ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Παρασκευή, 13 Ιανουαρίου 2017
Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν ως αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙ αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού. [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ].
Επειδή δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων Πατήρ και ο παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη πραγματοποιηθεί φανέρωσις του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο άνθρωπος να μη μείνει ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής, γι’ αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή και για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας (ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό έπραξε και ο Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν Υιός, από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών και η τελευταία χάρις της αναπλάσεως.
Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν μέτρω την υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία αναλόγως με την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή του έπεμψε τον ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το όποιο και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστήριο της οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός είναι εν και τρία και κοινό αίτιο των δύο μόνον το εν. Γι’ αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και δύναμις, διαμοιράζονται δε μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον εαυτό του φανερώνει πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).
19. Πρώτος φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά χάριν καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και τα άλλα είναι από αυτόν και συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να δημιουργεί προ πάντων δι’ εμφυσήματος και λόγου.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως ώστε και αυτός να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’ όσον το μη υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες) και ότι δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και έτσι, αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε δι’ εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον Πνεύμα, προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με εαυτόν. Αυτός, επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν, δεν τα εδείκνυε μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της γλώσσης την θεότητα και του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον και ποια τα εξ αυτού.
20. Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού. Διότι η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι κατά χάριν μετάδοσις των φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας ο Θεός τον άνθρωπον, τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές δωρεές, σοφία, δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙ διότι το Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’ Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την μετάδοσιν των φυσικών τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της θείας υποστάσεως του Πνεύματος.
21. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως ώστε να δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και ότι εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές, καταστήσει δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών κηρύξει σε όλους τα κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν, αλλά μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός, υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό ἀδιαστάτως και ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο πρώτον το Πνεύμα ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι αμέσως εκ του Πατρός, αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον προηγούμενον λόγο.
Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού, διά των όποιων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον, όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή και ο Υιός επέμφθη προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου Πνεύματος και του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.
Εάν δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση είναι πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε απεστάλη και ως Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.
Επειδή λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον Πατέρα και το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός λοιπόν την γέννησιν από αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το Πνεύμα, για τον λόγο ότι αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα και τον Υιό- εκπορεύεται από αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι δεν θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή από εκείνη, (τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της γεννήσεως του Υιού. [Η σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ στηρίζεται στήν αποστολή τού Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]
Τί άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως γέννησιν ή εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως στέλλουν τόσον το Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο μεν απέστειλε αυτόν τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το Πνεύμα εις τούς μαθητές του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε. Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν ενανθρώπησε.
Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν ως αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙ αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού. [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ].
18. Εάν δε εκείνοι λέγουν ότι στοχάζονται την ύπαρξη από την φανέρωση [ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;], αλλ' εμείς έχουμε θησαυρίσει την ομολογία της πίστεως ακολουθώντας όχι στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια. Γνωρίζουμε δε ότι το άγιο Πνεύμα έρχεται και από τον εαυτόν του και φανερώνεται, αλλά εξ αιτίας αυτού δεν θα παραδεχθούμε ότι εκπορεύεται και αφ’ εαυτού. Εκείνος λοιπόν ο όποιος δίδει ή πέμπει το άγιο Πνεύμα δεν το εκπορεύει με την πέμψιν, αλλά το καθιστά φανερό. Τούτο δε έπραξε και ο Κύριος φανερώσας προ της αναλήψεως εν μέτρω εις τούς μαθητές το Πνεύμα διά κοινής χάριτος αυτών, της δοθείσης τότε μετρίως. Αυτό, θα μπορούσα να πω, υπήρξε το αίτιον και του ότι εις την αρχήν η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δι’ εμφυσήματος.
Επειδή δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων Πατήρ και ο παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη πραγματοποιηθεί φανέρωσις του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο άνθρωπος να μη μείνει ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής, γι’ αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή και για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας (ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό έπραξε και ο Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν Υιός, από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών και η τελευταία χάρις της αναπλάσεως.
Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν μέτρω την υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία αναλόγως με την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή του έπεμψε τον ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το όποιο και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστήριο της οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός είναι εν και τρία και κοινό αίτιο των δύο μόνον το εν. Γι’ αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και δύναμις, διαμοιράζονται δε μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον εαυτό του φανερώνει πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).
19. Πρώτος φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά χάριν καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και τα άλλα είναι από αυτόν και συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να δημιουργεί προ πάντων δι’ εμφυσήματος και λόγου.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως ώστε και αυτός να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’ όσον το μη υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες) και ότι δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και έτσι, αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε δι’ εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον Πνεύμα, προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με εαυτόν. Αυτός, επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν, δεν τα εδείκνυε μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της γλώσσης την θεότητα και του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον και ποια τα εξ αυτού.
20. Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού. Διότι η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι κατά χάριν μετάδοσις των φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας ο Θεός τον άνθρωπον, τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές δωρεές, σοφία, δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙ διότι το Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’ Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την μετάδοσιν των φυσικών τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της θείας υποστάσεως του Πνεύματος.
21. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως ώστε να δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και ότι εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές, καταστήσει δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών κηρύξει σε όλους τα κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν, αλλά μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός, υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό ἀδιαστάτως και ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο πρώτον το Πνεύμα ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι αμέσως εκ του Πατρός, αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον προηγούμενον λόγο.
Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού, διά των όποιων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον, όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή και ο Υιός επέμφθη προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου Πνεύματος και του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.
Εάν δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση είναι πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε απεστάλη και ως Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.
Επειδή λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον Πατέρα και το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός λοιπόν την γέννησιν από αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το Πνεύμα, για τον λόγο ότι αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα και τον Υιό- εκπορεύεται από αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι δεν θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή από εκείνη, (τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της γεννήσεως του Υιού. [Η σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ στηρίζεται στήν αποστολή τού Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]
Τί άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως γέννησιν ή εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως στέλλουν τόσον το Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο μεν απέστειλε αυτόν τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το Πνεύμα εις τούς μαθητές του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε. Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν ενανθρώπησε.
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο εδώ:
Ἀλλά μήν «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» καί διά πάντων
χωρῶν πῶς ἥξει καί δοθήσεται; Δηλαδή φανερούμενος καί ἐνεργῶν τήν τῶν χαρίτων
ἐνέργειαν. Οὐκοῦν οὐδέν ἄλλο τό πέμπεσθαί τε καί δίδοσθαι ἐπί Θεοῦ ἤ τό
φανεροῦσθαι. Λατίνοις οὖν ἀΐδιον τήν παρά τοῦ Υἱοῦ τοιαύτην ἐμπεμψιν
δογματίζουσι καί φανέρωσιν τοῦ Πνεύματος ἀΐδιον δοξάζειν ἀκόλουθον˙ ἀνάγκη δέ
συναϊδίους εἶναι καί τούς πρός οὕς ἡ φανέρωσις καί πρόσεστι τό μηδ᾿
οὕτω τήν ὕπαρξιν τοῦ θείου Πνεύματος καί τοῦ Υἱοῦ δείκνυσθαι.
18. Εἰ δ᾿ ἐκ τῆς φανερώσεως στοχάζεσθαί φασιν ἐκεῖνοι τήν ὕπαρξιν, ἀλλ᾿ ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν. Ἴσμεν δέ καί αὐτό παρ᾿ ἑαυτοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐρχόμενόν τε καί φανερούμενον, ἀλλ᾿ οὐ διά τοῦτο καί παρ᾿ ἑαυτοῦ δώσομεν ἐκπορεύεσθαι˙ ὁ διδούς τοίνυν ἤ πέμπων τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐκ ἐκπορεύει διά τό πέμπειν, ἀλλά φανερόν καθίστησιν αὐτό. Τοῦτο γάρ καί ὁ Κύριος ἐποίησε πρό μέν τῆς οἰκείας ἀναλήψεως φανερώσας μετρίως τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς τό Πνεῦμα διά τῆς κοινῆς αὐτῶν καί παρ᾿ αὐτῶν μετρίας τηνικαῦτα δεδομένης χάριτος˙ ὅ καί τήν ἀρχήν αἴτιον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην, τοῦ δι᾿ ἐμφυσήματος δεδημιουργεῖσθαι τήν ἀνθρώπου ψυχήν.
18. Εἰ δ᾿ ἐκ τῆς φανερώσεως στοχάζεσθαί φασιν ἐκεῖνοι τήν ὕπαρξιν, ἀλλ᾿ ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν. Ἴσμεν δέ καί αὐτό παρ᾿ ἑαυτοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐρχόμενόν τε καί φανερούμενον, ἀλλ᾿ οὐ διά τοῦτο καί παρ᾿ ἑαυτοῦ δώσομεν ἐκπορεύεσθαι˙ ὁ διδούς τοίνυν ἤ πέμπων τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐκ ἐκπορεύει διά τό πέμπειν, ἀλλά φανερόν καθίστησιν αὐτό. Τοῦτο γάρ καί ὁ Κύριος ἐποίησε πρό μέν τῆς οἰκείας ἀναλήψεως φανερώσας μετρίως τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς τό Πνεῦμα διά τῆς κοινῆς αὐτῶν καί παρ᾿ αὐτῶν μετρίας τηνικαῦτα δεδομένης χάριτος˙ ὅ καί τήν ἀρχήν αἴτιον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην, τοῦ δι᾿ ἐμφυσήματος δεδημιουργεῖσθαι τήν ἀνθρώπου ψυχήν.
Ἐπεί γάρ ὅ τε λέγων Πατήρ καί ὁ τούτου παντοδύναμος Λόγος πάντων
κτιζομένων ἐκηρύττοντο, ἔκφανσις δέ Πνεύματος οὐ γέγονέ πω, ἔδει δέ τοῦ
ἀνθρώπου γενομένου μηδέν τῶν τῆς Τριάδος προσώπων ἀνεπίγνωστον εἶναι, ἧς
ἐπλάττετο μύστης καί προσκυνητής ἐπίγειος, διά τοῦτο τῷ τε λόγῳ καί τῷ λέγοντι,
ταὐτόν δέ εἰπεῖν τῷ Υἱῷ καί τῷ γεννήτορι, προσεπιφέρεται τό «ἐνεφύσησεν»,
ἀνακαλύπτον τήν τοῦ Πνεύματος ὑπόστασιν˙ ὅ καί ὁ Κύριος ἀνανεῶν ἡμᾶς ἐποίησεν˙
Υἱοῦ γάρ ὄντος, αὐτόθεν ὁ Πατήρ ἐδείκνυτο καί δι᾿ ἐμφυσήματος τό Πνεῦμα
ἐκηρύττετο˙ ὧν κοινόν ἔργον ἥ τε τήν ἀρχήν ἡμῶν πλάσις, ἥ τ᾿ ἐς ὕστερον χάρις
τῆς ἀναπλάσεως.
Οὕτως οὖν δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ἐπί γῆς ὀφθείς ὁ τοῦ Πατρός
μονογενής Υἱός, πρό μέν τῆς ἑαυτοῦ ἀναλήψεως τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑπόστασιν
ἐφανέρωσε μετρίως διά τοῦ πρός τούς μαθητάς δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου τοῦτο
ὑπαινιττόμενος καί τῇ τῶν δεχομένων δυνάμει τήν διδασκαλίαν παραμετρούμενος˙
μετά δέ τήν οἰκείαν ἀνάληψιν ἔπεμψε τόν ἐρχόμενον, αὐτός τε αὐτό φανερῶν
τελεώτατα τό καί ἀφ᾿ ἑαυτοῦ φανερούμενον, καί αὐτό ἐφ᾿ ἑαυτοῦ δεικνύμενον κατ᾿
ἰδίαν ὑπόστασιν. Τοῦτο γάρ δή καί τό τῆς οἰκονομίας μυστήριον, ἕν καί τρία τόν
Θεόν πιστευθῆναι καί κοινόν αἴτιον μόνον τῶν δύο τό ἕν. Διά τοῦτο κοινή μέν
αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ
φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα.
19. Πρῶτον πεφανέρωται ὁ Πατήρ, τῆς θείας φύσεως αὐχήματα, τά τῆς
θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτῆς ἐνεργείας τοῖς προφήταις
κατά χάριν διδούς, ὡς ἀν ἅμα τε δείξῃ καθ᾿ ἑαυτόν ὑφεστώς καί οὐκ αὐτόν ὤν ἐξ
ἄλλου, ἀλλ᾿ αὐτός ὤν ἀρχή τῆς θεότητος˙ καί δή καί τ᾿ ἄλλα δεικνύς ἐξ αὐτοῦ τε
ὄντα καί αὐτῷ συνημμένα, πρό πάντων ἐμφυσήματι καί λόγῳ δημιουργῶν
καταγγέλλεται.
Μετ᾿ αὐτόν ὁ Υἱός πεφανέρωται, τά αὐτά τῆς αὐτῆς φύσεως
αὐχήματα, τά τῆς θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτῆς ἐνεργείας,
παρ᾿ ὧν τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τά ἐνεργήματα δυνάμεων καί τά παραπλήσια
τούτοις τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς κατά χάριν διδούς, ὡς ἄν καί αὐτός ἅμα τε δείξῃ
κεθ᾿ ἑαυτόν ὑφεστώς (τό γάρ μή καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς ἐνεργείας ἔχειν ἤ παρέχειν
ἀδύνατον) καί οὐκ αὐτός ὤν ἀρχή, ἀλλ᾿ αὐτός ἐξ ἀρχῆς. Καί οὕτω δι᾿ ἑαυτοῦ μέν
τόν Πατέρα δεικνύς, Υἱός γάρ, ἐμφυσήματι δέ διδούς τά πνευματικά χαρίσματα καί
Πνεῦμα θεῖον αὐτά καλῶν, συνημμένον ἑαυτῷ προσεπεδείκνυ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὅς
ἐπεί καί τήν ἡμετέραν ἀνειληφώς φύσιν ἐφανερώθη, οὐκ ἐδείκνυ μόνον διά τῶν
ἔργων, ἀλλά καί διά γλώττης ἐκήρυττε τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος τήν θεότητα
καί τί τό μόνον αἴτιον καί τί τά ἐξ αὐτοῦ.
20. Μετ᾿ αὐτόν τό ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα, τό αὐτά τῆς αὐτῆς φύσεως
αὐχήματα καί αὐτό τοῖς ἀποστόλοις κατά χάριν παρέχον, τά τῆς θεότητος ἰδιώματα,
τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτοῦ ἐνεργείας. Ἡ γάρ τοῦ Θεοῦ βασιλεία, ἧς τούς
ἀρραβῶνας οἱ ἅγιοι ἐνταῦθα κομίζονται, καθάπερ ὁ θεῖος Μάξιμος ἐν τοῖς Πρός
Θαλάσσιον σχολίοις φησί, «τῶν προσόντων τῷ Θεῷ φυσικῶς κατά χάριν ἐστί
μετάδοσις˙ ἅ καί τήν ἀρχήν εὐθύς παρά Θεοῦ πλασθείς ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν
εἴληφεν»˙ ὡς καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν τῇ Πρός Σόϊμον ἐπιστολῇ φησι γράφων ὅτι,
«πλάσας ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ψυχωθέντα παρήγαγεν, ἔχοντα τάς πνευματικάς
δωρεάς, σοφίαν, δικαιοσύνην καί ὅσα ἔνεστιν οὐσιωδῶς ἐν τῷ Θεῷ˙ ὁμοῦ γάρ καί
ζωήν ἐνετίθει τό Πνεῦμα τῷ πλάσματι καί τούς ἑαυτοῦ χαρακτῆρας θεοπρεπῶς
ἐνεσήμαινεν». Ὅταν οὖν ἀκούσῃς αὐτόν ἐξ ἀμφοῖν, ὡς ἐκ Πατρός οὐσιωδῶς δι᾿ Υἱοῦ
προχεόμενον, τό Πνεῦμα τό ἅγιον λέγοντα, τήν τῶν φυσικῶν τούτων δυνάμεών τε καί
ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μετάδοσιν, ἀλλά μή τήν θείαν τοῦ Πνεύματος ὑπόστασιν
προχεῖσθαι διδάσκειν, εὐσεβῶς νόμισον.
Μετά τόν Υἱόν τοίνυν διά τοῦ τάς αὐτάς δυνάμεις καί ἐνεργείας
τοῖς ἀξίοις παρέχειν τό ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα˙ ὡς ἄν ἅμα τε δείξῃ καί αὐτό
καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς, καί τούς μαθητάς σοφίσαν καί πνευματικήν δύναμιν ἐνδύσαν,
αὐτούς τε συνιέναι ποιήσῃ καί τοῖς πᾶσι δι᾿ αὐτῶν κηρύξῃ τά τοῦ Σωτῆρος
κηρύγματα, δι᾿ ὧν καί αὐτό, οὐ μετά τόν Υἱόν κατά τήν ὕπαρξιν, ἀλλά μετά τοῦ
Υἱοῦ, οὐδέ ὡς ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός ὑφεστηκός κηρύττεται,
συνημμένον ὄν φυσικῶς αὐτῷ καί τῷ Υἱῷ ἀδιαστάτως τε καί ἀϊδίως. Δι᾿ ὅ δέ οὐκ
εὐθύς τό Πνεῦμα μετά τόν Πατέρα, καίτοι καί αὐτό ἀμέσως ὄν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿
ὁ Υἱός πρότερος τῷ κόσμῳ πεφανέρωται, καί δι᾿ ὅ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τά τοῦ Πνεύματος οἱ
θεολόγοι παριστῶσιν, ἐν τῷ προτέρῳ λόγῳ τάς αἰτίας ἀποδεδώκαμεν.
Ἐπεί δέ τῆς τρισυποστάτου θεότητος τά ἔργα κοινά, ἕν δέ τῶν
ἔργων καί ἡ φανέρωσις, διά τοῦτο παρ᾿ ἑαυτοῦ τε πρός ἡμᾶς ἥκει καί παρά
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πέμπεται, δι᾿ ὧν καί φανεροῦται τό καί παρ᾿ ἑαυτοῦ
φανερούμενον, καθάπερ καί ὁ Υἱός πρό αὐτοῦ. Φανεροῦται τοιγαροῦν καί ἐκ τοῦ
Υἱοῦ πεμπόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκπορεύεται. Εἰ δέ μή τοῦτο, μηδέ φανέρωσις
ἡ ἀποστολή καί ἡ κατ᾿ αὐτήν ἔκπεμψις, ἀλλ᾿ ἐκπόρευσις˙ ἐπεί καί ὁ Υἱός ἐπέμφθη
πρότερον παρ᾿ αὐτοῦ, τοῦ ἁγίου λέγω Πνεύματος καί τοῦ Πατρός˙ «Κύριος γάρ»,
φησίν, «ἐπέσταλκέ με καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ». Ἄρ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος
ὁ Υἱός ἤ γεννᾶται ἤ ἐκπορεύεται; Ἄπαγε τῆς ἀσεβείας. Εἰ δέ λέγει τις ὡς
ἄνθρωπον ἀπεστάλθαι τόν Υἱόν, ἐγγύς ἡ ἀπάντησις˙ ἀπεστάλη μέν γάρ ὡς ἄνθρωπος˙
«εἰ δέ καί ὡς Θεός, τί τοῦτο; Τήν εὐδοκίαν τοῦ Πατρός ἀποστολήν εἶναι νόμισον»,
Γρηγόριός σοι διακελεύεται ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, κἀγώ τήν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Πνεύματος, ἐκείνῳ καί τῇ ἀληθείᾳ πειθόμενος.
Ἐπεί οὖν καί ὡς Θεός ὁ Υἱός ἀποστέλλεται καί παρ᾿ ἀμφοτέρων,
Πατρός καί Πνεύματος, παρ᾿ ἀμφοτέρων τούτων λοιπόν κατά Λατίνους ἔχει καί οὗτος
τήν γέννησιν, εἴπερ, ὅτι καί τό Πνεῦμα παρ᾿ ἀμφοτέρων ἀποστέλλεται. Πατρός τε
καί Υἱοῦ, παρ᾿ ἀμφοτέρων ἐκπορεύεται τούτων. Κἄν εἰ λέγοιεν μή τήν ἀποστολήν
νομίζειν ἐκπόρευσιν, ἀλλ᾿ ἐκ ταύτης ἐκείνην τεκμαίρεσθαι, καί τῆς τοῦ Υἱοῦ
γεννήσεως αὕτη δήπουθε ὑπάρξει τεκμήριον.
Τί δέ καί διενήνοχε τοῦ τήν ἀποστολήν νομίζειν γέννησιν ἤ
ἐκπόρευσιν τό λέγειν ὡς ἀϊδίως ἔχον πέμπειν τό τε Πνεῦμα τόν Υἱόν καί ὁ Υἱός τό
Πνεῦμα; Τό μέν καί νῦν αὐτόν ὕστερον εἰς τόν κόσμον ἀπέστειλεν˙ ὁ δέ τό Πνεῦμα
τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἔπεμψεν, ἐπανελθών ὅθεν κατῆλθεν. Ἀλλ᾿ ὁ μέν Υἱός καί
Θεός ἐστι καί ἄνθρωπος γέγονεν˙ἀπεστάλη γοῦν καί ὡς ἄνθρωπος˙ τό Πνεῦμα οὐκ
ἐνηνθρώπησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου