και είναι πολλές μαζί, μένουν ασύγχυτες και ενεργούν έξω ανά μία, όταν χρειάζεται». Ο Βαρλαάμ λοιπόν και ο Ακίνδυνος, λέγοντες κτιστές αυτές τις προόδους, κατά τις οποίες ηνωμένως διακρίνεται το θείον, κτίσμα καθιστούν τον Θεό και δυσσεβέστατα διχοτομούν τούτον σε κτιστά και άκτιστα, θεωρώντας την μεν ουσία της Αγίας Τρίαδος άκτιστον, τις δε κοινές προόδους και ενέργειες και εκφάνσεις αυτής κτιστές. Και όμως ο μέγας Διονύσιος και στην προ των άλλων (παρατεθείσα από εμάς στη αρχή της πραγματείας) ρήση συμπεριέλαβε σε ένα λόγο τόσο την διάκριση των υποστάσεων όσον και την διάκριση των μεταδόσεων, μάλλον δε όλες τις θείες ενώσεις και διακρίσεις (διότι δεν είναι μόνες οι ειρημένες, έστω και αν ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος δεν πρόσεξαν ούτε τις ειρημένες)˙ συμπεριέλαβε λοιπόν ο μέγας όλες σε ένα λόγον, για να μην τολμά κανείς να υποβιβάζει στην κτίση οποιανδήποτε από αυτές τις ομοταγείς αθέσμως. Γι’ αυτό μετά την διευκρίνηση των σχετικών με την υποστατική διάκριση, συνεχίζοντας τον λόγο λέγει, «πρέπει δε, όπως νομίζω, συνεχίζοντες να εκθέσουμε πλήρως το θέμα της θείας ενώσεως και διακρίσεως», δείχνοντας ότι επί του Θεού υπάρχουν και μερικές άλλες ενώσεις και διακρίσεις. Έπειτα, για να μην απειθεί των ευσεβών κανείς ασεβής, προάγει να οροθετούν περί των θείων τούτων ενώσεων και διακρίσεων οι ιερώς μυσταγωγήσαντες και διδάξαντες από την αρχή τα μυστικά της θεολογίας˙ διότι, σημειώνει όπως ανέφερα και σε άλλο σημείο, «οι ιερομύστες της δικής μας θεολογικής διδασκαλίας λέγουν ότι οι μεν ανεκφοίτητες (ακοινώνητες) και κρύφιες υπεριδρύσεις της υπεραγνώστου και υπεραρρήτου μονιμότητος είναι οι θείες ενώσεις»˙ δηλαδή την εντελώς απερινόητον (ακατάληπτη) σε εμάς ίδρυσιν και μονήν του Θεού εν εαυτώ, αυτό τούτο το να παραμένει ο Θεός εν εαυτώ και να μην προχωρεί καθόλου προς φανέρωσιν και να μη κινείται κατ’ ουσία, οι πατέρες την ονομάζουν ένωσιν.

19.  Για ποιο δε λόγο ο μέγας παρέθεσε σε πληθυντικό αριθμό την υπεράγνωστο ένωσιν και ίδρυσιν, θα δειχθεί στη συνέχεια της διαπραγματεύσεως. Επί του παρόντος δε, λέγοντας ότι οι πατέρες ένωσιν ονομάζουν το ανεκφοίτητον (ακοινώνητον) του Θεού προς φανέρωσιν, λέγει ότι αυτοί ονόμασαν διακρίσεις τις θεοπρεπείς προόδους και φανερώσεις, διδάσκοντας ότι οι πατέρες διάκρισιν επονόμασαν την κίνησιν του Θεού προς φανέρωσιν. Αυτοί λέγουν κατ' αυτόν πάλι (δεν λέγουν όμως αφ' εαυτών, αλλά ακολουθούντες τα ιερά λόγια), λέγουν λοιπόν αυτοί ότι «και της ειρημένης ενώσεως υπάρχουν μερικές ιδιαίτερες ενώσεις και διακρίσεις, ομοίως δε και της ειρημένης διακρίσεως». Εξ αίτιας τούτου παρέθεσε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό ο μέγας την τοιαύτην ένωσιν και διάκρισιν˙ διότι δεν υπάρχει ένας μόνον τρόπος τόσο της θείας ενώσεως όσο και της διακρίσεως. Αλλά πλην της θείας ενανθρωπήσεως -η οποία ιδιάζει στον Υιό μόνον- θα εύρει όποιος εξετάσει φιλομαθώς την συνέχεια των λόγων του μεγάλου τριπλή την ένωσιν και διάκρισιν της τρισυπόστατου θεότητος˙ διότι αυτή έχει ηνωμένως όλες τις θέσεις και τις αφαιρέσεις, αλλά όχι κατά τον ίδιο τρόπο. Και όλες μεν έχει τις θέσεις, των οποίων περιεκτικότερη είναι η αγαθότης, διότι παν ό,τι υπάρχει καλόν είναι δικό της σύμφωνα με το γεγραμμένο. Αλλά από πού μας είναι γνωστόν ότι παν καλόν είναι δικό της; Εκ του ότι παν ό,τι είναι αγαθόν προέρχεται εξ αυτής.

