ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ.
Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ.
Όμως δεν φανερώσαμε και δεν ελέγξαμε ακόμη όλα όσα οι Λατίνοι προβάλλουν εναντίον μας και εναντίον της ευσέβειας ισχυριζόμενοι ότι δεν καινοτομούν, αλλά ότι φρονούν και λέγουν σύμφωνα με τους θείους λόγους του Χριστού χωρίς να διαφέρουν καθόλου με αυτούς που θεολόγησαν κατά Χριστόν. Γι' αυτό τώρα θα δούμε τα επιμέρους στοιχεία από τα λόγια και τους λογισμούς τους ή ακόμη και ποια ρήματα και νοήματα των γραφών χρησιμοποιούν, ή μάλλον παραποιούν με αποτέλεσμα να εκπέσουν από την θεόλεκτη και πατροπαράδοτη ομολογία. Και το χειρότερο όλων είναι ότι δεν θέλουν ούτε να επιστρέψουν και να κρατήσουν με ασφάλεια εκείνο από το οποίο εξέπεσαν, αλλά ως άνθρωποι πραγματικά ανάγωγοι δυσανασχετούν και αντιλέγουν έντονα προς εκείνους που τους δίνουν χείρα βοηθείας δηλαδή δύναμη λόγου αληθείας που οδηγεί προς την αλήθεια.
2. Το να εκπίπτουν από το ορθό φρόνημα είναι κάτι που γινόταν σε όλες τις εκκλησίες, καθώς ανά τους αιώνες το κακό ελυμαίνετο κάθε φορά και διαφορετική εκκλησία. Το να μην επανέλθει όμως μια εκκλησία μετά από πτώση υπήρξε γνώρισμα μόνο της Εκκλησίας των Λατίνων, μολονότι είναι μέγιστη και κορυφαία των πατριαρχικών θρόνων εξόχου περιωπής. Και συνέβη μόνο σε αυτήν, που ήταν η μέγιστη των Εκκλησιών, αυτό που συμβαίνει και στον ελέφαντα, που είναι ο μεγαλύτερος των ζώων. Λένε για τον ελέφαντα ότι δεν ξαπλώνει ποτέ στο έδαφος όταν κοιμάται, αλλά αναπαύεται με το να λυγίζει τα δύο πλάγια άκρα. Αν δε πάθει κάτι και πέσει κάτω, τότε δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί. Αλλά για τους ελέφαντες το αίτιο για το γεγονός αυτό είναι το βάρος τους και η παχυσαρκία, η οποία τους δυσκολεύει και τους τραβάει προς τα κάτω σαν να βρίσκεται πάνω τους μόλυβδος με τεράστιο βάρος. Για τους Λατίνους όμως νομίζω ότι το αίτιο είναι μόνον ο τύφος (κενοδοξία και υπερηφάνεια), ο οποίος μπορώ να πω ότι είναι πάθος ανίατο, το οποίο κατά τον απόστολο είναι το ιδιαίτερο κρίμα μόνον του πονηρού, και εξαιτίας αυτού είναι και εκείνος ανίατος ανά τους αιώνες.
Αν δε το γένος αυτό των Λατίνων τον απωθήσουν (τον τύφο) -και μπορούν, αφού είναι άνθρωποι-, τότε όλοι εμείς που έχουμε ορθή φρόνηση συναθροισμένοι από κοινού χρησιμοποιώντας τα θεόπνευστα λόγια σαν προβοσκίδες, τις οποίες άλλωστε εφηύρε η φύσις ως βοήθημα των όρθιων ελεφάντων απέναντι σε αυτούς που είναι πεσμένοι κάτω, θα τους σηκώσουμε και θα τούς στήσουμε όρθιους, κρατώντας χωρίς παρέκκλιση των κανόνα της ευσέβειας. Εκείνους όμως που παραμένουν πεσμένοι εκουσίως τίποτε δεν μπορεί να τους βοηθήσει στο παραμικρό, ακόμη και αν το φάρμακο κατά της ψευδοδοξίας παρασκευασθεί και προσφερθεί από τούς ίδιους τούς ουράνιους νόες. Για αυτούς ακριβώς απευθύνεται ο προφητικός λόγος, «θεραπεύσαμε την Βαβυλώνα και δεν εθεραπεύθη».
3. Παρ' όλίγον λοιπόν ματαίως να δίνει σε αυτούς [τους Λατίνους] χείρα βοηθείας ο δίδοντας, τούτο μόνον προσφέρει καλώς στον εαυτόν του αποδίδοντας στον Θεό την καλοκαγαθία του, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι εκείνοι επιμένουν στο κακό με την θέλησή τους και ίσως εμποδίζοντάς τους στο να προχωρούν πολύ μακριά με τα ατοπήματα.
Και τώρα δε, εάν δεν θέλουν να ετεροδοξούν σαφώς, ποιο καλύτερο φάρμακο για επανόρθωση θα μπορούσαν να λάβουν παρά ότι εκ μόνου του Πατρός το Άγιον Πνεύμα έχει την υπόσταση, όχι δε και εκ του Υιού; Αυτό απεδείχθη προηγουμένως με πολλά επιχειρήματα και δια της υποφωνήσεως του "μόνου", με την οποία κατέστη φανερότερη η ορθόδοξος έννοια της σωστής θεολογίας περί του άγιου Πνεύματος και ελέχθη η προσθήκη των Λατίνων ως φανερά ενάντια του ορθοτομούντος κηρύγματος της αληθείας.
Αλλά εκτός αυτών δεν βλέπομε πουθενά καμία επιβαλλόμενη ανάγκη να μετακινούν τις πνευματοκινήτους περί θεοσεβείας αποφάσεις τών από αιώνων ιερών συνόδων και να μετασκευάζουν το πατροπαράδοτο σύμβολο της ευσεβείας, ώστε να προσθέτουν και να ισχυρίζονται ότι το Άγιον Πνεύμα έχει την ύπαρξη και εκ του Υιού.
Τί δηλαδή; Εάν μερικά χωρία της θεοπνεύστου Γραφής φαίνονται να διαφωνούν προς τα κοινώς διατυπωμένα από τούς θεολόγους και για αυτό παραδεχόμενα από όλους μας, δεν πρέπει μάλλον να συμβιβάσουμε κατά το δυνατόν εκείνα με την αλήθεια η οποία έχει το αναμφισβήτητο, αλλά πρέπει εμείς να εκπέσουμε από την αλήθεια εξ αιτίας εκείνων;
Και αν ομολογήσουμε ότι κάτι υπερβαίνει την διάνοιά μας και παραχωρήσουμε την γνώση για αυτά σε άλλους, σε όσους τυχόν αξιωθούν -έστω και αν είναι από τούς έσχατους- των βαθέων και κρυμμένων μυστηρίων του Πνεύματος, τους δε εαυτούς μας κρίνοντας αναξίους αυτών δεν θα ταπεινωθούμε κάτω από την κραταιά χείρα του Θεού, αλλά αντιθέτως -ώ του πάθους!- θα αγνοήσουμε τον ίδιον τον Θεό, επειδή δεν θέλουμε να ομολογήσουμε ότι τάχα τίποτε δεν αγνοούμε (ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα), σαν εκείνους που αγνόησαν την θεότητα του Υιού εξ αίτιας των δυσνόητων γεγραμμένων περί αυτού; Όχι βεβαίως. Διότι οι μαρτυρίες των γραφών που δεν εκλαμβάνονται καλώς δεν θα μπορούσαν ούτε να βοηθήσουν τους από καιρό προφασιζομένους ούτε να τούς απομακρύνουν από την ασέβεια και από την αιωνία καταδίκη. Αλλά θα εκτίσουν αιώνιο καταδίκη, διότι αθέτησαν τους σαφείς λόγους και διερεύνησαν τους ασαφείς με γνωστική έπαρση, ή μάλλον δεν ερεύνησαν και ούτε πείστηκαν από αυτούς που αληθινά ερεύνησαν. Και από αυτή την επηρμένη γνώση δικαίως καρπώθηκαν την πραγματική αφροσύνη.
4. Βέβαια πολλοί οι λόγοι, που για τους μη διορατικούς αφαιρούν το συνάναρχον και ομότιμον του Υιού προς τον Πατέρα, καθώς επίσης το δεσποτικό αξίωμα και την ατελεύτητο βασιλεία. Διότι λέγει, «θα υποταγή και ο Υιός», και «πρέπει αυτός να βασιλεύει έως ορισμένο χρόνο» και «μεγαλύτερος είναι ό Πατήρ» και «η σοφία έχει κτισθή» και «αγνοεί κάτι από τα δημιουργημένα υπ’ αυτού» και «από τον εαυτόν του δεν δύναται να κάνει τίποτε» και «κατέβη όχι δια να πράττει το δικό του θέλημα» και «διανυκτέρευε προσευχόμενος προς τον Θεόν» και «έμαθε» και «πρόκοψε» και «υψώθη» και «εδοξάσθη» και «ετελείωσε», και όλα όσα είναι δείγματα του δικού μας ταπεινού φυράματος, ας πούμε, της ευγνωμοσύνης του γεννήματος προς τον γεννήτορα, του ότι δεν είναι αντίθεος, και όσα είναι για εμάς μέσω έργων υποδείγματα αρετής.
Τί λοιπόν; Εξ αιτίας αυτών πρέπει να αθετήσουμε το (από άλλους λόγους) μαρτυρούμενο για τον Υιό ανεξίτηλο θείο ύψος, όπως «εις την αρχήν ήτο» και «προς τον Θεόν ήτο και Θεός ήτο» και «πριν από όλα τα βουνά γεννάται» και «το όνομά του διαμένει πριν από τον ήλιον» και «αυτός είναι ο Θεός και δεν πρέπει να πιστεύεται άλλος κανείς εκτός από αυτόν» καθώς αυτός και ο Πατήρ είναι έν, και αυτός είναι εις τον Πα¬τέρα και ο Πατήρ εις αυτόν και «όποιος είδεν αυτόν είδε τον Πατέρα» και «εις αυτόν θα είναι η εξουσία κατά την ήμερα της δυνάμεώς του» και «θα κατακυριεύσει μετά την εξαφάνιση της σελήνης» και «παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων θα κλίνη εις αυτόν» και «η βασιλεία αυτού θα είναι αιώνιος βασιλεία» και «δεν θα απομείνει για άλλον βασιλέα».
Αυτά λοιπόν και όσα άλλα είναι παραπλήσια με αυτά, τα τόσο θαυμαστά, τα τόσο υψηλά, τα τόσο ανυπέρβλητα, θα τα καταρρίψουμε εξ αιτίας των λόγων που τον καθιστούν ταπεινό;
Δεν θα αναζητήσουμε και θα δεχθούμε το υψηλό το οποίο κρύβεται στα λόγια που φαίνονται χαμερπή και, αφού λάβουμε το ευσεβές νόημα, δεν θα διαλύσουμε το αντίθετό του;
Θα προσκρούσουμε στα φαινόμενα, θα πέσουμε και θα παραμείνουμε στο γράμμα; Καθόλου! Διότι το γράμμα αποκτείνει, καταβιβάζει από τό ύψος εκείνους που δεν βλέπουν άνω προς το Πνεύμα.
Σχόλιο: Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί νά δεί εδώ καθαρά ότι ο ορθόδοξος κληρικαλισμός ο οποίος στηρίζεται στήν μετάδοση τού Αγίου Πνεύματος διά τής χειροτονίας, ανήκει στήν αίρεση τού Φιλιόκβε. Γι' αυτόν τόν λόγο ο κλήρος δέν μπορεί νά αντιδράσει στόν Οικουμενισμό.
5. Άρα και εμείς, όσοι καθαρώς περί του Πνεύματος θεολογούμε, όπως αυτό διασάφησε τον εαυτό του, όσοι δεν φρονούμε ούτε κηρύττουμε τίποτε που να είναι ανάξιο αυτού στα λεγόμενά μας -για αυτό λοιπόν εμείς- ακόμη και όταν κάτι δεν φαίνεται ομόφωνο προς την θεολογία του μόνου αγίου και προσκυνητού Πνεύματος, το οποίο δίδεται και αυτό από το Άγιο Πνεύμα, πρέπει να το νοήσουμε πνευματικώς, ώστε να το διευκρινίσουμε και να απορρίψουμε τους λίθους του προσκόμματος και να αποδείξουμε με όλους τους τρόπους ότι συμφωνούν με τους πρότερους πατέρες οι ύστεροι, από κοινού όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, καθώς και εμείς με αυτούς και όλοι μαζί με τον κοινό κατά φύσιν δεσπότη και κατά χάριν Πατέρα ημών.
Επειδή δε όσα σχεδόν των Γραφών αγνοούν οι Λατίνοι, τα εκτρέπουν διαστρεβλωτικώς προς την κακοδοξία τους από απορία ή κακοβουλία -περισσότερα δε είναι αυτά τα όποια αγνοούν από όσα τους φαίνονται αναντίρρητα, με τα όποια εξαπατούν τον γύρω τους όχλο σαν να είναι προφανή- αυτά θα τα αναφέρουμε εμείς τώρα και -αφού με την βοήθεια του Θεού αποδείξουμε ότι κακώς έχουν εκληφθεί από αυτούς, και τα αποσπάσουμε ως θεμέλιους- θα αποδείξουμε ότι είναι σαθρό όλο το οικοδόμημα της ασέβειας.
6. Ας τοποθετήσουμε λοιπόν πρώτον εκείνο το οποίο προηγουμένως το θεωρούσανε εντελώς ακαταμάχητο, ως λεχθέν υπό του Λόγου της αληθείας: «ἐνεφύσησεν αὐτοῖς καί εἶπε, λάβετε Πνεῦμα ἅγιον». Βλέπεις, λέγουν, πως σαφώς το άγιον Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού;
Άραγε λοιπόν, επειδή μόλις ενεφύσησε είπε «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», το εμφύσημα ήταν το άγιον Πνεύμα, ώστε το εκπόρευμα να είναι το ίδιο με το δια της σαρκός εμφύσημα ή με το ότι δίδεται δι' εμφυσήματος τεκμηριώνουν ότι το άγιον Πνεύμα είναι εμφύσημα της θεότητος του Χρίστου και από αυτό συμπεραίνουν ότι εκπορεύεται από τον Υιό;
Αλλά όποιο από αυτά τα δύο και να λέγουν, ας αποστομωθούν κατά πρώτον και με λίγα λόγια από αυτό εδώ το σημείο. Διότι ο Κύριος εμφυσήσας δεν είπε, "λάβετε το Πνεύμα", αλλά χωρίς το άρθρον, «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», δηλαδή μόριο του Πνεύματος.
Είναι λοιπόν σαφές ότι δια του εμφυσήματος έδωσε μερική ενέργεια του Πνεύματος, όχι την φύσιν ή την υπόσταση αυτού. Διότι η φύσις και υπόστασις του θείου Πνεύματος είναι εντελώς αμέριστος.
Γιατί δε δια εμφυσήσεως έδωσε ό,τι έδωσε; Για να δείξει ότι μία είναι η ενέργεια αυτού και του θείου Πνεύματος και με αυτό να παραστήσει την συνάφεια και συμφυΐα και ομοτιμία αλλήλων, δηλαδή εαυτού και εκείνου, όπως είπε και ο θεολόγος Χρυσόστομος γράφοντας τα εξής: «μερικοί λέγουν ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά δι' εμφυσήματος τους κατέστησε ικανούς προς υποδοχή. Δεν θα αστοχούσε δε κάποιος, αν έλεγε ότι και τότε έλαβαν κάποιαν πνευματική εξουσία και χάριν, ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Γι' αυτό πρόσθεσε, οποίων συγχωρήσετε τα αμαρτήματα, συγχωρούνται, δείχνοντας ποιο είδος ενέργειας δίδει, διότι η χάρις του Πνεύματος είναι άφατος και η δωρεά πολυειδής. Τούτο δε γίνεται για να μάθεις ότι μία είναι η δωρεά και η εξουσία Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος».
7. Για να απαντήσουμε δε προς αυτούς και διεξοδικότερα, αν το εμφύσημα του Κυρίου ήταν το άγιον Πνεύμα, τότε και η αναπνοή την οποίαν χρησιμοποιεί και δια της οποίας έγινε και το εμφύσημα, θα ήταν το άγιο Πνεύμα. Επομένως δεν ήταν άνθρωπος, όπως εμείς, άλλα ή ήταν φαντασία, κατά την φαντασία των Ακεφάλων, ή και πριν συναναστραφεί με τούς ανθρώπους είχε από την αρχή κατά παρόμοιο τρόπο συγκροτημένη την σαρκική φύση κατά την άνοια του Απολιναρίου. Και όμως ο ίδιος ο Κύριος είπε πάντως και τούτο, «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ, Πνεῦμά εἰσι καί ζωή εἰσι». Εάν δε είναι Πνεύμα, είναι και Πνεύμα άγιον˙ διότι πώς αλλιώς; Επομένως κατά την ερμηνεία των Ιταλών περί του εμφυσήματος και το Πνεύμα είναι Λόγος και μάλιστα Θεού Λόγος. Τί θα ήταν τολμηρότερο τούτου; Μάλλον δε θα ήταν λόγοι, και μάλιστα Θεού λόγοι˙ διότι τα ρήματα είναι πλήθος.
7. Για να απαντήσουμε δε προς αυτούς και διεξοδικότερα, αν το εμφύσημα του Κυρίου ήταν το άγιον Πνεύμα, τότε και η αναπνοή την οποίαν χρησιμοποιεί και δια της οποίας έγινε και το εμφύσημα, θα ήταν το άγιο Πνεύμα. Επομένως δεν ήταν άνθρωπος, όπως εμείς, άλλα ή ήταν φαντασία, κατά την φαντασία των Ακεφάλων, ή και πριν συναναστραφεί με τούς ανθρώπους είχε από την αρχή κατά παρόμοιο τρόπο συγκροτημένη την σαρκική φύση κατά την άνοια του Απολιναρίου. Και όμως ο ίδιος ο Κύριος είπε πάντως και τούτο, «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ, Πνεῦμά εἰσι καί ζωή εἰσι». Εάν δε είναι Πνεύμα, είναι και Πνεύμα άγιον˙ διότι πώς αλλιώς; Επομένως κατά την ερμηνεία των Ιταλών περί του εμφυσήματος και το Πνεύμα είναι Λόγος και μάλιστα Θεού Λόγος. Τί θα ήταν τολμηρότερο τούτου; Μάλλον δε θα ήταν λόγοι, και μάλιστα Θεού λόγοι˙ διότι τα ρήματα είναι πλήθος.
Χρειάζεται δε να επιστηθεί και εδώ η προσοχή επί του ότι δεν είπε ότι «Τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ είναι το Πνεύμα», αλλά χωρίς το άρθρο, δηλώνοντας ότι αυτά δεν είναι η υπόσταση του Πνεύματος, αλλά είναι γεμάτα από την ενέργεια του θείου Πνεύματος και ότι δι' αυτών χορηγείται η ζωοποιός ενέργεια του Πνεύματος. Και όταν άλλωστε εμφυσήσας είπε, «λάβετε Πνεύμα άγιον», αυτό ακριβώς είπε, ότι το εμφύσημα τούτο είναι πεπληρωμένο από την εξουσία του θείου Πνεύματος να λύει και να δεσμεύει.
8. Αλλά τώρα και από εμάς εξαγγέλλεται ο Λόγος, τα ρήματα του Κυρίου, διότι λέει ο Δαυίδ «με τα χείλη μου εξήγγειλα όλα τα κρίματα του στόματός σου». Άραγε λοιπόν εκπορεύεται και από εμάς το Άγιον Πνεύμα;
Αλλά και εξερευνώνται και μελετώνται και τηρούνται και πράττονται και κατανοούνται, όλα εκείνα (τα ρήματα του Κυρίου) στα όποια οδηγεί το Πνεύμα -κατ' αυτόν που ερμηνεύει τα του Πνεύματος όχι διά Πνεύματος- καθώς και εκείνα τα όποια εκφράζουν την ποικιλία των λόγων του Κυρίου: εντολές, νόμοι, μαρτύρια, δικαιώματα, κρίματα. «Καί απευθύνθηκε λόγος Κυρίου προς τον Ιωάννη του Ζαχαρίου», κατά τον θείον ευαγγελιστήν Λουκάν, και «καθώς ελάλησεν ό Κύριος διά των αγίων προφητών του ότι θα ενεργήσει με έλεος», λέγει ό Ζαχαρίας, και «προς τον Ιωνάν τον υιόν του Αμαθή απευθύνθηκε λόγος Κυρίου» και «ὁ Λόγος ὁ γενόμενος πρός Ησαΐαν» και άλλοτε προς άλλον, και «εἶπε Κύριος πρός Μωϋσῆν» και τον δείνα και τον δείνα, οι όποιοι είναι τόσοι ώστε δεν είναι τώρα εύκολο ούτε να τούς αριθμήσουμε.
Τί λοιπόν; Όλα αυτά ήταν το Πνεύμα το άγιον και δεν ελάλησεν αυτό δια των προφητών κατά το γεγραμμένον, αλλ’ αυτό ελαλήθη δι' αυτών ή ελαλήθη προς αυτούς; Άπαγε της βλασφημίας. Εάν δε αυτά τα λεγόμενα ασωμάτως εκ του ασωμάτου Θεού δεν ήταν το άγιον Πνεύμα, πολύ περισσότερο δεν ήταν τα ρήματα του Χριστού τα σωματικώς προφερόμενα. Εάν δε δεν ήταν αυτά, δεν ήταν ούτε η αναπνοή δια της οποίας αυτά τυπώνονται και εκφέρονται. Εάν δε δεν ήταν αύτη, ούτε το εμφύσημα, το όποιον έγινε μέσω αυτής. Έκτος δε αυτού, ούτε το υπ’ αυτό υπαινισσόμενο.
Όμως, εάν και είναι εντελώς αδύνατο, έστω ότι το εμφύσημα δεν είναι της σαρκός αλλά της θεότητος του Υιού. Μάλλον δε, για να προβάλουμε αυτό το όποιο λέγεται από τούς Λατίνους, έστω ότι μέσω του αισθητού σημαίνεται υπό του Σωτήρος εκείνο το νοητόν. Αλλά ενεφύσησεν αυτός και κατά την αρχήν εις το πρόσωπον του πρώτου πλάσματος. Τί δε ενεφύσησε; Πνοή ζωής. Τί είναι η πνοή Ζωής; Ψυχή ζώσα.
Ας σε διδάξει ο Παύλος: «ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν». Τί σημαίνει ζώσαν; Αείζωον, αθάνατον, δηλαδή λογικήν (διότι η αθάνατος είναι λογική), και όχι μόνον τούτο, αλλ’ έπίσης χαριτωμένη θείως. Πράγματι τέτοια είναι η όντως ζώσα ψυχή. Τούτο δε είναι ταυτόν με το κατ’ εικόνα, εάν δε θέλεις, και με το καθ’ όμοίωσιν. Ω ζημία, από τί και εις τί μεταβληθήκαμε (λόγω της πτώσης)!
9. Οι οφθαλμοί των αγγέλων έβλεπαν τότε την ψυχή του ανθρώπου συνημμένη σε αίσθηση και σάρκα και έβλεπαν ένα άλλον θεόν, όχι απλώς δημιουργημένο επί γης λόγω θείας αγαθότητας, νουν και σάρκα τον ίδιον, άλλα λόγω της υπερβολικής αγαθότητας μεταμορφωμένο κατά την χάριν του Θεού, ώστε ο ίδιος να είναι σαρξ και νους και πνεύμα, και η ψυχή να έχει εντελώς το κατ' εικόνα και ομοίωσιν θεία ως ούσα ενιαία εις νουν και λόγον και πνεύμα.
Αλλά είδε επίσης ο φθονερός οφθαλμός, δεν εβάσταξε ο αρχέκακος όφις. Εκαρτέρησε, όπως νομίζω, τόσο, ώστε να ετοιμάσει δραστικότερο τον ιό κάτω από τη γλώσσα, τρόπον τινά να συσκευάσει και αναμίξει με δόλο, με τον γλυκερό λόγο, το δηλητήριο της ακοής. Επήλθεν, έθελξεν, ετραυμάτισε -εξαιτίας και της δικής μου ευκολίας και της εκείνου κακίας-, έχυσε μέσα στην ψυχή τον ιό, θανάτωσε το στοιχειό το όποιο ζει από αυτή, το σώμα δηλαδή, την δε -ζώσα αφ' εαυτής- ψυχή αμαύρωσε. Χάσαμε το θείον κάλλος, στερηθήκαμε την θεία μορφή, αποβάλαμε το φως, διαφθείραμε την ομοιότητα προς το ύψιστο φώς. Φορέσαμε τον ζόφο ως ιμάτιο, αλίμονο, και ως δεύτερο ρούχο φορέσαμε το σκότος.
Αλλά για να μην μακρηγορώ, αυτός του οποίου η φύσις είναι η αγαθότης και το εξ αυτής προερχόμενο έλεος, ελέησε δωρεάν. Και για εμέ τον πεσόντα κατήλθε και, όπως λέγει ο απόστολος, έγινε «Πνεύμα ζωοποιό», ώστε ζωοποιών να ανακαινίσει την αμαυρωθείσα εικόνα.
Τούτο λοιπόν τελώντας και δείχνοντας ότι αυτός -που εμφυσά τους μαθητές και με τον λόγον του φανερώνει το δώρημα- είναι εκείνος ο όποιος δημιούργησε και την αρχήν δι' εμφυσήματος.
Δεν λέγει ξανά ότι ενεφύσησε ψυχή, αλλά Πνεύμα, και δια της μεταδόσεως των χαρισμάτων απεργάζομαι με Πνεύμα θείον εκ νέου τήν ψυχήν. Πες, Παύλε, αφού παρέλαβες τον λόγον, πώς; Διότι γνωρίζω ότι είσαι στόμα Χριστού. Συνάπτοντας αυτή, λέγει (ο απόστολος), όπως θα έλεγε εκείνος, με το δικό μου πνεύμα και σαν να πνέουν μαζί μου οι δικοί μου και να έχουν κατά χάριν δια της συνάφειας προς εμένα την φυσικώς ενυπάρχουσα εις το θείον Πνεύμα εξουσία του λύειν καί δεσμεῖν. «Διότι εμείς, λέγει, έχουμε νουν Χρίστου» και «ο προσκολλώμενος εις τον Κύριο είναι ένα Πνεύμα».
10. Άλλα βλέπεις πώς το εμφύσημα τούτο υπαινίσσεται μεν ότι είναι παρόν το Πνεύμα και τελεσιουργεί την προς το καλύτερον ανακαίνιση της ανθρώπινης ψυχής, η οποία πιστεύουμε ότι τελείται εκ Πατρός διά του Υιού εν αγίω Πνεύματι, δίδει δε (το εμφύσημα τούτο) πνεύμα και Πνεύμα άγιον, αλλά κατά την δωρεάν και την δύναμιν και την χάριν και την ενέργεια, η οποία είναι το δεσμεῖν και λύειν τις αμαρτίες των ανθρώπων, όχι όμως την ιδίαν την υπόσταση του παναγίου Πνεύματος;
Διότι αυτή δεν δύναται να ληφθεί από κανένα. Τα δε χαρίσματα του Πνεύματος, οι φυσικές δυνάμεις και ενέργειες, μη χωριζόμενες καθόλου από αυτό, λαμβάνονται μεν από τούς άξιους να ενεργηθούν από το Πνεύμα, οι όποιοι διά της ενώσεως με αυτό και της χρίσεως με την ενέργεια τούτου (διότι μόνος ο μόνος Χριστός εχρίσθη με ολόκληρο τον χρίοντα, κατά τον είπόντα, ότι είναι Χριστός λόγω της θεότητας, η οποία αγιάζει όχι με ενέργεια όπως τους άλλους χριστούς, αλλά με παρουσία όλου του χρίοντος) ̇ επειδή λοιπόν ενώθησαν δια της εκείθεν θείας ενέργειας και εχρημάτισαν όργανα του Πνεύματος, λέγεται ότι δεικνύουν δι' εαυτών ότι έλαβαν αυτό και ότι έχει δοθεί προς αυτούς διά του Υιού, εάν δε θέλης και παρά του Υιού, το Πνεύμα το άγιον. Και τούτο έδειξε ο Κύριος εμφυσήσας και είπε εις τούς μαθητές «λάβετε Πνεύμα άγιον», όπως μάς δίδαξε και ο θείος Δαμασκηνός. Διότι αυτός, αφού είπε «ότι δεν λέγουμε εκ του Υιού το Πνεύμα, το ονομάζουμε δε Πνεύμα και ομολογούμε ότι εφανερώθη και μετεδόθη εις ημάς δι' Υιού», αμέσως προσέθεσεν ̇ «διότι ενεφύσησε και είπε εις τούς μαθητές, λάβετε Πνεύμα άγιον». Άραγε δεν είναι ολοφάνερο ότι ο εκ Δαμασκού πατήρ εννόησε και απέδειξε ότι το άγιο Πνεύμα δεν προέρχεται από το εμφύσημα τούτο, αλλά μόνο φανερώνεται και μεταδίδεται δι' αυτού;
11. Οι δε Λατίνοι φρενοβλαβώς εννοούν και δογματίζουν αντίθετα προς εκείνον ̇ διότι δεν αντιλαμβάνονται ότι τα χαρίσματα ταύτα και οι ενέργειες, κατά τις οποίες το Πνεύμα το άγιον χορηγείται διά του Υιού, δεν δίδονται μόνον από τον Υιόν, αλλά και από τον ίδιον τον ύψιστον Πατέρα. «Διότι, λέγει, παν δώρημα τέλειον προέρχεται άνωθεν παρά τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Τί δε είναι τελειότερον από την εξουσία να αφήνει και να κρατεί κανείς τα αμαρτήματα; Και όχι μόνον παρά του Πατρός και του Υιού, αλλά και διά και παρά του Αγίου Πνεύματος. Διότι ο Θεός είπε διά του Ιωήλ, «θα εκχύσω από το Πνεύμα μου εις πάσαν σάρκα». Από αυτήν δέ την έκχυσιν είναι οπωσδήποτε και το Πνεύμα το όποιον εδόθη παρά του Χριστού εις τούς μαθητές δι' εμφυσήματος. Λέγει επίσης ότι «εις άλλον μεν έχει δοθή διά του Πνεύματος λόγος σοφίας, είς άλλον δέ λόγος γνώσεως», και όλα όσα έχουν απαριθμηθεί υπό του εκλεκτού σκεύους των χαρισμάτων, του Παύλου, ο όποιος ευτύχησε με υπερβολή αποκαλύψεων διά του Πνεύματος. Γι' αυτό λέγει, «ἡμῖν δέ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ», όχι μόνον τα μη γνωστά εις τους περιβοήτους κατ' αρετήν και ευσέβειαν Πατέρες, αλλά και τα υπερβαίνοντα την γνώσιν των αγγέλων. Ο δε θεολογικώτατος των αποστόλων Ιωάννης λέγει, «και ταῦτα γινώσκομεν ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἐλάβομεν παρ᾿ αὐτοῦ». Και γενικώς πάσα χορηγία επί την κτίσιν ή των αγαθών πηγάζει παρ' αυτού ̇ και «δεν υπάρχει καμία δωρεά, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, φθάνουσα εις την κτίσιν, χωρίς το άγιον Πνεύμα». Αυτός, αφού απαρίθμησε τα πάντα, τις δωρεές και τα χαρίσματα και τις ενέργειες του Πνεύματος, έπειτα λέγει, «όλα αυτά τα έχει ἀϊδίως το άγιον Πνεύμα, αλλά το μεν πηγάζον εκ Θεού είναι ενυπόστατον, τα δε πηγάζοντα έξ αυτού είναι ενέργειες αυτού». Άρα λοιπόν και εξ εαυτού εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα, επειδή εξ αυτού και δι αυτού είναι όλη η χορηγία των αγαθών εις την οποίαν ανήκει οπωσδήποτε και η εξουσία του λύειν και δεσμείν, την οποίαν εχορήγησε ο Κύριος δι' εμφυσήματος εις τούς μαθητές; Άπαγε της ατοπίας. Άλλα η δόσις είναι ενέργεια των τριών υποστάσεων κοινή, όπως συμμαρτυρεί και ο απόστολος, ο όποιος λέγει ότι «διαιρέσεις χαρισμάτων υπάρχουν, το δε αυτό Πνεύμα ̇ και διαιρέσεις διακονιών υπάρχουν, ο δέ αυτός Κύριος ̇ και διαιρέσεις ενεργημάτων υπάρχουν, ο δέ αυτός Θεός»(Α' Κορ 12, 4-6).
12. Κοινές είναι λοιπόν στην μόνην αγία και προσκυνητή Τριάδα και οι θείες δυνάμεις και ενέργειες, δια των οποίων ο Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί στους άξιους κατά την επαγγελία, ενεργών και γνωριζόμενος δι’ αυτών. Ως πηγή των θείων αυτών ενεργειών θεολογείται όχι μόνον ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά και το άγιο Πνεύμα, όπως λέγει και ο Μέγας Βασίλειος στα αντιρρητικά του κεφάλαια “Περί του άγιου Πνεύματος” γράφων: «οι δε ενέργειες του Πνεύματος ποιές είναι; Άρρητες μεν ως προς το μέγεθος, αναρίθμητες δε ως προς το πλήθος». Και πάλιν: «εις το άγιο Πνεύμα όλα είναι τέλεια˙ αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, σοφία, σύνεσις, βουλή, ασφάλεια, ευσέβεια, γνώσις, απολύτρωσις, πίστις, ενεργήματα θαυμάτων, χαρίσματα ιαμάτων και τα παραπλήσια με αυτά. Δεν έχει τίποτε ἐν ἑαυτῷ επίκτητο, αλλά ἀϊδίως τα έχει όλα, ως Πνεύμα Θεού προελθών εξ αυτού, έχον αίτιον ἑαυτῷ ως πηγή εαυτού και πηγάζον από εκεί. Είναι δε και αυτό πηγή των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλά το μεν ἐκ Θεοῦ πηγάζον είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα εξ αυτού είναι ενέργειες αυτού». Αυτά δε είναι τα γνωριστικά τῆς θείας φύσεως καυχήματα.
Θέλοντας λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να δείξει εαυτόν ομοούσιο με τον Πατέρα και το Πνεύμα κατά την θεότητα, δίδει στους μαθητές κατά χάριν αυτή τη φυσική ενέργεια της θεότητας, όπως και ο Πατήρ παρέσχε προηγουμένως στους προφήτες μερικές από αυτές τις ενέργειες. Και το Άγιο Πνεύμα, κατελθόν μετά την άνοδο του Σωτήρος, έδωσε και αυτό αυτές τις ενέργειες στους μαθητές, με τις οποίες εδεικνύετο και αυτό ομοούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό. Πολλά είναι τα θεία δοσίματα προς εμάς και κοινό στη μόνη αγία καί προσκυνητή Τριάδα το δόσιμο αυτών, η δέ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις μία καί τοῦ Πατρός ἰδία καί προαιώνιος.
13. Αλλά, για να επισφραγίσουμε την απολογία και «παν αντιτιθέμενο στόμα να φραγῇ», θα προβάλω μάρτυρα της αληθείας για τον παρόντα λόγο τον ίδιον τον Λόγον της αληθείας δείχνοντας ότι συμφωνεί με εμάς αλλά και τους προηγουμένους από εμάς. Διότι αυτός, μη χωρισμένος από πουθενά, όταν ανήρχετο από την γη προς τον επουράνιο Πατέρα, στους διαμείναντας έως το τέλος μαζί του «παρήγγειλε να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, [ίνα ώσιν έν] αλλά να περιμένουν την επαγγελία του Πατρός την οποία ακούσατε από εμένα», όπως λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλά ποία είναι η επαγγελία; Ότι λέγει, «θα βαπτιστείτε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, όχι μετά πολλές ημέρες από σήμερα». Επομένως προ της αναλήψεως του Σωτήρος δεν είχαν ακόμη επιτύχει την επαγγελία˙ άρα δεν τους εδόθη δια του εμφυσήματος το άγιο Πνεύμα, το οποίο ήταν η επαγγελία. Πότε λοιπόν άκουσαν τον Σωτήρα οι μαθητές να επαγγέλλεται ταύτα; Όταν έμελλε να αποθάνει εκουσίως υπέρ ημών -πόσο το μέγεθος της προς εμάς συμπάθειας- και όχι μόνον παρέδιδε εαυτόν εις την σφαγήν υπέρ ημών, αλλά και μας καθίστα δια διαθήκης κληρονόμους των υπαρχόντων του, άνοιγε σε μας τους θησαυρούς και παρέδιδε ακόμη και αυτόν τον συμφυή και υπερβατικό πάσης κτίσεως, τον ακένωτο πλούτο του Πνεύματος. «Εγώ, λέγει, ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα», και έπειτα, «ὁ δέ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα».
Έπειτα πάλι, μετά τις γλυκές εκείνες παραινέσεις, μετά τους ψυχαγωγοῦντας λόγους, μετά τις προτροπές προς διαφύλαξη του πλούτου, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ». Είδες να διανοίγονται κατά μέρος οι θύρες του όντως θησαυρού; Μάλλον δε, για να εκφραστώ θεολογικότερα, βλέπεις φωτισμούς προς το μέρος μας να λάμπουν;
14. Αλλά σχετικά με το θέμα μας, ας δούμε την επαγγελία. Που εδόθη το «όχι μετά πολλές ημέρες από σήμερα»; Αφού προχώρησε λίγο στους λόγους του, και τούτο προείπε τότε, παρηγορώντας τους δικούς του φιλανθρώπως με τα μέγιστα˙ «συμφέρει γάρ ἵνα ἐγώ ἀπέλθω˙ ἐάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς».
Πώς λοιπόν τολμά κανείς να λέγει, ότι ήλθε προς τούς μαθητές του Κυρίου δια του εμφυσήματος πριν αναληφθεί; Αλλ’ έστω, λέγει˙ διότι δεν εδόθη προ της αναλήψεως του Σωτήρος ο άλλος Παράκλητος. Μπορείς όμως να ισχυρίζεσαι και τούτο, ότι δεν εστάλη από αυτόν μετά την άνοδο εις τους ουρανούς, όπως ο ίδιος υπεσχέθη σαφώς στους μαθητές λέγοντας, «τον οποίον εγώ θα σας στείλω (ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν)» και, «εάν εγώ μεταβώ, θα σας τον στείλω (ἐάν ἐγώ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς)»;
Πώς λοιπόν τολμά κανείς να λέγει, ότι ήλθε προς τούς μαθητές του Κυρίου δια του εμφυσήματος πριν αναληφθεί; Αλλ’ έστω, λέγει˙ διότι δεν εδόθη προ της αναλήψεως του Σωτήρος ο άλλος Παράκλητος. Μπορείς όμως να ισχυρίζεσαι και τούτο, ότι δεν εστάλη από αυτόν μετά την άνοδο εις τους ουρανούς, όπως ο ίδιος υπεσχέθη σαφώς στους μαθητές λέγοντας, «τον οποίον εγώ θα σας στείλω (ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν)» και, «εάν εγώ μεταβώ, θα σας τον στείλω (ἐάν ἐγώ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς)»;
Καλώς προβληθεί από σένα αυτό έπειτα από εκείνο, θα μπορούσε να πει κανείς προς τον ερωτήσαντα ˙ διότι είναι υποδεέστερο κατά την ισχύ από το θεωρούμενο από σας βοήθημα εκ των Γραφών. Πράγματι δε, μολονότι είναι και τούτο λόγος του Λόγου της αληθείας, όμως το ἐμφυσᾶν καί τό πέμπειν δεν δείχνουν κατά όμοιο τρόπον το παρ᾿ ἑαυτοῦ˙ διότι ο μεν εμφυσών κατ’ ανάγκη εμφυσά εξ εαυτού διά του από αυτόν εξερχομένου πνεύματος, ή αλλιώς διά του παρ’ εαυτού εκπορευομένου εμφυσήματος. Όμως ο πέμπων δεν στέλλει αναγκαίως το παρ’ εαυτού ευρισκόμενο και εκπορευόμενο, αλλά και το από άλλον φθάνον (ἧκον) προς αυτόν. Γι’ αυτό και ο Κύριος φροντίζοντας ώστε να μην παρασυρθεί κανείς να φρονεί ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εξ αυτού, το μεν εμφύσημα -το όποιο φαίνεται ότι παριστά τούτο μάλλον- έδωσε τότε, όταν αρνήθηκε και ανέβαλε την επιδημία του Πνεύματος˙ Το δε «πέμψω» προείπε, και προσέθεσε το «παρά του Πατρός». Διότι αν και «θα πέμψω», λέγει, πάντως όχι από τον εαυτόν μου, αλλά λαβών από τον Πατέρα, από τον όποιον εκπορεύεται. Πράγματι μόνον εκείνος στέλλει παρ’ εαυτού, καθ’ όσον το έχει εκπορευόμενο παρ’ εαυτού, και μάλιστα το έχει πάντοτε εκπορευόμενο, όχι δε μόνον τότε όταν και εγώ «πέμψω», ούτε από εμέ πάντοτε πεμπόμενο, όπως από εκείνον εκπορευόμενο. Διότι, αφού είπα «πέμψω», δεν προσέθεσα το από εκείνον εκπορευθέν, για να μην υπονοηθεί επί του Πατρός το κάποτε. Και όταν επρόκειτο να εκφέρω «το όποιο εκπορεύεται από τον Πατέρα», επρόλαβα να πω, όχι το όποιο ἐγώ πέμπω, αλλά «το όποιο εγώ θα πέμψω», για να μην υπονοηθεί και ἐπ᾿ ἐμοῦ τό ἀεί (το πάντοτε). Διότι το να έχουν την ιδιότητα του πέμπειν το άγιο Πνεύμα προς τούς άξιους είναι αϊδίως κοινό εις τον Πατέρα και τον Υιό˙ πέμπει (στέλλει) όμως χρονικώς καθείς εκ των δύο, ή μάλλον αμφότεροι, όποτε χρειάζεται.
15. Αυτά λοιπόν μπορεί να δεχθούν και την προθεσμία και τον μέλλοντα χρόνο˙ της δε εκπορεύσεως δεν προηγείται καθόλου η δυνατότης εκπορεύσεως, ούτε θα βρεθεί ποτέ εις την μοίρα της επαγγελίας ούτε θα εδέχετο το μελλοντικόν, άπαγε της βλασφημίας, η οποία συμβαίνει σε αυτούς που νομίζουν ότι είναι αΐδιος η έκπεμψις του Πνεύματος παρά του Υιού. Διότι επέμφθη εις ορισμένους και εδόθη προς τους μαθητές υπό του Υιού, ο όποιος το έλαβε από τον Πατέρα χρονικώς˙ είναι δε η αποστολή μεταγενέστερη και αυτών των λαμβανόντων και γίνεται με αιτία, μάλλον δε για πολλές αιτίες˙ «για να μένει, λέγει, μαζί σας εις τον αιώνα», «για να σας διδάξει και υπομνήσει όλα όσα σάς είπα», «για να μαρτυρήσει περί εμού», και θα συμμαρτυρήσει με σας τα κατ’ εμέ, καθώς θα μαρτυρείτε από την αρχήν έως το τέλος, «για να ελέγξει τον κόσμο» ως υπεύθυνο αμαρτίας, αυτόν ο όποιος αμαρτία ονόμασε την ιδικήν μου δικαιοσύνη - δικαιοσύνη η οποία και τον ίδιον τον άρχοντα της αμαρτίας εξέβαλεν από αυτή την εξουσία επί των αμαρτωλών, κρίνοντας δικαίως, διότι τον πράγματι δίκαιο υπέβαλε αδίκως εις την ιδία με τούς αμαρτωλούς ευθύνη, για να δοξάσει εμέ, αφού σας οδηγήσει προς πάσα την αλήθειαν. Διότι είναι «πνεύμα αληθείας» και «δεν λαλεί αφ’ εαυτόν αλλά όσα ακούει από τον Πατέρα», «όπως και εγώ δεν ελάλησα τίποτε από τον εαυτό μου». Επειδή δε ό Πατήρ είναι δικός μου και «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι δικά μου», από τα δικά μου λαμβάνει και αναγγέλλει διότι και ο πλούτος και οι δωρεές είναι σε μας κοινά.
Εστάλη λοιπόν εκ τού Πατρός και του Υιού χρονικώς και προς ορισμένους δι’ αιτίαν˙ από τον Πατέρα δε μόνον εκπορεύεται άχρονως και αναιτίως, έχον μόνον αυτόν αιτίαν εαυτού, τον μόνον αγέννητο Πατέρα, τον πράττοντα τα πάντα εκ μη όντων διά μόνην την κοινή αγαθότητα εαυτού και εκείνον, έχοντα δε εξ αρχής γεννήσει τον Υιόν και εκπορεύσει το άγιο Πνεύμα.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
17. Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα επιμείνουμε ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το σκότος της άγνοιάς σου;
16. Άραγε έλαβες νουν, εσύ ο ενάντιος, και επέλαμψε σε σένα φώς γνώσεως παρά του Λόγου της αληθείας;
Ή μάλλον άρχισες άραγε εσύ ο ίδιος να ανοίγεις τα βλέφαρα και να διαβλέπεις προς το φως, αντιλαμβανόμενος, αν και όχι τελείως, αλλά πάντως αμυδρώς την έντονο και όχι αμυδρά αυγή, ώστε να ψηλαφήσεις και να δεις ότι το τόσες φορές λεχθέν «θα δώσει» και «θα πέμψει» δεν το είπε χωρίς αιτία ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο δια το όποιον στέλλεται (πέμπεται), αλλά το αποδίδει πάντοτε συνεζευγμένο με τις αιτίες αυτός ο οποίος είναι μόνος και Θεός και θεολόγος, ενώ το δε εκπορευόμενο το έθεσε απολύτως χωρίς καμιά αιτία;
Δηλαδή την μεν αιώνια και χωρίς αιτία έκπεμψιν προσέδωσε μόνον εις τον Πατέρα, την δε έγχρονο (υπο χρόνον) και πάντοτε συνημμένη με αιτία, η οποία είναι κοινή, απέδωσε εις τον εαυτό του και τον Πατέρα, ώστε γνωρίζοντας εσύ τούτο, να μη βλασφημείς φρονώντας και λέγοντας ότι η εκπόρευση είναι το ίδιο με την αποστολή ή από αυτή να στοχάζεσαι εκείνη και για αυτό να λέγεις ότι το άγιο Πνεύμα έχει την υπόσταση εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Διότι όπως ο Θεός είναι αναίτιος, έτσι και η ύπαρξη του Θεού είναι αναίτιος˙ έχει αιτίαν αυτόν από τον όποιον υπάρχει αναιτίως, αλλά δεν υπάρχει εξ αυτού δι’ αιτίαν (αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ ὑπάρχει ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν). [Πού πάει η αιτιώδης αρχή τού Γιανναρά καί τού Ζηζιούλα;]
Όπως δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας γεγονός είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Αυτό δε το όποιο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’ αιτίαν. Όταν λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς κάποιους εκ του Υιού ή και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να υπονοείς την έγχρονον και δι’ αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και προαιώνια προέλευση εκ του Πατρός.
Όπως δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας γεγονός είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Αυτό δε το όποιο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’ αιτίαν. Όταν λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς κάποιους εκ του Υιού ή και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να υπονοείς την έγχρονον και δι’ αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και προαιώνια προέλευση εκ του Πατρός.
17. Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα επιμείνουμε ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το σκότος της άγνοιάς σου;
Διότι το έχεις πολύ και πυκνό, ώστε να επισκιάζει τις κόρες της διανοίας σου, εάν ούτε τώρα δεν διαβλέπεις κάπως την αλήθεια, μολονότι το «δώσω» είναι ταυτόν (ταυτόσημο) με το «πέμψω».
Επειδή δηλαδή ούτε το πεμπόμενον μετατίθεται τοπικώς ούτε ο πέμπων διαχωρίζεται από το πεμπόμενον (διότι πάντοτε και πανταχού είναι μαζί ο πέμπων και το δι’ αυτού πεμπόμενον, εάν δε θέλεις και εξ αυτού˙ διότι η ευσέβειά μας δεν έγκειται επί των λέξεων)˙ επειδή λοιπόν δεν διαιρούνται τοπικώς, ούτε περιλαμβάνονται εις τόπον το πέμπον και το πεμπόμενον, άρα δεν δίδει ο πέμπων;
Αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος, φωτίζοντας εμάς, άλλοτε μεν «το όποιο θα δώσει ο Πατήρ», άλλοτε δε «το όποιο θα στείλει ο Πατήρ», χρησιμοποιώντας και τα δύο με την αυτή έννοια. Αλλά και γι’ αυτόν γράφεται άλλοτε μεν ότι επέμφθη από τον Πατέρα, άλλοτε δε ότι εδόθη, σαν να είναι ταυτόσημο το πέμπειν με το δίδειν.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν ως αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙ αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού. [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ]
18. Εάν δε εκείνοι λέγουν ότι στοχάζονται την ύπαρξη από την φανέρωση [ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;], αλλ' εμείς έχουμε θησαυρίσει την ομολογία της πίστεως ακολουθώντας όχι στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια. Γνωρίζουμε δε ότι το άγιο Πνεύμα έρχεται και από τον εαυτόν του και φανερώνεται, αλλά εξ αιτίας αυτού δεν θα παραδεχθούμε ότι εκπορεύεται και αφ’ εαυτού. Εκείνος λοιπόν ο όποιος δίδει ή πέμπει το άγιο Πνεύμα δεν το εκπορεύει με την πέμψιν, αλλά το καθιστά φανερό. Τούτο δε έπραξε και ο Κύριος φανερώσας προ της αναλήψεως εν μέτρω εις τούς μαθητές το Πνεύμα διά κοινής χάριτος αυτών, της δοθείσης τότε μετρίως. Αυτό, θα μπορούσα να πω, υπήρξε το αίτιον και του ότι εις την αρχήν η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δι’ εμφυσήματος.
Επειδή δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων Πατήρ και ο παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη πραγματοποιηθεί φανέρωσις του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο άνθρωπος να μη μείνει ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής, γι’ αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή και για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας (ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό έπραξε και ο Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν Υιός, από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών και η τελευταία χάρις της αναπλάσεως.
Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν μέτρω την υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία αναλόγως με την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή του έπεμψε τον ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το όποιο και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστήριο της οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός είναι εν και τρία και κοινό αίτιο των δύο μόνον το εν. Γι’ αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και δύναμις, διαμοιράζονται δε μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον εαυτό του φανερώνει πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).
19. Πρώτος φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά χάριν καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και τα άλλα είναι από αυτόν και συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να δημιουργεί προ πάντων δι’ εμφυσήματος και λόγου.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως ώστε και αυτός να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’ όσον το μη υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες) και ότι δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και έτσι, αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε δι’ εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον Πνεύμα, προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με εαυτόν. Αυτός, επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν, δεν τα εδείκνυε μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της γλώσσης την θεότητα και του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον και ποια τα εξ αυτού.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού. Διότι η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι κατά χάριν μετάδοσις των φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας ο Θεός τον άνθρωπον, τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές δωρεές, σοφία, δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙ διότι το Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’ Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την μετάδοσιν των φυσικών τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της θείας υποστάσεως του Πνεύματος.
20. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως ώστε να δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και ότι εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές, καταστήσει δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών κηρύξει σε όλους τα κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν, αλλά μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός, υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό ἀδιαστάτως και ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο πρώτον το Πνεύμα ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι αμέσως εκ του Πατρός, αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον προηγούμενον λόγο.
21. Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού, διά των όποιων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον, όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή και ο Υιός επέμφθη προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου Πνεύματος και του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.
Εάν δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση είναι πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε απεστάλη και ως Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.
Επειδή λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον Πατέρα και το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός λοιπόν την γέννησιν από αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το Πνεύμα, για τον λόγο ότι αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα και τον Υιό- εκπορεύεται από αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι δεν θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή από εκείνη, (τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της γεννήσεως του Υιού. [Η σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ στηρίζεται στήν αποστολή τού Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]
Τί άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως γέννησιν ή εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως στέλλουν τόσον το Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο μεν απέστειλε αυτόν τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το Πνεύμα εις τούς μαθητές του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε. Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν ενανθρώπησε.
23. Επιπλέον, αν είναι ταυτόσημη η αποστολή και η εκπόρευση, τότε το Πνεύμα (οποία κακοδοξία˙ διότι δεν μπορώ να αναφέρω αυτά χωρίς φρίκη και έκπληξη) εκπορεύεται εκ του Πατρός δι' εμέ, αφού δι' εμέ απεστάλη˙ εάν δε δι' εμέ, οπωσδήποτε και μετ’ εμέ ή όχι πολύ πριν από εμέ, αλλά ὑπό χρόνον όπως εγώ, και όχι συναΐδιον με τον Πατέρα και τον Υιό. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και υπακούει εις την εξουσία των. Φευ, που καταβιβάζεται από τούς αγνώμονες δούλους εκείνο το όποιο έχει εκ φύσεως την εξουσία επί ολοκλήρου της κτίσεως˙ διότι, λέγει: «το Σάββατον έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το Σάββατον˙ ώστε κύριος είναι του Σαββάτου ο Υιός του ανθρώπου». Βλέπεις πόσο απέχει η αποστολή της εκπορεύσεως; Όσο απέχει των χρόνων η ἀϊδιότης και των κτισμάτων ο Θεός και των φύσει δούλων ο φύσει δεσπότης της κτίσεως.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν ως αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙ αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού. [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ]
18. Εάν δε εκείνοι λέγουν ότι στοχάζονται την ύπαρξη από την φανέρωση [ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;], αλλ' εμείς έχουμε θησαυρίσει την ομολογία της πίστεως ακολουθώντας όχι στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια. Γνωρίζουμε δε ότι το άγιο Πνεύμα έρχεται και από τον εαυτόν του και φανερώνεται, αλλά εξ αιτίας αυτού δεν θα παραδεχθούμε ότι εκπορεύεται και αφ’ εαυτού. Εκείνος λοιπόν ο όποιος δίδει ή πέμπει το άγιο Πνεύμα δεν το εκπορεύει με την πέμψιν, αλλά το καθιστά φανερό. Τούτο δε έπραξε και ο Κύριος φανερώσας προ της αναλήψεως εν μέτρω εις τούς μαθητές το Πνεύμα διά κοινής χάριτος αυτών, της δοθείσης τότε μετρίως. Αυτό, θα μπορούσα να πω, υπήρξε το αίτιον και του ότι εις την αρχήν η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δι’ εμφυσήματος.
Επειδή δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων Πατήρ και ο παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη πραγματοποιηθεί φανέρωσις του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο άνθρωπος να μη μείνει ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής, γι’ αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή και για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας (ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό έπραξε και ο Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν Υιός, από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών και η τελευταία χάρις της αναπλάσεως.
Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν μέτρω την υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία αναλόγως με την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή του έπεμψε τον ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το όποιο και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστήριο της οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός είναι εν και τρία και κοινό αίτιο των δύο μόνον το εν. Γι’ αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και δύναμις, διαμοιράζονται δε μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον εαυτό του φανερώνει πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).
19. Πρώτος φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά χάριν καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και τα άλλα είναι από αυτόν και συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να δημιουργεί προ πάντων δι’ εμφυσήματος και λόγου.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως ώστε και αυτός να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’ όσον το μη υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες) και ότι δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και έτσι, αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε δι’ εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον Πνεύμα, προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με εαυτόν. Αυτός, επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν, δεν τα εδείκνυε μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της γλώσσης την θεότητα και του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον και ποια τα εξ αυτού.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού. Διότι η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι κατά χάριν μετάδοσις των φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας ο Θεός τον άνθρωπον, τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές δωρεές, σοφία, δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙ διότι το Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’ Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την μετάδοσιν των φυσικών τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της θείας υποστάσεως του Πνεύματος.
20. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως ώστε να δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και ότι εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές, καταστήσει δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών κηρύξει σε όλους τα κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν, αλλά μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός, υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό ἀδιαστάτως και ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο πρώτον το Πνεύμα ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι αμέσως εκ του Πατρός, αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον προηγούμενον λόγο.
21. Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού, διά των όποιων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον, όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή και ο Υιός επέμφθη προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου Πνεύματος και του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.
Εάν δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση είναι πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε απεστάλη και ως Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.
Επειδή λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον Πατέρα και το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός λοιπόν την γέννησιν από αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το Πνεύμα, για τον λόγο ότι αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα και τον Υιό- εκπορεύεται από αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι δεν θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή από εκείνη, (τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της γεννήσεως του Υιού. [Η σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ στηρίζεται στήν αποστολή τού Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]
Τί άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως γέννησιν ή εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως στέλλουν τόσον το Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο μεν απέστειλε αυτόν τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το Πνεύμα εις τούς μαθητές του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε. Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν ενανθρώπησε.
22. Επειδή λοιπόν τούτο (το Αγ. Πνεύμα) Θεός ὄν (Θεός υπάρχον) απεστάλη από τον Πατέρα, πρέπει δε αυτή την αποστολή να την θεωρούμε ευδοκία κατά τους θεολόγους, ευδοκία δε είναι η αγαθή θέλησις, οι δε Λατίνοι θεωρούν την αποστολή ταυτόσημη με την εκπόρευση, άρα κατ’ αυτούς η εκπόρευση είναι θέλησις˙ και επειδή το Άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξη δια εκπορεύσεως, άρα κατ’ αυτούς έχει την ύπαρξη δια θελήσεως. Οποία ασέβεια! [Σήμερα τήν ασέβεια αυτή τών Δυτικών τήν υποστηρίζει ο Γιανναράς]
Διότι δεν θα ήταν άκτιστο, αφού ο Θεός και Πατήρ το προέβαλε (προήγαγεν) εκ θελήσεως και όχι εκ φύσεως, όπως και την κτίση, αν η εκπόρευση είναι ευδοκία και θέλησις˙ διότι κατά τους θεολόγους τα κτίσματα παρήγαγε ο Θεός όχι δια φυσικής προβολής αλλά δια θελήσεως. Έργον φύσεως κατ' αυτούς (τους θεολόγους) είναι και η προαίωνιος και ἀΐδιος γέννησις˙ ἔργον δέ θείας θελήσεως η κτίσις.
Οι Αρειανοί λοιπόν έλεγαν ότι ο Υιός προήλθε εις το είναι δια θελήσεως του Πατρός, κατασκευάζοντες τούτο εκ τού γεγονότος ότι δήθεν δεν έλαβε το είναι του ἀθελήτως από τον Πατέρα. Οι δε Λατίνοι δεικνύουν ότι το άγιο Πνεύμα προήλθε εις το είναι διά θελήσεως του Πατρός και του Υιού εκ του ότι νομίζουν ότι η εκπόρευση είναι αποστολή και ευδοκία και θέλησις.
Θα πούμε λοιπόν και εμείς προς αυτούς, ό,τι και ο μέγας Αθανάσιος προς τούς Αρειανούς: «τοῦ βούλεσθαι τό κατά φύσιν ὑπέρκειται˙ καί ἡ φύσις οὐχ ὑπόκειται βουλήσει» (του θέλειν υπέρκειται το κατά φύσιν, και η φύσις δεν υπόκειται στη βούληση). Όπως λοιπόν η γέννησις δεν είναι ευδοκία και θέλησις, αλλά υπεράνω ευδοκίας και θελήσεως (διότι δεικνύει ότι ο Υιός είναι φύσει εκ Πατρός ως γνήσιος και ομοούσιος με αύτόν, αλλ’ όχι κατά θέλησιν όπως τα κτίσματα), έτσι και του Πνεύματος η εκπόρευση δεν είναι αποστολή και ευδοκία και θέλησις˙ διότι η εκπόρευση δεικνύει το Άγιον Πνεύμα να προέρχεται από τον Πατέρα, ως γνήσιο και ομοούσιο με αυτόν, αλλ' όχι κατά θέλησιν όπως τα κτίσματα.
Οι Λατίνοι λοιπόν λέγοντες ότι η εκπόρευση του θείου Πνεύματος είναι ταυτόσημη με την αποστολή κατ' ανάγκην παρουσιάζουν το Πνεύμα ως κτιστό. Και βεβαίως, επειδή, όπως διδαχτήκαμε, ευδοκία του Πατρός είναι η αποστολή τόσον του Υιού ως Θεού από τον Πατέρα και το Πνεύμα, όσον και του Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό (διότι όταν θέλησε έκαστος αυτών κατά καιρόν να φθάσει σε εμάς και ό Πατήρ ευδόκησε), η ευδοκία αύτη οπωσδήποτε δεν έγινε για τίποτε άλλο παρά για φιλανθρωπία. Επομένως, αν κατά τους Λατίνους η εκπόρευση είναι ταυτόσημος με την αποστολή του Πνεύματος, η δε αποστολή έγινε από φιλανθρωπία, κατ’ αυτούς λοιπόν και η προ αιώνων εκ Πατρός εκπόρευσις και ύπαρξις του Πνεύματος δεν έγινε υπέρ αιτίαν, αλλά από φιλανθρωπία. Τί ασεβέστερο και καινότερο από τούτο θα ήταν δυνατόν να ακουστεί; [ΟΛΗ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]
24. O μυημένος λοιπόν από τον Θεό και τους αληθινούς θεολόγους, όταν ακούει ότι το Πνεύμα εμφυσάται δι' εμφυσήματος νοεί ότι σημαίνεται παρόν και συμφυές εις τον εμφυσώντα, όχι όμως ότι αυτό είναι εμφύσημα, ώστε αναγκαίως να έχει την ύπαρξη εξ εκείνου από τον όποιον προέρχεται το εμφύσημα˙ αν δε το ακούει και πεμπόμενο, εννοεί φανερούμενο˙ αν δε και διδόμενο, αναγνωρίζει και το συνημμένο του πεμπομένου και του πέμποντος˙ αν δε λαμβανόμενο από εμάς, γνωρίζει ότι καθ’ όσον είναι Θεός, είναι άληπτο, ληπτά δε από εμάς τα χαρίσματα από εκείνο˙ αν δε ακούσει πεμπόμενο και από τον Υιό, διδόμενο, εμφυσώμενο, ευθύς μαζί με τα άλλα αντιλαμβάνεται και τούτο, ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, καθώς απαιτεί σοφώς να εκλαμβάνουμε και ο πολύς στην θεολογία Γρηγόριος, ο οποίος λέγει, «όσα περί του Αγίου Πνεύματος λέγονται ταπεινότερα, το δίδεσθαι, το στέλλεσθαι, το μερίζεσθαι, το χάρισμα, το δώρημα, το εμφύσημα, και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, πρέπει να αναχθεί επί την πρώτη αιτία, για να δειχθεί το ἐξ οὗ» (δηλαδή του Πατρός, διότι αυτός είναι η πρώτη αιτία) «και για να μη γίνουν δεκτές τρεις αρχές διαχωρισμένες πολυθεϊστικώς». Τούτο έπαθες εσύ, εφ’ όσον δια των φωνών τούτων δεν ανάγεσαι προς την πρώτη αιτία.
25. Και δεν αισχύνεσαι να κηρύττεις σαφώς δύο αρχές, καθώς δογματίζεις ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ του Πατρός και του Υιού, την δε τρίτη αφήνεις να συναχθεί από όσα λέγεις. Εάν πράγματι για το ότι πέμπεται παρά του Υιού εκπορεύεται και εξ αυτού, πέμπει δε και το Πνεύμα τον Υιό, όχι μόνο ως άνθρωπο, αλλά και ως Θεό, όπως έχει δειχθεί ανωτέρω, αλλά και τον Πατέρα (πέμπει) ο Υιός και το Πνεύμα, όπως αντιλαμβάνεται ο χρυσούς θεολόγος Ιωάννης εξηγώντας το προφητικό εκείνο, «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Ιδού λοιπόν ότι κατ' εσέ και το Πνεύμα είναι αρχή, και εκ του Πατρός και του Πνεύματος ο Υιός ή γεννάται ή εκπορεύεται.
Παραλείπω πράγματι να αναφέρω τον Πατέρα, έστω και αν από την λατινική καινοφωνία και τούτο συνάγεται, φοβούμενος το μέγεθος της υπερβολής. Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι δεν στερούνται της προς το κακόν υπερβολής και τα άλλα συναγόμενα άτοπα˙ διότι αποδεικνύεται ότι αλληλοαναιρούνται, εάν διά της αποστολής νοήσουμε την εκπόρευση ή την γέννησή. Εάν πράγματι κατά την αποστολή νοήσουμε ταύτα, τότε έκαστο τούτων δεν είναι τρόπος υπάρξεως, έστω και αν είναι προαιώνια˙ εάν δε κατά την προαιώνια εκπόρευση και γέννηση νοήσουμε την προς εμάς αποστολή, τότε θα είναι αποστολή προς εμάς άχρονος και αΐδιος παρά χρονική ύπαρξις του Υιού και του Πνεύματος.
26. Εσύ δε (ο λατινόφρων), βλέποντας ότι εξαιτίας των καινοτομιών στους λόγους σου ακολουθεί ο μερισμός (η διαίρεση) του Θεού (διότι τί διαφορά υπάρχει στο προσεχές και του μακράν ή πλησίον μερισμού;), για να ξεφύγεις λοιπόν πάλι από ό,τι κατασκευάζεις, δημιουργείς πολύ το ενδιάμεσο με τις δικές σου θεολογίες.
Εμείς δε και σε αυτούς που γράφουν εν Πνεύματι έχουμε δει Θεού μυστήρια και πιστεύομε και κηρύττουμε ότι ευρισκόμενα εντός αλλήλων (ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα) χωρούν αμιγώς δια μέσου αλλήλων (δι᾿ ἀλλήλων ἀμιγῶς χωροῦντα) και δεν έχουν έκαστον προς εαυτό περισσότερο από όσον προς άλληλα (οὐ μᾶλλον πρός ἑαυτό ἕκαστον ἤ πρός ἄλληλα ἔχοντα). Εάν δε έκαστον προς εαυτό έχει αδιαστάτως καί άμέσως —διότι πώς όχι;— πώς θα έχουν εμμέσως προς άλληλα;
Όταν δε ζητούμε την αιτία της αρρήτου εκείνης και υπέρ πάντα νουν προς άλληλα σχέσεως και της υπερβάλλουσας συμφυΐας και της απερινοήτου και αφθέγκτου (αφράστου) περιχωρήσεως, αυτόν τον Πατέρα ευρίσκουμε πάλι και κηρύττουμε, αυτόν ένωσιν, αυτόν σύνδεσμον, αυτόν Πατέρα και προβολέα και συνοχέα του γεννήματος και του προβλήματος˙ και ούτω μέσον και αρχήν αυτών εκείνον θέτουμε.
Από όποιον δε εξ αυτών, δηλαδή Υιού και Πνεύματος, δούμε να φανερώνεται σε εμάς οικονομικώς ο άλλος Παράκλητος, αμέσως δι’ αυτού αναγόμεθα στην πρώτη και μόνην αρχήν˙ διότι πέμπων ή δίδων το Πνεύμα ο Υιός, από που έχει τούτο, αν όχι από την πρώτη και μόνη αρχή; Επομένως στέλλει και δίδει ούτως, ως έχων αυτό υφιστάμενο εκ του Πατρός, αλλά όχι ως συνεκπορεύων ο ίδιος και φέρων εις ύπαρξιν˙ και πέμπων και δίδων δεικνύει σε εμάς ακριβώς τούτο: ότι, είναι μεν δικό μου (ὡς ἐμοῦ μέν ἔστιν), αλλά εκ του Πατρός, όχι εξ εμού.
27. Τούτο δε εννόησε και ο πολύς στη θεολογία, και πράγματι μέγας Αθανάσιος, μάλλον δε φωτισθείς και μεταβιβάσας εις ημάς δια του λόγου το φώς, λέγει σε μία από τις Προς Σεραπίωνα επιστολές: «αφού ένας είναι ο Υιός, ο ζών Λόγος, μία πρέπει να είναι και πλήρης η αγιαστική και φωτιστική ζωή, ως ενέργεια και δωρεά αυτού˙ αύτη δε λέγεται ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή εκλάμπει και αποστέλλεται παρά τοῦ Λόγου τοῦ ἐκ Πατρός. "Διότι τόσον ηγάπησε ο Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν", ο δε Υἱός το Πνεῦμα ἀποστέλλει».
Τούτο δε είναι εκείνο το όποιον έχει λεχθεί λίγο νωρίτερα υπό του επωνύμου της θεολογίας Γρηγορίου, πως ό,τι ταπεινότερο λέγεται περί του θείου Πνεύματος, το χάρισμα, το δώρημα και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, πρέπει να αναχθεί επί την πρώτη αιτία, για να δειχθεί το ἐξ οὗ (δηλ. το πρόσωπο εκ του όποιου εκπορεύεται). Ο μέγας Αθανάσιος, αφού είπε εδώ το άγιον Πνεύμα ταπεινότερο ως δωρεά και ενέργεια του Λόγου και αφού έδειξε ότι εδώ δεν ομιλεί περί της υπάρξεως ούτε περί της υποστάσεως τού Πνεύματος (διότι η ενέργεια ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, το δε Πνεύμα το άγιο είναι παρεκτικό και μεταδοτικό των δωρεών αυτού)˙ αφού λοιπόν φανέρωσε σαφώς ότι δεν ομιλεί περί της προαιώνιου εκπορεύσεως, προσέθεσε ότι «παρά τοῦ Λόγου τοῦ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκλάμπει καί ἀποστέλλεται».
28. Τί λοιπόν; Δια του εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του Λόγου νοούμε ότι εκπορεύεται εξ αυτού; Άπαγε, λέγει, διότι βάλλεις πολύ μακριά από τον στόχο. Νοούμε και λέγουμε ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή παρά του Υιού δίδεται και αποστέλλεται. Ο Υιός, έχων από εκεί συνυπάρχον προ αιώνων το άγιο Πνεύμα, τώρα το αποστέλλει και το δίδει προς εμάς. Επειδή δε η δόσις είναι έλλαμψις (και τούτο γνωρίζουν οι μυημένοι, ὅσοι λαμπρότητα Θεοῦ καί εἶδον καί ἔπαθον, ὅσοι τήν δόξαν τοῦ Κυρίου εἶδον «ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», όσοι περιηυγάσθησαν επί του όρους με το φώς της θεότητος, επιπλέον δέ και οι πιστεύσαντες εις αυτούς σταθερώς), επειδή λοιπόν η δόσις είναι έλλαμψις, αντί του δίδεσθαι και αποστέλλεσθαι παρά του Υιού, είπε εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του Υιού. Και τούτο δεικνύει ακόμη σαφέστερα με την κατασκευή του λόγου˙ διότι λέγει: «ὁ μέν γάρ Θεός καί Πατήρ τόν Υἱόν ἔδωκεν ὑπέρ ἡμῶν˙ ὁ δέ Υἱός, τό Πνεῦμα».
ΕΔΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΙΑ.
ἡμῖν εἷς Θεός, ὅτι πρός ἕν αἴτιον τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει», οὐ τό ἐξ αὐτῶν λέγων ἐκ Θεοῦ τόν Υἱόν, καί Θεόν ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διά μέσου δέ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ, οὐ Θεόν ὑφιστάμενον δοξάζει, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλά τά κτιστά˙
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ.
α) Και για αυτό λέγει, «για εμάς εις Θεός, διότι τα εξ αυτού έχουν την αναφορά προς εν αίτιον», δεν λέγει το εξ αυτών εκ Θεού τον Υιόν, και Θεόν εκ Θεού το Πνεύμα το Άγιον. Διά μέσου δε Θεού εκ του Θεού δεν δέχεται Θεόν υφιστάμενον -απαγε της βλασφημίας- αλλά τα κτιστά. Καθ’ όμοιον τρόπον τοποθετεί ως πρώτον αίτιον τον Πατέρα λέγων στον δεύτερον Ειρηνικό λόγο του ότι «όσον πολυτιμότερος των κτισμάτων είναι ο Θεός, τόσον μεγαλοπρεπέστερο είναι εις την πρώτη αιτία να είναι αρχή θεότητος παρά κτισμάτων και διά μέσης θεότητος να έρχεται εις τα κτίσματα».
25. Και δεν αισχύνεσαι να κηρύττεις σαφώς δύο αρχές, καθώς δογματίζεις ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ του Πατρός και του Υιού, την δε τρίτη αφήνεις να συναχθεί από όσα λέγεις. Εάν πράγματι για το ότι πέμπεται παρά του Υιού εκπορεύεται και εξ αυτού, πέμπει δε και το Πνεύμα τον Υιό, όχι μόνο ως άνθρωπο, αλλά και ως Θεό, όπως έχει δειχθεί ανωτέρω, αλλά και τον Πατέρα (πέμπει) ο Υιός και το Πνεύμα, όπως αντιλαμβάνεται ο χρυσούς θεολόγος Ιωάννης εξηγώντας το προφητικό εκείνο, «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Ιδού λοιπόν ότι κατ' εσέ και το Πνεύμα είναι αρχή, και εκ του Πατρός και του Πνεύματος ο Υιός ή γεννάται ή εκπορεύεται.
Παραλείπω πράγματι να αναφέρω τον Πατέρα, έστω και αν από την λατινική καινοφωνία και τούτο συνάγεται, φοβούμενος το μέγεθος της υπερβολής. Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι δεν στερούνται της προς το κακόν υπερβολής και τα άλλα συναγόμενα άτοπα˙ διότι αποδεικνύεται ότι αλληλοαναιρούνται, εάν διά της αποστολής νοήσουμε την εκπόρευση ή την γέννησή. Εάν πράγματι κατά την αποστολή νοήσουμε ταύτα, τότε έκαστο τούτων δεν είναι τρόπος υπάρξεως, έστω και αν είναι προαιώνια˙ εάν δε κατά την προαιώνια εκπόρευση και γέννηση νοήσουμε την προς εμάς αποστολή, τότε θα είναι αποστολή προς εμάς άχρονος και αΐδιος παρά χρονική ύπαρξις του Υιού και του Πνεύματος.
Πρέπει δε ο συνετός ακροατής να προσέξει και τούτο, ότι ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος συναρίθμησε και το αποστέλλεσθαι στα περί του Πνεύματος ταπεινότερα λεγόμενα˙ το δε εκπορεύεσθαι είναι μέγα και επάνω από το μέγα. «Εάν πράγματι είναι μέγα για τον Πατέρα το να μην ορμάται από πουθενά, δεν είναι μικρότερο για το Πνεύμα το να εκπορεύεται εκ τοιούτου Πατρός». Δεν είναι άρα το ίδιο αποστολή και εκπόρευση. Διότι η μεν αποστολή φανερώνει την πρόθεση της προς εμάς συγκαταθέσεως˙ η δε εκπόρευση είναι όνομα της καθ᾿ ἑαυτό παρά Πατρός ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος. Και η μεν μία είναι αυτή κατά την οποία εμείς μετέχουμε του ευ είναι, η δε άλλη παριστά το Άγιο Πνεύμα, φύσει συνημμένο ομοτίμως προς τον Πατέρα, το κατά την υπόσταση μόνον διαφέρον αυτού και του Υιού.
26. Εσύ δε (ο λατινόφρων), βλέποντας ότι εξαιτίας των καινοτομιών στους λόγους σου ακολουθεί ο μερισμός (η διαίρεση) του Θεού (διότι τί διαφορά υπάρχει στο προσεχές και του μακράν ή πλησίον μερισμού;), για να ξεφύγεις λοιπόν πάλι από ό,τι κατασκευάζεις, δημιουργείς πολύ το ενδιάμεσο με τις δικές σου θεολογίες.
Εμείς δε και σε αυτούς που γράφουν εν Πνεύματι έχουμε δει Θεού μυστήρια και πιστεύομε και κηρύττουμε ότι ευρισκόμενα εντός αλλήλων (ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα) χωρούν αμιγώς δια μέσου αλλήλων (δι᾿ ἀλλήλων ἀμιγῶς χωροῦντα) και δεν έχουν έκαστον προς εαυτό περισσότερο από όσον προς άλληλα (οὐ μᾶλλον πρός ἑαυτό ἕκαστον ἤ πρός ἄλληλα ἔχοντα). Εάν δε έκαστον προς εαυτό έχει αδιαστάτως καί άμέσως —διότι πώς όχι;— πώς θα έχουν εμμέσως προς άλληλα;
Όταν δε ζητούμε την αιτία της αρρήτου εκείνης και υπέρ πάντα νουν προς άλληλα σχέσεως και της υπερβάλλουσας συμφυΐας και της απερινοήτου και αφθέγκτου (αφράστου) περιχωρήσεως, αυτόν τον Πατέρα ευρίσκουμε πάλι και κηρύττουμε, αυτόν ένωσιν, αυτόν σύνδεσμον, αυτόν Πατέρα και προβολέα και συνοχέα του γεννήματος και του προβλήματος˙ και ούτω μέσον και αρχήν αυτών εκείνον θέτουμε.
Από όποιον δε εξ αυτών, δηλαδή Υιού και Πνεύματος, δούμε να φανερώνεται σε εμάς οικονομικώς ο άλλος Παράκλητος, αμέσως δι’ αυτού αναγόμεθα στην πρώτη και μόνην αρχήν˙ διότι πέμπων ή δίδων το Πνεύμα ο Υιός, από που έχει τούτο, αν όχι από την πρώτη και μόνη αρχή; Επομένως στέλλει και δίδει ούτως, ως έχων αυτό υφιστάμενο εκ του Πατρός, αλλά όχι ως συνεκπορεύων ο ίδιος και φέρων εις ύπαρξιν˙ και πέμπων και δίδων δεικνύει σε εμάς ακριβώς τούτο: ότι, είναι μεν δικό μου (ὡς ἐμοῦ μέν ἔστιν), αλλά εκ του Πατρός, όχι εξ εμού.
27. Τούτο δε εννόησε και ο πολύς στη θεολογία, και πράγματι μέγας Αθανάσιος, μάλλον δε φωτισθείς και μεταβιβάσας εις ημάς δια του λόγου το φώς, λέγει σε μία από τις Προς Σεραπίωνα επιστολές: «αφού ένας είναι ο Υιός, ο ζών Λόγος, μία πρέπει να είναι και πλήρης η αγιαστική και φωτιστική ζωή, ως ενέργεια και δωρεά αυτού˙ αύτη δε λέγεται ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή εκλάμπει και αποστέλλεται παρά τοῦ Λόγου τοῦ ἐκ Πατρός. "Διότι τόσον ηγάπησε ο Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν", ο δε Υἱός το Πνεῦμα ἀποστέλλει».
Τούτο δε είναι εκείνο το όποιον έχει λεχθεί λίγο νωρίτερα υπό του επωνύμου της θεολογίας Γρηγορίου, πως ό,τι ταπεινότερο λέγεται περί του θείου Πνεύματος, το χάρισμα, το δώρημα και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, πρέπει να αναχθεί επί την πρώτη αιτία, για να δειχθεί το ἐξ οὗ (δηλ. το πρόσωπο εκ του όποιου εκπορεύεται). Ο μέγας Αθανάσιος, αφού είπε εδώ το άγιον Πνεύμα ταπεινότερο ως δωρεά και ενέργεια του Λόγου και αφού έδειξε ότι εδώ δεν ομιλεί περί της υπάρξεως ούτε περί της υποστάσεως τού Πνεύματος (διότι η ενέργεια ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, το δε Πνεύμα το άγιο είναι παρεκτικό και μεταδοτικό των δωρεών αυτού)˙ αφού λοιπόν φανέρωσε σαφώς ότι δεν ομιλεί περί της προαιώνιου εκπορεύσεως, προσέθεσε ότι «παρά τοῦ Λόγου τοῦ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκλάμπει καί ἀποστέλλεται».
28. Τί λοιπόν; Δια του εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του Λόγου νοούμε ότι εκπορεύεται εξ αυτού; Άπαγε, λέγει, διότι βάλλεις πολύ μακριά από τον στόχο. Νοούμε και λέγουμε ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή παρά του Υιού δίδεται και αποστέλλεται. Ο Υιός, έχων από εκεί συνυπάρχον προ αιώνων το άγιο Πνεύμα, τώρα το αποστέλλει και το δίδει προς εμάς. Επειδή δε η δόσις είναι έλλαμψις (και τούτο γνωρίζουν οι μυημένοι, ὅσοι λαμπρότητα Θεοῦ καί εἶδον καί ἔπαθον, ὅσοι τήν δόξαν τοῦ Κυρίου εἶδον «ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», όσοι περιηυγάσθησαν επί του όρους με το φώς της θεότητος, επιπλέον δέ και οι πιστεύσαντες εις αυτούς σταθερώς), επειδή λοιπόν η δόσις είναι έλλαμψις, αντί του δίδεσθαι και αποστέλλεσθαι παρά του Υιού, είπε εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του Υιού. Και τούτο δεικνύει ακόμη σαφέστερα με την κατασκευή του λόγου˙ διότι λέγει: «ὁ μέν γάρ Θεός καί Πατήρ τόν Υἱόν ἔδωκεν ὑπέρ ἡμῶν˙ ὁ δέ Υἱός, τό Πνεῦμα».
Αλλά βεβαίως, όπως η δόσις ή αποστολή του Υιού παρά του Πατρος υπέρ της σωτηρίας τού κόσμου δεν είναι γέννησις, πολύ περισσότερο μάλιστα η προαιώνιος γέννησις, έτσι ούτε η παρά του Υιού δόσις ή αποστολή του Αγίου Πνεύματος είναι εκπόρευσις, πολύ περισσότερο μάλιστα η προ των αιώνων -όχι γενομένη, άπαγε της βλασφημίας- εκπόρευσις, αλλά και προ τούτων υπάρχουσα και συνάναρχος με τον Πατέρα.
Δύναται λοιπόν να λέγει κανείς ακόμη ότι εξαιτίας της αποστολής το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και τού Υιού; Εγώ δεν το νομίζω, εκτός εάν θέλει σαφώς να θεομαχεί. Αλλά, λέγει, το Πνεύμα λέγεται και αυτού τού Υιού και δικό του. «Διότι εξαπέστειλε ο Θεός», λέγει ο Απόστολος, «τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, κρᾶζον˙ ἀββά, ὁ Πατήρ».
29. Εύγε˙ διότι εσύ, όποιος και αν είσαι, ο πρόσφατος αντίθετος, αφήνεις την πρόθεση "εξ", τώρα το "αὐτοῦ" προβάλλεις χωρίς αυτή. Ή μήπως από σένα, τον διαλεκτικό των απερινοήτων, νοείται και κατασκευάζεται από το "αὐτοῦ" το "εξ αὐτοῦ"; Πες μου λοιπόν, και συ ο ίδιος δεν είσαι σεαυτού; Κατά τούτο, νομίζω, θα αποδράσεις από εμάς. Πράγματι δεν μου φαίνεται ότι άκουσες τον λέγοντα, «γενοῦ σεαυτοῦ ἄνθρωπε (γίνε του εαυτού σου, άνθρωπε)». Διότι, αν άκουγες και υπάκουγες, θα έστεργες τα παραδεδομένα περί Θεού και δεν θα επιχειρούσες τα υπέρ άνθρωπον να τα αμφισβητήσεις με λόγους και πράγματα, και μάλιστα καινοτομώντας. Αλλά αν ο άνθρωπος ήταν εαυτού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν εξ εαυτού κατά σε. Πως δεν λέγομεν τον Υιόν του Πνεύματος, λέγει, είναι εύλογο˙ διότι θα εφαίνετο Πατήρ το Πνεύμα, καθώς και ο Υιός θα εισήγαγε στη διάνοια τον Πατέρα.
Γι' αυτό λοιπόν Υιόν μεν Πνεύματος δεν λέγουμε, για να μην φανεί εκ του Πνεύματος, Υιού δε Πνεύμα λέγουμε, αλλ’ όχι δια τούτο και εκ του Υιού˙ διότι Πνεύμα αυτού λέγεται, όχι ως εξ αυτού, αλλά ως ἐν αὐτῷ ὄν.
Kαι τούτο διδάξου από τον απόστολο, ο όποιος λέγει, «κανείς δεν γνωρίζει τα του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το υπάρχον εις αυτόν (τό ἐν αὐτῷ)». Όπως λοιπόν πνεύμα μεν ανθρώπου λέγεται, αλλά όχι ως προερχόμενον από τον άνθρωπο, αλλά ως ευρισκόμενο εις τον άνθρωπον (ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὄν), έτσι και το θείο Πνεύμα καλείται του Υιού, αλλά όχι ως εκ του Υιού προερχόμενο, αλλά ως υπάρχον εις τον Υιόν φυσικώς εξ αϊδιότητος και διέφυγε από τις ανάγκες των συλλογισμών οι όποιοι σου φαίνονται αναπόφευκτοι.
Πράγματι ο λατινόφρων συλλογιζόμενος κατά διαίρεσιν λέγει: «επειδή το Πνεύμα είναι του Υιού, είναι ή ως χορηγούμενο δι' αυτού ή ως ομοούσιο ή ως εξ αυτού εκπορευόμενο. Και ως χορηγούμενο μεν δεν είναι διότι το μεν Πνεύμα του Υιού υπάρχει προαιωνίως, η δε χορή- γησις είναι κάτι το υστερογενές. Ούτε ως ομοούσιο˙ διότι θα ελέγετο και ο Υιός του Πνεύματος. Υπολείπεται λοιπόν το Πνεύμα να είναι και να λέγεται του Υιού ως εκπορευόμενο εξ αυτού». Τί λοιπόν; Αν φανεί κάτι έξω από αυτήν την διαίρεσιν, κατά το όποιον το Πνεύμα θα ελέγετο του Υιού, αυτός ο εκ διαιρέσεως καθ’ υπόθεσιν συλλογισμός δεν θα εγίνετο εντελώς ασυλλόγιστος;
Είναι πράγματι του Υιού το Πνεύμα ως εκπορευόμενο ἐξ αἰώνων καί εἰς αἰῶνας εκ του Πατρός και υπάρχον φυσικώς εις τον Υιό και αναπαυόμενο˙ και για αυτό λέγεται μεν Πνεύμα του Υιού, δεν λέγεται δε εκ του Υιού. Και ο νους του ανθρώπου εκ του θεού έχει δημιουργηθεί και εις αυτόν υπάρχει, δηλαδή εις τον άνθρωπο˙ και νους μεν ανθρώπου λέγεται, άνθρωπος δε του νου δεν λέγεται αλλά ούτε εξ ανθρώπου λέγεται ο νους, βεβαίως ως προς την ουσίαν, διότι τώρα δεν γίνεται λόγος περί ενεργείας. Άρα το Πνεύμα δεν είναι εκ του Υιού, εκτός εάν Πνεύμα ειπείς την χάριν και την ενέργειαν˙ διότι και τον νουν, όταν η λέξις σημαίνει την ενέργεια, θα τον έλεγες εκ του ανθρώπου, ως εκφαινόμενο και μεταδιδόμενο.
30. Θα μπορούσε δε να δει κανείς τους θεολόγους και έχοντες νουν να λέγουν ότι το άγιον Πνεύμα είναι του Χριστού διότι ο θείος Κύριλλος στο τέταρτο κεφάλαιο των Θησαυρών λέγει «ότι νους υπάρχον του Χριστού, πάντα τα ἐν αὐτῷ διαλέγεται στους μαθητές». Όπως λοιπόν στην περίπτωσί μας ο νους είναι του ανθρώπου και κατ' ουσίαν και κατ’ ενέργειαν, και κατ' ουσίαν μεν ο νους είναι αυτού αλλ’ όχι εξ αυτού, κατ’ ενέργειαν δε και αυτού είναι και εξ αυτού, έτσι και το Πνεύμα το άγιον είναι του Χριστού ως Θεού και κατ’ ουσίαν και κατ’ ενέργειαν. Αλλά κατά μεν την ουσία και την υπόστασιν είναι αυτού, αλλ’ όχι εξ αυτού˙ κατά δε την ενέργεια και αυτού είναι και εξ αυτού. Οι δε Λατίνοι, λέγοντες του Υιού το Πνεύμα, αλλ’ όχι και του Υιού μεν όχι εκ του Υιού δε, αναιρούν και αθετούν την ιδία την ουσία και την υπόσταση του παναγίου Πνεύματος.
31. Το μεν συμπέρασμα λοιπόν εκ διαιρέσεως του λατινικού καθ’ υπόθεσιν συλλογισμού διαλυθεί τελείως και ανεχώρησε προς την ανυπαρξία, μάλλον δε προς το εντελώς αντίθετο. Αν δε δει κανείς και τα αναιρούμενα από αυτόν τον Λατίνον, για να δειχθεί εξ ανάγκης το εν απερίτρεπτον, θα τον δει φανερώς αντίθετο προς τους αγίους˙ διότι, λέγει, «Το Πνεύμα είναι και λέγεται του Υιού, όχι ως χορηγούμενο ή φαινόμενο δι' αυτού (επειδή βέβαια το μεν Πνεύμα είναι ανάρχως του Υιού, η δε χορήγησις δεν είναι άναρχος) ούτε ως ομοούσιο˙ διότι τότε θα ελέγετο και ο Υιός του Πνεύματος».
Αλλά ο μέγας Βασίλειος, του οποίου η απλή ρήσης είναι πολύ ισχυρότερα των λατινικών συλλογισμών και διαιρέσεων, λέγει στην πραγματεία "Περί αγίου Πνεύματος": «το ότι δι' Υιού το Πνεύμα φαίνεται κατέστησε σαφές ο απόστολος, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού». Βλέπεις ότι το Πνεύμα λέγεται Χριστού ως χορηγούμενο και φαινόμενο παρ’ αυτού; Πνεύμα λοιπόν είναι και λέγεται Υιού ανάρχως˙ αλλά και αυτήν την δύναμη της χορηγίας έχει ο Υιός ανάρχως˙ διότι εκεί δεν υπάρχει καμία πρόσληψις ή αφαίρεσης, ως ευρισκόμενα δε υπό χρόνο τα λαμβάνοντα, έλαβαν την χορηγία χρονικώς.
Αλλά και ως ὁμοφυές καί ὁμοούσιον θα μπορούσε να λεχθεί το Πνεύμα του Υιού, όπως ο ίδιος Μέγας Βασίλειος στο δέκατο όγδοο κεφάλαιο της πραγματείας Προς Αμφιλόχιον λέγει: «Πνεύμα Χρίστου λέγεται ως κατά φύσιν ᾠκειωμένον αὐτῷ». Και ο θείος Κύριλλος στην αγωνιστική ομιλία του Περί του Αγίου Πνεύματος λέγει: «το άγιο Πνεύμα, όπως κατ’ ουσίαν υπάρχει του Θεού και Πατρός, έτσι είναι κατ’ ουσίαν και του Υιού, ὡς μετά τοῦ Υἱοῦ οὐσιωδῶς γεννηθέντος, ἐκ τοῦ Πατρός ἀφράστως ἐκπορευόμενον». Και στην εξήγηση του Κατά Λουκάν ευαγγελίου λέγει, «όπως ο δάκτυλος εξαρτάται οπό την χείρα όχι ως ξένος προς αυτήν, αλλ' ως ευρισκόμενος σε αυτήν φυσικώς, έτσι και το άγιον Πνεύμα κατά τον λόγο της ομοουσιότητος είναι συνημμένο μεν εις ένωσιν με τον Υιό, εκπορεύεται δε εκ του Θεού και Πατρός». Το Πνεύμα λοιπόν θα μπορούσε να λεχθεί του Υιού και ως ομοφυές˙ δεν λέγεται δε και ο Υιός του Πνεύματος, για να μην θεωρηθεί Πατήρ το Πνεύμα.
32. Μου έρχεται επομένως να απορώ για την υπερβολική λατινική παράνοια, καθώς αναλογίζομαι ότι ενώ το Πνεύμα λέγεται του Υιού καθ’ όλους τους λεχθέντες τρόπους, κατά ένα μόνον δεν λέγεται, αυτοί αγνόησαν και αθέτησαν μεν όλους εκείνους δυσσεβώς, πρόσεξαν δε τον μη λεχθέντα και μάλιστα δυσσεβώς, και δογμάτισαν ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξη εκ του Υιού, εφ’ όσον είναι και λέγεται του Υιού. Αλλά για να στηρίξουμε σε βέβαια βάση τους περί τούτου συλλογισμούς, επιβεβαιώνοντας αυτούς με σαφέστατο και θεόπνευστο λόγο, γνωρίζεις τον Ιωάννη τον εκ Δαμασκού πυρσεύσαντα και περιαυγάσαντα όλη την οικουμένη με φώς θεογνωσίας. Δεν λέγει αυτός καθαρώτατα «ότι Πνεύμα μεν Υιού λέγουμε, εκ δε του Υιού δεν λέγουμε»;
«Ναι, απαντά (ο λατινόφρων), και δεν έχω να πω ότι αυτός δεν είπε αυτό, αλλά έχω να πω ότι δεν λέγεται εκ του Υιού ως προς το πρώτον αίτιον».
Βαβαί! Υπάρχει λοιπόν και άλλο αίτιον στην θεότητα πλην του πρώτου; Τούτο πράγματι έχει λεχθεί από τους πατέρες για εμάς τους κτιστούς και εδώ έχει λόγον επί του αιτίου το πρώτον, διότι και ο Υιός και το Πνεύμα είναι συναίτιοι. Γι' αυτό ο μέγας Βασίλειος είπε τον Πατέρα προκαταρκτικόν αίτιον. Όπως Πατήρ μεν είναι κυρίως του μονογενούς, λέγεται δε και για εμάς οι οποίοι δεν γεννηθήκαμε αλλά δημιουργηθήκαμε υπ' αυτού, έτσι πάλι λέγεται πρώτον αίτιον για εμάς κυριολεκτικώς˙ λέγεται δε και εκεί υπό των θεολόγων ως δεικτικό της υποστάσεως του Πατρός, αλλά όχι και σαν να είναι συναίτιος και ο Υιός επί της θεότητος.
33. Το προκαταρκτικόν λοιπόν και πρώτον αίτιον δεν ισχύει επί του ανάρχου Πνεύματος, άπαγε της βλασφημίας, αλλ’ επί εκείνων οι οποίοι έλαβαν έγχρονον αρχή, επί των όποιων είναι και ο Υιός συναίτιος με τον Πατέρα. Αλλά βεβαίως για εκείνα των όποιων κυρίως αίτιος είναι ο Πατήρ, τα κτίσματα δηλαδή, δεν είναι ευσεβές να πούμε ότι την κτίσιν λέγομε μεν του Υιού, δεν λέγομε δε εκ του Υιού. Εάν λοιπόν και επί του άκτιστου Πνεύματος ο Πατήρ ήταν πρώτον αίτιον, σαν να ήταν και ο Υιός συναίτιος, θα ήταν ασεβές να πούμε ότι δεν λέγομεν εκ του Υιού. Επειδή δε o λέγων τούτο δεν είναι μόνον ευσεβής, αλλά και συναρίθμιος των αγίων, άρα είναι δυσσεβής ο λέγων συναίτιον επί του Πνεύματος τον Υιό με τον Πατέρα και με αυτό πρώτον αίτιον επί της υψίστης Τριάδος τον Πατέρα. Γι' αυτό καλείται ο Πατήρ για εμάς τους γενομένους διά του Υιού, διό (γι' αυτό) και εκάτερος (ο καθένας από τους δύο) είναι ποιητής ημών, ασφαλώς δε και Πατήρ˙ και αν εις (ένας) και για μας λέγεται ποιητής και Πατήρ ο Πατήρ μετά του Υιού, τούτο γίνεται υπό την έννοια ότι κατέχουν μίαν και την αυτήν δημιουργική δύναμη. Εκεί δε παντού και πάντως εις είναι Πατήρ, εις αίτιος· διότι δεν υπάρχει σε αμφότερα το γόνιμο, αλλά μία πηγαία θεότης, ο Πατήρ. Πού λοιπόν εκεί χωρεί καθόλου το πρώτον αίτιον; σαν να είναι συναίτιον και το αιτιατόν; Ασεβής ο λόγος˙ ας ριφθεί εις τους κόρακες, μη τυχόν σε καταστήσει σύντροφο των νοητών κοράκων.
Πώς λοιπόν ο σοφός αυτός πάνω από τον καθένα εις τα θεία Ιωάννης (ο Δαμασκηνός), και μάλιστα εκθέτοντας με ακρίβεια την ασφαλή περί Θεού δόξα, θα προέβαλλε απροσδιορίστως αυτό που έχει ανάγκη προσδιορισμού; Ποιο δε από τα αφρόνως παρά των κακοδόξων λεχθέντα δεν θα συμβεί, εάν δεχθούμε ότι προσδιορίζει τα απροσδιορίστως περί της τρισυποστάτου θεότητος εκπεφρασμένα; Επειδή δηλαδή Πνεύμα είναι ο Θεός, και έκαστον των τριών χωριστά λέγεται Πνεύμα. Εάν λοιπόν κανείς καινοτομώντας έλεγε ότι ο Υιός είναι εκ του Πνεύματος, επειδή Θεός ο Υιός και εκ Θεού, Πνεύμα δε είναι ο Θεός, έπειτα εμείς θα αντιλέγαμε ότι λέγεται μεν Θεός Πνεύμα και Θεού Πνεύμα, Θεός δε εκ Πνεύματος δεν λέγεται, άραγε θα μπορούσε να λέγει ότι ως προς το πρώτον αίτιον δεν λέγεται; Βεβαίως και όχι.
34. Εάν δε τολμούσε κανείς να πει τον Υιό μη δημιουργό, άραγε εμείς θα τον δικαιώναμε λέγοντες ότι ως προς τον πρώτον αίτιον λέγει ότι δεν είναι δημιουργός ο Υιός; Άπαγε. Αν δε εμείς λέγαμε ευσεβώς ότι "δεν υπήρχε χρόνος κατά τον όποιον δεν υπήρχε ο Υιός", τότε όποιος προσδιορίζων έλεγε ότι τούτο δεν σημαίνει αιωνίως αλλά χρονικώς, με την αντίληψη ότι η φράση περιλαμβάνει τον χρόνο μόνον αλλά όχι και τον αιώνα, δεν θα άκουγε ευθύς από εμάς, ότι αυτό το όποιο λέγεις, άνθρωπέ, είναι σαφής αθέτηση των ομολογουμένων και διαστροφή των ευσεβώς κειμένων; Έτσι πάσης δυσσεβείας είναι αφορμή και αρχή και ρίζα και πηγή το να προσδιορίζουμε τα θεολογημένα από τούς θεοφόρους πατέρες ημών απροσδιορίστως. Και αυτό μόνο είναι σχεδόν εκείνο το όποιο, κατά την παροιμία αναμιγνύει τα άμεικτα, συγκλώθει τα ασύγκλωστα και τα μεταξύ τους πολέμια, την ευσέβεια και την ασέβεια, και τους κατέχοντες το καθένα από τα δύο τους δείχνει απατηλώς να μη έχουν καμιά αντίθεσιν. Τόση πολλή δε κατάχρηση τούτου κάνουν οι Λατίνοι, ώστε και όταν ακούσουν τους θεολογούντες απροσδιορίστως ότι μόνος ο Πατήρ είναι αρχή και ρίζα και πηγή της θεότητος, αυτοί όλα αυτά τα προσδιορίζουν (μάλλον δε δια του προσδιορισμού δολίως αντιδογματίζουν προς αυτούς), μολονότι έπρεπε να συμφωνούν με όλες τις εκφράσεις των θεοσόφων θεολόγων, οι οποίες αλλού μεν λέγουν ότι το Πνεύμα είναι εκ μόνου του Πατρός, γι' αυτό και μόνον αίτιον και πηγήν θεότητος τον Πατέρα, άλλου δε πάλι ότι πρέπει να συνάγωμεν το Πνεύμα εκ του Υιού εις εν και να φρονούμε ευσεβώς ότι τούτο προέρχεται εκ μόνου του Πατρός, αλλά όχι και εκ του Υιού.
35. Οι δε συνάπτοντες τα δύο ή προφασισμένοι το πρώτον αίτιον ανασκευάζουν και το ένα και το άλλο, λέγοντες ότι, όπως ενίοτε μόνος αληθινός Θεός λέγεται ο Πατήρ, και του Υιού όντος αληθινού Θεού και αγαθού, έτσι και μόνον ο Πατήρ λέγεται πηγή και αίτιος θεότητος ως πρώτος˙ και τίποτε δεν εμποδίζει να είναι και ο Υιός αίτιος θεότητος. Δεν αντιλαμβάνονται δε ότι με αυτό καταβιβάζουν σε κτίσμα και τον Υιό, κυρίως δε το άγιο Πνεύμα. Διότι όταν λέγωμεν ότι μόνον ο Πατήρ είναι αληθινός Θεός, δεν αντιδιαστέλλουμε προς άλληλα τα άκτιστα, ούτε απλώς τότε διαχωρίζουμε τον Πατέρα από τα κτίσματα, αλλά την μόνην εις τρεις υποστάσεις υφισταμένη φύσιν. Εάν λοιπόν έτσι λέγομε και εάν μόνος αίτιος θεότητος ο Πατήρ, αφού επ’ αυτού λέγομε ότι είναι μόνος αγαθός, το Άγιο Πνεύμα ως μη αίτιον της θεότητος κατ’ αυτούς (τους Λατίνους) θα συγκαταλέγεται με τα κτιστά.
Και βεβαίως, εφ’ όσον ως πρώτος και ως προκαταρκτικό αίτιον ενίοτε λέγεται μόνος ο Πατήρ, ωσάν να είναι και ο Υιός συναίτιος και συμμέτοχος με τον Πατέρα δι' εκείνα, ενίοτε όχι μόνον ο Πατήρ μόνον λέγεται αληθινός Θεός και μόνος δημιουργός και μόνος αγαθός και τα παρόμοια, αλλ’ ενίοτε θα ελέγετο και ο Υιός μόνος˙ και όχι μόνος ο Υιός αλλά και το Πνεύμα. Επειδή δηλαδή το "μόνος" τούτο αντιδιαστέλλει την άκτιστον φύσιν από τα κτιστά, η δε άκτιστος φύσις είναι τρισυπόστατος και όλη υφίσταται αμερώς σε εκάστη υπόσταση, με όποιαν από τις τρεις εμφύτους υποστάσεις την καλέσεις, όλη την τρισυπόστατη φύσιν λέγεις.
36. Άραγε λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ή μάλλον έχει ακουσθεί ποτέ να πει κανείς και τούτο, ότι μόνος ο Υιός είναι αίτιος και πηγή της θεότητος του Πνεύματος, όπως λέγομε ευσεβώς ότι μόνος ο Χριστός είναι ο επί πάντων Θεός; Ή και το ίδιον το Πνεύμα είναι μόνον αίτιον και πηγή θεότητος, το όποιον κατά τούς Λατίνους δεν είναι καθόλου αίτιον θεότητος; Μολονότι και τούτο θα ήταν από τα εύλογα, εάν ο Πατήρ ελέγετο μόνος αίτιος της θεότητος κατά τέτοιον τρόπον, ώστε και ο Υιός να είναι συναίτιος.
Είναι λοιπόν φανερό, μάλλον δε ολοφάνερο ότι το «μόνος», όταν λέγεται επί των υποστατικών σχέσεων δεν διαστέλλει τα κτιστά από τα άκτιστα, αλλά μίαν των ακτίστων υποστάσεων από τις άλλες. Ποιος δε δεν γνωρίζει ότι το αίτιον επί της θεότητος είναι υποστατικό; Επομένως, εάν μόνος ο Πατήρ είναι αίτιος και μόνος αρχή και πηγή θεότητος, τότε καμία άλλη από τις θείες υποστάσεις δεν είναι αιτία και αρχή και πηγή θεότητος. Αλλ’ όμως, εάν το αίτιον επί της θεότητος κατά τους Λατίνους υφίσταται σε δύο πρόσωπα, τίποτε δεν εμποδίζει να λέγουν μόνον τον Πατέρα αίτιον˙ και ενώ το αιτιατό υφίσταται εις δύο πρόσωπα, τίποτε δεν θα εμποδίσει να λέγουν ότι μόνον το άγιο Πνεύμα είναι αιτιατό ή μόνον ο Υιός, πράγμα το όποιο κανείς ποτέ ούτε από τους αιρετικούς δεν ετόλμησε να πει.
Και όμως, εάν επιτρέψουμε να προσδιορισθούν τα θεολογημένα από τους αγίους απροσδιορίστως, και τούτο θα μπορούσε να κατασκευαστεί ευχερώς από τον κάθε βουλόμενο˙ αλλά αυτός, αν δεν μεταμεληθεί, θα υποβληθεί ευθύς αμέσως εις το ανάθεμα. Διότι λέγει ο απόστολος «αν κανείς κηρύττει διαφορετικό από εμάς ευαγγέλιο, ας είναι ανάθεμα». Τί δε λέγεις εσύ, ο οποίος ισχυρίζεσαι ότι το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού και γι' αυτό προσδιορίζεις τα απροσδιορίστως θεολογημένα από τους αγίους και με τον προσδιορισμό αντιλέγεις δολίως εις τον θεολογούντα (Δαμασκηνό) να μην λέγεται και εκ του Υιού το Πνεύμα; Άραγε μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι σχεδόν όμοιος σε όλα με αυτόν τον ένοχο; «Έχω λέγει να σου αποδείξω ότι πολλοί θεολόγοι αντιτίθενται σε αυτή την θεολογία του Δαμασκηνού και επιτρέπουν να δεχόμεθα ότι το ἐκπορεύειν είναι και του Υιού».
37. Αλίμονο! Υπάρχει εναντιότης μεταξύ των θεολόγων, και μάλιστα επί των αναγκαιοτάτων ζητημάτων, από τα οποία εξαρτάται όλη η πίστη μας; Είναι δυνατόν να είναι θεολογίες οι αντιτιθέμενες αυτές απόψεις ή θεολόγοι οι παρουσιάζοντες αυτές; Κάθε άλλο. Επομένως, κατά σε ή τον Δαμασκηνό ή εκείνους θα διαγράψουμε από τον χορό των ορθοδόξων. Τί λοιπόν; Αφού έτσι έχουν τα ευαγγελικά και αποστολικά λόγια και έτσι διευκρινίζουν τα σχετικά με το Πνεύμα, όπως αποδείξαμε προηγουμένως, δεν πρέπει κατά πάντα τρόπον, να συμβιβάσουμε την φαινόμενη διαφωνία με την φανερωμένη δι' αυτών ευσεβή έννοια; Αν δε δεν μπορούμε να συμβιβάσουμε κάποιο από τα πατερικά λόγια προς εκείνην την έννοια, δεν θα το αφήσουμε με την σκέψη ότι δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε, και θα συνεχίσουμε με τον ίδιο βαθμό να διατηρούμε την ομολογημένη ευσέβεια; Είναι σε όλους φανερό ότι πρέπει με κάθε τρόπο να προσέξουμε τις διακηρυσσόμενες έννοιες υπό των ευαγγελικών και αποστολικών ρημάτων της ευσέβειας.
Ας επιχειρήσουμε όμως να αναδείξουμε ομόδοξες προς αυτές τις έννοιες (της ορθόδοξης ευσεβείας) εκείνες τις πατερικές φωνές που οι Λατίνοι προτείνουν υπέρ των απόψεών τους. Και αν μεν επιτύχουμε να διαλύσουμε επαρκώς την φαινομενική αντίθεση, αυτό θα συμβεί χάρη στον Θεό, ο οποίος παρέσχε γνώση συνήγορον περί της εις αυτόν αληθείας και σε εμάς που βρισκόμαστε στα έσχατα άκρα της άγνοιας απομακρυσμένοι από την απαθή ζωή. Εάν όμως δεν μπορέσουμε να αποδώσουμε τον λόγον τούτον κατά πάντα, όποιος είναι τέλειος και σοφός κατά τα θεία και πνευματικά εν Χριστώ, αφού αποδεχθεί την προαίρεση μας, έχοντες ένθερμο ζήλο ως μαθητές, ας μας διδάξει αυτός ο ίδιος τον καλύτερον λόγον και αναπληρώνοντας την αδυναμία μας ας κατανικήσει με τελειότερο τρόπο αυτούς που προσπαθούν να συναγάγουν από τις πατερικές φωνές τα αντίθετα προς την ευσέβεια.
38. Πες λοιπόν, ποιοι είναι οι θεολόγοι και ποια τα λεχθέντα από εκείνους. Διότι είναι από τα αδύνατα να μη συμφωνούν μεταξύ των όλοι οι θεοφόροι και με τον Χριστόν τον Θεό των θεοφόρων, ενώ μία είναι σε αυτούς η επίπνοια εκ του ενός Πνεύματος του Χριστού. Εκτός δε τούτου ο Δαμασκηνός είναι έπειτα από όλους σχεδόν εκείνους και εδιδάχθη από όλους εκείνους και μαρτυρεί ο ίδιος την συμφωνία με εκείνους με το να σημειώνει όχι "λέγω" αλλά "λέγομεν" και δι’ εαυτού παριστάνει σε εμάς να μη λέγουν και εκείνοι πουθενά εκ του Υιού το Πνεύμα καθ’ ύπαρξιν. Σεις δε μου φαίνεται ότι, μη φθάνοντες στο ύψος της μεγαλονοίας των, σκέπτεσθε περί αυτών τοιαύτα. Βεβαίως και πρώτον αίτιον λέγεται ο Πατήρ από όλους, αλλ’ άκουσες πως λέγεται˙ και ο μέγας Αθανάσιος είπε ότι το άγιο Πνεύμα εκλάμπει παρά του Λόγου, αλλ’ άκουσες πως είπε˙ και εικόνα του μεν Πατρός τον Υιόν, του δε Υιού το Πνεύμα, λέγομεν, αλλ’ ακουσες πως λέγομεν˙ και πολλά άλλα καθαρώς εξέφρασαν, φαινομενικά υπέρ των απόψεών σας, αλλά συμφωνούντα σαφώς με εμάς και όχι με σάς. Θα δώσει δε το Πνεύμα λόγον και στα εξής δι' ανοίξεως του στόματός μας.
Αλλά ποιός είναι αυτός που λέει πως υπάρχει και στον Υιό το εκπορεύειν; Ο ίδιος ο Γρηγόριος, λέγουν, ο όποιος έχει επωνυμία το θεολογείν˙ διότι λέγει, «πάντα τα του Πατρός έχει ο Υιός, πλην της αγεννησίας». Επειδή λοιπόν έχει όλα τα του Πατρός πλην μόνης της αγεννησίας, πώς δεν θα έχει και το εκπορεύειν;
Όντως δεν είναι αυτοί (οι Λατίνοι) του Πνεύματος το όποιο ομιλεί σε αυτόν- τον Γρηγόριο˙ διότι αν ήταν, δεν θα απέδιδαν τέτοια ψεύδη στον άγιο, ο όποιος λέγει «και όσα ταπεινότερα λέγονται περί του Αγίου Πνεύματος παρά του Υιού λέγονται αναγόμενα κι αυτά στην πρώτη αιτία, για να δειχθεί από ποιον προέρχονται (το ἐξ οὗ)». Ποίος είναι λοιπόν η πρώτη αιτία; Δεν είναι μόνος ο Πατήρ; «Γιατί τα έχει όλα ο Υιός τα του Πατρός», λέει, «χωρίς την αιτία, το να είναι αίτιος δηλ. κι Αυτός (ο Υιός) της θεότητος». Γιατί κηρύττει πάντοτε ένα αίτιο και μιαν αρχή στον Θεό, τον αγέννητο Πατέρα, και Αυτόν γνωρίζει ως τον μοναδικό θεϊκό.
ΕΔΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΙΑ.
ἡμῖν εἷς Θεός, ὅτι πρός ἕν αἴτιον τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει», οὐ τό ἐξ αὐτῶν λέγων ἐκ Θεοῦ τόν Υἱόν, καί Θεόν ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διά μέσου δέ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ, οὐ Θεόν ὑφιστάμενον δοξάζει, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλά τά κτιστά˙
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ.
α) Και για αυτό λέγει, «για εμάς εις Θεός, διότι τα εξ αυτού έχουν την αναφορά προς εν αίτιον», δεν λέγει το εξ αυτών εκ Θεού τον Υιόν, και Θεόν εκ Θεού το Πνεύμα το Άγιον. Διά μέσου δε Θεού εκ του Θεού δεν δέχεται Θεόν υφιστάμενον -απαγε της βλασφημίας- αλλά τα κτιστά. Καθ’ όμοιον τρόπον τοποθετεί ως πρώτον αίτιον τον Πατέρα λέγων στον δεύτερον Ειρηνικό λόγο του ότι «όσον πολυτιμότερος των κτισμάτων είναι ο Θεός, τόσον μεγαλοπρεπέστερο είναι εις την πρώτη αιτία να είναι αρχή θεότητος παρά κτισμάτων και διά μέσης θεότητος να έρχεται εις τα κτίσματα».
β) Γι' αυτό και λέει, «ένας Θεός υπάρχει σε μας, γιατί σε ένα αίτιο αναφέρονται αυτά που προέρχονται απ' Αυτόν (τα εξ αυτού)», και δεν λέει μέ τό εξ αυτών ότι είναι απ' τον Θεό ο Υιός, [αλλά από έν αίτιον] ούτε πως είναι Θεός εκ Θεού το Πνεύμα το άγιον. Πιστεύει (δοξάζει) δε, όχι έναν Θεό που υφίσταται δια μέσου ενός Θεού απ' τον Θεό, μακριά από μάς αυτή η βλασφημία, αλλά ότι υφίστανται τα κτιστά μ' αυτόν τον τρόπο˙ γι' αυτό και ονομάζει πρώτον αίτιον (και όχι πρώτον Θεό) τον Πατέρα, λέγοντας και στο δεύτερο απ' τα Ειρηνικά ότι, «όσο είναι τιμιώτερος ο Θεός απ' τα κτίσματα, τόσο είναι και μεγαλοπρεπέστερο να είναι αρχή της θεότητας και όχι των κτισμάτων η πρώτη αιτία, και να φθάνη μέσα απ' τη θεότητα στα κτίσματα».
Μετάφραση Μερετάκης: [Και για αυτό λέγει, «για εμάς εις είναι Θεός, διότι τα εξ αυτού έχουν την αναφορά προς εν αίτιον», δεν λέγει το εξ αυτών ούτε ότι το εν αναφέρεται εις τα δύο, λέγει το Πνεύμα δεύτερον από τον Πατέρα, όπως και τον Υιόν, επίσης δε τον Υιόν Θεόν εκ Θεού και το άγιο Πνεύμα Θεόν εκ Θεού...].
ΣΧΟΛΙΟ: Περιέργως στήν μετάφραση τού Μερετάκη εμφανίζεται αρίθμηση. Η αρίθμηση διά τής οποίας ο Ζηζιούλας ονόμασε τόν Υιό δεύτερο Θεό καί αρνήθηκε τήν ταυτόχρονη ύπαρξη τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος ταυτίζοντας τήν Υπόσταση τού Πατρός μέ τόν Θεό. Στήν επιμέλεια τής εκδόσεως τού λόγου από τίς εκδόσεις Μερετάκη βρίσκουμε τόν Χρήστου καί τόν Ζήση. Τόν γνωστό Ζήση ο οποίος δέχεται τήν αναλογία ανάμεσα στήν Ιεραρχία τής Αγίας Τριάδος καί τήν ιεραρχία τού κλήρου, δηλ. δέχεται τήν αρίθμηση στήν Αγία Τριάδα.
Καί γιατί συμβαίνει αυτός ο Τραγέλαφος πού διαλύει τήν πίστη μας; Διότι αυτά τά παλληκάρια νομίζουν ότι τό ΕΝ είναι αριθμός. Καί δέν είναι. Είναι ΑΡΧΗ. Ο πρώτος ιδανικός αριθμός είναι τό ΔΥΟ. Στό δόγμα δέν υφίστανται τά μαθηματικά. Αγνοώντας λοιπόν βασικά πράγματα τά παλληκάρια αυτά, όπως δείχνει καί η ιστορία τους, προσπαθούν νά αναρριχηθούν στό ΕΝ. Καί πέφτουν στόν γκρεμό.
ΣΧΟΛΙΟ: Περιέργως στήν μετάφραση τού Μερετάκη εμφανίζεται αρίθμηση. Η αρίθμηση διά τής οποίας ο Ζηζιούλας ονόμασε τόν Υιό δεύτερο Θεό καί αρνήθηκε τήν ταυτόχρονη ύπαρξη τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος ταυτίζοντας τήν Υπόσταση τού Πατρός μέ τόν Θεό. Στήν επιμέλεια τής εκδόσεως τού λόγου από τίς εκδόσεις Μερετάκη βρίσκουμε τόν Χρήστου καί τόν Ζήση. Τόν γνωστό Ζήση ο οποίος δέχεται τήν αναλογία ανάμεσα στήν Ιεραρχία τής Αγίας Τριάδος καί τήν ιεραρχία τού κλήρου, δηλ. δέχεται τήν αρίθμηση στήν Αγία Τριάδα.
Καί γιατί συμβαίνει αυτός ο Τραγέλαφος πού διαλύει τήν πίστη μας; Διότι αυτά τά παλληκάρια νομίζουν ότι τό ΕΝ είναι αριθμός. Καί δέν είναι. Είναι ΑΡΧΗ. Ο πρώτος ιδανικός αριθμός είναι τό ΔΥΟ. Στό δόγμα δέν υφίστανται τά μαθηματικά. Αγνοώντας λοιπόν βασικά πράγματα τά παλληκάρια αυτά, όπως δείχνει καί η ιστορία τους, προσπαθούν νά αναρριχηθούν στό ΕΝ. Καί πέφτουν στόν γκρεμό.
39. Συ δε -οποία βλασφημία- ο λατινόφρων λέγεις ότι διά μέσου του Υιού, δηλαδή διά μέσου της θεότητος του Υιού, ήλθε ο Πατήρ εις την εκφορά (προενεγκεῖν) του Αγίου Πνεύματος˙ και η καινοφωνία σου δεν σταματά ούτε σε αυτό το σημείο, αλλά λέγεις ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού και ότι το εκπορεύειν είναι κοινό Πατρός και Υιού, για τον λόγο ότι ο θεολόγος αυτός λέγει στο "προς τούς καταπλεύσαντας από την Αίγυπτον" ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός χωρίς μόνην την αγεννησίαν. Εδώ βεβαίως πρέπει να δεχθείς το "μόνης", ακόμη και αν δεν συνεκφωνήται, και για αυτό σου το προσθέτω και εγώ φανερώς.
Αλλά πες μου δεν επιπροσθέτει αυτός ο ίδιος θεολόγος γράφων, «όλα δε όσα είναι του Υιού είναι και του Πνεύματος, πλην της υιότητος»; Εάν λοιπόν ήταν και του Υιού το εκπορεύειν, αυτό θα είναι και του Πνεύματος˙ διότι το εκπορεύειν δεν είναι στοιχειό υιότητος˙ διαφορετικά θα ήταν Υιός και ο Πατήρ, επειδή έχει και το εκπορεύειν. Ο ίδιος δε (ο Γρηγόριος) και στον "Περί του Αγίου Πνεύματος" λόγο του λέγει και για το Αγιο Πνέομαι «Τί δεν δύναται να ενεργήσει εκ των μεγάλων και ὧν Θεός; Τί δεν του απονέμεται όντας Θεός, πλην της αγεννησίας και της γεννήσεως;». Επομένως και προβολέα θα ονομάσουμε το Πνεύμα. Και το εκπορεύειν δε κατά σε έχει ομοίως με τον Υιόν, γι' αυτό δε και διπλάσιο από εκείνον˙ διότι θα έχει όχι μόνον το του Πατρός, αλλά και το του Υιού κατά την περί του Υιού δόξαν. Βλέπεις σε πόσα άτοπα περιπίπτει εκείνος ο όποιος ακούει ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός και μη εννοών μόνα τα της φύσεως, αλλ’ ενίοτε αναμιγνύοντας και μερικά από τα υποστατικά εις τα φυσικά;
40. Δεν είναι βεβαίως αναγκαίο να προωθήσουμε περισσότερο τον περί τούτου λόγον, αφού έχεις ελεγχθεί εσύ, αλλά χάριν του καλού και για να μην αποδώσει κανείς μομφή εις τον άψογον, θα δείξουμε στην συνέχεια ότι η ρήση του αγίου έχει καλώς, εξ αγνοίας δε των λατινοφρόνων εκλαμβάνεται κακώς. Νομίζω δε ότι ο λόγος δεν θα συντελέσει ολίγον στην αποσαφήνιση του θέματος μας. Πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή.
Επί του Θεού είναι το αυτό να λέγουμε αγέννητον και αναίτιον˙ για αυτό, και αν άνοιξης όλα τα θεολογικά βιβλία, δεν θα βρεις πουθενά να λέγεται αγέννητο το Άγιον Πνεύμα, και μάλιστα μολονότι δεν είναι γεννητό. Ο δε θεοφόρος Δαμασκηνός, λέγοντας στο όγδοο κεφάλαιο των Δογματικών ότι, «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι και του Πνεύματος, πλην της αγεννησίας», δείχνει ότι επί του Θεού όχι μόνον το αγέννητον είναι το ίδιο με το αναίτιον, αλλά και το αναίτιον είναι το ίδιο με το αίτιον. Διότι επί του Θεού το αίτιον συμβαδίζει με το αναίτιον, εννοώ δε αίτιον της θεότητος του Υιού και του Πνεύματος. Θέλοντας λοιπόν να πει ότι το Πνεύμα έχει όλα τα του Πατρός πλην της καταστάσεως του αναίτιου και του αιτίου, κατά το γένναν δηλαδή και εκπορεύειν, είπε πλην της αγεννησίας μόνης, με την ιδέα ότι αυτή περικλείει όλα όσα είναι ίδια του Πατρός.
Ο Θεός λοιπόν είναι αγέννητος και αναίτιος˙ ο δε αναίτιος Θεός είναι αίτιος της θεότητος. Υπάρχων δε έτσι αίτιος εμφύτου πλούτου, ενώ ο ίδιος δεν στερείται τίποτε, θα ήταν ο ίδιος αυτεπίβουλος, υπάρχοντας αίτιος ενός και μόνου και έτσι θα μετέτρεπε δι' εαυτόν τον πλούτο σε πενία. Εκτός δε τούτου το κατά πάντα τρόπον και πάντως εν είναι ατελές˙ γι' αυτό ήταν και καταληπτό στους ατελείς προς θεογνωσία Ιουδαίους. Αλλά ούτε, υπάρχων επίσης αίτιος της ομοουσίου δυάδος και γεννών το ένα, εκπορεύων δε το άλλο, θα απεκαλύπτετο περισσότερο, ούτως ειπείν, και μάλιστα περιορίζων όλο το άπειρο εις εαυτόν και εις τους προερχομένους εξ αυτού. Επιπλέον δεν υπάρχει καν άλλος τρόπος εμφύτου υπάρξεως˙ διότι και τα υπεράνω τούτων δεν είναι θεότης, αλλά έκπτωσις θεότητος˙ αυτά λοιπόν είναι και η πολυθεΐα των αθέων Ελλήνων.
41. Αλλ’ όμως, όταν η μονάς κινηθεί προς δυάδα και δεν προχωρήσει παραπέρα, δηλαδή ο παντουργός Θεός Πατήρ προς γέννησιν και πρόοδον του Υιού, δημιουργού των πάντων και τα πάντα τελεσιουργούντος, ούτε ο Υιός προέρχεται εκ του Πνεύματος (διότι θα ήταν ατελής εκ του Πατρός, αν εγεννατο διά μέσου του τελεσιουργούντος Πνεύματος) ούτε το Πνεύμα δια του Υιού. Διότι το Πνεύμα, πλην του ότι θα ήταν ατελές εκ Πατρός, και μάλιστα αυτό το όποιο τα πάντα τελεοί, θα ήταν εν και εκ των δημιουργημάτων, αφού αυτά μεν έγιναν δι' εκείνου, το δε Πνεύμα εγνώσθη διά του Υιού. Και ἐν φωτί τῷ Πνεύματι βλέπομε τον Υιόν φώς προφητικώς μαζί καί πατρικώς ούτος ειπείν, ώστε να κατανοήσουμε όχι μόνον ότι αυτά προέρχονται από μίαν αρχή, αλλά και ότι δεν αποχωρίζονται αλλήλων και ενυπάρχουν εις άλληλα και δεικνύουν άλληλα και δι' αλλήλων προβάλλονται, αλλά δεν είναι δι' άλλήλων ή και εξ αλλήλων ή αλλήλων' διότι το εξ ου είναι έν. [Δέν είναι δηλ. σχέσεις]
Βεβαίως ο Γρηγόριος θεολογώντας ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην της αγεννησίας, λέγει ότι έχει όλα πλην της αιτίας, όπως σαφώς προσδιόρισε και σε άλλα σημεία των συγγραμμάτων του. Εάν δε ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην του να είναι αίτιος, δηλαδή θεότητος, αίτιος δε είναι ο Πατήρ όχι μόνο καθ’ όσον γέννα τον Υιό, αλλά και καθ’ όσον εκπορεύει το Πνεύμα, τότε ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην του να γεννά τον Υιό και να εκπορεύει το Πνεύμα, τα όποια είναι ιδιότητες μόνον του Πατρός και προσμαρτυρούν την αγεννησίαν του. Γι' αυτό και ο Δαμασκηνός θεολόγος λέγει στο τμήμα Περί της άγιας Τριάδος, «διά τόν Πατέρα, τουτέστι διά τό εἶναι τόν Πατέρα, ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα πάντα όσα έχουν, τουτέστι διά τό τόν Πατέρα ἔχειν αὐτά (τουτέστι δια τo ότι τα έχει ο Πατήρ), πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπρορεύσεως».
42. Εάν δε η αγεννησία δηλώνει το παντού και πάντως αίτιον επί Θεού, η γέννησις θα δηλώσει αναγκαιότατα το ότι δεν είναι καθόλου κατά κανένα τρόπο αίτιον θεότητος το γεννητόν, καθώς και η εκπόρευσις το εκ του Πατρός εκπορευτώς υπάρχον. Εάν δε δεν υπάρχει καθόλου κατά κανένα τρόπο αίτιος της θεότητος ο Υιός, πώς θα ήταν εξ αυτού το Πνεύμα; Ή πώς θα ήταν πρώτον αίτιον ο Πατήρ, έπειτα ο Υιός, ώστε το Άγιον Πνεύμα να εκπορεύεται και εξ αυτού, όπως νομίζουν ότι πρέπει να πιστεύουμε οι Λατίνοι, παραφρονούντες κατά την άποψή μου και παρανοούντες τις πατερικές ρήσεις; Διότι δεν λέγει αυτός ο φερώνυμος θεολόγος, «αλλά πάντα έχει ο Υιός τα του Πατρός πλην αγεννησίας», που είναι το ίδιο με το να έλεγε πλην της αιτίας, δηλαδή άνευ της γεννήσεως και της εκπορεύσεως; Διότι το αίτιον κατ’ αυτά είναι αίτιον.
Και όλα όσα έχει ο Υιός είναι του Πνεύματος πλην της υιότητος, εάν δε θέλεις, της γεννήσεως˙ διότι δεν θα φοβηθούμε μη τυχόν είναι και αυτά αναίτιον, αν φανεί και αυτό ως αίτιον, αφού δεν έχει γέννησιν˙ δεν είναι αναίτιον, αν και δεν είναι γεννητόν˙ διότι το μη έχον γέννησιν ως αναίτιον, και αυτό είναι καθ’ εαυτό εντελώς αναίτιον και κατά πάντα τρόπον είναι αίτιον θεότητος. Έτσι εμείς ομιλούμε σύμφωνα με τούς θεολογούντες εν Πνεύματι καί έτσι ελέγχουμε αυτούς που ομιλούν ασύμφωνα, δεικνύοντες ότι προβάλλουν τις γραφικές μαρτυρίας εναντίον εαυτών.
43. Ακόμη και εκείνος ο λόγος του ιδίου θεολόγου, τον όποιον οι Λατίνοι νομίζουν ότι φέρουν υπέρ της γνώμης τους, ότι δηλαδή ο Κύριος λέγοντας προς τούς μύστες ότι «εγώ ο ίδιος θα σας πέμψω το Πνεύμα» το άγιον, έδειξε το αξίωμά Του, τον φέρουν χωρίς να το γνωρίζουν εναντίον εαυτών. Επειδή πράγματι το πέμπειν το Πνεύμα είναι μέγα και επάνω από το μέγα και μόνον του Θεού (διότι καθώς είπε προηγουμένως ο Πατήρ ότι θα πέμψει τον Παράκλητο, έπειτα ο ίδιος λέγει, "εγώ θα πέμψω", δείχνοντας το αξίωμά του, έτσι ώστε το ίδιο το πράγμα σαν να έχει δυνατή φωνή να το κηρύττει αυτό και ο επώνυμος της θεολογίας να το εξηγεί). Εάν ο Κύριος γνώριζε ότι δεν εκπορεύεται παρά του Πατρός μόνο, αλλά και από τον εαυτό του, πώς δεν θα έλεγε επιπροσθέτως, «το όποιον εκπορεύεται από τον Πατέρα και από εμέ»; Διότι δεν ομιλεί τότε ταπεινότερα περί εαυτού, ώστε να παρέλειπε αποκρύπτοντας τούτο μόνο. Είναι λοιπόν φανερό και σε τυφλό ακόμα ότι το άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως λένε οι Πατέρες.
Είναι μέγα λοιπόν αξίωμα το να πέμπειν κάποιος το θείο Πνεύμα και μάλιστα τόσον μέγα, ώστε να δεικνύει ομοφυής και ίσος και ομότιμος με τον Πατέρα ο Υιός, όπως καθιστά και το Πνεύμα ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα το να μην αποστέλλεται μόνον από τον Πατέρα ο Υιός, αλλά και από αυτό το Πνεύμα. Όμως το αξίωμα τούτο είναι θεϊκό και φυσικό, αλλ’ όχι υποστατικό˙ διότι εάν το αποστέλλειν ήταν υποστατικό, δεν θα ήταν κοινό Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Είναι λοιπόν αληθινός Θεός ο άλλος Παράκλητος˙ και πώς δεν θα είναι αληθινός Θεός ο δε αποστέλλων τούτο; Εάν δε αποστέλλει ο Υιός τον Παράκλητο ο οποίος έρχεται και ο ίδιος (παρ’ εαυτού) ως αυτοκέλευστος, πώς δεν θα ήταν μιας με αυτόν θελήσεως και εξουσίας; Εάν δε είναι μιας εξουσίας και θελήσεως, πώς δεν θα ήταν και μιας φύσεως;
44. Βλέπεις πως η αποστολή του θείου Πνεύματος παριστάνει την ομοβουλία και ομοουσιότητα του αποστέλλοντος προς τον αποστελλόμενον, το οποίον είναι μέγιστο αξίωμα, προσιδιάζον βεβαίως και στα τρία πρόσωπα καλώς και θεοπρεπώς, ώστε να φανερώνεται και η αυτεξουσιότητα των αποστελλομένων; Ο δε λέγων ότι δεν είναι θεϊκό το αξίωμα τούτο, αλλά προβλητικό, πρώτον μεν δεν δεικνύει μόνον τον Υιό αίτιον του θείου Πνεύματος, αλλά και το Πνεύμα του Υιού. Εκτός δε απ' αυτό, αθετεί κακώς την αυτόβουλη προς εμάς έλευση του καθενός απ' αυτούς, άλλοτε άλλην, δογματίζοντας ότι η προς εμάς αποστολή δεν είναι ενέργεια της θελήσεως αλλά της φύσεως, άρα και άναρχος. Διότι όσα προέρχονται εκ του Θεού όχι κατά την θέληση άλλα κατά την φύση είναι προάναρχα και δεν έχουν αρχή.
Και μάλιστα ο επώνυμος της θεολογίας προς εκείνους οι όποιοι θεώρησαν κατώτερο τον Υιό, λόγω του ότι απεστάλη παρά του Πατρός, λέγει ότι η αποστολή είναι τεκμήριο της πατρικής ευδοκίας, αλλ’ όχι της προ-αιώνιου υπάρξεώς του. Φρενοβλαβώς λοιπόν οι Λατίνοι θεωρούν την εκ του Υιού αποστολή του Πνεύματος τεκμήριον της προαιώνιου παρ’ αυτού υπάρξεως. Αλλά, λέγει, έχει γραφεί και ότι ηγέρθη και ανελήφθη παρά του Πατρός, άλλα επίσης και ότι ανέστησε εαυτόν και επανήλθε πάλι˙ εκείνα είναι της ευδοκίας (του Πατρός), αυτά είναι της εξουσίας (του Υιού). Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα, μολονότι απεστάλη και παρά του Υιού, πάντως έφθασε και το ίδιο σε εμάς (παρ’ εαυτού), πρέπει εκείνο να λέμε ότι είναι της ευδοκίας (του Υιού), τούτο της εξουσίας (του Αγ. Πνεύματος), αλλά να μην καινοτομούμε από αυτά άλογα τον τρόπο της υπάρξεως του θείου Πνεύματος.
45. Εκτός δε του επωνύμου τούτου της θεολογίας (του Γρηγορίου του θεολόγου) ούτε ο μέγας Βασίλειος ευρίσκεται να λέγει πουθενά ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού˙ εάν δε στα Προς Ευνομιανούς κεφάλαια περί του θείου Πνεύματος είπε ότι τούτο προέρχεται εκ του Πατρός διά του Υιού, όμως γινόμενος στα κεφάλαια αυτά ο ίδιος ερμηνευτής του εαυτού του διασάφησε ότι απλώς είπε τούτο περί της μεταδόσεως αυτού, γράφοντας˙ «το ότι μεν το Πνεύμα είναι εκ Θεού διεκήρυξε περίτρανα ο απόστολος, λέγοντας ότι ελάβαμε το Πνεύμα το εκ Θεού, και κατέστησε σαφές ότι εφανερώθη διά του Υιού, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού, όπως Θεού, και αποκαλώντας αυτό νουν Χρίστου, καθώς και Πνεύμα Θεού ως του ανθρώπου».
Βλέπεις ότι την μεν ύπαρξη έχει εκ Θεού, δηλαδή του Πατρός, την δε μετάδοση και φανέρωση διά του Υιού; Και ότι ονομάζεται Πνεύμα και νους Υιού, αλλ’ όχι εκ του Υιού, όπως και του άνθρωπου; Διότι και τούτου είναι το οικείο Πνεύμα και αυτού ο νους, αλλ’ όχι εξ αυτού, παρά μόνον κατ’ ενεργείαν. Αυτό δε καθιστώντας προδηλότερο ο μέγας αυτός θεολόγος, λέγει, «Το Πνεύμα, εξαρτάται μεν εκ του Υιού, με τον όποιον συνθεωρείται αδιαστάτως, έχει δε το εἶναι προερχόμενο εκ της αιτίας του Πατρός, από όπου και εκπορεύεται, έχοντας ως γνωριστικό σημείο της κατά την υπόστασιν υπάρξεως τούτο, το ότι γνωρίζεται μετά τον Υιό και μαζί με αυτόν και ότι υφίσταται εκ του Πατρός. Ο δε Υιός, γνωρίζων το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Πνεύμα δι' εαυτού και μεθ’ εαυτού, αφού εξέλαμψε μόνος εκ του αγεννήτου φωτός, δεν έχει καμία κοινωνία κατά το ιδιάζον των γνωρισμάτων προς τον Πατέρα ή το άγιο Πνευμα».
Ακούεις το γνωριστικό σημείο της υποστάσεως του θείου Πνεύματος, ότι δηλαδή το γνωρίζεσθαι είναι διά του Υιού, ενώ δεν είναι εξ αυτού το έχειν την υπόστασιν, αλλά υφίσταται εκ του Πατρός; Λέγοντας δε ο ίδιος ο Κύριος στα Ευαγγέλια, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον όποιον θα πέμψω εγώ σε σας παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, το όποιο εκπορεύεται παρά του Πατρός», δεν έδειξε ότι του μεν Πνεύματος ιδιάζον γνώρισμα είναι το εκπορεύεσθαι, του δε Πατρός το εκπορεύειν, επειδή καθένα από αυτά είναι και υποστατικό, τα δε υποστατικά είναι ιδιάζοντα; Αφού λοιπόν κατά τον μέγαν Βασίλειον ο Υιός δεν έχει καμία συμμετοχή στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατρός, δεν θα έχει ούτε την εκπόρευσιν.
46. Διά τούτο πάλι o ίδιος λέγει Προς τους Ευνομιανούς περί του Πνεύματος˙ «Υιός Θεού, καρπός άγιος εξ αγίου, αΐδιος εξ αϊδίου, χορηγός άγιου Πνεύματος προς θεμελίωσιν (υπόστασιν) και μόρφωσιν της κτίσεως». Βλέπεις ότι ο Υιός είναι χορηγός του Πνεύματος, αλλά όχι γεννήτωρ; Και ότι η χορηγία του Υιού έγινε με αιτία, για να θεμελιώσει και διαμορφώσει την κτίσιν δια του Πνεύματος; Πρόσεχε δε και τα έξης˙ «ο αναιρών, λέγει, τον Υιό, αφαιρεί την αρχήν της δημιουργίας των όλων˙ διότι ο Λόγος του Θεού άρχει της υποστάσεως των όλων, αυτός διά του όποιου έγιναν τα πάντα». Βλέπεις; Της υποστάσεως των όλων άρχει ο Λόγος του Θεού, αλλά δεν άρχει της υποστάσεως του θείου Πνεύματος˙ και είναι αρχή της δημιουργίας των όλων, αλλ’ όχι της υπάρξεως του Πνεύματος. Πώς δε ο Βασίλειος, θέλοντας να υπερυψώσει εδώ τον Υιό, εάν μπορούσε να τον ειπεί αρχήν του θείου Πνεύματος, ως λαβόντος δι᾿ αὐτοῦ τό εἶναι, δεν θα το έλεγε, αλλά τον είπε μόνον χορηγό αυτού, αρχή δε μόνης της δι᾿ αὐτοῦ λαβούσης την ύπαρξη κτίσεως;
47. Αλλά, λέγουν (οι Λατίνοι), o Χρυσόστομος θεολόγος λέγει ότι: «ήλθε προς εμάς ο Χριστός, μας έδωσε το εξ αυτού Πνεύμα και ανέλαβε το σώμα μας»˙ και πάλι ότι «διά το ότι το σώμα τού Χριστού έγινε επί γης ναός τής θείας δυνάμεως, γίνε και συ ναός καθ’ ομοίωσιν αυτού, διότι δέχεσαι το Πνεύμα στελλόμενον παρ’ αυτού˙ όπως λοιπόν επιγνώσας τόν Χριστόν επέγνωσες τον Θεό, έτσι και δεχόμενος Πνεύμα Χρίστου εδέχθης τον Θεό».
Από εδώ λοιπόν γίνεται φανερό περί της επιγνώσεως˙ περί δε της αποστολής και της δόσεως είπαμε και προηγουμένως. Πρέπει όμως να κατανοήσουμε και εδώ πρώτα, τί λέγει Πνεύμα ο Χρυσόστομος πατήρ λαμβανόμενο και διδόμενο, την ουσία και την υπόσταση του Πνεύματος ή την χάρη και την ενέργεια; Αλλά για να μην κοπιάζουμε ερευνώντες, ας προβάλουμε αυτόν τον ίδιο τον χρυσό θεολόγο ερμηνευτή και του ζητουμένου μας τούτου˙ διότι αυτός στον λόγο Περί του Πνεύματος λέγει, «ἡ δωρεά πέμπεται, τό Πνεῦμα οὐκ ἀποστέλλεται». Ακούγοντας δε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή να λέγει περί Χριστού, ότι δεν έλαβε με το μέτρο το Πνεύμα από τον Πατέρα, διότι, λέγει, «δεν δίδει με το μέτρο το Πνεύμα ο Πατήρ», αλλά «όλα τα έδωσε εις την χείρα του», εξηγώντας ο ίδιος λέγει˙ «πνεύμα εδώ λέγει την ενέργεια, διότι αυτή είναι η μεριζόμενη. Πράγματι όλοι εμείς ελάβαμε με μέτρο την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε έλαβε ολόκληρη την ενέργεια˙ εάν δε η ενέργεια αυτού αμέτρητος, πόσο μάλλον η ούσία». Και αλλού πάλι προβάλλοντας εκείνο το ψαλμικό προς εξήγηση, λέγει, «ἐξεχύθη χάρις εις τα χείλη σου», λέγει, «βλέπεις ότι ο λόγος είναι περί της οικονομίας;». Και έπειτα από λίγο λέγει, «εδώ εννοεί την χάριν η οποία ήλθε επί την σάρκα. Πράγματι όλη η χάρις ἐξεχύθη εις τον ναόν εκείνον˙ "διότι δεν δίδει με μέτρο το Πνεύμα εις εκείνον ο Πατήρ". Εμείς όμως έχουμε μικρό μέρος, μία ρανίδα από εκείνη την χάριν˙ "διότι εκ του πληρώματος αυτού, λέγει, ελάβομεν όλοι εμείς", σαν να έλεγε κανείς, από το υπερβλύζον, από το περίσσευμα. Και πάλι δεν είπε, "δίδω το Πνεύμα", αλλά "θα εκχύσω από το Πνεύμα μου επί πάσα σάρκα". Και η σε τόσα μέρη του κόσμου διδομένη χάρις είναι μέρος της δωρεάς και αρραβώνας˙ "δώσας, λέγει, τον αρραβώνα του Πνεύματος εις τας καρδίας ημών". Εννοεί το μέρος της ενεργείας, διότι βεβαίως ο Παράκλητος δεν μερίζεται».
48. Την ενέργεια λοιπόν ταύτη έλαβε και ο ναός εκείνος και στους άξιους παρέχει παρ’ εαυτού ο Χριστός. Συ δε ακούγοντας εδώ τον χρυσορρήμονα να λέγει, «ο Χριστός μας έδωσεν», ενθυμήσου και τους λόγους εκείνους, τους οποίους είπαμε προ ολίγου, ότι Θεός και ύπαρξις Θεού δεν υφίσταται προς έτερον ούτε δίδεται προς κάποιον˙ αλλά και αναίτιος είναι, έχων αιτίαν αυτόν τον ίδιον εκ του όποιου υπάρχει αναιτίως, αλλά μη υπάρχων εξ αυτού δι' αιτίαν. Όπως δε Θεός και ύπαρξις Θεού είναι αναίτιος, έτσι το δι' αιτίαν γεγονός είναι κοινό σε αυτόν τον αναίτιον και στα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Για αυτό, ενώ πολλές φορές έχει λεχθεί από τον Θεάνθρωπο Λόγο και εν συνεχεία από τους θεοφόρους ότι το Πνεύμα πέμπεται και δίδεται παρά του Υιού, δεν έχει λεχθεί ποτέ χωρίς αιτία, ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο για το όποιον και πέμπεται˙ αλλά πάντοτε το αποδίδει συνδεδεμένο με τις αιτίες πρώτον μεν ο μόνος και Θεός και θεολόγος, ο όποιος έθεσε απολύτως και το εκπορευόμενο χωρίς καμία αιτία, έπειτα δε και όλοι οι δι' αυτού ομιλούντες, από τούς όποιους διδασκόμεθα εμείς ότι δεν είναι η υπόστασις του παναγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, ούτε δίδεται ούτε λαμβάνεται από κανένα, αλλά η θεία χάρις και η ενέργεια. Εάν δε δεν μνημονεύουν ούτε όλοι ούτε πάντοτε τα πρόσωπα και τις αιτίες, τούτο συμβαίνει όχι διότι δεν φρονούν κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά διότι αυτά έχουν λεχθεί πολλάκις και γι' αυτό είναι ομολογούμενα. Μη προσέχοντας τούτο επιμελώς οι λατινόφρονες, παρενόησαν και διέστρεψαν πολλά χωρία του μεγάλου Αθανασίου και του θείου Κυρίλλου.
49. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς, λέγουν πάλι οι τοιούτοι (Λατίνοι), αφού ο θεηγόρος Γρηγόριος Νύσσης λέγει, «προθεωρεῖσθαι τον Υιό της υποστάσεως του Πνεύματος κατά τον λόγον της αιτίας»;
Τί θα έλεγε κανείς, άλλο θα προσαγάγομε εμείς παρά το αληθές και γνωριμώτατο στους λίγο προσεκτικούς, ότι προθεωρεῖται της υποστάσεως του Πνεύματος η υπόστασις του Υιού εκ του Πατρός κατά τον λόγον της αιτίας, όχι κατά τον λόγον της αιτίας του Πνεύματος, αλλά κατά τον λόγον της δικής του υποστάσεως εκ του Πατρός, δηλαδή κατά το γεννητώς υπάρχειν εκ Πατρός;
Διότι ακούων κανείς Πατέρα, τον εννοεί αμέσως ως Πατέρα γεννήματος˙ όταν δε ακούσει ότι το γέννημα είναι και Λόγος, τότε έρχεται εις έννοιαν και του θείου Πνεύματος. Και δια τούτο ο Υιός δεν είναι καθόλου προ του Πνεύματος καθ’ ύπαρξιν. Επομένως λέγει ο θείος αυτός προεστώς της Νύσσης στον πρώτο των Αντιρρητικών Προς Ευνόμιον, «όπως συνάπτεται ο Υιός με τον Πατέρα και έχων το είναι εξ αυτού δεν υστερεί κατά την ύπαρξιν, έτσι πάλι και το άγιον Πνεύμα ενώνεται με τον μονογενή, ο όποιος μόνον κατ’ επίνοιαν κατά τον λόγον της αιτίας προθεωρείται της υποστάσεως του Πνεύματος».
Τί είναι λοιπόν το δεικνυόμενο εδώ από τον άγιον; Οπωσδήποτε τίποτε άλλο παρά ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ταυτόχρονα˙ και ούτε το γεγονός ότι ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός εμποδίζει να είναι ο Υιός ταυτοχρόνως με τον Πατέρα αϊδίως, ούτε το γεγονός ότι προθεωρείται εκ του Πατρός ο Υιός κατά τον λόγον της οικείας αιτίας εμποδίζει να ενώνεται το Πνεύμα με τον Υιό και να είναι μαζί με αυτόν συγχρόνως από του Πατρός. Πρέπει δε προφανώς να σκεφθούμε ότι σημασία έχει και τούτο, ότι δεν είπε ότι ο Υιός προθεωρείται του Πνεύματος απλώς κατ’ επίνοιαν, αλλά μόνον κατ’ επίνοιαν, και ότι τον μεν Υιό είπε εκ Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα λέγει ότι ενώνεται με τον Υιόν, δηλαδή ότι υπάρχει ομού με τον Υιό εκ του Πατρός, αλλά δεν έχει το είναι εξ αυτού.
50. Αλλά, λέγουν, ο ίδιος θεηγόρος Νύσσης άλλου τοποθετεί σαφώς τον Υιό μέσον του Πατρός και του Πνεύματος και παραδίδει το Πνεύμα δι' αυτού ευρισκομένου εν συνδέσει με τον Πατέρα˙ διότι έτσι, λέγει, θα είναι και μονογενής. Αν λοιπόν εμείς δείξουμε ότι προσμαρτυρεί μόνον στον Πατέρα την εκπορευτικήν ιδιότητα, ότι λέγει μόνον αίτιον Υιού και Πνεύματος τον Πατέρα, ότι δέχεται τον Υιό και το άγιον Πνεύμα εξ ενός και του αυτού προσώπου, και μάλιστα ευθέως εξ αυτού αμφότερα, και τον φρονούντα διαφορετικά τον δεικνύει πολύθεον, τί θα πουν;
Πράγματι διδάσκων πως εν τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός λέγει, «Τα πρόσωπα του ανθρώπου όλα δεν έχουν την ύπαρξιν ευθέως από το ίδιον πρόσωπον, ώστε έτσι πλην των αιτιατών και τα αίτια είναι πολλά και διάφορα. Επί της αγίας Τριάδος δε δεν συμβαίνει έτσι, διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπο του Πατρός, από το όποιον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα. Γι' αυτό μετά πεποιθήσεως λέγομε κυριολεκτικώς τον ένα αίτιον με τα αιτιατά αυτού ένα Θεόν».
Τόσον προσεκτικώς δε εφρόντισε να δείξει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνο στον Πατέρα, ώστε να φέρει μάρτυρα τον μεταξύ των βασιλέων θείο υμνωδό Δαβίδ, λέγοντα ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλ’ εκ της ιδίας της υποστάσεως αυτού. Έτσι στον Περί θεογνωσίας λόγο, αφού φιλοσόφησε όχι ολίγα περί Πατρός και Υιού προηγουμένως, λέγει ότι «Πνεύμα δε εννοεί το εκπορευόμενον από την πατρικήν υπόστασιν˙ δια τούτο και ο Δαβίδ είπε Πνεύμα στόματος, για να βεβαιώσει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνον εις τον Πατέρα». Τί υπάρχει σαφέστερο ή βεβαιότερο ή ίσχυρότερο ή αποδεικτικότερο από αυτούς τούς λόγους περί τούτο ότι το Πνεύμα δεν εκπορεύεται και εκ του Υιού;
Διότι εάν εκπορεύετο και εξ αυτού, δεν θα ήταν εκάτερον ευθέως εξ ενός προσώπου, ούτε θα είχαμε το δικαίωμα να λέγομε ότι σεβόμεθα μίαν αρχήν θεότητος και να ισχυριζόμεθα ότι τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός. Εάν, ως το αιτιατόν, ήταν και το αίτιο σε δύο πρόσωπα, όπως παρατηρείται και σε εμάς, η εκπορευτική ιδιότης δεν θα άνηκε μόνον στον Πατέρα, αφού και ο Υιός θα είχε το εκπορεύειν. Τώρα όμως ο Γρηγόριος Νύσσης βεβαιώνει ο ίδιος ότι υπάρχει μόνον στον Πατέρα και προβάλλει τον θεοπάτορα Δαβίδ ως επιβεβαιωτή, μάλλον δε το άγιον Πνεύμα το λαλήσαν δια των προφητών.
51. Βλέπεις ότι, φρονώντας σαφώς τα ενάντια του Πνεύματος, και δογματίζων αντιθέτως προς εκείνο και μαχόμενος, αλλ’ όχι θεολογών, το Πνεύμα, έγινες πονηρός διαιτητής της θεογόνου θεότητος και αποστερητής των ιδιοτήτων του Θεού Πατρός, κινών και μεταφέρων τις ακίνητες ιδιότητες και ως προς εσέ αναμιγνύων και συνταράσσων την υπέρ πάντα νουν και αὐτόχρημα ειρήνην; Δεν φρίττεις λοιπόν ακούγοντας αυτά, δεν απομακρύνεσαι το ταχύτερο από την δεινή κακοδοξία και δεν θρηνείς τον προηγούμενο βίο ως ασεβώς διανυθέντα;
Αλλά ας δούμε και την τελευταίως προτεινομένη από αυτούς μαρτυρία του Νύσσης και, αφού την εξετάσουμε το κατά δύναμιν, ας διασαφηνίσουμε σε όλους το σε αυτήν δύσληπτο, το οποίο κυρίως προκάλεσε σε αυτούς και την πλάνη˙ μακάρι δε να ήταν δυνατόν, καθαίροντες και αυτούς, να τους απομακρύνουμε από την απάτη. Αλλά εντείνατε παρακαλώ τον νουν οι τώρα και οι έπειτα αναγνώστες. Βεβαίως όλα τα λόγια του ανδρός αυτού περικλείουν βαθιές έννοιες, πολύ περισσότερο δε τα περί Θεού και τούτων περισσότερο το τώρα προβαλλόμενο από εμάς. Γράφοντας αυτός Πρός Αβλάβιον, γιατί, λέγοντες μίαν θεότητα επί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, αρνούμεθα να πούμε τρεις θεούς, αφού παρέστησε το καθ’ όλα ενιαίο της θείας φύσεως, λέγει: «εάν δε συκοφαντήσει κάποιος τον λόγον, ότι εκ της μη αποδοχής τής κατά φύσιν διαφοράς συντελείται κάποια μίξη και ανακύκλωση των υποστάσεων, τούτο θα απολογηθούμε δι’ αυτή την μομφή˙ ότι ομολογούντες το απαράλλακτο της θείας φύσεως δεν αρνούμεθα την κατά το αίτιον και αιτιατόν διαφορά, κατά το όποιον μόνον καταλαβαίνουμε την διάκρισιν του ετέρου από το έτερον, με το να πιστεύουμε ότι το μεν είναι αίτιον, το δε είναι εκ του αιτίου. Και του εξ αιτίας όντος πάλι εννοούμε άλλη διαφορά˙ διότι το μεν ένα προέρχεται ευθέως εκ του πρώτου, το δε άλλο δια του ευθέως εκ του πρώτου, ώστε και το μονογενές επί του Υιού να παραμένει αναμφίβολο και η προέλευσις του Πνεύματος εκ του Πατρός να μην αμφισβητείται, αφού η μεσιτεία του Υιού φυλάσσει σε αυτόν το μονογενές και δεν εμποδίζει το Πνεύμα από την φυσική σχέσιν προς τον Πατέρα».
52. Τούτο δε έπρεπε να λεχθεί εδώ πρώτον προς τους Λατίνους˙ επειδή εσείς θεωρείτε σε δύο πρόσωπα όχι μόνον το εξ αιτίας αλλά και το αίτιον, (διότι την αιτία του θείου Πνεύματος τοποθετείτε σε δύο πρόσωπα και μάλιστα διαφορετικά σε καθένα από τα δύο), εάν ο φωτεινότατος αυτός φωστήρ της Νύσσης φρονεί συμφώνως προς εσάς, θα διαιρούσε προ του αιτιατού το αίτιον. Δεν είναι όμως καθόλου πρόδηλο ότι έπραξε τούτο ούτε ότι σκέφθηκε αυτό το όποιον εσείς προσπαθείτε να συναγάγετε από τους λόγους εκείνου, από τους οποίους για τον καλώς εξετάζοντα παρουσιάζονται τα αντίθετα από τα δικά σας δόγματα. Διότι τούτο είναι εκείνο το όποιο λέγει, ότι ο Υιός δεν εμποδίζει την άμεσον προς τον Πατέρα σχέσιν του Πνεύματος, αν και μόνον αυτός είναι Υιός. Έπειτα δεν πρέπει να θεωρήσουμε άξιο παραλείψεως ούτε τούτο, ότι μετά την φράση «δεν αρνούμεθα την κατά το αίτιον και το αιτιατόν διαφορά», όπου αφού μαζί με το Πνεύμα είπε και τον Υιό αιτιατόν, προσέθεσε, «κατά το οποίον μόνον καταλαβαίνουμε ότι διακρίνεται το ένα από το άλλο», φανερώς αρνούμενος την λατινική καινοτομία, ότι όχι μόνον αιτιατός αλλά και αίτιος είναι ο Υιός, και απορρίπτοντας συντόμως όλες τις τεχνητές διαφορές τούτων, ότι αίτιον επί του Πνεύματος είναι πρώτον μεν ο Πατήρ, δεύτερον δε ο Υιός και τα παραπλήσια με αυτά˙ διότι λέγει, μόνον κατά το αίτιον και το αιτιατόν κατανοούμε την θεία φύσιν, και το μεν αίτιον δεν το παρατηρούμε σε δύο πρόσωπα, μόνον δε εις το αιτιατόν εννοούμε αυτήν τήν σε δύο πρόσωπα διαφορά, η οποία είναι όχι ότι το μεν ένα εξ αυτών είναι και αίτιον, το δε άλλο μόνον αιτιατόν, όπως φρονούν μάλλον δε παραφρονούν οι Ιταλοί, αλλ’ ότι το μεν ένα είναι Υιός, το δε άλλο όχι Υιός. Και τούτο δεν εμποδίζεται από την κατά φύσιν ένωσιν του Υιού προς τον Πατέρα. Διότι, αφού είπε σε προηγούμενο σημείο του λόγου, τί είναι τα τρία ταύτα, ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα, ότι είναι μία υπερούσιος ουσία, και έδειξε έπειτα πώς είναι τα τρία αυτά, άραγε αιτιατώς ως έχοντα και κάτι από το αίτιον ή εντελώς αναιτίως, λέγει ότι το μεν ένα εξ αυτών είναι αίτιον, το δε έχει την ύπαρξιν αιτιατώς, αιτιατώς δε λέγει έχει την ύπαρξιν ο Υιός και το άγιον Πνεύμα.
53. Άραγε δεν έδειξε με αυτό εδώ ότι ένα μόνον είναι το ληφθέν αίτιον εκ των τριών, δηλαδή μόνον ο Πατήρ; Έπειτα, θέλοντας να δείξει πως καθένα χωριστά (εκάτερον) των δύο τούτων προσώπων είναι αιτιατώς, για να μην νομίσει κανείς, όπως οι Λατίνοι, ότι εισάγει πάλι εκείνην την διαφοράν αιτίου και αιτιατού και επί του Πνεύματος, λέγει σαφώς ότι επί τούτων εννοούμε άλλη διαφορά. Οι δε Λατίνοι ἀντιθεϊκῶς και εν αντιθέσει προς αυτόν λέγουν ότι δεν είναι άλλη, αλλά η ιδία. Και όταν πάλι ο άγιος είχε την πρόθεση να πει πως έχει αιτιατώς το είναι ο Υιός, αυτοί τον διαβάλλουν ότι λέγει πως είναι αίτιος. Όμως το ότι είναι οπωσδήποτε αίτιος ο Υιός, πουθενά δεν δεικνύεται να λέγει ή φρονεί ο θεοφόρος αυτός πατήρ και μάλιστα στα τελευταίως παρατιθέντα λόγια του. Αλλά δεικνύεται ότι και αυτός λέγει ότι και ο Υιός υπάρχει αιτιατώς, όπως και το άγιον Πνεύμα, αιτιατώς όμως γεννητώς, αιτιατώς δε ότι υπάρχει και το άγιον Πνεύμα, όχι γεννητώς δε.
Πράγματι λέγονται αμφότερα, του Πατρός και εκ του Πατρός, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος, ο μεγαλόνους είπε άμεσον προς τον Πατέρα τον Υιόν, δια μέσου δε αυτού του αμέσου προς τον Πατέρα είπε νοούμενον το Πνεύμα εκ του Πατρός, αλλά όχι εκπορευόμενο δια μέσου του Υιού, σαν να έλεγε πάλι εκείνο, ότι, αφού το αίτιον και πρώτον ως αίτιον είναι και λέγεται Πατήρ των φώτων, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος (διότι αμφότερα, αλλά όχι μόνον ο Υιός δευτερεύει τοῦ Πατρός, όπως ο Γρηγόριος ό θεολόγος λέγει εις τα Έπη), αφού λοιπόν το πρώτον λέγεται δι’ αμφότερα ταύτα Πατήρ των φώτων (διότι από τα λόγια δεν θα ήταν δυνατόν να εύρεις άλλην επωνυμία του), τα οποία προέρχονται εκ του αιτίου τούτου, το προερχόμενο γεννητώς εκ φωτός φως αυτοστιγμεί νοείται ευθέως εις τον Πατέρα, καθώς και ο ίδιος ο Νύσσης διατείνεται γράφοντας στο δεύτερο βιβλίο των Προς Ευνόμιον, «ότι δεν θα ήταν δυνατό να νοηθεί πατήρ χωριστά αφ’ εαυτού, αν δεν συνδέεται υιός δια της εκφωνήσεως του πατρός», και πάλι, «έχοντες την πίστιν εις τον Πατέρα, μαζί με το άκουσμα του Πατρός παρεδέχθημεν με την διάνοιαν και τον υιόν».
54. Ο μεν Υιός λοιπόν είναι και νοείται εκ του Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα πρέπει δι’ εαυτό μεν να είναι και να νοηθεί εκ προβολέως, αλλ’ όχι εκ Πατρός, διά δε του αμέσως νοουμένου εκ Πατρός Υιού θα ήταν το Πνεύμα και εκ Πατρός, του εκπορεύοντος αυτό το Πνεύμα, γεννώντος δε τον Υιόν. Πώς όμως θα ελέγετο ότι το μη γεννητόν Πνεύμα είναι εκ του γεννώντος; Όχι δια του Υιού, ο οποίος είναι μονογενής και δια τούτο συννοείται αμέσως ευθύς εις τον γεννώντα, κάμνει ιδιότητά του και συντηρεί μόνον το γεννητόν, δεικνύει δε ότι το Πνεύμα είναι εκ του Πατρός όχι γεννητώς; Άρα διά του Υιού έχει το είναι και το νοείσθαι εκ του Πατρός το Πνεύμα, καθ’ εαυτό δε προβαλλόμενον και το ίδιον αμέσως εκ προβολέως. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, δεν είπε αίτιον, αλλά μόνον αιτιατόν τον Υιόν καί μάλιστα εξ ίσου αιτιατόν με το Πνεύμα˙ και διέκρινε ταύτα από τον Πατέρα ομοίως κατά το αίτιον, μολονότι κατά την εκδοχή των Λατίνων δεν έπρεπε να πει αυτό.
Αλλά, όπως είπαμε, αφού είπε πρώτον να διαιρέσουν το αίτιον διά τού κατ' αυτούς εμμέσου και αμέσου, ως παρατηρούμενο έτσι κατ’ αυτούς σε δύο υποστάσεις το αίτιον, έπειτα προχωρώντας εις τον λόγον είπε να νοείται και ο Υιός ευθύς εκ του Πατρός και προσέθεσε την αιτία, τότε όμως έπρεπε να πει, αν είχε το λατινικό φρόνημα, διά να μην είναι μόνον αιτιατός ο Υιός, αλλά να παρουσιασθεί και αίτιος. Εκείνος όμως, δεν λέγει τούτο καθόλου, αλλά λέγει για να φανεί ότι είναι ο μόνος γεννητός˙, δηλαδή αιτιατός, με τον τρόπον τούτον. Πού λοιπόν βλέπετε εδώ τον Υιόν, ο οποίος ανακηρύσσεται μόνον αιτιατός;
55. Λάβε δε και τούτο κατά νουν, ότι ο μέγας αυτός δεν είπε ούτε ότι συνεργεί η μεσιτεία του Υιού, αλλά ότι δεν εμποδίζει, δηλαδή δεν παρακωλύει να εκπορεύεται αμέσως εκ του Πατρός και το Πνεύμα. Ας καταστήσουμε δε κατά το δυνατόν σαφή και δια παραδειγμάτων την έννοιαν. Από το πυρ προέρχεται αμέσως και το φως και ο ατμός˙ διότι δεν είναι το εν από το άλλο. Το πυρ λοιπόν όταν εγγίσει ξύλα έχει την ιδιότητα να ατμίζει και φωτίζει συγχρόνως, ωσάν το μεν φως να γεννά, τον δε ατμό να εκπορεύει. Το φως λοιπόν είναι αμέσως εκ του φωτίζοντος και καθ’ εαυτό νοείται εξ αυτού˙ ομοίως και ο ατμός εκ του ατμίζοντος. Εάν δε έλεγε κανείς τον ατμό εκ του φωτίζοντος, θα το ειπεί δια το φως, διά του φωτός νοήσας τον ατμόν εκ του φωτίζοντος αφού ή μεσιτεία τού φωτός διατηρεί και εις εαυτό το μονογενές και τον ατμόν δεν παρακωλύει από την σχέσιν με το φωτίζον, δηλαδή δεν τον εμποδίζει να είναι αμέσως εξ αυτού.
Λάβε δε και τούτο κατά νουν, ότι ο μέγας αυτός Γρηγόριος Νύσσης δεν είπε ούτε ότι συνεργεί η μεσιτεία του Υιού, αλλά ότι δεν εμποδίζει, δηλαδή δεν παρακωλύει να εκπορεύεται αμέσως εκ του Πατρός και το Πνεύμα. Ας καταστήσουμε δε κατά το δυνατόν σαφή και δια παραδειγμάτων την έννοιαν. Από το πυρ προέρχεται αμέσως και το φως και ο ατμός˙ διότι δεν είναι το ένα από το άλλο. Το πυρ λοιπόν όταν εγγίσει ξύλα έχει την ιδιότητα να ατμίζει και φωτίζει συγχρόνως, ωσάν το μεν φως να γεννά, τον δε ατμό να εκπορεύει. Το φως λοιπόν είναι αμέσως εκ του φωτίζοντος και καθ’ εαυτό νοείται εξ αυτού˙ ομοίως και ο ατμός εκ του ατμίζοντος. Εάν δε έλεγε κανείς τον ατμό εκ του φωτίζοντος, θα το ειπεί δια το φως, διά του φωτός νοήσας τον ατμόν εκ του φωτίζοντος αφού ή μεσιτεία τού φωτός διατηρεί και εις εαυτό το μονογενές και τον ατμόν δεν παρακωλύει από την σχέσιν με το φωτίζον, δηλαδή δεν τον εμποδίζει να είναι αμέσως εξ αυτού.
Βεβαίως ο Γρηγόριος θεολογώντας ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην της αγεννησίας, λέγει ότι έχει όλα πλην της αιτίας, όπως σαφώς προσδιόρισε και σε άλλα σημεία των συγγραμμάτων του. Εάν δε ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην του να είναι αίτιος, δηλαδή θεότητος, αίτιος δε είναι ο Πατήρ όχι μόνο καθ’ όσον γέννα τον Υιό, αλλά και καθ’ όσον εκπορεύει το Πνεύμα, τότε ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην του να γεννά τον Υιό και να εκπορεύει το Πνεύμα, τα όποια είναι ιδιότητες μόνον του Πατρός και προσμαρτυρούν την αγεννησίαν του. Γι' αυτό και ο Δαμασκηνός θεολόγος λέγει στο τμήμα Περί της άγιας Τριάδος, «διά τόν Πατέρα, τουτέστι διά τό εἶναι τόν Πατέρα, ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα πάντα όσα έχουν, τουτέστι διά τό τόν Πατέρα ἔχειν αὐτά (τουτέστι δια τo ότι τα έχει ο Πατήρ), πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπρορεύσεως».
42. Εάν δε η αγεννησία δηλώνει το παντού και πάντως αίτιον επί Θεού, η γέννησις θα δηλώσει αναγκαιότατα το ότι δεν είναι καθόλου κατά κανένα τρόπο αίτιον θεότητος το γεννητόν, καθώς και η εκπόρευσις το εκ του Πατρός εκπορευτώς υπάρχον. Εάν δε δεν υπάρχει καθόλου κατά κανένα τρόπο αίτιος της θεότητος ο Υιός, πώς θα ήταν εξ αυτού το Πνεύμα; Ή πώς θα ήταν πρώτον αίτιον ο Πατήρ, έπειτα ο Υιός, ώστε το Άγιον Πνεύμα να εκπορεύεται και εξ αυτού, όπως νομίζουν ότι πρέπει να πιστεύουμε οι Λατίνοι, παραφρονούντες κατά την άποψή μου και παρανοούντες τις πατερικές ρήσεις; Διότι δεν λέγει αυτός ο φερώνυμος θεολόγος, «αλλά πάντα έχει ο Υιός τα του Πατρός πλην αγεννησίας», που είναι το ίδιο με το να έλεγε πλην της αιτίας, δηλαδή άνευ της γεννήσεως και της εκπορεύσεως; Διότι το αίτιον κατ’ αυτά είναι αίτιον.
Και όλα όσα έχει ο Υιός είναι του Πνεύματος πλην της υιότητος, εάν δε θέλεις, της γεννήσεως˙ διότι δεν θα φοβηθούμε μη τυχόν είναι και αυτά αναίτιον, αν φανεί και αυτό ως αίτιον, αφού δεν έχει γέννησιν˙ δεν είναι αναίτιον, αν και δεν είναι γεννητόν˙ διότι το μη έχον γέννησιν ως αναίτιον, και αυτό είναι καθ’ εαυτό εντελώς αναίτιον και κατά πάντα τρόπον είναι αίτιον θεότητος. Έτσι εμείς ομιλούμε σύμφωνα με τούς θεολογούντες εν Πνεύματι καί έτσι ελέγχουμε αυτούς που ομιλούν ασύμφωνα, δεικνύοντες ότι προβάλλουν τις γραφικές μαρτυρίας εναντίον εαυτών.
43. Ακόμη και εκείνος ο λόγος του ιδίου θεολόγου, τον όποιον οι Λατίνοι νομίζουν ότι φέρουν υπέρ της γνώμης τους, ότι δηλαδή ο Κύριος λέγοντας προς τούς μύστες ότι «εγώ ο ίδιος θα σας πέμψω το Πνεύμα» το άγιον, έδειξε το αξίωμά Του, τον φέρουν χωρίς να το γνωρίζουν εναντίον εαυτών. Επειδή πράγματι το πέμπειν το Πνεύμα είναι μέγα και επάνω από το μέγα και μόνον του Θεού (διότι καθώς είπε προηγουμένως ο Πατήρ ότι θα πέμψει τον Παράκλητο, έπειτα ο ίδιος λέγει, "εγώ θα πέμψω", δείχνοντας το αξίωμά του, έτσι ώστε το ίδιο το πράγμα σαν να έχει δυνατή φωνή να το κηρύττει αυτό και ο επώνυμος της θεολογίας να το εξηγεί). Εάν ο Κύριος γνώριζε ότι δεν εκπορεύεται παρά του Πατρός μόνο, αλλά και από τον εαυτό του, πώς δεν θα έλεγε επιπροσθέτως, «το όποιον εκπορεύεται από τον Πατέρα και από εμέ»; Διότι δεν ομιλεί τότε ταπεινότερα περί εαυτού, ώστε να παρέλειπε αποκρύπτοντας τούτο μόνο. Είναι λοιπόν φανερό και σε τυφλό ακόμα ότι το άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως λένε οι Πατέρες.
Είναι μέγα λοιπόν αξίωμα το να πέμπειν κάποιος το θείο Πνεύμα και μάλιστα τόσον μέγα, ώστε να δεικνύει ομοφυής και ίσος και ομότιμος με τον Πατέρα ο Υιός, όπως καθιστά και το Πνεύμα ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα το να μην αποστέλλεται μόνον από τον Πατέρα ο Υιός, αλλά και από αυτό το Πνεύμα. Όμως το αξίωμα τούτο είναι θεϊκό και φυσικό, αλλ’ όχι υποστατικό˙ διότι εάν το αποστέλλειν ήταν υποστατικό, δεν θα ήταν κοινό Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Είναι λοιπόν αληθινός Θεός ο άλλος Παράκλητος˙ και πώς δεν θα είναι αληθινός Θεός ο δε αποστέλλων τούτο; Εάν δε αποστέλλει ο Υιός τον Παράκλητο ο οποίος έρχεται και ο ίδιος (παρ’ εαυτού) ως αυτοκέλευστος, πώς δεν θα ήταν μιας με αυτόν θελήσεως και εξουσίας; Εάν δε είναι μιας εξουσίας και θελήσεως, πώς δεν θα ήταν και μιας φύσεως;
44. Βλέπεις πως η αποστολή του θείου Πνεύματος παριστάνει την ομοβουλία και ομοουσιότητα του αποστέλλοντος προς τον αποστελλόμενον, το οποίον είναι μέγιστο αξίωμα, προσιδιάζον βεβαίως και στα τρία πρόσωπα καλώς και θεοπρεπώς, ώστε να φανερώνεται και η αυτεξουσιότητα των αποστελλομένων; Ο δε λέγων ότι δεν είναι θεϊκό το αξίωμα τούτο, αλλά προβλητικό, πρώτον μεν δεν δεικνύει μόνον τον Υιό αίτιον του θείου Πνεύματος, αλλά και το Πνεύμα του Υιού. Εκτός δε απ' αυτό, αθετεί κακώς την αυτόβουλη προς εμάς έλευση του καθενός απ' αυτούς, άλλοτε άλλην, δογματίζοντας ότι η προς εμάς αποστολή δεν είναι ενέργεια της θελήσεως αλλά της φύσεως, άρα και άναρχος. Διότι όσα προέρχονται εκ του Θεού όχι κατά την θέληση άλλα κατά την φύση είναι προάναρχα και δεν έχουν αρχή.
Και μάλιστα ο επώνυμος της θεολογίας προς εκείνους οι όποιοι θεώρησαν κατώτερο τον Υιό, λόγω του ότι απεστάλη παρά του Πατρός, λέγει ότι η αποστολή είναι τεκμήριο της πατρικής ευδοκίας, αλλ’ όχι της προ-αιώνιου υπάρξεώς του. Φρενοβλαβώς λοιπόν οι Λατίνοι θεωρούν την εκ του Υιού αποστολή του Πνεύματος τεκμήριον της προαιώνιου παρ’ αυτού υπάρξεως. Αλλά, λέγει, έχει γραφεί και ότι ηγέρθη και ανελήφθη παρά του Πατρός, άλλα επίσης και ότι ανέστησε εαυτόν και επανήλθε πάλι˙ εκείνα είναι της ευδοκίας (του Πατρός), αυτά είναι της εξουσίας (του Υιού). Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα, μολονότι απεστάλη και παρά του Υιού, πάντως έφθασε και το ίδιο σε εμάς (παρ’ εαυτού), πρέπει εκείνο να λέμε ότι είναι της ευδοκίας (του Υιού), τούτο της εξουσίας (του Αγ. Πνεύματος), αλλά να μην καινοτομούμε από αυτά άλογα τον τρόπο της υπάρξεως του θείου Πνεύματος.
45. Εκτός δε του επωνύμου τούτου της θεολογίας (του Γρηγορίου του θεολόγου) ούτε ο μέγας Βασίλειος ευρίσκεται να λέγει πουθενά ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού˙ εάν δε στα Προς Ευνομιανούς κεφάλαια περί του θείου Πνεύματος είπε ότι τούτο προέρχεται εκ του Πατρός διά του Υιού, όμως γινόμενος στα κεφάλαια αυτά ο ίδιος ερμηνευτής του εαυτού του διασάφησε ότι απλώς είπε τούτο περί της μεταδόσεως αυτού, γράφοντας˙ «το ότι μεν το Πνεύμα είναι εκ Θεού διεκήρυξε περίτρανα ο απόστολος, λέγοντας ότι ελάβαμε το Πνεύμα το εκ Θεού, και κατέστησε σαφές ότι εφανερώθη διά του Υιού, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού, όπως Θεού, και αποκαλώντας αυτό νουν Χρίστου, καθώς και Πνεύμα Θεού ως του ανθρώπου».
Βλέπεις ότι την μεν ύπαρξη έχει εκ Θεού, δηλαδή του Πατρός, την δε μετάδοση και φανέρωση διά του Υιού; Και ότι ονομάζεται Πνεύμα και νους Υιού, αλλ’ όχι εκ του Υιού, όπως και του άνθρωπου; Διότι και τούτου είναι το οικείο Πνεύμα και αυτού ο νους, αλλ’ όχι εξ αυτού, παρά μόνον κατ’ ενεργείαν. Αυτό δε καθιστώντας προδηλότερο ο μέγας αυτός θεολόγος, λέγει, «Το Πνεύμα, εξαρτάται μεν εκ του Υιού, με τον όποιον συνθεωρείται αδιαστάτως, έχει δε το εἶναι προερχόμενο εκ της αιτίας του Πατρός, από όπου και εκπορεύεται, έχοντας ως γνωριστικό σημείο της κατά την υπόστασιν υπάρξεως τούτο, το ότι γνωρίζεται μετά τον Υιό και μαζί με αυτόν και ότι υφίσταται εκ του Πατρός. Ο δε Υιός, γνωρίζων το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Πνεύμα δι' εαυτού και μεθ’ εαυτού, αφού εξέλαμψε μόνος εκ του αγεννήτου φωτός, δεν έχει καμία κοινωνία κατά το ιδιάζον των γνωρισμάτων προς τον Πατέρα ή το άγιο Πνευμα».
Ακούεις το γνωριστικό σημείο της υποστάσεως του θείου Πνεύματος, ότι δηλαδή το γνωρίζεσθαι είναι διά του Υιού, ενώ δεν είναι εξ αυτού το έχειν την υπόστασιν, αλλά υφίσταται εκ του Πατρός; Λέγοντας δε ο ίδιος ο Κύριος στα Ευαγγέλια, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον όποιον θα πέμψω εγώ σε σας παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, το όποιο εκπορεύεται παρά του Πατρός», δεν έδειξε ότι του μεν Πνεύματος ιδιάζον γνώρισμα είναι το εκπορεύεσθαι, του δε Πατρός το εκπορεύειν, επειδή καθένα από αυτά είναι και υποστατικό, τα δε υποστατικά είναι ιδιάζοντα; Αφού λοιπόν κατά τον μέγαν Βασίλειον ο Υιός δεν έχει καμία συμμετοχή στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατρός, δεν θα έχει ούτε την εκπόρευσιν.
46. Διά τούτο πάλι o ίδιος λέγει Προς τους Ευνομιανούς περί του Πνεύματος˙ «Υιός Θεού, καρπός άγιος εξ αγίου, αΐδιος εξ αϊδίου, χορηγός άγιου Πνεύματος προς θεμελίωσιν (υπόστασιν) και μόρφωσιν της κτίσεως». Βλέπεις ότι ο Υιός είναι χορηγός του Πνεύματος, αλλά όχι γεννήτωρ; Και ότι η χορηγία του Υιού έγινε με αιτία, για να θεμελιώσει και διαμορφώσει την κτίσιν δια του Πνεύματος; Πρόσεχε δε και τα έξης˙ «ο αναιρών, λέγει, τον Υιό, αφαιρεί την αρχήν της δημιουργίας των όλων˙ διότι ο Λόγος του Θεού άρχει της υποστάσεως των όλων, αυτός διά του όποιου έγιναν τα πάντα». Βλέπεις; Της υποστάσεως των όλων άρχει ο Λόγος του Θεού, αλλά δεν άρχει της υποστάσεως του θείου Πνεύματος˙ και είναι αρχή της δημιουργίας των όλων, αλλ’ όχι της υπάρξεως του Πνεύματος. Πώς δε ο Βασίλειος, θέλοντας να υπερυψώσει εδώ τον Υιό, εάν μπορούσε να τον ειπεί αρχήν του θείου Πνεύματος, ως λαβόντος δι᾿ αὐτοῦ τό εἶναι, δεν θα το έλεγε, αλλά τον είπε μόνον χορηγό αυτού, αρχή δε μόνης της δι᾿ αὐτοῦ λαβούσης την ύπαρξη κτίσεως;
47. Αλλά, λέγουν (οι Λατίνοι), o Χρυσόστομος θεολόγος λέγει ότι: «ήλθε προς εμάς ο Χριστός, μας έδωσε το εξ αυτού Πνεύμα και ανέλαβε το σώμα μας»˙ και πάλι ότι «διά το ότι το σώμα τού Χριστού έγινε επί γης ναός τής θείας δυνάμεως, γίνε και συ ναός καθ’ ομοίωσιν αυτού, διότι δέχεσαι το Πνεύμα στελλόμενον παρ’ αυτού˙ όπως λοιπόν επιγνώσας τόν Χριστόν επέγνωσες τον Θεό, έτσι και δεχόμενος Πνεύμα Χρίστου εδέχθης τον Θεό».
Από εδώ λοιπόν γίνεται φανερό περί της επιγνώσεως˙ περί δε της αποστολής και της δόσεως είπαμε και προηγουμένως. Πρέπει όμως να κατανοήσουμε και εδώ πρώτα, τί λέγει Πνεύμα ο Χρυσόστομος πατήρ λαμβανόμενο και διδόμενο, την ουσία και την υπόσταση του Πνεύματος ή την χάρη και την ενέργεια; Αλλά για να μην κοπιάζουμε ερευνώντες, ας προβάλουμε αυτόν τον ίδιο τον χρυσό θεολόγο ερμηνευτή και του ζητουμένου μας τούτου˙ διότι αυτός στον λόγο Περί του Πνεύματος λέγει, «ἡ δωρεά πέμπεται, τό Πνεῦμα οὐκ ἀποστέλλεται». Ακούγοντας δε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή να λέγει περί Χριστού, ότι δεν έλαβε με το μέτρο το Πνεύμα από τον Πατέρα, διότι, λέγει, «δεν δίδει με το μέτρο το Πνεύμα ο Πατήρ», αλλά «όλα τα έδωσε εις την χείρα του», εξηγώντας ο ίδιος λέγει˙ «πνεύμα εδώ λέγει την ενέργεια, διότι αυτή είναι η μεριζόμενη. Πράγματι όλοι εμείς ελάβαμε με μέτρο την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε έλαβε ολόκληρη την ενέργεια˙ εάν δε η ενέργεια αυτού αμέτρητος, πόσο μάλλον η ούσία». Και αλλού πάλι προβάλλοντας εκείνο το ψαλμικό προς εξήγηση, λέγει, «ἐξεχύθη χάρις εις τα χείλη σου», λέγει, «βλέπεις ότι ο λόγος είναι περί της οικονομίας;». Και έπειτα από λίγο λέγει, «εδώ εννοεί την χάριν η οποία ήλθε επί την σάρκα. Πράγματι όλη η χάρις ἐξεχύθη εις τον ναόν εκείνον˙ "διότι δεν δίδει με μέτρο το Πνεύμα εις εκείνον ο Πατήρ". Εμείς όμως έχουμε μικρό μέρος, μία ρανίδα από εκείνη την χάριν˙ "διότι εκ του πληρώματος αυτού, λέγει, ελάβομεν όλοι εμείς", σαν να έλεγε κανείς, από το υπερβλύζον, από το περίσσευμα. Και πάλι δεν είπε, "δίδω το Πνεύμα", αλλά "θα εκχύσω από το Πνεύμα μου επί πάσα σάρκα". Και η σε τόσα μέρη του κόσμου διδομένη χάρις είναι μέρος της δωρεάς και αρραβώνας˙ "δώσας, λέγει, τον αρραβώνα του Πνεύματος εις τας καρδίας ημών". Εννοεί το μέρος της ενεργείας, διότι βεβαίως ο Παράκλητος δεν μερίζεται».
48. Την ενέργεια λοιπόν ταύτη έλαβε και ο ναός εκείνος και στους άξιους παρέχει παρ’ εαυτού ο Χριστός. Συ δε ακούγοντας εδώ τον χρυσορρήμονα να λέγει, «ο Χριστός μας έδωσεν», ενθυμήσου και τους λόγους εκείνους, τους οποίους είπαμε προ ολίγου, ότι Θεός και ύπαρξις Θεού δεν υφίσταται προς έτερον ούτε δίδεται προς κάποιον˙ αλλά και αναίτιος είναι, έχων αιτίαν αυτόν τον ίδιον εκ του όποιου υπάρχει αναιτίως, αλλά μη υπάρχων εξ αυτού δι' αιτίαν. Όπως δε Θεός και ύπαρξις Θεού είναι αναίτιος, έτσι το δι' αιτίαν γεγονός είναι κοινό σε αυτόν τον αναίτιον και στα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Για αυτό, ενώ πολλές φορές έχει λεχθεί από τον Θεάνθρωπο Λόγο και εν συνεχεία από τους θεοφόρους ότι το Πνεύμα πέμπεται και δίδεται παρά του Υιού, δεν έχει λεχθεί ποτέ χωρίς αιτία, ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο για το όποιον και πέμπεται˙ αλλά πάντοτε το αποδίδει συνδεδεμένο με τις αιτίες πρώτον μεν ο μόνος και Θεός και θεολόγος, ο όποιος έθεσε απολύτως και το εκπορευόμενο χωρίς καμία αιτία, έπειτα δε και όλοι οι δι' αυτού ομιλούντες, από τούς όποιους διδασκόμεθα εμείς ότι δεν είναι η υπόστασις του παναγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, ούτε δίδεται ούτε λαμβάνεται από κανένα, αλλά η θεία χάρις και η ενέργεια. Εάν δε δεν μνημονεύουν ούτε όλοι ούτε πάντοτε τα πρόσωπα και τις αιτίες, τούτο συμβαίνει όχι διότι δεν φρονούν κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά διότι αυτά έχουν λεχθεί πολλάκις και γι' αυτό είναι ομολογούμενα. Μη προσέχοντας τούτο επιμελώς οι λατινόφρονες, παρενόησαν και διέστρεψαν πολλά χωρία του μεγάλου Αθανασίου και του θείου Κυρίλλου.
49. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς, λέγουν πάλι οι τοιούτοι (Λατίνοι), αφού ο θεηγόρος Γρηγόριος Νύσσης λέγει, «προθεωρεῖσθαι τον Υιό της υποστάσεως του Πνεύματος κατά τον λόγον της αιτίας»;
Τί θα έλεγε κανείς, άλλο θα προσαγάγομε εμείς παρά το αληθές και γνωριμώτατο στους λίγο προσεκτικούς, ότι προθεωρεῖται της υποστάσεως του Πνεύματος η υπόστασις του Υιού εκ του Πατρός κατά τον λόγον της αιτίας, όχι κατά τον λόγον της αιτίας του Πνεύματος, αλλά κατά τον λόγον της δικής του υποστάσεως εκ του Πατρός, δηλαδή κατά το γεννητώς υπάρχειν εκ Πατρός;
Διότι ακούων κανείς Πατέρα, τον εννοεί αμέσως ως Πατέρα γεννήματος˙ όταν δε ακούσει ότι το γέννημα είναι και Λόγος, τότε έρχεται εις έννοιαν και του θείου Πνεύματος. Και δια τούτο ο Υιός δεν είναι καθόλου προ του Πνεύματος καθ’ ύπαρξιν. Επομένως λέγει ο θείος αυτός προεστώς της Νύσσης στον πρώτο των Αντιρρητικών Προς Ευνόμιον, «όπως συνάπτεται ο Υιός με τον Πατέρα και έχων το είναι εξ αυτού δεν υστερεί κατά την ύπαρξιν, έτσι πάλι και το άγιον Πνεύμα ενώνεται με τον μονογενή, ο όποιος μόνον κατ’ επίνοιαν κατά τον λόγον της αιτίας προθεωρείται της υποστάσεως του Πνεύματος».
Τί είναι λοιπόν το δεικνυόμενο εδώ από τον άγιον; Οπωσδήποτε τίποτε άλλο παρά ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ταυτόχρονα˙ και ούτε το γεγονός ότι ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός εμποδίζει να είναι ο Υιός ταυτοχρόνως με τον Πατέρα αϊδίως, ούτε το γεγονός ότι προθεωρείται εκ του Πατρός ο Υιός κατά τον λόγον της οικείας αιτίας εμποδίζει να ενώνεται το Πνεύμα με τον Υιό και να είναι μαζί με αυτόν συγχρόνως από του Πατρός. Πρέπει δε προφανώς να σκεφθούμε ότι σημασία έχει και τούτο, ότι δεν είπε ότι ο Υιός προθεωρείται του Πνεύματος απλώς κατ’ επίνοιαν, αλλά μόνον κατ’ επίνοιαν, και ότι τον μεν Υιό είπε εκ Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα λέγει ότι ενώνεται με τον Υιόν, δηλαδή ότι υπάρχει ομού με τον Υιό εκ του Πατρός, αλλά δεν έχει το είναι εξ αυτού.
50. Αλλά, λέγουν, ο ίδιος θεηγόρος Νύσσης άλλου τοποθετεί σαφώς τον Υιό μέσον του Πατρός και του Πνεύματος και παραδίδει το Πνεύμα δι' αυτού ευρισκομένου εν συνδέσει με τον Πατέρα˙ διότι έτσι, λέγει, θα είναι και μονογενής. Αν λοιπόν εμείς δείξουμε ότι προσμαρτυρεί μόνον στον Πατέρα την εκπορευτικήν ιδιότητα, ότι λέγει μόνον αίτιον Υιού και Πνεύματος τον Πατέρα, ότι δέχεται τον Υιό και το άγιον Πνεύμα εξ ενός και του αυτού προσώπου, και μάλιστα ευθέως εξ αυτού αμφότερα, και τον φρονούντα διαφορετικά τον δεικνύει πολύθεον, τί θα πουν;
Πράγματι διδάσκων πως εν τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός λέγει, «Τα πρόσωπα του ανθρώπου όλα δεν έχουν την ύπαρξιν ευθέως από το ίδιον πρόσωπον, ώστε έτσι πλην των αιτιατών και τα αίτια είναι πολλά και διάφορα. Επί της αγίας Τριάδος δε δεν συμβαίνει έτσι, διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπο του Πατρός, από το όποιον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα. Γι' αυτό μετά πεποιθήσεως λέγομε κυριολεκτικώς τον ένα αίτιον με τα αιτιατά αυτού ένα Θεόν».
Τόσον προσεκτικώς δε εφρόντισε να δείξει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνο στον Πατέρα, ώστε να φέρει μάρτυρα τον μεταξύ των βασιλέων θείο υμνωδό Δαβίδ, λέγοντα ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλ’ εκ της ιδίας της υποστάσεως αυτού. Έτσι στον Περί θεογνωσίας λόγο, αφού φιλοσόφησε όχι ολίγα περί Πατρός και Υιού προηγουμένως, λέγει ότι «Πνεύμα δε εννοεί το εκπορευόμενον από την πατρικήν υπόστασιν˙ δια τούτο και ο Δαβίδ είπε Πνεύμα στόματος, για να βεβαιώσει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνον εις τον Πατέρα». Τί υπάρχει σαφέστερο ή βεβαιότερο ή ίσχυρότερο ή αποδεικτικότερο από αυτούς τούς λόγους περί τούτο ότι το Πνεύμα δεν εκπορεύεται και εκ του Υιού;
Διότι εάν εκπορεύετο και εξ αυτού, δεν θα ήταν εκάτερον ευθέως εξ ενός προσώπου, ούτε θα είχαμε το δικαίωμα να λέγομε ότι σεβόμεθα μίαν αρχήν θεότητος και να ισχυριζόμεθα ότι τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός. Εάν, ως το αιτιατόν, ήταν και το αίτιο σε δύο πρόσωπα, όπως παρατηρείται και σε εμάς, η εκπορευτική ιδιότης δεν θα άνηκε μόνον στον Πατέρα, αφού και ο Υιός θα είχε το εκπορεύειν. Τώρα όμως ο Γρηγόριος Νύσσης βεβαιώνει ο ίδιος ότι υπάρχει μόνον στον Πατέρα και προβάλλει τον θεοπάτορα Δαβίδ ως επιβεβαιωτή, μάλλον δε το άγιον Πνεύμα το λαλήσαν δια των προφητών.
51. Βλέπεις ότι, φρονώντας σαφώς τα ενάντια του Πνεύματος, και δογματίζων αντιθέτως προς εκείνο και μαχόμενος, αλλ’ όχι θεολογών, το Πνεύμα, έγινες πονηρός διαιτητής της θεογόνου θεότητος και αποστερητής των ιδιοτήτων του Θεού Πατρός, κινών και μεταφέρων τις ακίνητες ιδιότητες και ως προς εσέ αναμιγνύων και συνταράσσων την υπέρ πάντα νουν και αὐτόχρημα ειρήνην; Δεν φρίττεις λοιπόν ακούγοντας αυτά, δεν απομακρύνεσαι το ταχύτερο από την δεινή κακοδοξία και δεν θρηνείς τον προηγούμενο βίο ως ασεβώς διανυθέντα;
Αλλά ας δούμε και την τελευταίως προτεινομένη από αυτούς μαρτυρία του Νύσσης και, αφού την εξετάσουμε το κατά δύναμιν, ας διασαφηνίσουμε σε όλους το σε αυτήν δύσληπτο, το οποίο κυρίως προκάλεσε σε αυτούς και την πλάνη˙ μακάρι δε να ήταν δυνατόν, καθαίροντες και αυτούς, να τους απομακρύνουμε από την απάτη. Αλλά εντείνατε παρακαλώ τον νουν οι τώρα και οι έπειτα αναγνώστες. Βεβαίως όλα τα λόγια του ανδρός αυτού περικλείουν βαθιές έννοιες, πολύ περισσότερο δε τα περί Θεού και τούτων περισσότερο το τώρα προβαλλόμενο από εμάς. Γράφοντας αυτός Πρός Αβλάβιον, γιατί, λέγοντες μίαν θεότητα επί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, αρνούμεθα να πούμε τρεις θεούς, αφού παρέστησε το καθ’ όλα ενιαίο της θείας φύσεως, λέγει: «εάν δε συκοφαντήσει κάποιος τον λόγον, ότι εκ της μη αποδοχής τής κατά φύσιν διαφοράς συντελείται κάποια μίξη και ανακύκλωση των υποστάσεων, τούτο θα απολογηθούμε δι’ αυτή την μομφή˙ ότι ομολογούντες το απαράλλακτο της θείας φύσεως δεν αρνούμεθα την κατά το αίτιον και αιτιατόν διαφορά, κατά το όποιον μόνον καταλαβαίνουμε την διάκρισιν του ετέρου από το έτερον, με το να πιστεύουμε ότι το μεν είναι αίτιον, το δε είναι εκ του αιτίου. Και του εξ αιτίας όντος πάλι εννοούμε άλλη διαφορά˙ διότι το μεν ένα προέρχεται ευθέως εκ του πρώτου, το δε άλλο δια του ευθέως εκ του πρώτου, ώστε και το μονογενές επί του Υιού να παραμένει αναμφίβολο και η προέλευσις του Πνεύματος εκ του Πατρός να μην αμφισβητείται, αφού η μεσιτεία του Υιού φυλάσσει σε αυτόν το μονογενές και δεν εμποδίζει το Πνεύμα από την φυσική σχέσιν προς τον Πατέρα».
52. Τούτο δε έπρεπε να λεχθεί εδώ πρώτον προς τους Λατίνους˙ επειδή εσείς θεωρείτε σε δύο πρόσωπα όχι μόνον το εξ αιτίας αλλά και το αίτιον, (διότι την αιτία του θείου Πνεύματος τοποθετείτε σε δύο πρόσωπα και μάλιστα διαφορετικά σε καθένα από τα δύο), εάν ο φωτεινότατος αυτός φωστήρ της Νύσσης φρονεί συμφώνως προς εσάς, θα διαιρούσε προ του αιτιατού το αίτιον. Δεν είναι όμως καθόλου πρόδηλο ότι έπραξε τούτο ούτε ότι σκέφθηκε αυτό το όποιον εσείς προσπαθείτε να συναγάγετε από τους λόγους εκείνου, από τους οποίους για τον καλώς εξετάζοντα παρουσιάζονται τα αντίθετα από τα δικά σας δόγματα. Διότι τούτο είναι εκείνο το όποιο λέγει, ότι ο Υιός δεν εμποδίζει την άμεσον προς τον Πατέρα σχέσιν του Πνεύματος, αν και μόνον αυτός είναι Υιός. Έπειτα δεν πρέπει να θεωρήσουμε άξιο παραλείψεως ούτε τούτο, ότι μετά την φράση «δεν αρνούμεθα την κατά το αίτιον και το αιτιατόν διαφορά», όπου αφού μαζί με το Πνεύμα είπε και τον Υιό αιτιατόν, προσέθεσε, «κατά το οποίον μόνον καταλαβαίνουμε ότι διακρίνεται το ένα από το άλλο», φανερώς αρνούμενος την λατινική καινοτομία, ότι όχι μόνον αιτιατός αλλά και αίτιος είναι ο Υιός, και απορρίπτοντας συντόμως όλες τις τεχνητές διαφορές τούτων, ότι αίτιον επί του Πνεύματος είναι πρώτον μεν ο Πατήρ, δεύτερον δε ο Υιός και τα παραπλήσια με αυτά˙ διότι λέγει, μόνον κατά το αίτιον και το αιτιατόν κατανοούμε την θεία φύσιν, και το μεν αίτιον δεν το παρατηρούμε σε δύο πρόσωπα, μόνον δε εις το αιτιατόν εννοούμε αυτήν τήν σε δύο πρόσωπα διαφορά, η οποία είναι όχι ότι το μεν ένα εξ αυτών είναι και αίτιον, το δε άλλο μόνον αιτιατόν, όπως φρονούν μάλλον δε παραφρονούν οι Ιταλοί, αλλ’ ότι το μεν ένα είναι Υιός, το δε άλλο όχι Υιός. Και τούτο δεν εμποδίζεται από την κατά φύσιν ένωσιν του Υιού προς τον Πατέρα. Διότι, αφού είπε σε προηγούμενο σημείο του λόγου, τί είναι τα τρία ταύτα, ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα, ότι είναι μία υπερούσιος ουσία, και έδειξε έπειτα πώς είναι τα τρία αυτά, άραγε αιτιατώς ως έχοντα και κάτι από το αίτιον ή εντελώς αναιτίως, λέγει ότι το μεν ένα εξ αυτών είναι αίτιον, το δε έχει την ύπαρξιν αιτιατώς, αιτιατώς δε λέγει έχει την ύπαρξιν ο Υιός και το άγιον Πνεύμα.
53. Άραγε δεν έδειξε με αυτό εδώ ότι ένα μόνον είναι το ληφθέν αίτιον εκ των τριών, δηλαδή μόνον ο Πατήρ; Έπειτα, θέλοντας να δείξει πως καθένα χωριστά (εκάτερον) των δύο τούτων προσώπων είναι αιτιατώς, για να μην νομίσει κανείς, όπως οι Λατίνοι, ότι εισάγει πάλι εκείνην την διαφοράν αιτίου και αιτιατού και επί του Πνεύματος, λέγει σαφώς ότι επί τούτων εννοούμε άλλη διαφορά. Οι δε Λατίνοι ἀντιθεϊκῶς και εν αντιθέσει προς αυτόν λέγουν ότι δεν είναι άλλη, αλλά η ιδία. Και όταν πάλι ο άγιος είχε την πρόθεση να πει πως έχει αιτιατώς το είναι ο Υιός, αυτοί τον διαβάλλουν ότι λέγει πως είναι αίτιος. Όμως το ότι είναι οπωσδήποτε αίτιος ο Υιός, πουθενά δεν δεικνύεται να λέγει ή φρονεί ο θεοφόρος αυτός πατήρ και μάλιστα στα τελευταίως παρατιθέντα λόγια του. Αλλά δεικνύεται ότι και αυτός λέγει ότι και ο Υιός υπάρχει αιτιατώς, όπως και το άγιον Πνεύμα, αιτιατώς όμως γεννητώς, αιτιατώς δε ότι υπάρχει και το άγιον Πνεύμα, όχι γεννητώς δε.
Πράγματι λέγονται αμφότερα, του Πατρός και εκ του Πατρός, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος, ο μεγαλόνους είπε άμεσον προς τον Πατέρα τον Υιόν, δια μέσου δε αυτού του αμέσου προς τον Πατέρα είπε νοούμενον το Πνεύμα εκ του Πατρός, αλλά όχι εκπορευόμενο δια μέσου του Υιού, σαν να έλεγε πάλι εκείνο, ότι, αφού το αίτιον και πρώτον ως αίτιον είναι και λέγεται Πατήρ των φώτων, δηλαδή του Υιού και του Πνεύματος (διότι αμφότερα, αλλά όχι μόνον ο Υιός δευτερεύει τοῦ Πατρός, όπως ο Γρηγόριος ό θεολόγος λέγει εις τα Έπη), αφού λοιπόν το πρώτον λέγεται δι’ αμφότερα ταύτα Πατήρ των φώτων (διότι από τα λόγια δεν θα ήταν δυνατόν να εύρεις άλλην επωνυμία του), τα οποία προέρχονται εκ του αιτίου τούτου, το προερχόμενο γεννητώς εκ φωτός φως αυτοστιγμεί νοείται ευθέως εις τον Πατέρα, καθώς και ο ίδιος ο Νύσσης διατείνεται γράφοντας στο δεύτερο βιβλίο των Προς Ευνόμιον, «ότι δεν θα ήταν δυνατό να νοηθεί πατήρ χωριστά αφ’ εαυτού, αν δεν συνδέεται υιός δια της εκφωνήσεως του πατρός», και πάλι, «έχοντες την πίστιν εις τον Πατέρα, μαζί με το άκουσμα του Πατρός παρεδέχθημεν με την διάνοιαν και τον υιόν».
54. Ο μεν Υιός λοιπόν είναι και νοείται εκ του Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα πρέπει δι’ εαυτό μεν να είναι και να νοηθεί εκ προβολέως, αλλ’ όχι εκ Πατρός, διά δε του αμέσως νοουμένου εκ Πατρός Υιού θα ήταν το Πνεύμα και εκ Πατρός, του εκπορεύοντος αυτό το Πνεύμα, γεννώντος δε τον Υιόν. Πώς όμως θα ελέγετο ότι το μη γεννητόν Πνεύμα είναι εκ του γεννώντος; Όχι δια του Υιού, ο οποίος είναι μονογενής και δια τούτο συννοείται αμέσως ευθύς εις τον γεννώντα, κάμνει ιδιότητά του και συντηρεί μόνον το γεννητόν, δεικνύει δε ότι το Πνεύμα είναι εκ του Πατρός όχι γεννητώς; Άρα διά του Υιού έχει το είναι και το νοείσθαι εκ του Πατρός το Πνεύμα, καθ’ εαυτό δε προβαλλόμενον και το ίδιον αμέσως εκ προβολέως. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, δεν είπε αίτιον, αλλά μόνον αιτιατόν τον Υιόν καί μάλιστα εξ ίσου αιτιατόν με το Πνεύμα˙ και διέκρινε ταύτα από τον Πατέρα ομοίως κατά το αίτιον, μολονότι κατά την εκδοχή των Λατίνων δεν έπρεπε να πει αυτό.
Αλλά, όπως είπαμε, αφού είπε πρώτον να διαιρέσουν το αίτιον διά τού κατ' αυτούς εμμέσου και αμέσου, ως παρατηρούμενο έτσι κατ’ αυτούς σε δύο υποστάσεις το αίτιον, έπειτα προχωρώντας εις τον λόγον είπε να νοείται και ο Υιός ευθύς εκ του Πατρός και προσέθεσε την αιτία, τότε όμως έπρεπε να πει, αν είχε το λατινικό φρόνημα, διά να μην είναι μόνον αιτιατός ο Υιός, αλλά να παρουσιασθεί και αίτιος. Εκείνος όμως, δεν λέγει τούτο καθόλου, αλλά λέγει για να φανεί ότι είναι ο μόνος γεννητός˙, δηλαδή αιτιατός, με τον τρόπον τούτον. Πού λοιπόν βλέπετε εδώ τον Υιόν, ο οποίος ανακηρύσσεται μόνον αιτιατός;
55. Λάβε δε και τούτο κατά νουν, ότι ο μέγας αυτός δεν είπε ούτε ότι συνεργεί η μεσιτεία του Υιού, αλλά ότι δεν εμποδίζει, δηλαδή δεν παρακωλύει να εκπορεύεται αμέσως εκ του Πατρός και το Πνεύμα. Ας καταστήσουμε δε κατά το δυνατόν σαφή και δια παραδειγμάτων την έννοιαν. Από το πυρ προέρχεται αμέσως και το φως και ο ατμός˙ διότι δεν είναι το εν από το άλλο. Το πυρ λοιπόν όταν εγγίσει ξύλα έχει την ιδιότητα να ατμίζει και φωτίζει συγχρόνως, ωσάν το μεν φως να γεννά, τον δε ατμό να εκπορεύει. Το φως λοιπόν είναι αμέσως εκ του φωτίζοντος και καθ’ εαυτό νοείται εξ αυτού˙ ομοίως και ο ατμός εκ του ατμίζοντος. Εάν δε έλεγε κανείς τον ατμό εκ του φωτίζοντος, θα το ειπεί δια το φως, διά του φωτός νοήσας τον ατμόν εκ του φωτίζοντος αφού ή μεσιτεία τού φωτός διατηρεί και εις εαυτό το μονογενές και τον ατμόν δεν παρακωλύει από την σχέσιν με το φωτίζον, δηλαδή δεν τον εμποδίζει να είναι αμέσως εξ αυτού.
Λάβε δε και τούτο κατά νουν, ότι ο μέγας αυτός Γρηγόριος Νύσσης δεν είπε ούτε ότι συνεργεί η μεσιτεία του Υιού, αλλά ότι δεν εμποδίζει, δηλαδή δεν παρακωλύει να εκπορεύεται αμέσως εκ του Πατρός και το Πνεύμα. Ας καταστήσουμε δε κατά το δυνατόν σαφή και δια παραδειγμάτων την έννοιαν. Από το πυρ προέρχεται αμέσως και το φως και ο ατμός˙ διότι δεν είναι το ένα από το άλλο. Το πυρ λοιπόν όταν εγγίσει ξύλα έχει την ιδιότητα να ατμίζει και φωτίζει συγχρόνως, ωσάν το μεν φως να γεννά, τον δε ατμό να εκπορεύει. Το φως λοιπόν είναι αμέσως εκ του φωτίζοντος και καθ’ εαυτό νοείται εξ αυτού˙ ομοίως και ο ατμός εκ του ατμίζοντος. Εάν δε έλεγε κανείς τον ατμό εκ του φωτίζοντος, θα το ειπεί δια το φως, διά του φωτός νοήσας τον ατμόν εκ του φωτίζοντος αφού ή μεσιτεία τού φωτός διατηρεί και εις εαυτό το μονογενές και τον ατμόν δεν παρακωλύει από την σχέσιν με το φωτίζον, δηλαδή δεν τον εμποδίζει να είναι αμέσως εξ αυτού.
Αλλά, εάν θέλετε, ας προσθέσουμε χάριν περισσότερης σαφήνειας και άλλο παράδειγμα, όχι νέον ούτε ασύνηθες στους θεολόγους. Ο Κάιν ήταν υιός του Αδάμ και μονογενής του, πριν γεννήσει τους άλλους, η δε Εύα ήταν τμήμα του Αδάμ. Όταν λοιπόν o Αδάμ έγινε πατήρ, η Εύα ήταν τμήμα πατρός˙ και μπορούσε να λέγεται και να νοείται τότε τμήμα πατρός με όλη την αλήθεια, αποκτήσασα το να είναι και να νοείται και να λέγεται τμήμα πατρός διά του Κάιν, καθώς η μεσιτεία (μεσολάβησις) του υιού τούτου και το μονογενές για τον εαυτό του εφύλαττε και για την Εύα δεν εμπόδιζε το να είναι τμήμα πατρός. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Εύα στην αρχήν απεκόπη εμμέσως και όχι αμέσως εκ του Αδάμ. Αφήνοντας λοιπόν την χρονική αρχή και διάσταση, την εκ συζυγίας γέννηση και όσα άλλα δεν είναι κατάλληλα στη θεότητα, σύγκρινε το παράδειγμα προς τούς λόγους του αγίου και θα κατανοήσεις το αληθές.
56. Αλλά έτσι εμείς νοούμε το μη γεννητόν υπάρχον Πνεύμα δι’ Υιού εκ γεννητικού (αιτίου), δηλαδή από Πατρός˙ διότι για τον Υιό είναι και λέγεται Πατήρ. Γι’ αυτό δε το Πνεύμα, το όποιο δεν είναι γεννητό αλλά εκπορευτό, νοούμε αυτό αμέσως εκ του εκπορεύοντος, δηλαδή εκ προβολέως. Γιατί δε ο φερώνυμος θεολόγος Γρηγόριος ο μέγας καλεί την μόνην πηγαία θεότητα όχι μόνον Πατέρα, αλλά και προβολέα; Όχι πατέρα μεν γεννήματος, προβολέα δε προβλήματος; Όπως λοιπόν σχετίζεται το γέννημα προς τον γεννήσαντα, έτσι θα σχετίζεται και το πρόβλημα προς τον προβολέα του, δηλαδή αμέσως εκάτερον. Εάν δε ειπείς το πρόβλημα του Πατρός, το λέγεις διά τον Υιό.
56. Αλλά έτσι εμείς νοούμε το μη γεννητόν υπάρχον Πνεύμα δι’ Υιού εκ γεννητικού (αιτίου), δηλαδή από Πατρός˙ διότι για τον Υιό είναι και λέγεται Πατήρ. Γι’ αυτό δε το Πνεύμα, το όποιο δεν είναι γεννητό αλλά εκπορευτό, νοούμε αυτό αμέσως εκ του εκπορεύοντος, δηλαδή εκ προβολέως. Γιατί δε ο φερώνυμος θεολόγος Γρηγόριος ο μέγας καλεί την μόνην πηγαία θεότητα όχι μόνον Πατέρα, αλλά και προβολέα; Όχι πατέρα μεν γεννήματος, προβολέα δε προβλήματος; Όπως λοιπόν σχετίζεται το γέννημα προς τον γεννήσαντα, έτσι θα σχετίζεται και το πρόβλημα προς τον προβολέα του, δηλαδή αμέσως εκάτερον. Εάν δε ειπείς το πρόβλημα του Πατρός, το λέγεις διά τον Υιό.
57. Ήθελα δε νά δείξω και περί τής προθέσεως «διά» με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά τί ανάγκη λόγων υπάρχει, αφού αυτή ερμηνεύθη σε εμάς δι’ αυτού του αγίου Πνεύματος; Εγώ εξετάζοντας ποιος είναι ο πρώτος που είπε το άγιον Πνεύμα δι’ Υιού, μάλλον δε ποιος ο διδάξας σε εμάς τούτο δια θείας εμπνεύσεως (εφ’ όσον η δική μας θεολογία δεν έχει ούτε μία λέξη, μη εκπεφρασμένη αρχικώς διά θείας αποκαλύψεως) - εξετάζοντας λοιπόν εγώ, ποιος είναι αυτός ο όποιος είναι ο πρώτος ο όποιος είπε, βρήκα ότι το ίδιο το άγιο Πνεύμα απεκάλυψε και ερμήνευσε δι’ εαυτό διά του θεολογικωτάτου αποστόλου Ιωάννου και του Γρηγορίου του θαυματουργού κατόπιν προτροπής της θεομήτορος. Και ο συγγραφεύς του θαυμασίου βίου του Γρηγορίου και της εις αυτόν αποκαλύψεως, ομώνυμος και όχι ολιγότερο αξιόλογος, είναι ο Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης, του οποίου διευκρινίζοντες το λόγον ευρήκαμε ότι το Πνεύμα εννοείται εκ τού Πατρός δι’ Υιού, αλλ’ όχι εκπορευόμενο. Αυτός κατά άριστο τρόπο προέβαλε σε εμάς την αποκάλυψη εκείνη, επεξηγούσα ως εξής συντόμως και τα του Πνεύματος˙ διότι λέγει, «έν είναι το άγιον Πνεύμα έχον και αυτό εκ Πατρός την ύπαρξιν και φανερωθέν δι’ Υιού, δηλαδή εις τους ανθρώπους». Βλέπεις πως πρέπει να νοούμε και καλούμε το Πνεύμα δι’ Υιού; Δηλαδή ως φανερωθέν στους ανθρώπους δι’ αυτού. Έτσι λοιπόν να εννοείς και σύ ο ίδιος οπουδήποτε εύρεις το Πνεύμα να δίδεται και στέλλεται διά του Υιού εκ του Πατρός, εάν δεν θέλεις να είσαι αντίθεος, αλλά θεοσεβής και συγχρόνως θεοδίδακτος.
58. Εάν δε και αντί της «διά» θα ήθελες να θέσεις την πρόθεσιν «εκ», δεν θα σέ κατηγορήσουμε καθόλου, αρκεί να λέγεις, φρονόντας καί προσθέτοντας το αληθές, ότι το Πνεύμα εφανερώθη σε εμάς εκ του Υιού˙ εάν όμως λέγεις ότι η ύπαρξις του αγίου Πνεύματος προέρχεται εκ του Υιού, θα σέ στήσομε έξω από την Εκκλησία ως ευρισκόμενο εκτός της ευσεβείας. Διότι, αφού «εμάθομεν ότι εις τον Λόγον συνακολουθεί άγιον Πνεύμα, το όποιον είναι δύναμις θεωρουμένη αυτή καθ’ εαυτήν εις ιδιαιτέραν υπόστασιν, εκφαντικήν του Λόγου, μη δυναμένη να χωρισθεί του Θεού εις τον όποιον ευρίσκεται και τού Λόγου, τον οποίον παρακολουθεί», καθ' όσον εις την γέννησιν συνακολουθεί αδιαστάτως και αχρόνως η εκπόρευσις, πώς δεν θα αστοχήσομε, αν επί της εκπορεύσεως τήν «διά» αλλάξομε με την «εκ»; Ευσεβώς λοιπόν, αν κάπου ευρέθη ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται διά του Υιού, θα εννοήσομε και θα εκλάβομε την πρόθεσιν «διά» όχι με την «εκ» αλλά με την «συν», μαζί με τον επώνυμο της θεολογίας Γρηγόριο λέγοντα, «είς ημίν Θεός, ο άναρχος Πατήρ˙ η αρχή των πάντων, ο Υιός, και το όχι εκ της αρχής, αλλά μαζί με την αρχήν και μετά της αρχής εκ του Πατρός άγιον Πνεύμα». Για αυτό και ο ίδιος ο θείος Κύριλλος συμπεραίνει διά πολλών στους Θησαυρούς ότι το Πνεύμα υπάρχει φυσικώς εις τον Υιόν παρά του Πατρός και γράφει ότι το Πνεύμα διήκει (εκτείνεται) παρά Πατρός εις τον Υιόν φυσικώς και ουσιωδώς, δια του οποίου χρίων ούτος αγιάζει τα πάντα. Εκ του Πατρός λοιπόν διήκει αΐδίως εν τω Υιώ, εκ δε του Πατρός διά του Υιού εγγίνεται εις τους αγιαζομένους, όταν χρειάζεται.
Πώς δέ σύ ο λατινόφρων λέγεις ότι το Πνεύμα είναι εκ Πατρός δι’ Υιού και εξ Υιού; Διότι εμείς γνωρίζομε ότι η φανέρωσις είναι έγχρονος και ότι όλα τα έγχρονα έχουν γίνει δια του Υιού˙ γι’ αυτό και λέγομε ότι φανερώνεται μεν εξ αυτού και δι’ αυτού το Πνεύμα, αλλά δεν εκπορεύεται. Συ δε πώς λέγεις το Πνεύμα δι’ αυτού; Εάν μεν το λέγεις διαβατικώς και περιοδικώς, όποια ασέβεια! Διότι νομίζεις ότι το Πνεύμα διέρχεται δια τού Υιού ως δια σωλήνος και έτσι ο πληρών τα πάντα και πάντοτε πλήρης θα έχει κενόν εαυτού ενδιαμέσως˙ και το Πνεύμα θα περιλαμβάνεται εις τον Υιό σαν στον τόπο τον όποιο θα καταλάβει το Πνεύμα να υπάρχει πέρας του Υιού (διότι ο περιεχόμενος τόπος αποτελεί πέρας του περιέχοντος), και δεν θα είναι δε της ιδίας φύσεως με το Πνεύμα, διότι δεν είναι η αυτή φύσις ενός τόπου και του ευρισκομένου μέσα εις αυτόν. Πώς δε θα είναι ο Υιός της ιδίας φύσεως με το παροδικώς διερχόμενο Πνεύμα;
63. Καιρός δε είναι να πούμε προς τον προβάλλοντα τα τοιαύτα˙ είσαι ακόμη ασύνετος και ενώ ανωτέρω πολλές φορές άκουσες από εμάς δεν αντιλήφθεις ότι Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος και υπέρχρονος; Διότι το λέγει εδώ προχεόμενο και αγιάζον την κτίσιν. Ακούγοντας λοιπόν εσύ το προχέεσθαι χρονικόν και δι’ αιτίαν (διότι προχέεται μετ’ αυτήν και δι’ αυτήν την αγιαζομένην˙ πώς άλλως;), επιπλέον δε διδόμενο και εις άφεσιν αμαρτιών παρά του Υιού, όπως βεβαίως και παρά του Πατρός, και ακούγοντας να πηγάζεται όχι απολύτως αλλά για μερικούς, δεν ενθυμείσαι ό,τι έχεις διδαχθεί από εμάς και την αλήθεια, ότι η παρά του Πατρός προαιώνιος εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος δεν γίνεται για κάτι ούτε προς κάποιους ούτε καθόλου εγχρόνως; Εάν δε είπε ότι ουσιωδώς προχέεται από αμφότερα, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι προχέεται ως επιδημούν στους Αποστόλους και ενεργούν τελειότερον και, καθώς λέγει Γρηγόριος ο Θεολόγος, «ως παρόν και συμπολιτευόμενον ουσιωδώς, θα μπορούσε κανείς να είπη». Εξάλλου δεν ήταν ουσιώδης και η προς εμάς αποστολή του Λόγου, γινόμενη και από τον Πατέρα και από το Πνεύμα; Αλλά η αποστολή δεν ήταν γέννησις˙ διότι δεν εγεννήθει από αμφότερα ο Υιός ούτε για εμάς, αλλά ούτε μετά από εμάς, και αν ακόμη κατήλθε μετά από εμάς για εμάς ουσιωδώς ενωθείς με την φύσιν ημών καθ’ υπόστασιν και έγινε καθ’ ημάς υπέρ ημών, όχι μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων, αφού έχει γεννηθεί μόνο από τον Πατέρα. Και το Πνεύμα λοιπόν το άγιον ουσιωδώς επέμφθη από αμφότερα τελευταίως, εάν δε θέλεις, και εξεχύθη από αμφότερα˙ διότι εκλήθη ύδωρ ζών. Και «ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εις το ύδωρ, εσείς δε, λέγει ό Κύριος, θα βαπτισθήτε εις το άγιον Πνεύμα». Πώς λοιπόν θα εβαπτίζοντο, αν δεν εξεχύνετο το ζων ύδωρ;
64. Έχει λοιπόν εκχυθεί ουσιωδώς για εμάς και έπειτα από εμάς˙ διότι αυτό εφανερώθη παρέχον δι’ εαυτού την θείαν δύναμιν, αλλά και παρίσταται πάντοτε σε εμάς ουσιωδώς, πάντως δε και καθ’ υπόστασιν, ακόμη και αν εμείς καθόλου δεν μετέχουμε της ουσίας ή της υποστάσεως, αλλά της χάριτος. Δεν εκπορεύεται δε μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων αναιτίως εκ μόνου του Πατρός. Ο δε θεμέλιος και κορυφαίος συγχρόνως της Εκκλησίας Πέτρος εγνώρισε σε εμάς διαφορά και αυτής της παρ’ αμφοτέρων εκχύσεως του αγίου Πνεύματος˙ διότι λέγει, «λαβών ο Υιός την επαγγελία του Πνεύματος από τον Πατέρα, εξέχεε τούτο το όποιον βλέπετε και ακούετε εσείς τώρα», επαναλαμβάνοντας ακριβώς εκείνη την φωνή του Κυρίου και διδασκάλου, «όταν δε έλθει ο Παράκλητος, τον όποιον θα σας στείλω εγώ από τον Πατέρα».
Επομένως εκχύνεται προς εμάς το Πνεύμα παρά του Πατρός, καθώς και παρ’ εαυτού, παρά του Υιού δε καθ’ όσον λαμβάνει αυτό παρά του Πατρός. Ώστε ο Υιός δεν έχει εξ εαυτού το Πνεύμα ούτε το Πνεύμα έχει δια του Υιού την ύπαρξιν, αλλ’ ο Πατήρ το έχει εξ εαυτού, εκπορευόμενο εξ εαυτού αμέσως αναιτίως και προαιωνίως˙ αλλά, λέγει, ο Υιός το αναβλύζει προς εμάς και εκ της ιδικής τους φύσεως, εικότως (κατά λογικό και εύλογο τρόπο) δε και παναληθώς˙ διότι μία είναι η φύσις εις τα τρία και φυσικώς ενυπάρχει εις άλληλα. Και κάθε φορά που ο θεόφρων αυτός Κύριλλος λέγει το Πνεύμα εκ της ουσίας του Υιού, παριστάνει το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος, αλλά όχι αίτιος του Πνεύματος. Επειδή και προς τους αντιλέγοντες κατά του ομοούσιου έγραφε τα τοιαύτα˙ διότι το άγιον Πνεύμα καλείται ύδωρ ζών και πηγή του υδατος τούτου είναι ο Πατήρ, ο οποίος διά του Προφήτου λέγει περί των Ιουδαίων˙ «εμέ εγκατέλειψαν, πηγήν τού ζώντος ύδατος, και άνοιξαν για τους εαυτούς τους λάκκους συντετριμμένους».
Είναι λοιπόν και ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα μαζί πηγή του ζώντος ύδατος, δηλαδή τής θείας χάριτος και ενεργείας του Πνεύματος. Διότι ο πατήρ Χρυσόστομος λέγει, «την χάριν του Πνεύματος η Γραφή καλεί άλλοτε μεν πυρ, άλλοτε δε ύδωρ, δεικνύουσα ότι τα ονόματα ταύτα δεν είναι ουσίας αλλά ενεργείας». Διότι το άγιον Πνεύμα δεν συνίσταται εκ διαφόρων ουσιών, καθ’ όσον είναι αόρατον καί μονοειδές. «Αλλά», λέγουν, «το άγιον Πνεύμα αναβλύζει από την θεία φύσιν και την του Υιού». Έστω δε, αν θέλετε, και κατά την αΐδιον ύπαρξιν˙ πηγάζει λοιπόν εκ της θείας φύσεως, αλλά μόνον κατά την πατρική υπόστασιν. Διότι ποτέ κανείς από τους καθ' όλους τους αιώνες ευσεβείς θεολόγους δεν μας είπε ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλά εκ της υποστάσεως του Πατρός˙ εάν δε έλεγε κανείς ότι είναι εκ της φύσεως του Υιού και φυσικώς εξ αυτού, τούτο θα το έλεγε καθ’ όσον η φύσις του Πατρός και του Υιού είναι μία και η αυτή.
Για να είπω δε κατά τον ίδιον τον θείο Κύριλλο, όπως αυτός γράφει Προς Ερμείαν, «δεν θα μπορούσε να νοηθεί άλλος ο Υιός από τον Πατέρα, ως προς την φυσική ταυτότητα, οπωσδήποτε δε και το άγιον Πνεύμα», όπως επίσης λέγει περί τούτου ο ίδιος, ερμηνεύοντας το ευαγγελικό εκείνο «δεν θα ομιλήσει αφ’ εαυτού», «δεν είναι διάφορο από τον Υιόν το Πνεύμα το άγιον ως προς την ταυτότητα φύσεως». «Πηγή δε ζωής, κατά τον μέγαν Διονύσιο, είναι η θεία φύσις εκχεομένη εις εαυτήν και ισταμένη εφ’ εαυτής και πάντοτε δι’ εαυτής θεωμένη».
Και τούτο είναι φανερό από των ανθρώπων˙ διότι καθένας από εμάς είναι μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, δεν είναι δε και εκ της υποστάσεως αυτού, διότι τώρα μία μεν ουσία ανθρώπων υπάρχει, πολλές δε υποστάσεις. Εφ’ όσον δε κατ’ αρχήν μία ανθρώπινη ουσία και υπόστασις υπήρχε, η του Αδάμ, η Εύα ούσα εκ τής ουσίας του Αδάμ, ήταν και εκ της υποστάσεως εκείνου. Αλλά και πριν γεννηθεί ο Κάιν, εφ' όσον υπήρχε μία ανδρική ουσία και υπόστασις, ο Κάιν ήταν εκ μιας και της αυτής ανδρικής ουσίας και υποστάσεως, του Αδάμ˙ όταν δε υφίσταντο δύο άνδρες καθ’ υπόστασιν, ο του Κάιν Ενώχ ήταν μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, αλλ’ όχι και εκ της υποστάσεως αυτού, αλλ’ εκ μόνης του Κάιν.
Οι λατινόφρονες λοιπόν, διατεινόμενοι ότι το Πνεύμα είναι και εκ της υποστάσεως του Υιού, εφ’ όσον θεολογείται ότι είναι εκ της φύσεως, πλην τού θείου Πνεύματος, αποδεικνύονταν να φρονούν ότι επί Θεού, όπως μια ουσία υπάρχει, έτσι και υπόστασις, αθετούντες τελείως τον Πατέρα και δεικνύοντες ότι καθ’ υπόστασιν μόνον ο Υιός υπάρχει και παριστάνοντες ότι το άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ μόνου του Υιού.
Επομένως θα μπορούσε κανείς καλώς να πει ότι το Πνεύμα δεν προέρχεται εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλ’ εκ του Πατρός φυσικώς και εκ της ουσίας του Υιού, λόγω του ομοούσιου του Υιού προς τον Πατέρα, και ότι, αφού με αυτά δεικνύεται η ομοουσιότης του θείου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό, αλλ’ όχι η διαφορότης υπάρξεως του Πνεύματος εκ του Πατρός, είναι ισοδύναμο με το να πει το Πνεύμα και εκ της ουσίας του Υιού διά την ομοουσιότητα και ότι το Πνεύμα είναι της ιδίας ουσίας με τον Υιό. Εκ δε της ουσίας του Υιού ως φανερότερης και προαναγγελμένης και προβεβαιωμένης δεικνύεται η ομοουσιότης του Πνεύματος˙ «έχει ο Υιός μέσα του τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος»(Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί 33)˙ όχι τα υποστατικά ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα -διότι δεν έχει ούτε το άναρχον και αγέννητον ή το γόνιμον- αλλά τα φυσικά και ίδια προσόντα της φύσεως του Πατρός, τα όποια έχει φυσικώς και το Άγιον Πνεύμα.
68. Και έχοντας μεγάλη φροντίδα ο θείος Κύριλλος για τούτο, το να μην οδηγηθεί κανείς από την υπόστασιν του Υιού να δοξάζει το Άγιο Πνεύμα, όταν λέγει εκ της φύσεως αυτού και φυσικώς και κατά φύσιν, λέγει ότι το άγιον Πνεύμα πηγάζει και εκ της φύσεως αυτού, κατά την οποία είναι ο ίδιος μετά του Πατρός, αλλά πουθενά εις τους λόγους του δεν λέγει ότι πηγάζει εκ της υποστάσεως˙ και θεολογεί ότι αυτός έχει τις ιδιότητες του Πατρός φυσικώς και ουσιωδώς και κατά φύσιν πάντοτε.
Και πράγματι, όταν συκοφαντήθηκε πως φρονούσε ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν και εκ της υποστάσεως του Υιού, ισχυρίσθη ακριβώς ότι εσυκοφαντήθη, διατεινόμενος ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού και όχι αλλότριον, αλλ’ όχι εκ του Υιού. Και τούτο είναι καταγεγραμμένο προς περιφανή και λαμπρό έλεγχο των Λατίνων˙ οι οποίοι με τα επιχειρήματα λόγων των όποιων έπρεπε μάλλον να απομακρυνθούν της κακονοίας, δι’ αυτών δικαιολογούνται να ανάγωνται εις τον Πατέρα μόνον, αλλά και να νομίζουν κακώς ότι η υπόστασις του Υιού είναι αιτία της υποστάσεως του θείου Πνεύματος. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως τού Υιού, για τον λόγον ότι ο θείος Κύριλλος είπε ότι η ιδιότης του γεννήσαντος διαβαίνει φυσικώς εις τον Υιό, ας κατατροπωθεί από αυτόν τον θείο Κύριλλο, ο οποίος γράφει στους Θησαυρούς, «Πώς δεν θα είναι το Πνεύμα Θεός, έχοντας εν εαυτώ ουσιωδώς όλη την ιδιότητα τού Πατρός και του Υιού, του οποίου και είναι Πνεύμα, αφού δια του Υιού χορηγείται στην κτίσιν;». Διότι κατά την σύνεση την οποία έχουν αυτοί επί των θεολογικών σκέψεων των θεοφόρων Πατέρων το Πνεύμα θα είναι συγχρόνως γεννητό και γεννήτωρ˙ τί δε παραδοξότερο είναι δυνατό να ακουσθεί;
Ότι δε η ενέργεια τούτη δεν πηγάζει από κάποια από τις υποστάσεις, αλλά εκ της τρισυποστάτου φύσεως, ας προσμαρτυρήσει και ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στο τέταρτο κεφάλαιο της βίβλου Περί τής ουρανίου ιεραρχίας˙ «όλα μετέχουν της προνοίας, η οποία εκβλύζεται εκ της παναιτίου θεότητος». Περί του ότι δε ο θείος Κύριλλος λέγει εδώ Πνεύμα διδόμενο εκ του Πατρός και του Υιού σε εμάς όχι την φύσιν ούτε την υπόστασιν του Πνεύματος, αλλά την άκτιστο και φυσική χάριν και ενέργεια αυτού, σαφές δείγμα πλην άλλων είναι και το ότι μνημονεύει τον λόγον στο Ευαγγέλιο του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου περί του Χριστού, ο οποίος λέγει ότι το Πνεύμα δίδεται εις τον Υιόν όχι έν μέτρω. Πράγματι ο Ιωάννης ο Χρυσορρήμων, εξηγώντας το χωρίο τούτο του κατά θεολόγου Ιωάννην Ευαγγελίου, λέγει ότι «εδώ Πνεύμα λέγει την ενέργεια˙ διότι όλοι εμείς λάβαμε εν μέτρω την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε ολόκληρο˙ εάν δε η ενέργεια αυτού είναι αμέτρητος, πολύ περισσότερο η ουσία».
Έτσι η δύναμις των λεχθέντων παρ’ ημών νικά πάντα, καθιστώσα αφορμή ευπορίας τις από εσάς προβαλλομένες απορίες και δι’ εαυτής απελέγχουσα ετεροκλινείς γραμμές σαν πλήθος στραβών γραμμών διά μιας ευθείας.
Αλλά ποιο είναι αυτό που θεωρούν (οι Λατίνοι) ακράδαντο έρεισμα της δυσσεβείας; Παν τo εκπορευόμενο εκ κάποιου, λέγουν, εκπορεύεται διά μέσου κάποιου, και τούτο συμβαίνει για όλα, ακόμη και αν αυτός που το λέγει δεν το επισημαίνει ρητώς. Εξ’ άλλου το διά κάποιου λέγεται και εξ εκείνου διά του οποίου είναι˙ διά ποιου άλλου λοιπόν το Πνεύμα, εκτός διά του Υιού; Είναι λοιπόν σαφές το συμπέρασμα, ότι το Πνεύμα εκπορεύεται διά του Υιού και εκ τού Υιού.
Τί λοιπόν θα πούμε εμείς προς αυτά; Δεν θα τους χαρίσουμε την «διά» και θα απαγορεύσουμε την «εκ», πράγμα το όποιον έπαθαν πολλοί, αγνοούντες τί έπαθαν. Διότι το δια στόματος, σαφώς προφέρεται και εκ στόματος. Και προς τον Ιώβ, όπως έχει γραφή, ο Θεός ελάλησε «δια νεφέλης», και πάλι «εκ του νέφους». Αλλ’ ούτε στην περίπτωση των κτιστών και κατά φύσιν εκπορευόμενων δεν θα συνεννοήσουμε το δια κάποιου, έστω και αν δεν λέγεται. Όμως για τον λόγο αυτό δεν πρόκειται να εξομοιώσουμε τα υπέρ φύσιν με τα κατά φύσιν. Αποκρίσου μου εσύ ο οποίος εισδύεις σε πράγματα τα οποία δεν βλέπεις˙ πας υιός γεννώμενος εκ κάποιου μήπως δεν γεννάται δια κάποιου και έτσι συμβαίνει για όλα, ακόμη και αν ο ομιλών δεν το επισημαίνει ρητώς; Άραγε λοιπόν θα αθετήσουμε τόσο την επίγειο έγχρονο γέννησιν του μονογενούς, την υπερφυσικήν εκ της μόνης παρθένου μητρός, όσον και την επουράνιο προαιώνιο εκ του μόνου παρθένου Πατρός, ζητούντες το δια κάποιου και εκ κάποιου κατά τις καταστρεπτικές διδασκαλίες και τους ασυλλόγιστους συλλογισμούς σου; Όχι βεβαίως˙ αλλά δι’ αυτής, αφού εφανερώθη επί γης, θα επιγνώσουμε και την εκπόρευσιν του αγίου Πνεύματος αμέσως προερχομένη εκ Πατρός και θα απορρίψουμε την προσθήκη σου, ως συμπαρατάσσουσα τα υπερφυσικά με τα φυσικώς συμβαίνοντα.
71. Έπειτα δε δεν συνεννοείς και τούτο, σύ ο εξεταστής των ανεξερεύνητων, ότι παν το εκπορευόμενο δεν εκπορεύεται μόνο διά κάποιου, αλλά και πάντοτε προς κάτι; Ή λοιπόν θα δώσεις σε εμάς προς τί εκπορεύεται το Άγιον Πνεύμα προ των αιώνων και θα αποδειχθείς ότι αντί τής μόνης προαιώνιου και σεπτής δια τούτο Τριάδος σέβεσαι Τετράδα, τό ἐξ οὗ, τό δι᾿ οὗ, τό εἰς ὅ καί αὐτό τό ἐκπορευόμενον, ή, αν δεν δώσεις σε εμάς τούτο, δεν θα δεχθούμε ούτε εκείνο. Διότι κατά ποιον λόγο, αφού αμφότερα έπονται εις παν εκπορευόμενο, το μεν ένα να δεχόμαστε, το δε άλλο όχι.
Διότι στους σοφούς κατά τα θεία και μεμυημένους στο θείο Πνεύμα είναι σαφές τούτο, ότι, όταν το Πνεύμα λέγεται εξ αμφοτέρων, Πατρός και Υιού, ή εκ Πατρός δι’ Υιού, αν και συνάγεται από τον λόγον, όμως αποκρούεται από το πράγμα. Και προς μεν τους αποξενώνοντες το Πνεύμα από τον Υιό δεόντως θα μπορούσαμε να εκφρασθούμε έτσι συνημμένως, διαχειρισμένοι τους λόγους κατά κρίσιν, στους οικειωθέντες δε τον Θεόν διά της γνώσεως ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού θα αποκαλύψουμε μετ’ ακριβείας εκάτερον, ότι το Πνεύμα εκ Πατρός μεν έχει προ πάντων των αιώνων την υπαρκτική πρόοδο, ενυπάρχον δε εις τον Υιό αιωνίως προήλθε εξ αυτού εις την φανέρωσιν δι’ ημάς και μεθ’ ημάς κατά προέλευση εκφαντική (αποκαλυπτική) και όχι υπαρκτική.
78. Αλλά και ο Υιός, λέγει, είναι εις το Πνεύμα. Βεβαίως, γι’ αυτό και είναι εκφαντικόν αυτού το Πνεύμα, και αποστέλλεται και παρ’ αυτού όχι μόνον ως άνθρωπος, αλλά και ως Θεός κατά τον θεολόγο Γρηγόριον, και μορφώνεται μέσα στις καρδίες των πιστών και ενοικεί και οράται δι’ αυτού. Διότι στους θησαυρούς ο θείος Κύριλλος λέγει «Χριστού είναι το Πνεύμα, καθ’ όσον ο θείος Λόγος ενοικίζεται σε εμάς διά Πνεύματος». Δεν λέγεται δε ότι γεννάται, επειδή το γεννώμενο λέγεται πάντοτε και είναι υιός του γεννήσαντος και ο γεννών πάντοτε πατήρ. Το δε εκπορευόμενο επί του Θεού, όπως είπαμε προηγουμένως, δεν είναι απλώς ούτε μόνον του άγιου Πνεύματος· αλλά το μεν δηλωτικό προαιώνιου και υπαρκτικής προόδου -ετεροτρόπου της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός- είναι μόνον του άγιου Πνεύματος· η δε εκ του αποκρύφου φανέρωσις και παρρησίασις και γνωστοποίησις της οικείας δυνάμεως διά των επιτελουμένων θαυμασίων έργων δεν είναι μόνον του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ είναι και αυτού· διότι, λέγει ο προφητικότατος μεταξύ των βασιλέων, «Θεέ, κατά την εκπόρευσίν σου εν το μέσον του λαού σου, κατά την διάβασή σου διαμέσου της έρημου, η γή εσείσθη».
Και όταν λοιπόν εφανερώνετο την παλαιά εποχή ο Πατήρ και εθαυματοποίει δια του Μωυσέως, κατά τον θεολογικώτατο Γρηγόριο έγινε ο πρώτος σεισμός, οπότε μετετέθησαν οι Εβραίοι από την προσκύνηση των ειδώλων προς την αμυδρά μεν, αληθινή δε θεογνωσία. Αλλά και επί του Υιού και του αγίου Πνεύματος έγινε ο δεύτερος σεισμός, οπότε οι μεν Ιουδαίοι μεταρρυθμίζονταν από τον νόμο προς το Ευαγγέλιο, παν δε έθνος εκαλείτο προς την ευαγγελιζομένη κοινωνία της θεώσεως. Αλλά και όταν ο Υιός διάβαινε μόνος διά του Σταύρου στην αληθινή έρημο, τον θάνατο και τον άδη, και εφανερώνετο εν το μέσον του λαού των Ιουδαίων, η γή εσείσθη και αισθητώς διά της θεοσημίας εκ των ουρανών. Βλέπεις ότι με αυτή τη σημασία το εκπορευόμενο δεν είναι μόνον του Πνεύματος, αλλά κοινό στοιχείο του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος; Αλλ’ αυτή η εκπόρευση είναι υστερογενής και υπό χρόνον· διότι λέγει «εν τω λαώ». Εάν δε είναι εν τω λαώ, είναι και μετά τον λαό.
79. Άρα καλώς είπαμε ότι το εκπορευόμενο επί του αγίου Πνεύματος δεν δηλώνει πάντοτε την έκ του Πατρός προαιώνιο ύπαρξη, αλλά ενίοτε και την ύστερη φανέρωσιν, κατά την οποία και ο Υιός θα κοινωνήσει με τον Πατέρα, πράγμα το όποιον δεικνύει σαφώς και ο θείος Κύριλλος λέγοντας ότι «ο Υιός αναπηγάζει προς εμάς το Πνεύμα εκ της φύσεώς του». Διότι προσθέτοντας το «προς εμάς», επιτρέπει να κατανοήσουμε το έγχρονο της μεταδόσεως. Και ο Ιωήλ, προκαταγγέλλοντας ότι το πηγαζόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό είναι ενέργεια και δωρεά του θείου Πνεύματος, μάλλον δε διά τούτου ο Θεός, δεν λέγει «θα εκχύσω το Πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το Πνεύμα μου». Όπως δηλαδή λέγει και ο Χρυσόστομος πατήρ, «λέγει το μέρος της ενεργείας· διότι ο Παράκλητος δεν μερίζεται». Ο δε κορυφαίος των Αποστόλων πολλαχού, μάλλον δε πανταχού, την εκχυθείσα τότε προς αυτούς δύναμιν καλεί δωρεάν. Και ο Χρυσούς πάλι θεολόγος λέγει: «δεν εκχύνεται ο Θεός, αλλά η χάρις».
80. Άρα δεν θα δεχθούμε δια ταύτα ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού· διότι, αν συνετάσσομε αυτό με τους λαβόντες διά του Υιού το είναι, θα το ατιμάζαμε μάλλον παρά θα το δοξάζαμε. Επομένως δεχόμεθα ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνον ιδιοτρόπως και προαιωνίως, όπως και ο Υιός γεννάται· και έτσι φρονούντες, συνδοξάζουμε αυτό και συμπροσκυνούμε τον Υιό και τον Πατέρα.
Και δηλώνοντες τούτο οι θεόσοφοι Πατέρες, συνδύασαν στο σύμβολο της ορθοδοξίας την έκ του Πατρός εκπόρευση του Πνεύματος και τον συνδοξασμό του με τον Πατέρα και τον Υιό, διατυπώσαντες συνημμένως και παραδώσαντες αυτά, ώστε οι μη πιστεύοντες ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, καθώς και ότι αναμφιβόλως ο Υιός γεννάται, δεν δύνανται ούτε να συμπροσκυνούν με εκείνα το Πνεύμα, θεωρούμενο σε ιδιαιτέρα υπόστασιν.
81. Πράγματι αν ήταν πάντοτε κοινό σε αυτά ώστε από αυτά (τον Πατέρα και τον Υιό) να γίνεται η εκπόρευσις του Πνεύματος, απλή ενέργεια θα ήταν το Πνεύμα και όχι σε υπόστασιν· διότι ό,τι είναι σε αυτά κοινό, είναι μόνον ενέργεια. Είναι λοιπόν σε αυτά κοινό ως ομοούσιο, αλλά δεν είναι πάντοτε σε αυτά κοινό ως προερχόμενο εξ αμφοτέρων· αν και τώρα επ’ εσχάτου των αιώνων έχει εκχυθεί εξ αμφοτέρων, θα προσθέσω δε ότι και παρ’ εαυτού· διότι εκχέεται αυτεξουσίως προς εμάς. Άλλωστε και προς τον Υιό έχει λεχθεί κατά προφητικό τρόπο, «Υιός μου είσαι, εγώ σε εγέννησα σήμερον». Αλλά γνωρίζομε ότι η γέννησις αυτή είναι έγχρονος (υπό χρόνον). Μήπως δε στην γέννησιν αυτή δεν συνειργάσθη και το Πνεύμα, με το όποιο εχρίσθη κατά το βάπτισμα το από εμάς ανειλημμένο φύραμα του Υιού και χρισθέν εφανερώθη, ότι και προ του βαπτίσματος είχε γίνει ομόθεο το φύραμα, επειδή και κατ' αρχήν ο Υιός του Θεού «εσαρκώθη εκ Πνεύματος άγιου και Μαρίας της Παρθένου», κατά το γεγραμμένον;
Άραγε λοιπόν εξ αιτίας της εγχρόνου (υπό χρόνον) ταύτης γεννήσεως θα πεις ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Πνεύματος προ αιώνων; Ίσως φυσικά θα το πεις σύ, ο οποίος πορίζεσαι την περί Θεού γνώσιν με λογικές μεθόδους και στοχάζεσαι εκ των ύστερων -όπως λέγεις ο ίδιος- γεγονότων τα προαιωνίως όντα˙ αλλά θα μπορούσες να προσαγάγεις σε εμάς και μάρτυρα αξιολογώτατο τον ίδιον τον Υιόν λέγοντα διά του προφήτου, «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού»˙ διότι και τούτο ιδικόν σου είναι, το να νομίζεις ταυτόν την αποστολή και τον τρόπον υπάρξεως. Πέραν δε αυτού θα χρειασθείς και θα παρερμηνεύσεις επίσης τον μέγαν Παύλο, και μάλιστα εθελουσίως και εθελοκακών ή αγνοών και μη ομολογών. «Σε άλλον, λέγει εκείνος, διά του Πνεύματος δίδεται λόγος σοφίας, σε άλλον δε λόγος γνώσεως». Αλλά και ο Χριστός ενοικεί στις καρδιές των δοκίμων, πάντως διά του Πνεύματος, και νοερώς οράται και μορφώνεται και εμφανίζεται, και μάλιστα διά του Πνεύματος. Επομένως κατά προσυλλογισμό θα πεις, εάν είναι διά του Πνεύματος, τότε είναι και εκ τού Πνεύματος. Εάν δε ο Υιός σαφώς αποστέλλεται υπό του Πατρός και του Πνεύματος και δέχεται το βάπτισμα, κατά το όποιον κάθε βαπτιζόμενος γεννάται εκ Πνεύματος, και στις καρδίες ελλάμπει, και μάλιστα δια του Πνεύματος, αυτά και πολλά άλλα παρόμοια συνδυάζοντας, έπειτα συμπεραίνοντας κοινώς κατά τις επιστήμες σου, θα δεχθείς και θα δείξεις ότι ο Υιός έχει γεννηθεί και εκ του Πνεύματος. Όχι όμως βεβαίως εμείς, ω σοφώτατε των επιγείων, οι εντελώς άμοιροι τής ιδικής σου θεολογίας, αλλ’ ορθώς θα προφέρουμε και θα διαιρέσουμε την ομολογία της πίστεως, λέγοντες ότι κατά την αρχήν ο Υιός και το Πνεύμα είναι αμέσως εκ μόνου του Πατρός, κατ' ιδιαίτερον όμως τρόπον εκάτερον αυτών.
Λόγω του ενιαίου του ρήματος λοιπόν θα συνάψουμε τα απομακρυσμένα πολύ και υπέρ το πολύ; Ή διότι το «εξήλθον» δηλώνει και την αποστολή, η δε αποστολή του Υιού έγινε παρά του Πατρός και του Πνεύματος, κατά το «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού», για να επαναλάβω το πολλάκις λεχθέν, θα δογματίσουμε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προήλθε εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Καθόλου. Επομένως ούτε εξ αιτίας της εκ Πατρός και Υιού αποστολής, την εκφαντική (αποκαλυπτική) και έγχρονο εννοώ, έστω και αν ενίοτε συνδυάζεται εις ένα με την προαιώνιο κατά την έκφρασιν, θα δογματίσουμε ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, εφ' όσον γνωρίζουμε αυτό Θεόν εκ Θεού προαιώνιο εξίσου με τον προβαλόντα Πατέρα.
83. Αλλ' ο μόνος διανοίγων οφθαλμούς τυφλών και ο μόνος διά του οποίου βλέπουν οι βλέποντες, δίδε, αν όχι σε όλους γενικώς, τουλάχιστον σε όλους όσοι σε ζητούν εν αληθεία, να γνωρίζουν την αλήθεια δι’ αοράτου θεωρίας με τα ανήκουστα νοερά διδάγματά σου. Έτσι λοιπόν, αφού επίστευσαν δι’ ακοής, αναβίβασε αυτούς δια πίστεως προς την ενότητα της επιγνώσεώς σου και, αφού αποδείξεις αυτούς βεβαιοπίστους δι’ έργων αγαθών, φανέρωσε σεαυτόν σε αυτούς σε εύθετο καιρόν, για να γνωρίσωμε όλοι την αληθινή δόξα σου και απολαύσουμε με πνευματική και απόρρητο θέα την τρισήλιον και μοναρχικωτάτη φαιδρότητα και σε δοξάζουμε αδιαλείπτως κατά δύναμιν, τώρα και πάντοτε και εις τούς ακατάληκτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
59. Είναι δε αναγκαιότατο να σκεπτόμαστε, ότι δεν διαφέρει τίποτε το να λέγεται εκ του Πατρός διά του Υιού, και εκ του Πατρός και εκ του Υιού, και με αυτόν τον τρόπο επί της θεολογίας ισοδυναμούν μεταξύ τους η πρόθεση “εκ” και η πρόθεση “διά”, οι οποίες δεν παριστάνουν την διαίρεσιν ούτε την διαφορά της αγίας Τριάδος, αλλά την ένωσιν και την απαραλλαξία κατά τα φυσικά ιδιώματα, η οποία δεικνύει ότι είναι μιας και της αυτής ενεργείας και θελήσεως ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα.
Οι δε Λατίνοι επιχειρούν από αυτές τις προθέσεις να δείξουν την διαφορά των θείων υποστάσεων και την διαφορότητα τού Πνεύματος κατά την υπόστασιν εκ των δύο τούτων υποστάσεων και από εκάστην χωριστά. Είναι λοιπόν φανερό ότι στους μεν άγιους Πατέρες οι προθέσεις έχουν ευσεβώς και καλώς, εκλαμβάνονται δε από τους Λατίνους κακώς και δυσσεβώς. Ότι δε την ένωσιν και το απαρράλλακτον δεικνύει η πρόθεσις “δια”, παριστά σαφώς ο μέγας Βασίλειος γράφων στο όγδοο κεφάλαιο των “Προς Αμφιλόχιον”: «το ότι o Πατήρ δημιουργεί διά του Υιού ούτε ατελή καθιστά την δημιουργία του Πατρός ούτε άτονον φανερώνει την ενέργεια του Υιού, αλλά παριστάνει το ηνωμένον του θελήματος».
60. Ο λέγων λοιπόν ότι κατά την χορηγία το Πνεύμα αποστέλλεται (προιέναι) και δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει καλώς την ομοβουλία του Πατρός και του Υιού˙ διότι το άγιο Πνεύμα χορηγείται στους αξίους με την ευδοκία του Πατρός και του Υιού και την δική του συνευδοκία. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει τούτο δυσσεβώς ως έργο θελήσεως και ως κτίσμα εξ ανάγκης, όχι δε ως καρπό θείας φύσεως. Διότι κατά τον ιερό Δαμασκηνό, η κτίσις είναι έργον θελήσεως, αλλ’ όχι η θεότης, άπαγε˙ διότι, πάλι κατά τον ίδιον, η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις και εκπόρευσις δεν είναι έργον της θελήσεως, αλλά της θείας φύσεως.
Οι δε Λατίνοι επιχειρούν από αυτές τις προθέσεις να δείξουν την διαφορά των θείων υποστάσεων και την διαφορότητα τού Πνεύματος κατά την υπόστασιν εκ των δύο τούτων υποστάσεων και από εκάστην χωριστά. Είναι λοιπόν φανερό ότι στους μεν άγιους Πατέρες οι προθέσεις έχουν ευσεβώς και καλώς, εκλαμβάνονται δε από τους Λατίνους κακώς και δυσσεβώς. Ότι δε την ένωσιν και το απαρράλλακτον δεικνύει η πρόθεσις “δια”, παριστά σαφώς ο μέγας Βασίλειος γράφων στο όγδοο κεφάλαιο των “Προς Αμφιλόχιον”: «το ότι o Πατήρ δημιουργεί διά του Υιού ούτε ατελή καθιστά την δημιουργία του Πατρός ούτε άτονον φανερώνει την ενέργεια του Υιού, αλλά παριστάνει το ηνωμένον του θελήματος».
60. Ο λέγων λοιπόν ότι κατά την χορηγία το Πνεύμα αποστέλλεται (προιέναι) και δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει καλώς την ομοβουλία του Πατρός και του Υιού˙ διότι το άγιο Πνεύμα χορηγείται στους αξίους με την ευδοκία του Πατρός και του Υιού και την δική του συνευδοκία. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει τούτο δυσσεβώς ως έργο θελήσεως και ως κτίσμα εξ ανάγκης, όχι δε ως καρπό θείας φύσεως. Διότι κατά τον ιερό Δαμασκηνό, η κτίσις είναι έργον θελήσεως, αλλ’ όχι η θεότης, άπαγε˙ διότι, πάλι κατά τον ίδιον, η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις και εκπόρευσις δεν είναι έργον της θελήσεως, αλλά της θείας φύσεως.
Πώς δέ σύ ο λατινόφρων λέγεις ότι το Πνεύμα είναι εκ Πατρός δι’ Υιού και εξ Υιού; Διότι εμείς γνωρίζομε ότι η φανέρωσις είναι έγχρονος και ότι όλα τα έγχρονα έχουν γίνει δια του Υιού˙ γι’ αυτό και λέγομε ότι φανερώνεται μεν εξ αυτού και δι’ αυτού το Πνεύμα, αλλά δεν εκπορεύεται. Συ δε πώς λέγεις το Πνεύμα δι’ αυτού; Εάν μεν το λέγεις διαβατικώς και περιοδικώς, όποια ασέβεια! Διότι νομίζεις ότι το Πνεύμα διέρχεται δια τού Υιού ως δια σωλήνος και έτσι ο πληρών τα πάντα και πάντοτε πλήρης θα έχει κενόν εαυτού ενδιαμέσως˙ και το Πνεύμα θα περιλαμβάνεται εις τον Υιό σαν στον τόπο τον όποιο θα καταλάβει το Πνεύμα να υπάρχει πέρας του Υιού (διότι ο περιεχόμενος τόπος αποτελεί πέρας του περιέχοντος), και δεν θα είναι δε της ιδίας φύσεως με το Πνεύμα, διότι δεν είναι η αυτή φύσις ενός τόπου και του ευρισκομένου μέσα εις αυτόν. Πώς δε θα είναι ο Υιός της ιδίας φύσεως με το παροδικώς διερχόμενο Πνεύμα;
61. Εάν δε το δι’ αυτού είναι ωσάν δι’ οργάνου, και τούτο είναι ασεβές˙ διότι άλλη είναι η φύσις του οργάνου και άλλη η του τελουμένου δι’ εκείνου, επίσης δε άλλη του δι’ αυτού τελούντος το τελούμενο. Επομένως υπολείπεται ακόμη να σου πούμε τούτο, ότι όπως τα πάντα προέρχονται εκ του Πατρός δι’ αυτού, όχι διαβατικώς αλλά δημιουργικώς, όχι ωσάν δι’ οργάνων αλλά ως συνδημιουργού, έτσι και το Πνεύμα προέρχεται δι’ αυτού. Βλέπεις πού καταβιβάζεις, άνθρωπε, το υψηλά ευρισκόμενο Πνεύμα και σε ποια τοποθετείς τον ανώτατον όλων Θεόν; Αλλά, λέγει, δεν τον εννοώ ως συνδημιουργό αλλ’ ώς συνεκπορευτή. Επομένως το Πνεύμα αυτοτελειώνεται συνεκπορεύον εαυτό, όπως και εκεί τελεσιουργεί τα πάντα συνδημιουργούν˙ μάλλον δε όχι εαυτό, αλλά κάποιο άλλο απαράλλακτο αυτού θεωρούμενον εις ιδιαιτέραν υπόστασιν. Άλλωστε και το προερχόμενον εκ του Πατρός δημιουργούντος δι’ Υιού εν αγίω Πνεύματι είναι εντελώς άλλο, και τα προερχόμενα εκ του Πατρός γεννώντος και εκπορεύοντος, αν και είναι ομοούσια, είναι διάφορα από αυτόν και από άλληλα κατά την υπόστασιν.
Επομένως, αφού το εκπορεύειν, κοινόν κατ’ αυτούς εις τον Πατέρα και τον Υιόν, αναγκαίως έχει αυτό και το Πνεύμα, η Τριάς θα είναι τετράς. Διότι τί κοινόν υπάρχει μεταξύ Υιού και Πατρός, το όποιον δεν είναι κοινόν και εις το Πνεύμα; Πώς δε δεν είναι αίτιος θεότητος και ο Υιός εξ ίσου με τον Πατέρα και πηγαία και αυτός θεότης; Και όμως ανωτέρω έχει αποδειχθεί και μαρτυρηθεί διά πολλών τούτο, ότι εντελώς και οπωσδήποτε μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο μόνος αρχή, ο μόνος αγέννητος, ο μόνος αίτιος, ο μόνος Πατήρ, ο μόνος προβολεύς, ο μόνος πηγή θεότητος, ο μόνος θεότης θεογόνος˙ και ότι κατά το αίτιον ο Πατήρ είναι ανώτερος (μείζων) του Υιού, αφού ο Υιός είναι μόνον αιτιατόν, αλλ’ όχι και αίτιον θεότητος.
Επομένως, αφού το εκπορεύειν, κοινόν κατ’ αυτούς εις τον Πατέρα και τον Υιόν, αναγκαίως έχει αυτό και το Πνεύμα, η Τριάς θα είναι τετράς. Διότι τί κοινόν υπάρχει μεταξύ Υιού και Πατρός, το όποιον δεν είναι κοινόν και εις το Πνεύμα; Πώς δε δεν είναι αίτιος θεότητος και ο Υιός εξ ίσου με τον Πατέρα και πηγαία και αυτός θεότης; Και όμως ανωτέρω έχει αποδειχθεί και μαρτυρηθεί διά πολλών τούτο, ότι εντελώς και οπωσδήποτε μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο μόνος αρχή, ο μόνος αγέννητος, ο μόνος αίτιος, ο μόνος Πατήρ, ο μόνος προβολεύς, ο μόνος πηγή θεότητος, ο μόνος θεότης θεογόνος˙ και ότι κατά το αίτιον ο Πατήρ είναι ανώτερος (μείζων) του Υιού, αφού ο Υιός είναι μόνον αιτιατόν, αλλ’ όχι και αίτιον θεότητος.
ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα η δογματική αλήθεια τής Εκκλησίας αλλοιώνεται στήν φανατική προσπάθεια τών εκσυγχρονιστών νά τήν εκφράσουν μέ τήν βοήθεια τής Δυτικής φιλοσοφίας. Κάτι ανέφικτο. Διότι η Δυτική φιλοσοφία θεμελιώθηκε σέ έναν "Κατά τών Ελλήνων"αντιρρητικό λόγο καί διότι δέν κατέχουν ούτε τήν Ελληνική φιλοσοφία ούτε τήν Πατερική θεολογία.
Οσοι δέ αντιδρούν στήν αλλοίωση αυτή, πού εμφανίζεται μέ τό ένδυμα τού οικουμενισμού, εκτός τής άγνοιας πού αναφέραμε, έχουν χωρίσει τήν αλήθεια από τόν Κύριο καί τήν αλήθεια σάν μέτρο καί σωφροσύνη από τόν άνθρωπο, προσθέτοντας μεγαλύτερα προβλήματα στά ήδη υπάρχοντα, καθώς ερμηνεύουν τήν α-λήθεια σάν ανάμνηση τού παρελθόντος. Συμφωνώντας ανεπίγνωστα μέ τήν Δυτική ψυχολογική φιλοσοφία η οποία γεννήθηκε από τίς κακοδοξίες τού Αυγουστίνου. Μέ τήν αντικατάσταση τού Νού διά τού υποκειμένου.
62. Εάν δέ μπορεί να βρεθεί κάποιος που να λέγει τον Υιό ανώτερο του Πνεύματος, (μπορεί σε άλλες περιπτώσεις να λέγεται) και το Πνεύμα ανώτερο του Υιού, όπως και ο θείος Κύριλλος λέγει στους Θησαυρούς˙ διότι παραθέτοντας εκείνο το λεχθέν υπό του Σωτήρος, «εάν δε εγώ εκβάλλω τα δαιμόνια εν Πνεύματι Θεού», προσέθεσε, «εάν δια της ενεργείας του Πνεύματος δοξάζεται ως θεός εξάγων τα δαιμόνια, πώς δεν είναι ανώτερο αυτού, το δι' ου δοξάζεται;». Αποδεικνύει με αυτά ότι το άγιο Πνεύμα είναι άκτιστο. Διότι πώς με όσα είπε ο Κύριος θα ήταν δυνατό να προβάλει ως κτίσμα το ανώτερο κατά τα λεχθέντα; Λέγονται δε αυτά επί του Υιού και του Πνεύματος, όχι διότι είναι αίτια αλλήλων, άπαγε, αλλά για το ποικίλον και πολυειδές της σοφίας του Θεού κατά την προς εμάς θεία οικονομία, η οποία δεικνύει δι’ αλλήλων την καθ’ όλα ισότητα αμφοτέρων, του Υιού δηλαδή και του Πνεύματος.
Αλλά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, λέγουν (οι λατινόφρονες), λέγει ότι ο Υιός έχει φυσικώς εν εαυτώ τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος, και λέγει ότι το Πνεύμα είναι εκ της ουσίας του Υιού˙ και ότι προχέεται εκ Πατρός δι' Υιού ώστε να αγιάζει την κτίσιν, και ότι προέρχεται ουσιωδώς εξ αμφοτέρων. Και πάλιν στο έβδομον εκ των Προς Ερμείαν συντεταγμένων λόγων περί του Υιού εξηγεί σε εμάς αυτά˙ «διότι απαλλάσσων, λέγει, από αμαρτίες τον προσκείμενον σε αυτόν, τον χρίει με το Πνεύμα του, το όποιον ενσταλάζει ο ίδιος, ως Λόγος εκ Θεού Πατρός, και αναβλύζει σε εμάς εκ της δικής του φύσεως. Και κατά την φωνή του Ιωάννου δεν δίδει το Πνεύμα κατέχων εν μέτρω, αλλ’ ο ίδιος εξ εαυτού ενσταλάζει, όπως βεβαίως και ο Πατήρ».
63. Καιρός δε είναι να πούμε προς τον προβάλλοντα τα τοιαύτα˙ είσαι ακόμη ασύνετος και ενώ ανωτέρω πολλές φορές άκουσες από εμάς δεν αντιλήφθεις ότι Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος και υπέρχρονος; Διότι το λέγει εδώ προχεόμενο και αγιάζον την κτίσιν. Ακούγοντας λοιπόν εσύ το προχέεσθαι χρονικόν και δι’ αιτίαν (διότι προχέεται μετ’ αυτήν και δι’ αυτήν την αγιαζομένην˙ πώς άλλως;), επιπλέον δε διδόμενο και εις άφεσιν αμαρτιών παρά του Υιού, όπως βεβαίως και παρά του Πατρός, και ακούγοντας να πηγάζεται όχι απολύτως αλλά για μερικούς, δεν ενθυμείσαι ό,τι έχεις διδαχθεί από εμάς και την αλήθεια, ότι η παρά του Πατρός προαιώνιος εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος δεν γίνεται για κάτι ούτε προς κάποιους ούτε καθόλου εγχρόνως; Εάν δε είπε ότι ουσιωδώς προχέεται από αμφότερα, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι προχέεται ως επιδημούν στους Αποστόλους και ενεργούν τελειότερον και, καθώς λέγει Γρηγόριος ο Θεολόγος, «ως παρόν και συμπολιτευόμενον ουσιωδώς, θα μπορούσε κανείς να είπη». Εξάλλου δεν ήταν ουσιώδης και η προς εμάς αποστολή του Λόγου, γινόμενη και από τον Πατέρα και από το Πνεύμα; Αλλά η αποστολή δεν ήταν γέννησις˙ διότι δεν εγεννήθει από αμφότερα ο Υιός ούτε για εμάς, αλλά ούτε μετά από εμάς, και αν ακόμη κατήλθε μετά από εμάς για εμάς ουσιωδώς ενωθείς με την φύσιν ημών καθ’ υπόστασιν και έγινε καθ’ ημάς υπέρ ημών, όχι μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων, αφού έχει γεννηθεί μόνο από τον Πατέρα. Και το Πνεύμα λοιπόν το άγιον ουσιωδώς επέμφθη από αμφότερα τελευταίως, εάν δε θέλεις, και εξεχύθη από αμφότερα˙ διότι εκλήθη ύδωρ ζών. Και «ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εις το ύδωρ, εσείς δε, λέγει ό Κύριος, θα βαπτισθήτε εις το άγιον Πνεύμα». Πώς λοιπόν θα εβαπτίζοντο, αν δεν εξεχύνετο το ζων ύδωρ;
64. Έχει λοιπόν εκχυθεί ουσιωδώς για εμάς και έπειτα από εμάς˙ διότι αυτό εφανερώθη παρέχον δι’ εαυτού την θείαν δύναμιν, αλλά και παρίσταται πάντοτε σε εμάς ουσιωδώς, πάντως δε και καθ’ υπόστασιν, ακόμη και αν εμείς καθόλου δεν μετέχουμε της ουσίας ή της υποστάσεως, αλλά της χάριτος. Δεν εκπορεύεται δε μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων αναιτίως εκ μόνου του Πατρός. Ο δε θεμέλιος και κορυφαίος συγχρόνως της Εκκλησίας Πέτρος εγνώρισε σε εμάς διαφορά και αυτής της παρ’ αμφοτέρων εκχύσεως του αγίου Πνεύματος˙ διότι λέγει, «λαβών ο Υιός την επαγγελία του Πνεύματος από τον Πατέρα, εξέχεε τούτο το όποιον βλέπετε και ακούετε εσείς τώρα», επαναλαμβάνοντας ακριβώς εκείνη την φωνή του Κυρίου και διδασκάλου, «όταν δε έλθει ο Παράκλητος, τον όποιον θα σας στείλω εγώ από τον Πατέρα».
Επομένως εκχύνεται προς εμάς το Πνεύμα παρά του Πατρός, καθώς και παρ’ εαυτού, παρά του Υιού δε καθ’ όσον λαμβάνει αυτό παρά του Πατρός. Ώστε ο Υιός δεν έχει εξ εαυτού το Πνεύμα ούτε το Πνεύμα έχει δια του Υιού την ύπαρξιν, αλλ’ ο Πατήρ το έχει εξ εαυτού, εκπορευόμενο εξ εαυτού αμέσως αναιτίως και προαιωνίως˙ αλλά, λέγει, ο Υιός το αναβλύζει προς εμάς και εκ της ιδικής τους φύσεως, εικότως (κατά λογικό και εύλογο τρόπο) δε και παναληθώς˙ διότι μία είναι η φύσις εις τα τρία και φυσικώς ενυπάρχει εις άλληλα. Και κάθε φορά που ο θεόφρων αυτός Κύριλλος λέγει το Πνεύμα εκ της ουσίας του Υιού, παριστάνει το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος, αλλά όχι αίτιος του Πνεύματος. Επειδή και προς τους αντιλέγοντες κατά του ομοούσιου έγραφε τα τοιαύτα˙ διότι το άγιον Πνεύμα καλείται ύδωρ ζών και πηγή του υδατος τούτου είναι ο Πατήρ, ο οποίος διά του Προφήτου λέγει περί των Ιουδαίων˙ «εμέ εγκατέλειψαν, πηγήν τού ζώντος ύδατος, και άνοιξαν για τους εαυτούς τους λάκκους συντετριμμένους».
65. Πηγή του ύδατος τούτου είναι και ο Υιός, καθώς λέγει και ο Χρυσόστομος γράφοντας περί του βαπτίσματος˙ «δεικνύει εαυτόν ο Σωτήρ πηγή ζωής και το άγιον Πνεύμα ύδωρ ζών». Αλλά του ύδατος τούτου πηγή δεικνύει ο Χριστός και το ίδιο το άγιον Πνεύμα˙ διότι, λέγει, «ο πιών εκ του ύδατος το όποιον θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει εις τον αιώνα˙ αλλά το ύδωρ το οποίον θα δώσω εγώ, δηλαδή το άγιο Πνεύμα, θα του γίνει πηγή ύδατος ρέοντος εις ζωήν αιώνιον».
Είναι λοιπόν και ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα μαζί πηγή του ζώντος ύδατος, δηλαδή τής θείας χάριτος και ενεργείας του Πνεύματος. Διότι ο πατήρ Χρυσόστομος λέγει, «την χάριν του Πνεύματος η Γραφή καλεί άλλοτε μεν πυρ, άλλοτε δε ύδωρ, δεικνύουσα ότι τα ονόματα ταύτα δεν είναι ουσίας αλλά ενεργείας». Διότι το άγιον Πνεύμα δεν συνίσταται εκ διαφόρων ουσιών, καθ’ όσον είναι αόρατον καί μονοειδές. «Αλλά», λέγουν, «το άγιον Πνεύμα αναβλύζει από την θεία φύσιν και την του Υιού». Έστω δε, αν θέλετε, και κατά την αΐδιον ύπαρξιν˙ πηγάζει λοιπόν εκ της θείας φύσεως, αλλά μόνον κατά την πατρική υπόστασιν. Διότι ποτέ κανείς από τους καθ' όλους τους αιώνες ευσεβείς θεολόγους δεν μας είπε ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλά εκ της υποστάσεως του Πατρός˙ εάν δε έλεγε κανείς ότι είναι εκ της φύσεως του Υιού και φυσικώς εξ αυτού, τούτο θα το έλεγε καθ’ όσον η φύσις του Πατρός και του Υιού είναι μία και η αυτή.
Για να είπω δε κατά τον ίδιον τον θείο Κύριλλο, όπως αυτός γράφει Προς Ερμείαν, «δεν θα μπορούσε να νοηθεί άλλος ο Υιός από τον Πατέρα, ως προς την φυσική ταυτότητα, οπωσδήποτε δε και το άγιον Πνεύμα», όπως επίσης λέγει περί τούτου ο ίδιος, ερμηνεύοντας το ευαγγελικό εκείνο «δεν θα ομιλήσει αφ’ εαυτού», «δεν είναι διάφορο από τον Υιόν το Πνεύμα το άγιον ως προς την ταυτότητα φύσεως». «Πηγή δε ζωής, κατά τον μέγαν Διονύσιο, είναι η θεία φύσις εκχεομένη εις εαυτήν και ισταμένη εφ’ εαυτής και πάντοτε δι’ εαυτής θεωμένη».
ΣΧΟΛΙΟ: ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΕΣ. ΠΑΝΤΟΤΕ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΟΜΩΣ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΑΝΤΟΤΕ.
66. Αλλά δεν δύναται, λέγουν (οι Λατίνοι), να είναι εκ της ουσίας του Υιού το Πνεύμα και να μην είναι εκ της υποστάσεως αυτού˙ διότι δεν βλέπουν ότι: Όταν κάτι είναι μιας ουσίας και υποστάσεως, το έχον οπωσδήποτε την ύπαρξη από εκείνην την ουσία έχει αυτή (την ύπαρξη) και από την υπόστασιν εκείνην, και αντιστρόφως. Όταν δε κάτι είναι μιας ουσίας, όχι δε μιας υποστάσεως, αλλά περισσοτέρων, το εκ της μιας εκείνης ουσίας δεν είναι εκ των λοιπών υποστάσεων αυτής, αλλ’ εκ μιας αυτών. Επειδή λοιπόν η ύψιστη και προσκυνητή Τριάς είναι για εμάς μία φύσις σε τρεις υποστάσεις, το έχον την υπόστασιν εκ της ουσίας δεν είναι εκ των υπολοίπων υποστάσεων, αλλά μόνον εκ μιας αυτών, δηλαδή της πατρικής˙ από αυτήν βεβαίως δεν μπορεί να μην είναι, επομένως όχι και εξ άλλης, αλλ’ εξ αυτής μόνης, εφ’ όσον είναι εκ μιας.
Και τούτο είναι φανερό από των ανθρώπων˙ διότι καθένας από εμάς είναι μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, δεν είναι δε και εκ της υποστάσεως αυτού, διότι τώρα μία μεν ουσία ανθρώπων υπάρχει, πολλές δε υποστάσεις. Εφ’ όσον δε κατ’ αρχήν μία ανθρώπινη ουσία και υπόστασις υπήρχε, η του Αδάμ, η Εύα ούσα εκ τής ουσίας του Αδάμ, ήταν και εκ της υποστάσεως εκείνου. Αλλά και πριν γεννηθεί ο Κάιν, εφ' όσον υπήρχε μία ανδρική ουσία και υπόστασις, ο Κάιν ήταν εκ μιας και της αυτής ανδρικής ουσίας και υποστάσεως, του Αδάμ˙ όταν δε υφίσταντο δύο άνδρες καθ’ υπόστασιν, ο του Κάιν Ενώχ ήταν μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, αλλ’ όχι και εκ της υποστάσεως αυτού, αλλ’ εκ μόνης του Κάιν.
Οι λατινόφρονες λοιπόν, διατεινόμενοι ότι το Πνεύμα είναι και εκ της υποστάσεως του Υιού, εφ’ όσον θεολογείται ότι είναι εκ της φύσεως, πλην τού θείου Πνεύματος, αποδεικνύονταν να φρονούν ότι επί Θεού, όπως μια ουσία υπάρχει, έτσι και υπόστασις, αθετούντες τελείως τον Πατέρα και δεικνύοντες ότι καθ’ υπόστασιν μόνον ο Υιός υπάρχει και παριστάνοντες ότι το άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ μόνου του Υιού.
67. Εάν λοιπόν κάποιος ακούγοντας ότι το Πνεύμα είναι εκ της φύσεως, εννοεί εκ της υποστάσεως, καθιστά τον Υιό ομουπόστατον με τον Πατέρα, επειδή είναι ομοούσιος˙ ομοίως και εάν εννοεί την διαφορά και διάκρισιν και στη θεία φύσιν, αλλ’ όχι είς μόνες τις τρεις θείες υποστάσεις, μη ακούγοντας πλήν των άλλων και τον θεολόγο Χρυσόστομον διδάσκοντα, «ότι η μεν διακριτική τάξις των θείων υποστάσεων κατέστη γνώριμος εις τους άγιους, η δε διακριτική των φύσεων επί της αγίας Τριάδος είναι απόβλητος». Ο μέγας Βασίλειος λέγει προς τις μοναχές, «δεν εμερίσθη η ουσία από του Πατρός εις Υιό, ούτε εγέννησε διαρρυείσα».
Επομένως θα μπορούσε κανείς καλώς να πει ότι το Πνεύμα δεν προέρχεται εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλ’ εκ του Πατρός φυσικώς και εκ της ουσίας του Υιού, λόγω του ομοούσιου του Υιού προς τον Πατέρα, και ότι, αφού με αυτά δεικνύεται η ομοουσιότης του θείου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό, αλλ’ όχι η διαφορότης υπάρξεως του Πνεύματος εκ του Πατρός, είναι ισοδύναμο με το να πει το Πνεύμα και εκ της ουσίας του Υιού διά την ομοουσιότητα και ότι το Πνεύμα είναι της ιδίας ουσίας με τον Υιό. Εκ δε της ουσίας του Υιού ως φανερότερης και προαναγγελμένης και προβεβαιωμένης δεικνύεται η ομοουσιότης του Πνεύματος˙ «έχει ο Υιός μέσα του τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος»(Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί 33)˙ όχι τα υποστατικά ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα -διότι δεν έχει ούτε το άναρχον και αγέννητον ή το γόνιμον- αλλά τα φυσικά και ίδια προσόντα της φύσεως του Πατρός, τα όποια έχει φυσικώς και το Άγιον Πνεύμα.
68. Και έχοντας μεγάλη φροντίδα ο θείος Κύριλλος για τούτο, το να μην οδηγηθεί κανείς από την υπόστασιν του Υιού να δοξάζει το Άγιο Πνεύμα, όταν λέγει εκ της φύσεως αυτού και φυσικώς και κατά φύσιν, λέγει ότι το άγιον Πνεύμα πηγάζει και εκ της φύσεως αυτού, κατά την οποία είναι ο ίδιος μετά του Πατρός, αλλά πουθενά εις τους λόγους του δεν λέγει ότι πηγάζει εκ της υποστάσεως˙ και θεολογεί ότι αυτός έχει τις ιδιότητες του Πατρός φυσικώς και ουσιωδώς και κατά φύσιν πάντοτε.
Και πράγματι, όταν συκοφαντήθηκε πως φρονούσε ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν και εκ της υποστάσεως του Υιού, ισχυρίσθη ακριβώς ότι εσυκοφαντήθη, διατεινόμενος ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού και όχι αλλότριον, αλλ’ όχι εκ του Υιού. Και τούτο είναι καταγεγραμμένο προς περιφανή και λαμπρό έλεγχο των Λατίνων˙ οι οποίοι με τα επιχειρήματα λόγων των όποιων έπρεπε μάλλον να απομακρυνθούν της κακονοίας, δι’ αυτών δικαιολογούνται να ανάγωνται εις τον Πατέρα μόνον, αλλά και να νομίζουν κακώς ότι η υπόστασις του Υιού είναι αιτία της υποστάσεως του θείου Πνεύματος. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως τού Υιού, για τον λόγον ότι ο θείος Κύριλλος είπε ότι η ιδιότης του γεννήσαντος διαβαίνει φυσικώς εις τον Υιό, ας κατατροπωθεί από αυτόν τον θείο Κύριλλο, ο οποίος γράφει στους Θησαυρούς, «Πώς δεν θα είναι το Πνεύμα Θεός, έχοντας εν εαυτώ ουσιωδώς όλη την ιδιότητα τού Πατρός και του Υιού, του οποίου και είναι Πνεύμα, αφού δια του Υιού χορηγείται στην κτίσιν;». Διότι κατά την σύνεση την οποία έχουν αυτοί επί των θεολογικών σκέψεων των θεοφόρων Πατέρων το Πνεύμα θα είναι συγχρόνως γεννητό και γεννήτωρ˙ τί δε παραδοξότερο είναι δυνατό να ακουσθεί;
69. Αλλ’ αυτά μεν λέχθηκαν τώρα από εμάς ως εκ περισσού προς τους διατεινομένους ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, επειδή έχει λεχθεί εκ της φύσεως. Ο θείος Κύριλλος πράγματι λέγει εδώ ότι αναβλύζει προς εμάς εκ της φύσεως όχι την φύσιν του Πνεύματος ούτε την υπόστασιν, αλλά την ενέργειαν, η οποία κατά τον Δαμασκηνό θεολόγο αναπηγάζει εκ μιας τρισυποστάτου φύσεως. Βεβαίως ότι είναι άκτιστος και η ενέργεια της θείας φύσεως και ότι λέγεται φυσική και ουσιώδης, θα παραστήσει δι’ ολίγων ο μέγας Αθανάσιος εις τους λόγους Κατά Μακεδονίου γράφωντας˙ «δεν εργάζεται κατά διαφορετική έκαστος πρόνοια ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά κατά μία και την αυτήν ουσιώδη ενέργεια της θεότητος».
Ότι δε η ενέργεια τούτη δεν πηγάζει από κάποια από τις υποστάσεις, αλλά εκ της τρισυποστάτου φύσεως, ας προσμαρτυρήσει και ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στο τέταρτο κεφάλαιο της βίβλου Περί τής ουρανίου ιεραρχίας˙ «όλα μετέχουν της προνοίας, η οποία εκβλύζεται εκ της παναιτίου θεότητος». Περί του ότι δε ο θείος Κύριλλος λέγει εδώ Πνεύμα διδόμενο εκ του Πατρός και του Υιού σε εμάς όχι την φύσιν ούτε την υπόστασιν του Πνεύματος, αλλά την άκτιστο και φυσική χάριν και ενέργεια αυτού, σαφές δείγμα πλην άλλων είναι και το ότι μνημονεύει τον λόγον στο Ευαγγέλιο του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου περί του Χριστού, ο οποίος λέγει ότι το Πνεύμα δίδεται εις τον Υιόν όχι έν μέτρω. Πράγματι ο Ιωάννης ο Χρυσορρήμων, εξηγώντας το χωρίο τούτο του κατά θεολόγου Ιωάννην Ευαγγελίου, λέγει ότι «εδώ Πνεύμα λέγει την ενέργεια˙ διότι όλοι εμείς λάβαμε εν μέτρω την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε ολόκληρο˙ εάν δε η ενέργεια αυτού είναι αμέτρητος, πολύ περισσότερο η ουσία».
Έτσι η δύναμις των λεχθέντων παρ’ ημών νικά πάντα, καθιστώσα αφορμή ευπορίας τις από εσάς προβαλλομένες απορίες και δι’ εαυτής απελέγχουσα ετεροκλινείς γραμμές σαν πλήθος στραβών γραμμών διά μιας ευθείας.
Αρκετά είναι αυτά ως προς τα γραφικά επιχειρήματα.
70. Επειδή δε οι Λατίνοι δεν χρησιμοποιούν μόνον τα βιβλικά λόγια εναντίον μας, μάλλον δε εναντίον εαυτών, αλλά και δικά τους διανοήματα, ας δούμε αυτό που θεωρούν αυτοί (οι Λατίνοι) αναμφισβήτητο, μαζί με το όποιο θα καταρρεύσουν και τα άλλα διαλυόμενα, μάλλον δε θα στερηθούν και το εκ της διανοίας όνομά τους, αποδεικνυόμενα αδιανόητα˙ διότι δεν είναι ανάγκη να τα αναπτύξουμε ένα προς ένα. Άλλωστε, παρόλο που εμείς δεν είχαμε καμία πρόθεση να επιμηκύνομε υπερμέτρως τον λόγο, όμως επεκτάθηκε πολύ, συμπαρεκτεινόμενος με τις εξ αγνοίας απορίες τους.
Αλλά ποιο είναι αυτό που θεωρούν (οι Λατίνοι) ακράδαντο έρεισμα της δυσσεβείας; Παν τo εκπορευόμενο εκ κάποιου, λέγουν, εκπορεύεται διά μέσου κάποιου, και τούτο συμβαίνει για όλα, ακόμη και αν αυτός που το λέγει δεν το επισημαίνει ρητώς. Εξ’ άλλου το διά κάποιου λέγεται και εξ εκείνου διά του οποίου είναι˙ διά ποιου άλλου λοιπόν το Πνεύμα, εκτός διά του Υιού; Είναι λοιπόν σαφές το συμπέρασμα, ότι το Πνεύμα εκπορεύεται διά του Υιού και εκ τού Υιού.
Τί λοιπόν θα πούμε εμείς προς αυτά; Δεν θα τους χαρίσουμε την «διά» και θα απαγορεύσουμε την «εκ», πράγμα το όποιον έπαθαν πολλοί, αγνοούντες τί έπαθαν. Διότι το δια στόματος, σαφώς προφέρεται και εκ στόματος. Και προς τον Ιώβ, όπως έχει γραφή, ο Θεός ελάλησε «δια νεφέλης», και πάλι «εκ του νέφους». Αλλ’ ούτε στην περίπτωση των κτιστών και κατά φύσιν εκπορευόμενων δεν θα συνεννοήσουμε το δια κάποιου, έστω και αν δεν λέγεται. Όμως για τον λόγο αυτό δεν πρόκειται να εξομοιώσουμε τα υπέρ φύσιν με τα κατά φύσιν. Αποκρίσου μου εσύ ο οποίος εισδύεις σε πράγματα τα οποία δεν βλέπεις˙ πας υιός γεννώμενος εκ κάποιου μήπως δεν γεννάται δια κάποιου και έτσι συμβαίνει για όλα, ακόμη και αν ο ομιλών δεν το επισημαίνει ρητώς; Άραγε λοιπόν θα αθετήσουμε τόσο την επίγειο έγχρονο γέννησιν του μονογενούς, την υπερφυσικήν εκ της μόνης παρθένου μητρός, όσον και την επουράνιο προαιώνιο εκ του μόνου παρθένου Πατρός, ζητούντες το δια κάποιου και εκ κάποιου κατά τις καταστρεπτικές διδασκαλίες και τους ασυλλόγιστους συλλογισμούς σου; Όχι βεβαίως˙ αλλά δι’ αυτής, αφού εφανερώθη επί γης, θα επιγνώσουμε και την εκπόρευσιν του αγίου Πνεύματος αμέσως προερχομένη εκ Πατρός και θα απορρίψουμε την προσθήκη σου, ως συμπαρατάσσουσα τα υπερφυσικά με τα φυσικώς συμβαίνοντα.
71. Έπειτα δε δεν συνεννοείς και τούτο, σύ ο εξεταστής των ανεξερεύνητων, ότι παν το εκπορευόμενο δεν εκπορεύεται μόνο διά κάποιου, αλλά και πάντοτε προς κάτι; Ή λοιπόν θα δώσεις σε εμάς προς τί εκπορεύεται το Άγιον Πνεύμα προ των αιώνων και θα αποδειχθείς ότι αντί τής μόνης προαιώνιου και σεπτής δια τούτο Τριάδος σέβεσαι Τετράδα, τό ἐξ οὗ, τό δι᾿ οὗ, τό εἰς ὅ καί αὐτό τό ἐκπορευόμενον, ή, αν δεν δώσεις σε εμάς τούτο, δεν θα δεχθούμε ούτε εκείνο. Διότι κατά ποιον λόγο, αφού αμφότερα έπονται εις παν εκπορευόμενο, το μεν ένα να δεχόμαστε, το δε άλλο όχι.
Παρά ταύτα, το ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ Πατρός και αναπαύεται εις τον Υιό, και έχει γραφεί από τους θεολόγους και έχει φανερωθεί στον Ιορδάνη όταν εβαπτίζετο ο Σωτήρ, και ομολογούμε ότι τούτο έχει ούτως, όχι στοχαζόμενοι εκ των όντων τα υπέρ πάντα τα όντα, αλλά διδασκόμενοι εκ των αρρήτως τελουμένων τα υπέρ έννοιαν. Που λοιπόν υπάρχει κατά την γνώμη σου το δι’ Υιού και εξ Υιού επί της υπάρξεως του θείου Πνεύματος, αν έρχεται σαφώς το Πνεύμα προς τον Υιό εκπορευόμενο εκ Πατρός και θεολογείται ότι αναπαύεται εις αυτόν; Όπως κατά λέξη λέγει ο ιερός Δαμασκηνός και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεικνύων ακριβώς το ίδιο, διακηρύσσει τον Χριστό ταμία του θείου Πνεύματος ως Υιό Θεού. Και ο θείος Κύριλλος στους Θησαυρούς συμπεραίνει ότι το Πνεύμα υπάρχει φυσικώς εις τον Υιό παρά του Πατρός και λέγει ότι διήκει εις τον Υιό παρά του Πατρός φυσικώς και ουσιωδώς το Πνεύμα, δια του οποίου ο Υιός αγιάζει χρίων τα πάντα. Επομένως το Άγιον Πνεύμα, υπάρχων φυσικώς και αϊδίως έκ του Πατρός εις τον Υιόν, προβάλλεται και φανερώνεται εκ του Υιού προς τους άξιους, όπως και όταν χρειάζεται.
72. Αλλά όμως μεταχειριζόμενος επιεικέστερα τον προκείμενο λόγο, και μάλιστα για τους τυχόν μέλλοντες (αναγνώστες) ώστε να τον αναγνώσουν μετ’ ευγνωμοσύνης, θα δώσω γενικότερη έκθεση της αλήθειας εν συντομία, περιλαμβάνουσα τα πάντα υπό μορφή επιλόγου. Ο δε έχων ώτα προς διάκριση του ορθού και μη ορθού ας μυηθεί κατά το δυνατόν το βάθος του μυστηρίου· όσοι δε δεν κατέχετε κριτικωτάτη διάνοια, επιθέσατε πύλες εις τα ώτα σας, αν δεν παρέχετε τους εαυτούς πειθήνιους στους δυναμένους ή μάλλον τους δυναμουμένους από τον Θεό να λέγουν καλώς, έτσι ώστε να μην ονομάσετε αφροσύνη των ειδημόνων το ευρισκόμενο επάνω από την γνώση σας. Τί δε είναι αυτό το όποιο λέγω; Εντείνατε, παρακαλώ, τον νουν.
73. Το άγιο Πνεύμα προ αιώνων και επί αιώνες και πέρα έχει ως ιδιαίτερο γνώρισμα τής ιδιοτρόπου υπάρξεως το εκπορεύεσθαι εκ του Πατρός, της μόνης πηγαίας θεότητος, δηλαδή από την υπέρθεο εκείνη ουσία κατά μόνη την πατρική καθ’ υπόστασιν, καθ’ όσον είναι υπέρθεος και αυτοουσία και δεν υστερεί κατά τίποτε του προβαλλόντος, μάλλον δε δεν διαφέρει και δεν διαιρείται καθόλου, αν και ετερουπόστατο και αυθυπόστατο. Έτσι δε το όν (προερχόμενο) εκ του Πατρός ούτε από αυτόν διίσταται ποτέ, και με τον Υιό είναι -όχι λιγότερο- ενωμένο ουσιωδώς και αδιαστάτως, αναπαυόμενο εις αυτόν και ίδιον αυτού υπάρχον και ευρισκόμενο πάντοτε εις αυτόν φυσικώς· διότι αυτός είναι ο ταμίας του Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, αν λέγεται ότι προέρχεται και εξ αυτού και εκ της φύσεως αυτού, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Και δι’ αυτού και εξ αυτού φυσικώς δίδεται και πέμπεται και προχέεται και προέρχεται, διδόμενο και φανερούμενο δι’ αυτού, εάν δε θέλεις και εκπορευόμενο προς τους άξιους. Εάν δε ακούσεις ποτέ εκπόρευση κατ’ αυτόν τον τρόπο, να νοείς την φανέρωσιν· διότι το εκπορεύεσθαι παρά Θεού δεν σημαίνει πάντοτε αυθυπόστατο ύπαρξη· διότι λέγει, «δεν ζει μόνον με άρτο ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγο εκπορευόμενο δια στόματος Θεού». Βλέπεις ότι τα μεν εκπορευόμενα παρά Θεού είναι πολλά, διότι η λέξις παν είναι περιεκτική πλήθους, το δε Άγιον Πνεύμα είναι ένα, το όποιον κατά ίδιον τρόπο -ο οποίος το διακρίνει από όλα- εκπορεύεται παρά Θεού; Και πάλι, λέγει, «εθαύμαζον οι άλλοι με τούς λόγους τής χάριτος τους εκπορευομένους εκ του στόματος αυτού». Άραγε λοιπόν η χάρις των λόγων είναι αυθυπόστατος, όπως το Πνεύμα το εκπορευόμενο από μόνον τον Πατέρα; Άπαγε· και όμως την χάριν ταύτη ο Κύριος ονόμασε πνεύμα λέγοντας, «τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ, είναι πνεύμα και ζωή». Αλλά βλέπεις πως η χάρις είναι εκ του Υιού, και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλες οι δωρεές του άγιου Πνεύματος.
73. Το άγιο Πνεύμα προ αιώνων και επί αιώνες και πέρα έχει ως ιδιαίτερο γνώρισμα τής ιδιοτρόπου υπάρξεως το εκπορεύεσθαι εκ του Πατρός, της μόνης πηγαίας θεότητος, δηλαδή από την υπέρθεο εκείνη ουσία κατά μόνη την πατρική καθ’ υπόστασιν, καθ’ όσον είναι υπέρθεος και αυτοουσία και δεν υστερεί κατά τίποτε του προβαλλόντος, μάλλον δε δεν διαφέρει και δεν διαιρείται καθόλου, αν και ετερουπόστατο και αυθυπόστατο. Έτσι δε το όν (προερχόμενο) εκ του Πατρός ούτε από αυτόν διίσταται ποτέ, και με τον Υιό είναι -όχι λιγότερο- ενωμένο ουσιωδώς και αδιαστάτως, αναπαυόμενο εις αυτόν και ίδιον αυτού υπάρχον και ευρισκόμενο πάντοτε εις αυτόν φυσικώς· διότι αυτός είναι ο ταμίας του Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, αν λέγεται ότι προέρχεται και εξ αυτού και εκ της φύσεως αυτού, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Και δι’ αυτού και εξ αυτού φυσικώς δίδεται και πέμπεται και προχέεται και προέρχεται, διδόμενο και φανερούμενο δι’ αυτού, εάν δε θέλεις και εκπορευόμενο προς τους άξιους. Εάν δε ακούσεις ποτέ εκπόρευση κατ’ αυτόν τον τρόπο, να νοείς την φανέρωσιν· διότι το εκπορεύεσθαι παρά Θεού δεν σημαίνει πάντοτε αυθυπόστατο ύπαρξη· διότι λέγει, «δεν ζει μόνον με άρτο ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγο εκπορευόμενο δια στόματος Θεού». Βλέπεις ότι τα μεν εκπορευόμενα παρά Θεού είναι πολλά, διότι η λέξις παν είναι περιεκτική πλήθους, το δε Άγιον Πνεύμα είναι ένα, το όποιον κατά ίδιον τρόπο -ο οποίος το διακρίνει από όλα- εκπορεύεται παρά Θεού; Και πάλι, λέγει, «εθαύμαζον οι άλλοι με τούς λόγους τής χάριτος τους εκπορευομένους εκ του στόματος αυτού». Άραγε λοιπόν η χάρις των λόγων είναι αυθυπόστατος, όπως το Πνεύμα το εκπορευόμενο από μόνον τον Πατέρα; Άπαγε· και όμως την χάριν ταύτη ο Κύριος ονόμασε πνεύμα λέγοντας, «τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ, είναι πνεύμα και ζωή». Αλλά βλέπεις πως η χάρις είναι εκ του Υιού, και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλες οι δωρεές του άγιου Πνεύματος.
74. Διότι εάν από την κοιλία των πιστευόντων εις Χριστόν ρέουν ποταμοί ύδατος ζώντος κατά την επαγγελία (διότι ο Κύριος λέγει, «οποίος πίει από το ύδωρ το όποιο θα του δώσω εγώ, θα γίνει πηγή ύδατος αναβλύζοντος εις ζωήν αιώνιον», δηλαδή εκπορευόμενη, κατά το «ήταν δε πηγή εκπορευομένη από την Εδέμ»), εάν λοιπόν εκ των ομοιωμένων με τον Υιό αναβλύζει ποταμηδόν, δηλαδή πηγάζεται και εκπορεύεται το Πνεύμα το οποίο υπάρχει εις αυτούς κατά χάριν, πολύ περισσότερο εκ του Υιού του κατά φύσιν προαιωνίως και αϊδίως έχοντος αυτό επαναπαυόμενο εις εαυτόν και συνημμένο φυσικώς.
Αλλά τούτο δεν είναι λόγος για να δογματίσομε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ τού Πατρός και του Υιού και των ομοιωμένων με τον Υιό κατά χάριν˙ διότι εκπορεύεται αποκλειστικώς εκ του Πατρός, ως έχον εξ αυτού μόνον την προαιώνιο και ομοούσιο ύπαρξιν. Διότι το άγιον Πνεύμα είναι και εκ του Πατρός και του Πατρός, και προηγείται κατά διάνοια το εκ του Πατρός είναι του Πατρός είναι (διότι το είναι κάτι προθεωρείται του είναι τίνος, αν και όχι κατά χρόνο). Και για αυτό είναι του Πατρός διότι είναι εκ του Πατρός, όπως λέγει και ο μέγας Βασίλειος στα κεφάλαια Προς Ευνομιανούς˙ «την οικειότητα προς τον Πατέρα νοώ του Πνεύματος, επειδή εκπορεύεται παρά του Πατρός». Εάν δε ευρεθεί πουθενά «εκ του Υιού», και με οποιαδήποτε λόγια, ευρίσκεται ως επαναπαυόμενο φυσικώς σε αυτόν προαιωνίως και αϊδίως, καθ’ όσον κατά την απόρρητο και άχρονο εκείνη γέννησιν έλαβεν εις εαυτόν τέλειον το Πνεύμα εκ Πατρός, το όποιον είναι εκ της αυτής ουσίας με αυτόν, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Επομένως επί του Υιού προθεωρείται το είναι αυτού Πνεύμα του εξ αυτού είναι, αν και όχι κατά χρόνο˙ και για αυτό είναι εκ του Υιού, διότι είναι του Υιού. Γι’ αυτό λοιπόν δεν έχει από αυτόν την ύπαρξιν.
75. Διά δε του Υιού λέγεται το άγιον Πνεύμα, ενίοτε μεν ως δι’ αυτού νοούμενο Πνεύμα Πατρός και εκ Πατρός, καθ’ όσον δεν είναι γεννητό αλλ’ εκπορευτό και ως εκπορευτό νοούμενο αμέσως εκ του εκπορεύοντος αυτό. Λέγεται δε επίσης ενίοτε κατά τους θεολόγους, ως παρακολουθούν αυτόν αχρόνως και μαζί με αυτόν και μετ’ αυτού, χωρίς να προέρχεται και εξ αυτού εκ του Πατρός, όπως είναι και από εδώ ολοφάνερο στους συνετούς˙ διότι κανείς από τους φρονώντες καλώς, ακούγωντας ότι ο Λόγος γεννάται προαιωνίως εκ Πατρός, δεν παραλείπει να έλθει ευθύς εις έννοια τού Πνεύματος το όποιον παρακολουθεί συμφυώς και συνανάρχως τον Λόγον, κατά την οποία έννοια δεν επιτρέπεται να εκλάβουμε την πρόθεσιν «διά» ως «εκ». Λέγεται δε τέλος έτσι και ως χορηγούμενο δι’ Υιού και εξ Υιού εις τους άγιους, όχι όμως πεμπόμενο ή διδόμενο ή πηγάζον από εκεί προαιωνίως, εάν δε θέλεις εκπορευόμενο, αλλ’ διδόμενο και φανερούμενο, όταν ευδόκησε να ληφθεί και να φανερωθεί και όπως ευδόκησε. Εάν δε οι Λατίνοι λέγουν ότι από εδώ στοχάζονται την προαιώνιο πρόοδο, εν συνεχεία δεν θα είναι ούτε εκεί κατά την ύπαρξιν. Και το τεκμήριο τούτο το όποιο αυτοί λέγουν, δεν θα τους βοηθήσει κατά τίποτε εις την πρόθεσή τους.
76. Αλλά έτσι θεολογείται το άγιον Πνεύμα ως προερχόμενο εκ του Υιού και διά του Υιού. Διότι μιας και τής αυτής ουσίας μία και η αυτή είναι η θέλησις και δόσις. Εκ δε των υιοθετημένων υπό του Θεού και δίδεται και αναβλύζει και πηγάζει και ενεργεί και φαίνεται, σαν να υπάρχει εις αυτούς η έμφυτος χάρις και δύναμις του Πνεύματος, αλλά κατά χάριν και όχι κατά φύσιν και επιδημήσασα ύστερον, δηλαδή ενεργήσασα δι’ αυτών αλλά όχι επαναπαυόμενη προαιωνίως.
Βλέπεις πόση είναι η διαφορά, ώστε να φθάνει πέραν του άπειρου; Οι δε Λατίνοι στο σύμβολο τής πίστεως, λέγοντες ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός, το δε Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, δεν ομιλούν σαφώς περί των προαιωνίων και υποστατικών προόδων και περί αυτής της υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος; Σαφώς λοιπόν αναμιγνύουν τα άμικτα˙ με τα υπέρ χρόνον τα υπό χρόνον, με τα υπέρ αιτίαν τα δι’ αιτίαν. Διότι δι’ ημάς και εκ του Υιού στέλλεται˙ εάν δε δι’ ημάς, τότε και μετά από εμάς, εκ του Πατρός όμως δεν στέλλεται για κάτι ούτε προς κάτι ούτε μετά κάτι˙ άπαγε τής βλασφημίας, εκτός εάν δημιουργήσεις καί τούτο εσύ ο τολμηρός, μάλλον δε ψευδώνυμος θεολόγος, ο οποίος θέτεις τον Λόγον κάπως πλησιέστερα του Πατρός, το δέ άγιον Πνεύμα μακρότερα.
Δια τούτο λοιπόν και οι θεόσοφοι Πατέρες, παραδώσαντες σε εμάς την ομολογία της πίστεως, όπως εθεολόγησαν τον Υιό γεννηθέντα εκ του Πατρός, έτσι εθεολόγησαν και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο εξ αυτού του Πατρός˙ δηλαδή εκάτερον αυτών αμέσως και εκ μόνου του Πατρός, εξ αυτής δηλαδή της πατρικής υποστάσεως. Εάν δε λόγω της μεταγενέστερης γενομένης σε εμάς επιφοιτήσεως, και μάλιστα από αντίδραση προς τους αποξενούντες το Πνεύμα από τον Υιό, είπε κανείς αυτό εξ αμφοτέρων ή εκ Πατρός δι’ Υιού ή ότι εκ του Υιού εκλάμπει και τα παρόμοια με αυτά, το είπε με την έννοια ότι υπάρχει και εις τον Υιό και είναι δικό του και κατά τίποτε ξένο.
Αλλά τούτο δεν είναι λόγος για να δογματίσομε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ τού Πατρός και του Υιού και των ομοιωμένων με τον Υιό κατά χάριν˙ διότι εκπορεύεται αποκλειστικώς εκ του Πατρός, ως έχον εξ αυτού μόνον την προαιώνιο και ομοούσιο ύπαρξιν. Διότι το άγιον Πνεύμα είναι και εκ του Πατρός και του Πατρός, και προηγείται κατά διάνοια το εκ του Πατρός είναι του Πατρός είναι (διότι το είναι κάτι προθεωρείται του είναι τίνος, αν και όχι κατά χρόνο). Και για αυτό είναι του Πατρός διότι είναι εκ του Πατρός, όπως λέγει και ο μέγας Βασίλειος στα κεφάλαια Προς Ευνομιανούς˙ «την οικειότητα προς τον Πατέρα νοώ του Πνεύματος, επειδή εκπορεύεται παρά του Πατρός». Εάν δε ευρεθεί πουθενά «εκ του Υιού», και με οποιαδήποτε λόγια, ευρίσκεται ως επαναπαυόμενο φυσικώς σε αυτόν προαιωνίως και αϊδίως, καθ’ όσον κατά την απόρρητο και άχρονο εκείνη γέννησιν έλαβεν εις εαυτόν τέλειον το Πνεύμα εκ Πατρός, το όποιον είναι εκ της αυτής ουσίας με αυτόν, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Επομένως επί του Υιού προθεωρείται το είναι αυτού Πνεύμα του εξ αυτού είναι, αν και όχι κατά χρόνο˙ και για αυτό είναι εκ του Υιού, διότι είναι του Υιού. Γι’ αυτό λοιπόν δεν έχει από αυτόν την ύπαρξιν.
75. Διά δε του Υιού λέγεται το άγιον Πνεύμα, ενίοτε μεν ως δι’ αυτού νοούμενο Πνεύμα Πατρός και εκ Πατρός, καθ’ όσον δεν είναι γεννητό αλλ’ εκπορευτό και ως εκπορευτό νοούμενο αμέσως εκ του εκπορεύοντος αυτό. Λέγεται δε επίσης ενίοτε κατά τους θεολόγους, ως παρακολουθούν αυτόν αχρόνως και μαζί με αυτόν και μετ’ αυτού, χωρίς να προέρχεται και εξ αυτού εκ του Πατρός, όπως είναι και από εδώ ολοφάνερο στους συνετούς˙ διότι κανείς από τους φρονώντες καλώς, ακούγωντας ότι ο Λόγος γεννάται προαιωνίως εκ Πατρός, δεν παραλείπει να έλθει ευθύς εις έννοια τού Πνεύματος το όποιον παρακολουθεί συμφυώς και συνανάρχως τον Λόγον, κατά την οποία έννοια δεν επιτρέπεται να εκλάβουμε την πρόθεσιν «διά» ως «εκ». Λέγεται δε τέλος έτσι και ως χορηγούμενο δι’ Υιού και εξ Υιού εις τους άγιους, όχι όμως πεμπόμενο ή διδόμενο ή πηγάζον από εκεί προαιωνίως, εάν δε θέλεις εκπορευόμενο, αλλ’ διδόμενο και φανερούμενο, όταν ευδόκησε να ληφθεί και να φανερωθεί και όπως ευδόκησε. Εάν δε οι Λατίνοι λέγουν ότι από εδώ στοχάζονται την προαιώνιο πρόοδο, εν συνεχεία δεν θα είναι ούτε εκεί κατά την ύπαρξιν. Και το τεκμήριο τούτο το όποιο αυτοί λέγουν, δεν θα τους βοηθήσει κατά τίποτε εις την πρόθεσή τους.
76. Αλλά έτσι θεολογείται το άγιον Πνεύμα ως προερχόμενο εκ του Υιού και διά του Υιού. Διότι μιας και τής αυτής ουσίας μία και η αυτή είναι η θέλησις και δόσις. Εκ δε των υιοθετημένων υπό του Θεού και δίδεται και αναβλύζει και πηγάζει και ενεργεί και φαίνεται, σαν να υπάρχει εις αυτούς η έμφυτος χάρις και δύναμις του Πνεύματος, αλλά κατά χάριν και όχι κατά φύσιν και επιδημήσασα ύστερον, δηλαδή ενεργήσασα δι’ αυτών αλλά όχι επαναπαυόμενη προαιωνίως.
Βλέπεις πόση είναι η διαφορά, ώστε να φθάνει πέραν του άπειρου; Οι δε Λατίνοι στο σύμβολο τής πίστεως, λέγοντες ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός, το δε Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, δεν ομιλούν σαφώς περί των προαιωνίων και υποστατικών προόδων και περί αυτής της υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος; Σαφώς λοιπόν αναμιγνύουν τα άμικτα˙ με τα υπέρ χρόνον τα υπό χρόνον, με τα υπέρ αιτίαν τα δι’ αιτίαν. Διότι δι’ ημάς και εκ του Υιού στέλλεται˙ εάν δε δι’ ημάς, τότε και μετά από εμάς, εκ του Πατρός όμως δεν στέλλεται για κάτι ούτε προς κάτι ούτε μετά κάτι˙ άπαγε τής βλασφημίας, εκτός εάν δημιουργήσεις καί τούτο εσύ ο τολμηρός, μάλλον δε ψευδώνυμος θεολόγος, ο οποίος θέτεις τον Λόγον κάπως πλησιέστερα του Πατρός, το δέ άγιον Πνεύμα μακρότερα.
Δια τούτο λοιπόν και οι θεόσοφοι Πατέρες, παραδώσαντες σε εμάς την ομολογία της πίστεως, όπως εθεολόγησαν τον Υιό γεννηθέντα εκ του Πατρός, έτσι εθεολόγησαν και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο εξ αυτού του Πατρός˙ δηλαδή εκάτερον αυτών αμέσως και εκ μόνου του Πατρός, εξ αυτής δηλαδή της πατρικής υποστάσεως. Εάν δε λόγω της μεταγενέστερης γενομένης σε εμάς επιφοιτήσεως, και μάλιστα από αντίδραση προς τους αποξενούντες το Πνεύμα από τον Υιό, είπε κανείς αυτό εξ αμφοτέρων ή εκ Πατρός δι’ Υιού ή ότι εκ του Υιού εκλάμπει και τα παρόμοια με αυτά, το είπε με την έννοια ότι υπάρχει και εις τον Υιό και είναι δικό του και κατά τίποτε ξένο.
77. Επιπλέον δε δεν είπε κανείς ότι το άγιον Πνεύμα αποστέλλεται δι’ Υιού και εξ Υιού χωρίς χρονική προσθήκη ή αιτία, παρά μόνο επισημαίνοντας πάντοτε ενέργεια, κατά την οποία ήταν αδύνατον να έλθει προς εμάς πριν από εμάς. Εάν δε κάπου είπαν (οι θεόσοφοι πατέρες) και χωρίς να επισημάνουν, το είπαν αφού έπραξαν τούτο πολλάκις. Έπειτα δεν κατανοείς τούτο, ω υπέρσοφε, συ ο οποίος καυχάσαι στα υπέρμετρα, ότι πολλά από τα λεγάμενα στην θεία Γραφή, κατά μεν την σύνταξη των λέξεων είναι εν, κατά δε την έννοια και το πράγμα δεν είναι εν; Αυτό το πράγμα κυρίως προκάλεσε τούς αιρετικούς την πλάνη, μη μπορώντας να διακρίνουν το μεν στην σύνταξιν των λέξεων εν, το δε στα πράγματα όχι εν, όπως φρονεί και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Διότι στους σοφούς κατά τα θεία και μεμυημένους στο θείο Πνεύμα είναι σαφές τούτο, ότι, όταν το Πνεύμα λέγεται εξ αμφοτέρων, Πατρός και Υιού, ή εκ Πατρός δι’ Υιού, αν και συνάγεται από τον λόγον, όμως αποκρούεται από το πράγμα. Και προς μεν τους αποξενώνοντες το Πνεύμα από τον Υιό δεόντως θα μπορούσαμε να εκφρασθούμε έτσι συνημμένως, διαχειρισμένοι τους λόγους κατά κρίσιν, στους οικειωθέντες δε τον Θεόν διά της γνώσεως ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού θα αποκαλύψουμε μετ’ ακριβείας εκάτερον, ότι το Πνεύμα εκ Πατρός μεν έχει προ πάντων των αιώνων την υπαρκτική πρόοδο, ενυπάρχον δε εις τον Υιό αιωνίως προήλθε εξ αυτού εις την φανέρωσιν δι’ ημάς και μεθ’ ημάς κατά προέλευση εκφαντική (αποκαλυπτική) και όχι υπαρκτική.
78. Αλλά και ο Υιός, λέγει, είναι εις το Πνεύμα. Βεβαίως, γι’ αυτό και είναι εκφαντικόν αυτού το Πνεύμα, και αποστέλλεται και παρ’ αυτού όχι μόνον ως άνθρωπος, αλλά και ως Θεός κατά τον θεολόγο Γρηγόριον, και μορφώνεται μέσα στις καρδίες των πιστών και ενοικεί και οράται δι’ αυτού. Διότι στους θησαυρούς ο θείος Κύριλλος λέγει «Χριστού είναι το Πνεύμα, καθ’ όσον ο θείος Λόγος ενοικίζεται σε εμάς διά Πνεύματος». Δεν λέγεται δε ότι γεννάται, επειδή το γεννώμενο λέγεται πάντοτε και είναι υιός του γεννήσαντος και ο γεννών πάντοτε πατήρ. Το δε εκπορευόμενο επί του Θεού, όπως είπαμε προηγουμένως, δεν είναι απλώς ούτε μόνον του άγιου Πνεύματος· αλλά το μεν δηλωτικό προαιώνιου και υπαρκτικής προόδου -ετεροτρόπου της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός- είναι μόνον του άγιου Πνεύματος· η δε εκ του αποκρύφου φανέρωσις και παρρησίασις και γνωστοποίησις της οικείας δυνάμεως διά των επιτελουμένων θαυμασίων έργων δεν είναι μόνον του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ είναι και αυτού· διότι, λέγει ο προφητικότατος μεταξύ των βασιλέων, «Θεέ, κατά την εκπόρευσίν σου εν το μέσον του λαού σου, κατά την διάβασή σου διαμέσου της έρημου, η γή εσείσθη».
Και όταν λοιπόν εφανερώνετο την παλαιά εποχή ο Πατήρ και εθαυματοποίει δια του Μωυσέως, κατά τον θεολογικώτατο Γρηγόριο έγινε ο πρώτος σεισμός, οπότε μετετέθησαν οι Εβραίοι από την προσκύνηση των ειδώλων προς την αμυδρά μεν, αληθινή δε θεογνωσία. Αλλά και επί του Υιού και του αγίου Πνεύματος έγινε ο δεύτερος σεισμός, οπότε οι μεν Ιουδαίοι μεταρρυθμίζονταν από τον νόμο προς το Ευαγγέλιο, παν δε έθνος εκαλείτο προς την ευαγγελιζομένη κοινωνία της θεώσεως. Αλλά και όταν ο Υιός διάβαινε μόνος διά του Σταύρου στην αληθινή έρημο, τον θάνατο και τον άδη, και εφανερώνετο εν το μέσον του λαού των Ιουδαίων, η γή εσείσθη και αισθητώς διά της θεοσημίας εκ των ουρανών. Βλέπεις ότι με αυτή τη σημασία το εκπορευόμενο δεν είναι μόνον του Πνεύματος, αλλά κοινό στοιχείο του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος; Αλλ’ αυτή η εκπόρευση είναι υστερογενής και υπό χρόνον· διότι λέγει «εν τω λαώ». Εάν δε είναι εν τω λαώ, είναι και μετά τον λαό.
79. Άρα καλώς είπαμε ότι το εκπορευόμενο επί του αγίου Πνεύματος δεν δηλώνει πάντοτε την έκ του Πατρός προαιώνιο ύπαρξη, αλλά ενίοτε και την ύστερη φανέρωσιν, κατά την οποία και ο Υιός θα κοινωνήσει με τον Πατέρα, πράγμα το όποιον δεικνύει σαφώς και ο θείος Κύριλλος λέγοντας ότι «ο Υιός αναπηγάζει προς εμάς το Πνεύμα εκ της φύσεώς του». Διότι προσθέτοντας το «προς εμάς», επιτρέπει να κατανοήσουμε το έγχρονο της μεταδόσεως. Και ο Ιωήλ, προκαταγγέλλοντας ότι το πηγαζόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό είναι ενέργεια και δωρεά του θείου Πνεύματος, μάλλον δε διά τούτου ο Θεός, δεν λέγει «θα εκχύσω το Πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το Πνεύμα μου». Όπως δηλαδή λέγει και ο Χρυσόστομος πατήρ, «λέγει το μέρος της ενεργείας· διότι ο Παράκλητος δεν μερίζεται». Ο δε κορυφαίος των Αποστόλων πολλαχού, μάλλον δε πανταχού, την εκχυθείσα τότε προς αυτούς δύναμιν καλεί δωρεάν. Και ο Χρυσούς πάλι θεολόγος λέγει: «δεν εκχύνεται ο Θεός, αλλά η χάρις».
80. Άρα δεν θα δεχθούμε δια ταύτα ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού· διότι, αν συνετάσσομε αυτό με τους λαβόντες διά του Υιού το είναι, θα το ατιμάζαμε μάλλον παρά θα το δοξάζαμε. Επομένως δεχόμεθα ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνον ιδιοτρόπως και προαιωνίως, όπως και ο Υιός γεννάται· και έτσι φρονούντες, συνδοξάζουμε αυτό και συμπροσκυνούμε τον Υιό και τον Πατέρα.
Και δηλώνοντες τούτο οι θεόσοφοι Πατέρες, συνδύασαν στο σύμβολο της ορθοδοξίας την έκ του Πατρός εκπόρευση του Πνεύματος και τον συνδοξασμό του με τον Πατέρα και τον Υιό, διατυπώσαντες συνημμένως και παραδώσαντες αυτά, ώστε οι μη πιστεύοντες ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, καθώς και ότι αναμφιβόλως ο Υιός γεννάται, δεν δύνανται ούτε να συμπροσκυνούν με εκείνα το Πνεύμα, θεωρούμενο σε ιδιαιτέρα υπόστασιν.
81. Πράγματι αν ήταν πάντοτε κοινό σε αυτά ώστε από αυτά (τον Πατέρα και τον Υιό) να γίνεται η εκπόρευσις του Πνεύματος, απλή ενέργεια θα ήταν το Πνεύμα και όχι σε υπόστασιν· διότι ό,τι είναι σε αυτά κοινό, είναι μόνον ενέργεια. Είναι λοιπόν σε αυτά κοινό ως ομοούσιο, αλλά δεν είναι πάντοτε σε αυτά κοινό ως προερχόμενο εξ αμφοτέρων· αν και τώρα επ’ εσχάτου των αιώνων έχει εκχυθεί εξ αμφοτέρων, θα προσθέσω δε ότι και παρ’ εαυτού· διότι εκχέεται αυτεξουσίως προς εμάς. Άλλωστε και προς τον Υιό έχει λεχθεί κατά προφητικό τρόπο, «Υιός μου είσαι, εγώ σε εγέννησα σήμερον». Αλλά γνωρίζομε ότι η γέννησις αυτή είναι έγχρονος (υπό χρόνον). Μήπως δε στην γέννησιν αυτή δεν συνειργάσθη και το Πνεύμα, με το όποιο εχρίσθη κατά το βάπτισμα το από εμάς ανειλημμένο φύραμα του Υιού και χρισθέν εφανερώθη, ότι και προ του βαπτίσματος είχε γίνει ομόθεο το φύραμα, επειδή και κατ' αρχήν ο Υιός του Θεού «εσαρκώθη εκ Πνεύματος άγιου και Μαρίας της Παρθένου», κατά το γεγραμμένον;
Άραγε λοιπόν εξ αιτίας της εγχρόνου (υπό χρόνον) ταύτης γεννήσεως θα πεις ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Πνεύματος προ αιώνων; Ίσως φυσικά θα το πεις σύ, ο οποίος πορίζεσαι την περί Θεού γνώσιν με λογικές μεθόδους και στοχάζεσαι εκ των ύστερων -όπως λέγεις ο ίδιος- γεγονότων τα προαιωνίως όντα˙ αλλά θα μπορούσες να προσαγάγεις σε εμάς και μάρτυρα αξιολογώτατο τον ίδιον τον Υιόν λέγοντα διά του προφήτου, «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού»˙ διότι και τούτο ιδικόν σου είναι, το να νομίζεις ταυτόν την αποστολή και τον τρόπον υπάρξεως. Πέραν δε αυτού θα χρειασθείς και θα παρερμηνεύσεις επίσης τον μέγαν Παύλο, και μάλιστα εθελουσίως και εθελοκακών ή αγνοών και μη ομολογών. «Σε άλλον, λέγει εκείνος, διά του Πνεύματος δίδεται λόγος σοφίας, σε άλλον δε λόγος γνώσεως». Αλλά και ο Χριστός ενοικεί στις καρδιές των δοκίμων, πάντως διά του Πνεύματος, και νοερώς οράται και μορφώνεται και εμφανίζεται, και μάλιστα διά του Πνεύματος. Επομένως κατά προσυλλογισμό θα πεις, εάν είναι διά του Πνεύματος, τότε είναι και εκ τού Πνεύματος. Εάν δε ο Υιός σαφώς αποστέλλεται υπό του Πατρός και του Πνεύματος και δέχεται το βάπτισμα, κατά το όποιον κάθε βαπτιζόμενος γεννάται εκ Πνεύματος, και στις καρδίες ελλάμπει, και μάλιστα δια του Πνεύματος, αυτά και πολλά άλλα παρόμοια συνδυάζοντας, έπειτα συμπεραίνοντας κοινώς κατά τις επιστήμες σου, θα δεχθείς και θα δείξεις ότι ο Υιός έχει γεννηθεί και εκ του Πνεύματος. Όχι όμως βεβαίως εμείς, ω σοφώτατε των επιγείων, οι εντελώς άμοιροι τής ιδικής σου θεολογίας, αλλ’ ορθώς θα προφέρουμε και θα διαιρέσουμε την ομολογία της πίστεως, λέγοντες ότι κατά την αρχήν ο Υιός και το Πνεύμα είναι αμέσως εκ μόνου του Πατρός, κατ' ιδιαίτερον όμως τρόπον εκάτερον αυτών.
82. Και μάλιστα δηλώνοντες την ιδιορρυθμία (το ίδιον) εκάστου τρόπου, την μεν εκ Πατρός ύπαρξιν του Υιού καλούμε γέννησιν, εκπόρευσιν δε την του Πνεύματος. Τα δε έπειτα εν χρόνω και μετά την κτίσιν γενόμενα επ’ αυτής και υπό τούτων, κατ’ έννοια μεν διακρίνομε πάντοτε από τις προαιώνιους και άναρχους εκείνες υπάρξεις, με λόγους δε ενίοτε, και τούτο σπανιώτατα, συνάπτοντες ή ακούοντες να συνάπτωνται από μερικούς, δεν αποβάλλομε την κατά την έννοια διάκριοιν. Τοιούτον είναι και το λεγόμενον από τον Κύριον, «εγώ εξήλθον έκ του Θεού και έρχομαι», και «εξήλθον παρά του Πατρός και ήλθον εις τον κόσμον». Και εδώ δηλαδή το «εξήλθον», αν και είναι ένα, δεν είναι δηλωτικόν μιας έννοιας˙ διότι δηλώνει την εφ’ ημάς δι’ ημάς εφ’ ημών παρά του Πατρός αποστολήν και την εκ τής ουσίας και της υποστάσεως του Πατρός προ- αιώνιον πρόοδον.
Λόγω του ενιαίου του ρήματος λοιπόν θα συνάψουμε τα απομακρυσμένα πολύ και υπέρ το πολύ; Ή διότι το «εξήλθον» δηλώνει και την αποστολή, η δε αποστολή του Υιού έγινε παρά του Πατρός και του Πνεύματος, κατά το «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού», για να επαναλάβω το πολλάκις λεχθέν, θα δογματίσουμε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προήλθε εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Καθόλου. Επομένως ούτε εξ αιτίας της εκ Πατρός και Υιού αποστολής, την εκφαντική (αποκαλυπτική) και έγχρονο εννοώ, έστω και αν ενίοτε συνδυάζεται εις ένα με την προαιώνιο κατά την έκφρασιν, θα δογματίσουμε ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, εφ' όσον γνωρίζουμε αυτό Θεόν εκ Θεού προαιώνιο εξίσου με τον προβαλόντα Πατέρα.
83. Αλλ' ο μόνος διανοίγων οφθαλμούς τυφλών και ο μόνος διά του οποίου βλέπουν οι βλέποντες, δίδε, αν όχι σε όλους γενικώς, τουλάχιστον σε όλους όσοι σε ζητούν εν αληθεία, να γνωρίζουν την αλήθεια δι’ αοράτου θεωρίας με τα ανήκουστα νοερά διδάγματά σου. Έτσι λοιπόν, αφού επίστευσαν δι’ ακοής, αναβίβασε αυτούς δια πίστεως προς την ενότητα της επιγνώσεώς σου και, αφού αποδείξεις αυτούς βεβαιοπίστους δι’ έργων αγαθών, φανέρωσε σεαυτόν σε αυτούς σε εύθετο καιρόν, για να γνωρίσωμε όλοι την αληθινή δόξα σου και απολαύσουμε με πνευματική και απόρρητο θέα την τρισήλιον και μοναρχικωτάτη φαιδρότητα και σε δοξάζουμε αδιαλείπτως κατά δύναμιν, τώρα και πάντοτε και εις τούς ακατάληκτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΤΕΛΟΣ
Η μετάφραση του λόγου του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά - Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος παρουσιάστηκε μαζί με το αρχαίο κείμενο σε 29 αναρτήσεις:
ΣΧΟΛΙΟ: Σύνοδος χωρίς τήν παρουσία τού έργου ενός από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δέν υφίσταται. Έτσι λοιπόν ο Αγιος Γρηγόριος τό 1335 γράφει τόυς δύο λόγους περί τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος. Στήν συνέχεια συντάσσει τούς λόγους υπέρ Ιερώς Ησυχαζόντων καί τό 1340-1341 γράφεται ο Αγιορείτικος τόμος ο οποίος υπογράφεται από τούς Αγιορείτες καί επικυρώνεται σάν ορθόδοξος από τρείς τοπικές Συνόδους τό 1341, 1347 καί τό 1351. Παρ' όλα αυτά ο Αγιος φυλακίζεται γιά 4 χρόνια. Χειροτονείται Επίσκοπος Θεσ/νίκης αλλά δέν εγκαθίσταται στήν Μητρόπολή του λόγω τών ζηλωτών.
Σήμερα οι ίδιοι ζηλωτές μάς πιέζουν νά μιμηθούμε τούς Αγίους, αποτειχιζόμενοι, απέναντι στήν νέα αίρεση η οποία καταπατά τούς Ιερούς Κανόνες. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΡΕΣΗ; ΠΟΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ; ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ; Διότι όλες οι αιρέσεις φτάνουν στήν σύνοδο ήδη νικημένες, όπως μάς διδάσκει η ιστορία τών συνόδων. Η σημερινή αίρεση είναι η αντίθετη τού Βαρλαάμ καί είναι πάλι εναντίον τού Ησυχασμού αλλά πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση λόγω προτεσταντισμού. Ενώ ο Βαρλαάμ ακολουθώντας τούς Λατίνους ισχυρίστηκε ότι δέν υπάρχει αγιασμός καί θέωση καί απόκτηση τού Αγίου Πνεύματος, σήμερα ο κληρικαλισμός καί ο οικουμενισμός κηρύττουν ότι ο κλήρος αποκτά διά τής χειροτονίας τό Αγιο Πνεύμα καί δι' αυτού τό αποκτά πάσα σάρκα, επινοώντας τόν παπά-πάπα καί οι προτεστάντες κηρύττουν τήν οικονομία τού Αγίου πνεύματος, τό οποίο όπου θέλει πνεί χωρίς τούς περιορισμούς τών εντολών τού Ευαγγελίου, έξω από τά όρια τής εκκλησίας. Οι ίδιοι οι ζηλωτές είναι εχθροί τού ησυχασμού αλλά καί αληθινοί χριστιανοί. Αληθινοί Οργανωσιακοί. Καί παρεμποδίζουν μέ απερίγραπτο πάθος τήν φανέρωση τής αιρέσεως πού υφέρπει γιά αιώνες μέσω τού κληρικαλισμού. Ένας Λαβύρινθος. Σήμερα Αγιορείτες μοναχοί παύουν τήν μνημόνευση τού σημερινού Πατριάρχη κατηγορώντας τον γιά τήν αίρεση τού Οικουμενισμού πού προωθεί μέ πάθος, ενώ θάπρεπε νά γνωρίζουν ότι ο Ζηζιούλας είναι ο μέγας αιρετικός. Καί στό παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί η ίδια μέθοδος αντίδρασης χωρίς αποτέλεσμα, όπως βλέπουμε. Γιατί θά πετύχει σήμερα; Οποιαδήποτε αντίδραση χωρίς τήν άμεση γνώση τής αιρέσεως, τήν δυναμώνει. Καμμία αίρεση δέν μπορεί νά αντιμετωπίσει μιά άλλη αίρεση, όπως μάς τό φανερώνει η Δύση. Ο κληρικαλισμός, η εξουσία στήν Θ. Ευχαριστία είναι τό θεμέλιο τής αιρέσεως τού οικουμενισμού. Η αναλογία τής ιεραρχίας τού κλήρου μέ τήν ιεραρχία τής Αγίας Τριάδος είναι αίρεση. Διότι δέν υφίσταται αναλογία κτιστού καί ακτίστου, στήν οποία στηρίζεται η οντολογία τού προσώπου καί δέν υφίσταται αρίθμηση καί χρόνος στήν αίδιο Τριάδα, όπως πλανεμένα ισχυρίζεται ο Ζηζιούλας, προσθέτοντας μάλιστα μέ θράσος ότι δέν είναι ταυτόχρονη η ύπαρξη τών Θείων Προσώπων, πολιτευόμενος επιπλέον μιά ανύπαρκτη ταύτιση προσώπου καί Υποστάσεως καί τήν κατάργηση τής Υπερουσίου Ουσίας τού Θεού, αντικαθιστώντας την μέ τήν Υπόσταση, μέ τό πρόσωπο γι' αυτούς, τού Πατρός.
Σήμερα οι ορθόδοξοι νομίζουν ότι πολεμούν τήν αίρεση μέ τόν αόριστο όρο Παναίρεση. Πού είναι η συγκέντρωση υποτίθεται όλων τών μέχρι τώρα αιρέσεων σέ μία νέα επίθεση εναντίον τής εκκλησίας. Δέν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς όλες αυτές οι αιρέσεις από τούς Πατέρες καί θεολόγους τής Εκκλησίας; Απέτυχαν οι Πατέρες στίς διαμάχες τους μέ τήν πλάνη; Έχουμε αποτυχημένους Πατέρες καί Διδασκάλους; Καί όλα γιά νά μήν βγούμε από τό βόλεμά μας; Επαναπαυόμενοι στήν αιώνια επανάληψη τού ιδίου; Τό κακό εξελίσσεται όμως καί μόνον αυτό. «Τέκνον Τιμόθεε, πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανόμενοι!»
Δείτε το βίντεο ιδιαίτερα στο 7.45 λεπτό καί από το 26ο λεπτό και μετά.
3 σχόλια:
Παναθεμα σε,μια ξενυχταω με τον Καλλιστο τωρα με τον Γρηγοριο...θα ξενυχτουσα ευχαριστως και με ενα βιβλιο με τα σχολια σου!!μονο!!
Ποιος μιλά στο 7.45 λεπτό. (Ευαγγέλου ;)
Ο Βασίλης Ευαγγέλου. Καί "εν πάσει περιπτώσει" ταράχτηκε τό Ιερόν Τέρας καί αποκάλυψε στήν συνέχεια τήν αισχρή του κακοδοξία. Είναι μοναδικό ντοκουμέντο διότι συνήθως κρύβεται.
Δημοσίευση σχολίου