Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος (2)


ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ. 
Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ.


3. Παρ' όλίγον λοιπόν ματαίως να δίνει σε αυτούς [τους Λατίνους] χείρα βοηθείας ο δίδοντας, τούτο μόνον προσφέρει καλώς στον εαυτόν του αποδίδοντας στον Θεό την καλοκαγαθία του, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι εκείνοι επιμένουν στο κακό με την θέλησή τους και ίσως εμποδίζοντάς τους στο να  προχωρούν πολύ μακριά με τα ατοπήματα. 

Και τώρα δε, εάν δεν θέλουν να ετεροδοξούν σαφώς, ποιο καλύτερο φάρμακο για επανόρθωση θα  μπορούσαν να λάβουν παρά ότι εκ μόνου του Πατρός το Άγιον Πνεύμα έχει την υπόσταση, όχι δε και εκ του Υιού; Αυτό απεδείχθη προηγουμένως με πολλά επιχειρήματα και δια της υποφωνήσεως του "μόνου", με την οποία κατέστη φανερότερη η ορθόδοξος έννοια της σωστής θεολογίας περί του άγιου Πνεύματος και ελέχθη η προσθήκη των Λατίνων ως φανερά ενάντια του ορθοτομούντος  κηρύγματος της αληθείας. 

Αλλά εκτός αυτών δεν βλέπομε πουθενά καμία επιβαλλόμενη ανάγκη να μετακινούν τις πνευματοκινήτους περί θεοσεβείας αποφάσεις τών από αιώνων ιερών συνόδων και να μετασκευάζουν το πατροπαράδοτο σύμβολο της ευσεβείας, ώστε να προσθέτουν και να ισχυρίζονται  ότι το Άγιον Πνεύμα έχει την ύπαρξη και εκ του Υιού. 

Τί δηλαδή; Εάν μερικά χωρία της θεοπνεύστου Γραφής φαίνονται να διαφωνούν προς τα κοινώς διατυπωμένα από τούς θεολόγους και για αυτό παραδεχόμενα από όλους μας, δεν πρέπει μάλλον να συμβιβάσουμε κατά το δυνατόν εκείνα με την αλήθεια η οποία έχει το αναμφισβήτητο, αλλά πρέπει εμείς να εκπέσουμε από την αλήθεια εξ αιτίας εκείνων; 

Και αν ομολογήσουμε ότι κάτι υπερβαίνει την διάνοιά μας και παραχωρήσουμε την γνώση για αυτά σε άλλους, σε όσους τυχόν αξιωθούν -έστω και αν είναι από τούς έσχατους-  των βαθέων και κρυμμένων μυστηρίων του Πνεύματος, τους δε εαυτούς μας κρίνοντας αναξίους αυτών δεν θα ταπεινωθούμε κάτω από την κραταιά χείρα του Θεού, αλλά αντιθέτως -ώ του πάθους!- θα αγνοήσουμε τον ίδιον τον Θεό, επειδή δεν θέλουμε να ομολογήσουμε ότι τάχα τίποτε δεν αγνοούμε (ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα), σαν εκείνους που αγνόησαν την θεότητα του Υιού εξ αίτιας των δυσνόητων γεγραμμένων περί αυτού; Όχι βεβαίως. Διότι οι μαρτυρίες  των γραφών που δεν  εκλαμβάνονται καλώς δεν θα μπορούσαν ούτε να βοηθήσουν τους από καιρό προφασιζομένους ούτε να τούς απομακρύνουν από την ασέβεια και από την αιωνία καταδίκη. Αλλά θα εκτίσουν αιώνιο καταδίκη, διότι αθέτησαν τους σαφείς λόγους και διερεύνησαν τους ασαφείς με γνωστική έπαρση, ή μάλλον δεν ερεύνησαν και ούτε πείστηκαν από αυτούς που αληθινά ερεύνησαν. Και από αυτή την επηρμένη γνώση δικαίως καρπώθηκαν την πραγματική αφροσύνη.