20.  Επομένως ο Θεός, ως δημιουργός και αίτιος αυτών, από αυτές κατ’ εκείνες γινώσκεται και ονομάζεται και κατ’ αυτές (τις θέσεις) θεωρείται σε κάποιαν σχέσιν. Δια τούτο και αιτιολογικά ο μέγας εκάλεσε τα τοιαύτα ανωτέρω˙ το αγαθόν, το ον, το ζωογόνον, το σοφόν και τα παραπλήσια με αυτά. Επειδή δε κατά την ουσία ο Θεός είναι υπερβατικός εν σχέσει με τα πάντα και απρόσιτος, υπερέχει και των τοιούτων σχέσεων. Δεν συμβαίνει εδώ ό,τι και στο κέντρο, το όποιο δεν είναι τίποτε περισσότερο από την αρχή των εντός του κύκλου ευθειών, δηλαδή ο Θεός να μην είναι τίποτε περισσότερο από αρχή και αίτιον των γεγονότων (δημιουργημάτων). Αλλά είναι πράγματι κατ’ ουσίαν υπέρ πάσαν σχέσιν και μέθεξιν, υπέρ αυτήν ταύτην την αρχήν ως υπερεξηρημένος πάσης σχέσεως. Επομένως η τρισυπόστατος θεότης πλην των θέσεων έχει και τις υπεροχικές αφαιρέσεις όλη και ηνωμένως, των οποίων περιεκτικότατο είναι το υπέρ πάσαν αφαίρεσιν και θέσιν˙ αυτό είναι πράγματι «το όνομα το υπέρ παν όνομα». Στον ένα λοιπόν τρισυπόστατον Θεόν ανήκει η θέσις των πάντων και το υπέρ πάσαν θέσιν, αν και δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον, και διά τούτο μας λοιδορούν συκοφαντούντες ότι δεχόμεθα τον ίδιον τον Θεόν υψηλότερον εαυτού, χωρίς να σεβασθούν ούτε τον μέγα Διονύσιον, ο οποίος είπε ότι ο Θεός έχει ενωμένα αμφότερα ταύτα.

21.  Πέρα όμως από τις δύο αναφερθείσες ενώσεις της τρισυποστάτου θεότητας υπάρχει και η μεταξύ των υποστάσεων μονή και περιχώρησις, συνεχομένων αλλήλων ολικώς και μονίμως και ανεκφοιτήτως, ώστε μία να είναι και η ενέργεια των τριών υποστάσεων. Δεν είναι βεβαίως όπως επί τριών ανθρώπων με όμοια μεν ενέργεια, αλλά που έκαστος καθ’ εαυτόν ενεργών έχει και ιδιαιτέρα την ενέργεια. Όχι έτσι λοιπόν, αλλά ως αληθώς μία και η αυτή˙ μία δηλαδή είναι η κίνησις του θείου θελήματος ορμωμένη από προκαταρτικόν αίτιον τον Πατέρα, προχωρούσα διά του Υιού και προβαλλομένη εν τω Αγίω Πνεύματι. Και τούτο είναι φανερό από τα αποτελέσματα˙ διότι, όπως ελέχθη, από αυτά καθίσταται γνώριμος πάσα ενέργεια. Επομένως δεν είναι εδώ όπως στην περίπτωση της υποδηματοποιίας, όπου άλλο υπόδημα κατασκευάζεται από άλλον υποδηματοποιό, μολονότι όλων η τέχνη αποβλέπει προς το ίδιο αποτέλεσμα, δεν προέρχεται δηλαδή καθ' όμοιο τρόπον ιδιαίτερο αποτέλεσμα από εκάστην υπόστασιν, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά πάσα η κτίσις είναι εν έργον των τριών, και από τους πατέρες έχομε μυηθεί να διακρίνουμε σε αυτή μία και την αυτήν θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών προσώπων, όχι δε χωριστή σε έκαστον και ομοία. Και επειδή η θεότης κατά την παράδοσιν των θεολόγων είναι κυριολεκτικώς όνομα όχι της ουσίας του Θεού αλλά της ενεργείας του Θεού, δεχόμεθα μία και την αυτήν θεότητα των τριών προσκυνητών προσώπων, αλλ' όχι μίαν υπό την έννοια της ομοιότητας, σαν την φυσική των τριών ανθρώπων ενέργεια ή την επίκτητο και τεχνική ενέργεια.

22.  Ας γνωρίσουν λοιπόν και από εδώ ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος ότι αυτήν την κυρίως του Θεού θεότητα αποφαίνονται κτίστη, όταν γράφουν φρενοβλαβώς ότι «εν άναρχον και ατελεύτητον υπάρχει, η ουσία του Θεού, όλα δε τα έκτος αυτής είναι κτιστής φύσεως», και πάλι, «μόνη άκτιστος θεότης είναι η φύσις του Θεού, όλα δε τα γύρω από αυτήν είναι κτιστά». Διότι ο όρος θεότης είναι όνομα της θείας ενεργείας, της προερχομένης εκ Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι και αποκαλυπτομένης σε εμάς διά των αποτελεσμάτων της, αλλ' όχι της θείας ουσίας˙ διότι η ενέργεια είναι κίνησις ουσίας, αλλ' όχι ουσία. Κίνησις δε και ενέργεια τίνος: Βεβαίως του Θεού. Επομένως και θεότης του Θεού. Δύο λοιπόν θεότητες του Θεού λέγουν, άκτιστον και κτιστήν, και την μεν πρώτη υπερκειμένη ως άκτιστον, την δε δευτέρα υφειμένη ως κτιστή, όσοι χαρακτηρίζουν ως άκτιστο θεότητα μόνον την φύσιν του Θεού, την δε γύρω από αυτήν ενέργειά της ως κτιστή θεότητα, μάλλον δε διχοτομούν ανοήτως την μίαν θεότητα του Θεού ως άκτιστον και κτιστήν διότι το ενεργείν και η ενέργεια είναι το αυτό, όπως και το κινείσθαι και η κίνησις. Ποιος λοιπόν, αν δεν παραπαίει τελείως, θα ειπεί ότι ο ενεργών και κινούμενος διά τον λόγον ότι ενεργεί και κινείται έχει πολλά αλληλοσυγκρουόμενα, όπως το άκτιστον και το κτιστόν; Θα ήταν το ίδιον ως να έλεγε κανείς ότι ο ιστάμενος είναι πολλοί εξ αιτίας της στάσεως, μολονότι διαφέρει του ισταμένου η στάσις και του κινουμένου η κίνησις, και σύμφωνα με αυτήν την διαφορά έκαστον τούτων είναι άλλο˙ εάν δε ταύτα δεν έχουν την μεταξύ των διαφορά κατά την έννοια του εναντίου, τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ένα όλα αυτά. Έτσι λοιπόν, αν και διαφέρει της θείας ουσίας η θεία ενέργεια, αλλά εις την ουσία και την ενέργεια μία θεότητα του Θεού υπάρχει. Και όχι μόνον μία, αλλά και απλή˙ διότι ποια σύνθεσις υπάρχει μεταξύ κινουμένου και κινήσεως, με άλλα λόγια μεταξύ ενεργούντος και ενεργείας; Φυσικά ούτε o ιστάμενος δεν είναι σύνθετος εξ αιτίας της στάσεως. Άραγε δεν είναι ολοφάνερο ότι αποδίδουν σε εμάς καταψευδόμενοι το δικό τους έγκλημα οι κατηγορούντες εμάς για διθεΐα λόγω της πρεσβευομένης από εμάς διαφοράς της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια;

23.  Ας μας ειπούν όμως οι λέγοντες μόνον την θεία φύσιν άκτιστον, όλα δε τα περί αυτήν συναριθμούντες με τα κτίσματα˙ άραγε και η μεταξύ των θείων υποστάσεων μονή και περιχώρησις είναι ουσία; Άρα θα την τοποθετήσουμε μεταξύ των κτισμάτων, για τον λόγον ότι δεν είναι ουσία, για να μην αναφανεί έκαστη των θείων υποστάσεων σύνθετος, ή για να μην γίνουν πολλά τα άκτιστα και δια τούτο περιπέσουμε στην πολυθεΐα εμείς οι θεωρούντες άκτιστα και τις θείες υποστάσεις και την μεταξύ περιχώρησίν των; Αυτές είναι οι εναντίον μας κατηγορίες του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου, λόγω των όποιων ρίπτουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους σε γκρεμνό πολυθεΐας και αθεΐας, διχοτομούντες τον ένα Θεό σε κτιστά και άκτιστα και με όσα λέγουν (ως) άκτιστα παρασύροντες ομοίως και τα κτιστά. Πράγματι πώς θα υπήρχαν άκτιστες υποστάσεις, των οποίων η μεταξύ τους περιχώρησις δεν είναι κατ' αυτούς άκτιστος; Επειδή αυτή δεν είναι ούτε ουσία ούτε κάποιο από τις υποστάσεις, στις οποίες μόνες προσγράφουν αυτοί το άκτιστον. Πώς δε θα ήταν δυνατόν να υπάρχει άκτιστος ουσία της οποίας η ενέργεια είναι κατ' αυτούς κτιστή;

24.  Αφού τώρα προτάξαμε σύντομο έκθεση περί της θείας ενώσεως, όπως διδαχθήκαμε από τους μυσταγωγούς της ευσεβείας, ας διασαφήσουμε κατά δύναμιν και τα περί της θείας διακρίσεως. Θα παρατηρήσει κανείς ότι και η θεία διάκριση είναι τριττή, αν επιστήσει την προσοχή του στην θεόπνευστο θεολογία. Πράγματι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι διακεκριμένα, δεν δύναται δε να υπεισέλθει σε αυτά καμμία αντιστροφή ή γενικώς κοινότης, αλλά η ιδιότης εκάστης υποστάσεως φυλάσσεται ακίνητος, όχι μόνον κατά το ότι στην μεταξύ των μονήν και περιχώρησιν διατηρούνται αμιγείς και ασύγχυτες προς αλλήλες, αλλά και κατά το αίτιο και το αιτιατό˙ διότι μόνη αρχή και πηγή και ρίζα του Υιού και του Πνεύματος είναι ο Πατήρ.

25.  Αυτά τα πράγματα λοιπόν, αν και λέγονται από εμάς, πάντως είναι υπεράγνωστα και υπεράρρητα, τόσον τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως, όσον και τα της εντελώς αμιγούς και ασυγχύτου συμφυΐας. Είναι δε τοιαύτα, επειδή είναι και τελείως αμέθεκτα. Διά τούτο και δεν είναι δυνατόν ούτε υπόδειγμά τους να ευρεθεί στην κτίση. Πράγματι περί μεν της ουσίας τί πρέπει να πούμε, αφού δεν είναι δυνατόν ούτε να την περιγράψουμε ούτε καθόλου να την θεωρήσωμε; Από εδώ δε καθίσταται δυνατόν να αντιληφθούμε το τελείως ακατάληπτο της αλληλουχίας και διακρίσεως των υποστάσεων. Πατήρ και υιός υπάρχουν και μεταξύ ημών, διαθέτοντες μεν μία ουσία, αλλά χωρίς να είναι αχώριστοι απ’ αλλήλων ούτε να ευρίσκονται εν αλλήλοις. Θα παραλληλίσει όμως κανείς τα καθ’ ημάς με ήλιο και ακτίνα και φώς ή με νουν και λόγον και πνεύμα; Αλλ' έκαστον των πραγμάτων τούτων είναι αχώριστο από τα άλλα, δεν διαιρείται δε από τον γεννώντα τα παρ' αυτού προϊόντα διά των υποστάσεων.

26.  Το ίδιο πράγμα ακριβώς διατυπώνοντας και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «ενεθυμήθην ήλιο και ακτίνα και φώς˙ αλλά φοβούμαι μη τυχόν τον μεν Πατέρα θεωρήσουμε φορέα της ουσίας, τα δε άλλα δεν τα θεωρήσουμε υποστάσεις, αλλά τα καταστήσουμε δυνάμεις του Θεού ενυπάρχουσες σε αυτόν χωρίς προσωπική υπόσταση». Δια τούτο και ο μέγας Διονύσιος, αφού πραγματεύτηκε περί τούτων, έπειτα επισφραγίζοντας τον λόγον λέγει, «αυτές λοιπόν είναι οι κατά την άρρητον ένωσιν ενώσεις και διακρίσεις»˙ διότι δεν είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς αυτές από τα κτίσματα. Δια τούτο το θείον είναι υπεράνω αριθμού περισσότερο από την μονάδα, διότι δεν συναριθμείται με το πλήθος˙ και υπεράνω της μονάδος περισσότερο από τον αριθμόν, καθ' όσον ούτε διά της διαιρέσεως δεν προσλαμβάνει τίποτε άλλο από τα εκτός˙ μάλλον δε είναι και εν, υπεράνω του εις τα όντα ενός, διότι είναι μονώτατον και κυρίως εν ως υπερηνωμένον, και αριθμείται διαιρούμενο υπέρ πάντα τα ενικώς διηρημένα, μόνον υπέρ πάντα νουν και λόγον επιβεβαιώνοντας πάντοτε τόσον την των ηνωμένων διάκρισιν όσον και την των διακεκριμένων ένωσιν.

27.  Πράγματι ο μέγας Διονύσιος, αφού είπε, «αυτές μεν οι κατά την άρρητον ένωσιν καί ύπαρξιν ενώσεις και διακρίσεις», προσθέτει τα έξης- «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι και θεία διάκρισις, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει ηνωμένως εαυτήν, οι άσχετες μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Επομένως η κατά ταύτα διάκριση είναι διαφορετική από αμφότερες τις προηγούμενες˙ διότι εκτός από τις υπεραρρήτους εκείνες διακρίσεις υπάρχει θεία διάκριση επίσης κατά τις προόδους ταύτες και φανερώσεις και ενέργειες του Θεού, κατά τις οποίας είναι μεθεκτός σε όλα τα όντα. Δια τούτο κατ’ αυτές και νοείται και ονομάζεται εκ των μετεχόντων. Περί της διακρίσεως πάλιν ταύτης ο μέγας Διονύσιος μετά την παράθεση ρήσεων του θεοφάντορος Ιεροθέου λέγει, «αρκετές είναι αυτές οι ρήσεις, ας προχωρήσουμε δε προς τον σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντες κατά το εφικτό τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως». Πώς κοινά και ηνωμένα; Κατά το ότι είναι κοινά των τριών προσώπων˙ διότι ταύτα έχει ενιαίως ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Αλλά είναι και από αυτά φανερό ότι όλος ο σκοπός των λόγων του και όλη η πρόθεσις της “Περί θείων ονομάτων” πραγματείας δεν είναι περί της θείας ουσίας και της κατ' αυτήν ενώσεως ούτε περί της υποστακτικής διακρίσεως, αλλά περί της θείας διακρίσεως κατά τις κοινές προόδους και φανερώσεις. Και τούτο είναι ακόμη περισσότερο φανερό από την συνέχεια. Διότι προσθέτει «και για να ορίσουμε σαφώς όλα τα επόμενα, διάκρισιν θείαν καλούμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Διότι αυτή, δωρίζουσα σε όλα τα όντα με περίσσεια τις μετουσίες όλων των αγαθών, ηνωμένως μεν διακρίνεται, πληθύνεται δε ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως».  Δεν λέγει τα κτίσματα προόδους και φανερώσεις, όπως εξέλαβαν ασύνετα ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αλλά τις θείες ενέργειες, των όποιων αποτέλεσμα είναι τα κτίσματα.

28.  Τί σημαίνει το ηνωμένως διακρίνεσθαι διασαφήσαμε λίγο παραπάνω. Πώς δε η θεαρχία πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως, διασαφεί ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στη συνέχεια˙ «λέγεται ότι πολλαπλασιάζεται το έν εκείνο όν διά της εξ αυτού παραγωγής των πολλών όντων». Πολλά δε όντα λέγει τώρα τις ουσίες των κτισμάτων, τις οποίες παρήγαγε ο Θεός εκ του μη όντος πολλές και διαφόρους, ενώ αυτός κρατεί το εν ανεκφοιτήτως, δηλαδή κατ' ουσίαν. Άραγε λέγεται ότι το θείον πολλαπλασιάζεται, καθώς προστίθενται σε αυτόν τα κτίσματα; Κάθε άλλο˙ διότι πώς είναι δυνατόν να συναριθμηθούν τα κτιστά με το άκτιστον; Διά τούτο ο πολύς εις τα θεία Μάξιμος, καθιστώντας εκδηλότερο τον πολλαπλασιασμό τούτο, λέγει˙ «λέγεται ότι πληθύνεται ο Θεός με το καθ' έκαστον βούλημα προς παραγωγή των όντων πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους, ότι μένει δε αμερίστως έν, καθώς ο ήλιος ο όποιος εκπέμπει πολλές ακτίνες και μένει στην ενότητα». Εκ τούτου και ο μέγας Διονύσιος δεν είπε ότι πολλαπλασιάζεται το θείον με την προσθήκη των πολλών όντων, αλλά με την παραγωγή, έτσι καλέσας από τα παραχθέντα την προνοητική πρόοδον και την θεία βούλησιν. Από αυτά, καθώς είναι πολλά και διάφορα, δεικνύεται και το διακεκριμένο και διάφορο των θείων προόδων και δυνάμεων, τις οποίες ο μέγας ανέφερε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό, καλέσας αυτές μετοχές και παραδείγματα των όντων προϋφιστάμενα εις τον Θεόν, λόγους ουσιοποιούς και θεία θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, επίσης δε άσχετες και αμειώτες μεταδόσεις, και θεοπρεπείς δωρεές και προόδους. Προσέτι καθιστώντας σαφέστερο το διακεκριμένο τούτων και την διαφορά μεταξύ τους απένειμε σε εκάστη ιδιαιτέρα ονομασία, λέγοντας, «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», διά των οποίων καθώς και δι’ άλλων όχι ολίγων έδειξε συγχρόνως ότι αυτές είναι άκτιστες και διάφορες της θείας ουσίας. Έδειξε ότι είναι άκτιστες μεν, επειδή προϋφίστανται των όντων, και είναι υπέρ τα όντα και ποιητικές των όντων˙ μη ουσία δε, διότι είναι πρόοδοι και διότι είναι πολλοί, ενώ εκείνη είναι μία, και διότι διαφέρουν προς αλλήλες˙ διότι δεν είναι δυνατόν τα διαφέροντα προς άλληλα να είναι μη διάφορα προς εν άλλο.

29.  Σχετικώς και ο πολύς κατά τα θεία Μάξιμος μετά την διευκρίνηση τών (πραγμάτων) κατά την υποστατική διάκρισιν προσθέτει˙ «υπάρχει δε και κατ' άλλην έννοια θεία διάκρισις, η λόγω της περίσσειας αγαθότητας πρόοδος του Θεού στην πολυειδία της δημιουργίας». Ούτε αυτός λοιπόν δεν ονομάζει θείαν διάκρισιν την πολυειδία των δημιουργημάτων, διάφορον από την υποστατική, αλλά την πρόοδον σε αυτήν. Δια τούτο δεικνύοντας καθαρότερα ποία είναι αυτή η διάκρισις επιφέρει˙ «κοινές δε της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος είναι οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες». Πολλές λοιπόν ουσίες παραγάγων ό Θεός, διαφορετικές μεταξύ τους, αυτός κρατεί κατ' ουσίαν το έν ανεκφοιτήτως, παραμένοντας ως προς αυτήν εντελώς αδιάκριτος και αφανέρωτος. Από τις πολλές δε και διαφόρες ουσίες δεν αναγόμεθα εις την θεία ουσία, όπως είπε ο Ευνόμιος και μετ’ αυτόν ο Ακίνδυνος, αλλά αντιλαμβανόμεθα τις θείες δυνάμεις και ενέργειες και την κατ' αυτές διάκρισιν του παντοδυνάμου Θεού, «ο όποιος παρά ταύτα μένει όχι μόνον είς κατά την ουσίαν εις τον πληθυσμόν του, αλλά και είναι ηνωμένος εις τις υποστάσεις κατά την κοινή πρόοδο.

Επιπλέον δε είναι πλήρης εις την διάκρισιν λόγω του ότι είναι «υπερουσίως υπερβατικός απέναντι όλων των όντων», δηλαδή λόγω της κατ' ουσίαν αποστάσεως και του αμεθέκτου από όλα (διότι το υπερούσιον και ανεκφοίτητον, ως μη μεταδιδόμενον σε τίποτε άλλο, είναι εξ ανάγκης πλήρες), αλλά και διά της ενιαίας παραγωγής των όλων, δηλαδή λόγω του ότι δεν επιδέχεται καμμία πρόσληψιν (διότι το μη προσλαμβάνον τίποτε από τα πολλά όντα τα παρ' αυτού προαχθέντα, αλλά μένοντας έν, δεν προσλαμβάνει ως μη έχον ανάγκην κανενός, το δε μη έχον κανενός ανάγκην είναι εξ ανάγκης πλήρες), «αλλά και διά της αμείωτου», λέγει, «χύσεως των αμείωτων μεταδόσεων του», δηλαδή λόγω του ότι δεν επιδέχεται καμμία αφαίρεση ούτε κατ’ αυτές τις μεθόδους και προόδους (διότι το μη μειούμενο δεν υφίσταται ούτε αφαίρεσιν, το δε υπερχεόμενο και μη υφιστάμενο καμμία αφαίρεοιν είναι εξ ανάγκης πλήρες). 

Αυτός δε του οποίου οι πρόοδοι και μεταδόσεις έχουν την πληρότητα, λόγω του ανελαττώτου και αμειώτου, πώς δεν θα είναι ο ίδιος πλήρης, μάλλον δε και υπεράνω του πλήρους κατ’ ουσίαν;

30. Όπως δε ο ήλιος, μεταδίδων στα μετέχοντα θέρμη και φως αμειώτως, έχει αυτά έμφυτα ως ουσιώδεις ενέργειες, έτσι και οι θείες μεταδόσεις, υπάρχουσες αμειώτως στον μεταδίδοντα, είναι φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού, επομένως και άκτιστες. Περί του ότι δε οι ουσιώδεις ενέργειες του Θεού είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία, αξιόπιστοι μάρτυρες είναι τόσο ο Δαμασκηνός θεολόγος όσο και ο Μέγας Βασίλειος. Όπως δε του ηλιακού φωτός δεν υφίσταται ούτε ίχνος όταν ό ήλιος είναι υπό την γην και έχει εγκαταλείψει τους επάνω εις την γην, δεν είναι δε δυνατόν το απολαύον αυτής της λάμψεως όμμα να μη ανακραθεί με αυτήν και δι’ αυτής να ενωθεί με τον χέοντα το φώς, η δε από αυτήν θέρμη και όσα επιτελούνται από αυτήν, η όποια συμβάλλει στην γένεσιν και αύξησιν των αισθητών και εις την πολυειδή ποικιλία των χυμών και ποιοτήτων, δεν τα εγκαταλείπει, ακόμη και όταν δεν διατηρεί την συνάφεια προς τον ήλιον διά της ακτίνος, κατά τον ίδιον τρόπον, όπως δεικνύει η αμυδρά αυτή στα αισθητά εικόνα, μόνον οι αγγίσαντες το υπερφυές και θειότατο φως δύνανται να μετέχουν ειλικρινώς της θεοποιού χάριτος και δι’ αυτής να ενωθούν με τον Θεόν. Όλα δε τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας, διά της χάριτος μεν παρηγμένα εκ μη όντων, δηλαδή διά δωρεάς, μη φωτισμένα δε διά της χάριτος, η οποία είναι επώνυμο της λαμπρότητας του Θεού.

31. Αλλά περί αυτής μεν της απορρήτου θεώσεως έχουμε εκθέσει εκτενέστερα σε πολλά σημεία των πραγματειών Προς τον Βαρλαάμ και τους μετ' εκείνον σύμφωνα με εκείνον αθετούντες ταύτην. Ο δε μέγας θεολόγος, αφού έδειξε ότι θέμα των λόγων του δεν είναι περί της υποστατικής διακρίσεως, αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος περί της ενεργητικής, και δίδαξε ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι ούτε θεία ουσία (διότι αυτή είναι μία και όχι εκ τίνος) ούτε θείες υποστάσεις (διότι αυτές δεν είναι ούτε περισσότερες από τρεις ούτε όλες από αίτιον, καθ' όσον ο Πατήρ δεν προέρχεται από καμμία αρχήν, αλλά και καθεμία των δύο υποστάσεων οι οποίες προέρχονται από αρχήν είναι εκ μόνου του Πατρός, οι δε εκφάνσεις και ενέργειες αυτές είναι κοινές Πατρός, Υιού, Πνεύματος, και εκ Πατρός, Υιού, Πνεύματος), αφού λοιπόν δίδαξε ταύτα στους έχοντες ώτα να ακούουν, έπειτα συνεχίζοντας λέγει: «αυτές τις διακρίσεις, τις κοινές και ενωμένες της συνόλου θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσουμε εμείς κατά το δυνατόν να υμνήσουμε διά των θείων ονομάτων τα οποία εκφράζουν αυτές στα θεία κείμενα».

32.  Είναι λοιπόν πασιφανέστατο ότι το βιβλίο Περί των θείων ονομάτων αφιερώνεται στην εξύμνηση των προόδων και ενεργειών του Θεού. Έτσι λοιπόν είναι άκτιστες δεν είναι δέ εκτός του Θεού˙ διότι εις τούτον και ο θείος υμνολόγος ισχυρίζεται ότι αναθέτει τους ύμνους εξυμνόντας τις προόδους. Πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό να αφήσει τόσο υψηλές φωνές περί κτισμάτων ο εξοχότατος των θείων υμνωδών; Αλλά ο μαθητής του Βαρλαάμ Ακίνδυνος λέγει ότι εδώ ο θεολόγος δεν υμνεί τα κτίσματα αλλά τα εκ των κτισμάτων ονόματα της θείας ουσίας. Και όμως δεν λέγει τούτο ο θεηγόρος, αλλά, «θα προσπαθήσουμε να υμνήσουμε τις κοινές της όλης θεότητος διακρίσεις και προόδους διά των θείων ονομάτων τα οποία τις εκφράζουν». Τί άλλο εννοεί αυτός ο οποίος λέγει ότι «κατά τον αριθμόν των ονομάτων υφίστανται και οι συμφυείς αξίες του Θεού»; 

Αλλά βεβαίως καλέσας ο μέγας εδώ και θεωνυμίας τα ονόματα τούτων των προόδων υπέδειξε ότι οι πρόοδοι αυτές είναι ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν. Άλλωστε και όταν λέγουμε ότι ο Θεός νοείται και ονομάζεται εκ των κτισμάτων, ισχυριζόμεθα ότι αυτός νοείται και ονομάζεται κατά τις προόδους και ενέργειες αυτές, αλλά όχι κατά την ουσία˙ διότι αυτή είναι εντελώς υπερώνυμος και υπερεικόνιστος, και δεν είναι δυνατό ούτε να την εννοήσουμε ούτε να την εκφράσουμε ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να την θεωρήσουμε, όπως λέγει ο ίδιος θεολόγος, λόγω του ότι είναι υπερβατική έναντι όλων και υπεράγνωστος, υπεριδρυμένη όλων κατά ασύλληπτον δύναμιν, ακόμη και των υπερουρανίων νόων. Ας εντρέπονται λοιπόν οι θεωρούντες κτιστές τις προόδους αυτές, ως υποβιβάζοντες σε κτίσμα τον Θεόν.

33.  Εάν δε απορεί κανείς, αφού ο θεοφάντωρ αυτός τόσο ζήλον έδειξε στην αρχή να διδάξει περί της διακρίσεως τούτης, για ποιον λόγον οι μετ' αυτόν θεολόγοι δεν κάμνουν πολύν λόγον περί αυτής, είναι εύκολο να δείξουμε ότι και εκείνοι σε πολλά σημεία των έργων τους θεολογούν σε συμφωνία με τούτον, υποδείξαμε δε ιδιαιτέρως διά των πολλών συγγραμμάτων ημών κατά του Βαρλαάμ και των οπαδών του ότι είναι μανιακοί εναντίον της θείας ταύτης διακρίσεως.

Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι κατά τον ίδιο τρόπο θεολογούν όχι μόνον οι μετά απ’ αυτόν αλλά και οι προ αυτού και γενικώς όλων των αιώνων οι ένθεοι θεολόγοι. Πράγματι ο μέγας Παύλος είπε ότι ο «Θεός συμμαρτυρεί εις το ευαγγέλιον» όχι μόνον «με σημεία και τέρατα αλλά και με ποικίλες δυνάμεις και μερισμούς του Αγίου Πνεύματος». Ο Ιωάννης δε ο θεολογικώτατος των ευαγγελιστών στην Αποκάλυψη συναριθμεί τα επτά πνεύματα με τον Πατέρα και τον Υιό, προβάλλων τα επτά ταύτα αντί του ενός Αγίου Πνεύματος, προφανώς ως έμφυτες ενέργειές του, λέγων, «χάρις και ειρήνη σε σάς εκ του Θεού και των επτά πνευμάτων και του Ιησού Χριστού». Αλλά και ως αρνίον εν τω πνεύματι βλέπει τον Χριστόν, «έχοντας κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά». Τούτο μάλιστα προεξαγγέλλοντας και προ των Αποστόλων ο Ησαΐας λέγει σαφώς ότι στο άνθος το οποίον θα αναπτυχθεί από την εκ της ρίζας Ιεσσαί ράβδον θα επαναπαυθούν επτά πνεύματα. Εις δε τον Ζαχαρίαν, όταν είδε τους επτά λύχνους και τα επ’ αυτών ισάριθμα ελαιοδοχεία, λέγει ο εξηγητής του περί των τοιούτων οραμάτων άγγελος: «αυτοί είναι οι επτά οφθαλμοί του Κυρίου οι επιβλέποντες σε ολόκληρο την γην», δεικνύοντας ότι τα επτά ταύτα πνεύματα είναι οι φύσει προϋπάρχουσες στον Θεόν προνοητικοί πρόοδοι και ενέργειες, όπως αργότερα εδίδαξε εμάς και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, λέγοντας, «ότι ο Ησαΐας αγαπά να ονομάζει πνεύματα τις ενέργειες του Πνεύματος», και μετ' αυτόν ο θείος Μάξιμος γράφων ότι ταύτα προσυπάρχουν εις τον Χριστόν φύσει ως Υιόν του Θεού. Που είναι οι προσφέροντες εις ημάς την δυάδα και το πλήθος επί των φυσικών ενεργειών του Θεού; Να εντρέπονται επταπλασίως, διότι παραμένουν αμετανόητοι εις την κακόνοιάν των.

34.  Του ότι όμως οι μετέπειτα θεολογήσαντες δεν διεπραγματεύθησαν ιδιαιτέρως περί της τοιαύτης διακρίσεως αίτιο είναι ότι οι τότε θεομαχούντες λυσσούσαν κατά της υποστατικής διακρίσεως. Επειδή λοιπόν αθετείτο αυτή και αναιρείτο υπό των αιρεσιαρχών και διά της αιρέσεως επηρεάζετο η δόξα του Θεού, κατατεμνομένου υπό των φρενοβλαβών σε κτιστά και άκτιστα, οι δε προτιμώντες την ευσέβεια κατηγορούντο λόγω της ευσεβούς διακρίσεως για πολυθεΐα ως σεβόμενοι πολλά άκτιστα, οι πρόμαχοι της ευσεβείας κατήλθον στον υπέρ αυτής αγώνα, τους μεν αντιτιθεμένους σε αυτήν ελέγχοντες με χείρα και γλώσσα και με κάθε τρόπο, εις δε τους πιστούς προσφέροντες γραπτή την αλήθεια της ευσεβείας, έτσι ώστε αυτοί, καθιστώντες αυτήν μελέτημά τους, να διακρίνουν και να αποκρούουν ευχερώς την απάτη και το ψευδός της δυσσεβείας.

35.  Τώρα δε ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, καταφερόμενοι εναντίον της διακρίσεως των κοινών ενεργειών της τρισυποστάτου θεότητας, διχοτομούν εξ αίτιας αυτών σε κτιστά και άκτιστα την μίαν θεότητα, και, όπως ο Άρειος τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι και αυτοί εξορίζουν από την άκτιστον φύσιν κάθε θεία δύναμιν και ενέργεια, ακόμη και αυτήν την επιδειχθείσα επί του όρους Θαβώρ λαμπρότητα του Θεού. Αυτοί, επειδή οι ευσεβείς δέχονται άκτιστον την κατά τις ενέργειες αυτές διάκρισιν τού Θεού, τούς κατηγορούν ως λατρεύοντες πολλές άκτιστους θεότητες και παρασύρουν πολλούς από τους αφελέστερους. Διά τούτο πρέπει να εξετάσουμε και περί της θείας τούτης διακρίσεως και των κατ' αυτήν ενεργειών και να διευκρινήσουμε κατά δύναμιν, και να καταστήσουμε όχι ανάξιον λόγου το μελέτημά τούτο, πώς δηλαδή θα δυνηθούμε να διακρίνουμε ευχερώς και να καθαιρέσουμε την βαρλααμική πλάνη εκ των θεολογικών περί διακρίσεως διατυπώσεων των θείων πατέρων.
ΤΕΛΟΣ


Είχε παρουσιαστεί στον Αμέθυστο σε σειρά αναρτήσεων:

Πηγή: Εκδόσεις Αμέθυστος

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

«...εισήγαγε στήν ορθοδοξία τήν ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ θεοποιό άκτιστη ενέργεια...»
Για εξήγησέ το αυτό, αν θέλεις.

Ν.

amethystos είπε...

Είναι η Χάρις τού Κυρίου. Θεοποιός άκτιστη ενέργεια χωρίς τόν Κύριο δέν υφίσταται, παρότι χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές από τούς Πατέρες εναντίον τών λατίνων καί τής κακοδοξίας τών κτιστών ενεργειών τού Θεού.

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή η "θεοποιός άκτιστη ενέργεια" για την οποία, όπως λες, μιλούν ο Ρωμανίδης και ο Μέγεντορφ τι είναι, αυθύπαρκτη και αυτόνομη; Δεν είναι εκ του Θεού; Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς τους προσάπτεις. Μήπως το πρόβλημα βρίσκεται στον προσδιορισμό "θεοποιός";

Ν.

amethystos είπε...

Οι άκτιστες ενέργειες όπως διδάσκει ο Αγιος Γρηγόριος ουσιώνουν Η ενέργεια τού Κυρίου είναι ενυπόστατη καί θεοποιός. Απρόσωπη θεοποιός ενέργεια δέν νοείται. Ο Κύριος ενανθρώπησε.

«Ενεθυμήθην ήλιον και ακτίνα και φώς, αλλά φοβούμαι μη τυχόν τον μεν πατέρα θεωρήσωμεν φορέα της ουσίας, τα δε άλλα δεν τα θεωρήσωμεν υποστάσεις αλλά τα καταστήσωμεν δυνάμεις του Θεού ενυπαρχούσας εις αυτόν χωρίς προσωπικήν υπόστασιν» ( Γρηγόριος ΘεολόγοςΛόγος Θεολογικός 5,31,32).
Παρ. 30: "Αι ουσιώδεις ενέργειαι του Θεού είναι κάτι διαφορετικόν από την ουσίαν. Όπως λοιπόν το μάτι, ακόμη και όταν ο ήλιος δεν υπάρχει, κρατά την δυνατότητα τού να ενωθεί με το Φώς, όπως και η θέρμη του Φωτός δεν εγκαταλείπει όσα ωφελούνται από αυτή, έτσι μόνον οι εγγίσαντες το υπερφυές και θειότατον Φώς δύνανται να μετέχουν ειλικρινώς της θεοποιού χάριτος και δι’αυτής να ενωθούν με τον Θεόν. Όλα δε τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας, χάριτι μεν εκ μή όντων προηγμένα, δηλονότι δωρεάν, μη φωτισμένα δε δια της χάριτος (κατηγλαϊσμένα), η οποία είναι επώνυμον της λαμπρότητος του Θεού

χαλαρωσε είπε...

Δεν ουσιώνουν οι ενέργειες πλέον αλλά είναι η Υπόσταση του Κυρίου. Είναι ενυπόστατες οι ενέργειες πλέον. Ουσιώνουν οι ενέργειες της υποστάσεως. Οι ενέργειες είναι της φύσεως αλλά θεωρούνται στην υπόσταση. Είναι θα λέγαμε της φύσεως αλλά επειδή η κάθε υπόσταση ενεργεί ιδιάζον έργο, έτσι και οι ενέργειες είναι και των υποστάσεων. Δεν τις προσλαμβάνουμε, μάς προσλαμβάνουν. Είναι η Χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Άλλο πράγμα οι κοινές άκτιστες ενέργειες της δημιουργίας, συντήρησης, πρόνοιας και άλλο πράγμα η άκτιστη ενέργεια της υιοθεσίας. Η δεύτερη προέρχεται από την κοινή θεία ουσία, χορηγείται όμως στον άνθρωπο από τον Χριστό. Αυτή η θεία ενέργεια δεν ταυτίζεται με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, αυτό διδάσκουν οι Παπικοί. Η ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως είναι κοινή βουλή της Αγίας Τριάδος, αλλά ενεργείται μόνο από τον Κύριο. Όπως λέει ο Άγιος Νικόλας ο Καβάσιλας, ο αυτουργός της οικονομίας είναι μόνο ο Λόγος, άλλωστε ο Λόγος είναι αυτός που σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Η Οικονομία ενεργείται από τον Λόγο, όχι από το Άγιο Πνεύμα. Ενσαρκωθείς από την Θεοτόκο, μας καθιστά κοινωνούς της ζωοποιού ενεργείας της ζωαρχικής Τριάδος.

Τι γίνεται όμως, όταν η μία και η αυτή θεία Χάρη ενεργεί την σωτηρία και θέωση του πιστού; Δεν «απολειτουργικοποιεί» σωτηριολογικώς τα θεία πρόσωπα η θεία Χάρη ως ενέργεια του όλου Τριαδικού Θεού; Όχι, δεν τα «απολειτουργικοποιεί», όπως, άλλωστε, δεν τα «απολειτουργικοποιούν» και οι άλλες άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Και δεν τα «απολειτουργικοποιεί», επειδή καθένα από τα θεία πρόσωπα επιτελεί ιδιάζον έργο. Στην προκειμένη περίπτωση η παροχή της θείας Χάριτος για την σωτηρία και θέωση του ανθρώπου αποτελεί κατεξοχήν έργο του Θεανθρώπου. Γι’ αυτό, τόσο η Καινή Διαθήκη όσο και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας κάνουν λόγο για την Χάρη του Χριστού. «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών», σημειώνεται στην Αναφορά της θείας Λειτουργίας. Η θεία Χάρη χορηγείται και φανερώνεται στην κτίση και τον άνθρωπο με τον Χριστό και ειδικότερα με το σωτηριώδες έργο του Χριστού