4. Βέβαια πολλοί οι λόγοι, που για τους μη διορατικούς αφαιρούν το συνάναρχον και ομότιμον του Υιού προς τον Πατέρα, καθώς επίσης το δεσποτικό αξίωμα και την ατελεύτητο βασιλεία. Διότι λέγει, «θα υποταγή και ο Υιός», και «πρέπει αυτός να βασιλεύει έως ορισμένο χρόνο» και «μεγαλύτερος είναι ό Πατήρ» και «η σοφία έχει κτισθή» και «αγνοεί κάτι από τα δημιουργημένα υπ’ αυτού» και «από τον εαυτόν του δεν δύναται να κάνει τίποτε» και «κατέβη όχι δια να πράττει το δικό του θέλημα» και «διανυκτέρευε προσευχόμενος προς τον Θεόν» και «έμαθε» και «πρόκοψε» και «υψώθη» και «εδοξάσθη» και «ετελείωσε», και όλα όσα είναι δείγματα του δικού μας ταπεινού φυράματος, ας πούμε, της ευγνωμοσύνης του γεννήματος προς τον γεννήτορα, του ότι δεν είναι αντίθεος, και όσα είναι για εμάς μέσω έργων υποδείγματα αρετής.

Τί λοιπόν; Εξ αιτίας αυτών πρέπει να αθετήσουμε το (από άλλους λόγους) μαρτυρούμενο για τον Υιό ανεξίτηλο θείο ύψος, όπως «εις την αρχήν ήτο» και «προς τον Θεόν ήτο και Θεός ήτο» και «πριν από όλα τα βουνά γεννάται»  και «το όνομά του διαμένει πριν από τον ήλιον» και «αυτός είναι ο Θεός και δεν πρέπει να πιστεύεται άλλος κανείς εκτός από αυτόν» καθώς  αυτός και ο Πατήρ είναι έν, και αυτός είναι εις τον Πα¬τέρα και ο Πατήρ εις αυτόν και «όποιος είδεν αυτόν είδε τον Πατέρα» και «εις αυτόν θα είναι η εξουσία κατά την ήμερα της δυνάμεώς του» και «θα κατακυριεύσει μετά την εξαφάνιση της σελήνης» και «παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων θα κλίνη εις αυτόν» και «η βασιλεία αυτού θα είναι αιώνιος βασιλεία» και «δεν θα απομείνει για άλλον βασιλέα».

Αυτά λοιπόν και όσα άλλα είναι παραπλήσια με αυτά, τα τόσο θαυμαστά, τα τόσο υψηλά, τα τόσο ανυπέρβλητα, θα τα καταρρίψουμε εξ αιτίας των λόγων που τον καθιστούν ταπεινό; 
Δεν θα αναζητήσουμε και θα δεχθούμε το υψηλό το οποίο κρύβεται στα λόγια που φαίνονται χαμερπή και, αφού λάβουμε το ευσεβές νόημα, δεν θα διαλύσουμε το αντίθετό του; 

Θα προσκρούσουμε στα φαινόμενα, θα πέσουμε και θα παραμείνουμε στο γράμμα; Καθόλου! Διότι το γράμμα αποκτείνει, καταβιβάζει από τό ύψος εκείνους που δεν βλέπουν άνω προς το Πνεύμα.

(Συνεχίζεται)


Σχόλιο: Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί νά δεί εδώ καθαρά ότι ο ορθόδοξος κληρικαλισμός ο οποίος στηρίζεται στήν μετάδοση τού Αγίου Πνεύματος διά τής χειροτονίας, ανήκει στήν αίρεση τού Φιλιόκβε. Γι' αυτόν τόν λόγο ο κλήρος δέν μπορεί νά αντιδράσει στόν Οικουμενισμό.

Αμέθυστος


Το αρχαίο κείμενο:
Μικροῦ τοίνυν μάτην τούτοις δίδωσιν ὁ χεῖρα διδούς, τοῦτο μόνον εὖ ἄγαν ἑαυτῷ νείμας καί ἀποδούς τῷ Θεῷ τήν τῆς οἰκείας καλοκαγαθίας ἐπίδειξιν, ἐκείνους δέ μόνον ἐθελοκακοῦντας ἀποδείξας καί ἴσως στήσας τοῦ μή πρόσω τῶν ἀπτοπημάτων χωρεῖν. Καί νῦν γάρ, εἰ μή σαφῶς ἑτεροφωνεῖν ἐθέλουσι, τί κρεῖττον ἄν σχοῖεν φάρμακον πρός ἐπανόρθωσιν, ἤ ὅτι περ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὑπόστασιν ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον; Ὅ προαποδέδεικται διά πολλῶν καί διά τῆς ὑποφωνήσεως τοῦ "μόνου", ἀριδηλοτέρας γεγονυίας τῆς ὀρθοδόξου διανοίας περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀσφαλοῦς θεολογίας καί τῆς κατ᾿ αὐτούς προσθήκης ὑπεναντίας φανερῶς ἐληλεγμένης τοῦ ὀρθοτομοῦντος κηρύγματος τῆς ἀληθείας.
Ἀλλά καί χωρίς τούτων οὐδέ τινά ποθεν ἀνάγκην ἐπαγομένην ὁρῶμεν μετακινεῖν τάς πενυματικινήτους περί θεοσεβείας ψήφους τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ἱερῶν συνόδων καί μετασκευάζειν τό πατροπαράδοτον τῆς εὐσεβείας σύμβολον, ὡς προστιθέναι καί ἰσχυρίζεσθαι τήν ὕπαρξιν ἔχειν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Τί γάρ, εἰ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς ἔστιν ἅ δοκοῦσι διαφωνεῖν πρός τά κοινῇ τοῖς θεολόγοις ἐκπεφασμένα, κἀντεῦθεν ἀνωμολογημένα πᾶσιν ἡμῖν, οὐκ ἐκεῖνα μᾶλλον συμβιβάσομεν τῇ πανταχόθεν ἐχούσῃ τό ἀναμβισβήτητον ἀληθείᾳ  πρός δύναμιν, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἐκπεσούμεθα δι᾿ ἐκεῖνα τῆς ἀληθείας; Οὐδ᾿ εἴ τι καί τήν ἡμετέραν ὑπερβαίνειν διάνοιαν ὁμολογήσομεν καί ἄλλοις δή τισι τῆς κατ᾿ αὐτά συνέσεως παραχωρήσωμεν, ὅστις ἄν ἀξιωθείη – κἄν τῶν ἐσχάτων ᾗ - τῶν βαθέων καί ἀποκεκρυμμένων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος, ἡμᾶς δ᾿ αὐτούς ἀναξίους κρίναντες τούτων, ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ ταπεινώσομεν, ἀλλ᾿ ὤ τοῦ πάθους, καί Θεόν αὐτόν ἀγνοήσομεν διά τό μηδέν ἐθέλειν ὁμολογεῖν ἀγνοεῖν, ὥσπερ οἱ καί τήν τοῦ Υἱοῦ θεότητα ἀγνοήσαντες διά τά  δυσλήπτως περί αὐτοῦ γεγραμμένα; Οὔμενουν. Οὐδέ γάρ ἐκείνοις αἱ γραφικαί μαρτυρίαι, μή καλῶς ἐκληφθεῖσαι, δυνηθεῖεν ἄν συνάρασθαι παραιτουμένοις οὐ κατά καιρόν ἤ τῆς ἀσεβείας αὐτούς καί τῆς δι᾿αὐτήν αἰωνιζούσης καταδίκης ἐξελέσθαι˙ ἀλλά κρίσιν τίσουσιν αἰώνιον, ὅτι τάς σαφεῖς ἀθετήσαντες φωνάς καί τάς ἀσαφεῖς φυσιώσει γνώσεως ἀνερευνήσαντες, μᾶλλον δέ μή ἐρευνήσαντες μηδέ τοῖς ὡς ἀληθῶς ἐρευνήσασι πεισθέντες, ἐξ αὐτῆς ἐνδίκως τῆς πεφυσιωμένης γνώσεως τήν ὄντως ἀφροσύνην ἐκαρπώσαντο.
Καίτοι πλεῖσται εἰσιν αὗται αἱ φωναί, αἵ τοῖς μή διορατικωτάτοις τό πρός τόν Πατέρα συνάναρχόν τε καί ὁμότιμον ἀφαιροῦνται τοῦ Υἱοῦ καί αὐτό δέ τό δεσποτικόν ἀξίωμα καί τήν βασιλείαν τήν ἄληκτον˙ «ὑποταγήσεται γάρ», φησί, «καί ὁ Υἱός», καί «χρή αὐτόν βασιλεύειν ἄχρι τινός», καί «μείζων ὁ Πατήρ», καί «ἡ σοφία ἔκτισται», καί «ἀγνοεῖ τι τῶν ἐκτισμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ», καί «ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν δύναται ποιεῖν», καί «καταβέβηκεν οὐχ ἵνα τό οἰκεῖον θέλημα ποιῇ», καί «ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ», καί «ἔμαθε», καί «προέκοψε», καί «ὑψώθη», καί «ἐδοξάσθη», καί «τετελείωται», καί ὅσα τῆς τοῦ ἡμετέρου φυράματος ταπεινότητος, καί ὅσα τῆς εὐγνωμοσύνης, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τοῦ γεννήματος πρός τόν γεννήτορα, καί ὅσα τοῦ μή ἀντίθεος εἶναι δείγματα, καί ὅσα  πρός ἡμᾶς δι᾿ἔργων ἀρετῆς  ὑποδείγματα.
Τί οὖν, διά ταῦτα τό ἑτέρωθεν προσμαρτυρούμενον τῷ Υἱῷ θεῖον οἷον ἀδιεξίτητον ὕψος ἀθετητέον, ὅτι «ἐν ἀρχῇ ἦν», «καί πρός τόν Θεόν ἦν, καί Θεός ἦν», καί «πρό πάντων βουνῶν γεννᾶται», καί «πρό τοῦ ἡλίου διαμένει τό ὄνομα αὐτοῦ», καί «οὗτος ὁ Θεός καί οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρός αὐτόν», αὐτός γάρ ἐστιν ὁ «μετά ταῦτα τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφείς», ὅτι τε αὐτός καί ὁ Πατήρ ἕν εἰσι, καί αὐτός ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν αὐτῷ, καί «ὁ ἑωρακώς αὐτόν ἑώρακε τόν Πατέρα», καί «μετ᾿ αὐτοῦ ἡ ἀρχή ἐν ἡμέρᾳ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ», «καί κατακυριεύσει μετά τό ἀνταναιρεθῆναι τήν σελήνην», καί «πᾶν αὐτῷ γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων», καί «ἡ βασιλεία αὐτοῦ, βασιλεία αἰώνιος», καί «βασιλεῖ ἑτέρῳ οὐχ ὑπολειφθήσεται».

Ταῦτα τοίνυν καί τ᾿ ἄλλα ὅσα τούτοις παραπλήσια, τά τοσοῦτο θαυμαστά, τά ἐπί τοσοῦτον ὑψηλά, τά οὕτως ἀνυπέρβλητα, διά τά ταπεινοῦντα τῶν ρημάτων συγκαθελκύσομεν αὐτοῖς; Ἀλλ᾿ οὐ ζητήσομέν τε καί στέρξομεν τό ἐγκεκρυμμένον τοῖς δοκοῦσι χαμερπέσιν ὑψηλόν καί τοῦ εὐσεβοῦς νοήματος γενόμενοι διαλύσομεν τό προσιστάμενον; Ἀλλά τῷ φαινομένῳ προσπταίσομέν τε καί πεσούμεθα καί ἐναπομενοῦμεν τῷ γράμματι; Οὔμενουν˙ ἀποκτένει γάρ τό γράμμα κατασπῶν ἀφ᾿ ὕψους τούς μή ἄνω πρός τό Πνεῦμα βλέποντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: