Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος (25)

ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ


Συνέχεια από: Κυριακή, 28 Μαΐου 2017

62. Εάν δέ μπορεί να βρεθεί κάποιος που να λέγει τον Υιό ανώτερο του Πνεύματος, (μπορεί σε άλλες περιπτώσεις να λέγεται) και το Πνεύμα ανώτερο του Υιού, όπως και ο θείος Κύριλλος λέγει στους Θησαυρούς˙ διότι παραθέτοντας εκείνο το λεχθέν υπό του Σωτήρος, «εάν δε εγώ εκβάλλω τα δαιμόνια εν Πνεύματι Θεού», προσέθεσε, «εάν δια της ενεργείας του Πνεύματος δοξάζεται ως Θεός εξάγων τα δαιμόνια, πώς δεν είναι ανώτερο αυτού, το δι' ου δοξάζεται;». Αποδεικνύει με αυτά ότι το άγιο Πνεύμα είναι άκτιστο. Διότι πώς με όσα είπε ο Κύριος θα ήταν δυνατό να προβάλει ως κτίσμα το ανώτερο κατά τα λεχθέντα; Λέγονται δε αυτά επί του Υιού και του Πνεύματος, όχι διότι είναι αίτια αλλήλων, άπαγε, αλλά για το ποικίλον και πολυειδές της σοφίας του Θεού κατά την προς εμάς θεία οικονομία, η οποία δεικνύει δι’ αλλήλων την καθ’ όλα ισότητα αμφοτέρων, του Υιού δηλαδή και του Πνεύματος.

Αλλά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, λέγουν (οι λατινόφρονες), λέγει ότι ο Υιός έχει φυσικώς εν εαυτώ τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος, και λέγει ότι το Πνεύμα είναι εκ της ουσίας του Υιού˙ και ότι προχέεται εκ Πατρός δι'  Υιού ώστε να αγιάζει την κτίσιν, και ότι προέρχεται ουσιωδώς εξ αμφοτέρων. Και πάλιν στο έβδομον εκ των Προς Ερμείαν συντεταγμένων λόγων περί του Υιού εξηγεί σε εμάς αυτά˙ «διότι απαλλάσσων, λέγει, από αμαρτίες τον προσκείμενον σε αυτόν, τον χρίει με το Πνεύμα του, το όποιον ενσταλάζει ο ίδιος, ως Λόγος εκ Θεού Πατρός, και αναβλύζει σε εμάς εκ της δικής του φύσεως. Και κατά την φωνή του Ιωάννου δεν δίδει το Πνεύμα κατέχων εν μέτρω, αλλ’ ο ίδιος εξ εαυτού ενσταλάζει, όπως βεβαίως και ο Πατήρ».

63. Καιρός δε είναι να πούμε προς τον προβάλλοντα τα τοιαύτα˙ είσαι ακόμη ασύνετος και ενώ ανωτέρω πολλές φορές άκουσες από εμάς δεν αντιλήφθεις ότι Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος και υπέρχρονος; Διότι το λέγει εδώ προχεόμενο και αγιάζον την κτίσιν. Ακούγοντας λοιπόν εσύ το προχέεσθαι χρονικόν και δι’ αιτίαν (διότι προχέεται μετ’ αυτήν και δι’ αυτήν την αγιαζομένην˙ πώς άλλως;), επιπλέον δε διδόμενο και εις άφεσιν αμαρτιών παρά του Υιού, όπως βεβαίως και παρά του Πατρός, και ακούγοντας να πηγάζεται όχι απολύτως αλλά για μερικούς, δεν ενθυμείσαι ό,τι έχεις διδαχθεί από εμάς και την αλήθεια, ότι η παρά του Πατρός προαιώνιος εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος δεν γίνεται για κάτι ούτε προς κάποιους ούτε καθόλου εγχρόνως; Εάν δε είπε ότι ουσιωδώς προχέεται από αμφότερα, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι προχέεται ως επιδημούν στους Αποστόλους και ενεργούν τελειότερον και, καθώς λέγει Γρηγόριος ο Θεολόγος, «ως παρόν και συμπολιτευόμενον ουσιωδώς, θα μπορούσε κανείς να είπη». Εξάλλου δεν ήταν ουσιώδης και η προς εμάς αποστολή του Λόγου, γινόμενη και από τον Πατέρα και από το Πνεύμα; Αλλά η αποστολή δεν ήταν γέννησις˙ διότι δεν εγεννήθει από αμφότερα ο Υιός ούτε για εμάς, αλλά ούτε μετά από εμάς, και αν ακόμη κατήλθε μετά από εμάς για εμάς ουσιωδώς ενωθείς με την φύσιν ημών καθ’ υπόστασιν και έγινε καθ’ ημάς υπέρ ημών, όχι μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων, αφού έχει γεννηθεί μόνο από τον Πατέρα. Και το Πνεύμα λοιπόν το άγιον ουσιωδώς επέμφθη από αμφότερα τελευταίως, εάν δε θέλεις, και εξεχύθη από αμφότερα˙ διότι εκλήθη ύδωρ ζών. Και «ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εις το ύδωρ, εσείς δε, λέγει ό Κύριος, θα βαπτισθήτε εις το άγιον Πνεύμα». Πώς λοιπόν θα εβαπτίζοντο, αν δεν εξεχύνετο το ζων ύδωρ;

64. Έχει λοιπόν εκχυθεί ουσιωδώς για εμάς και έπειτα από εμάς˙ διότι αυτό εφανερώθη παρέχον δι’ εαυτού την θείαν δύναμιν, αλλά και παρίσταται πάντοτε σε εμάς ουσιωδώς, πάντως δε και καθ’ υπόστασιν, ακόμη και αν εμείς καθόλου δεν μετέχουμε της ουσίας ή της υποστάσεως, αλλά της χάριτος. Δεν εκπορεύεται δε μόνον προ ημών, αλλά και προ των αιώνων αναιτίως εκ μόνου του Πατρός. Ο δε θεμέλιος και κορυφαίος συγχρόνως της Εκκλησίας Πέτρος εγνώρισε σε εμάς διαφορά και αυτής της παρ’ αμφοτέρων εκχύσεως του αγίου Πνεύματος˙ διότι λέγει, «λαβών ο Υιός την επαγγελία του Πνεύματος από τον Πατέρα, εξέχεε τούτο το όποιον βλέπετε και ακούετε εσείς τώρα», επαναλαμβάνοντας ακριβώς εκείνη την φωνή του Κυρίου και διδασκάλου, «όταν δε έλθει ο Παράκλητος, τον όποιον θα σας στείλω εγώ από τον Πατέρα».

Επομένως εκχύνεται προς εμάς το Πνεύμα παρά του Πατρός, καθώς και παρ’ εαυτού, παρά του Υιού δε καθ’ όσον λαμβάνει αυτό παρά του Πατρός. Ώστε ο Υιός δεν έχει εξ εαυτού το Πνεύμα ούτε το Πνεύμα έχει δια του Υιού την ύπαρξιν, αλλ’ ο Πατήρ το έχει εξ εαυτού, εκπορευόμενο εξ εαυτού αμέσως αναιτίως και προαιωνίως˙ αλλά, λέγει, ο Υιός το αναβλύζει προς εμάς και εκ της ιδικής τους φύσεως, εικότως (κατά λογικό και εύλογο τρόπο) δε και παναληθώς˙ διότι μία είναι η φύσις εις τα τρία και φυσικώς ενυπάρχει εις άλληλα. Και κάθε φορά που ο θεόφρων αυτός Κύριλλος λέγει το Πνεύμα εκ της ουσίας του Υιού, παριστάνει το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος, αλλά όχι αίτιος του Πνεύματος. Επειδή και προς τους αντιλέγοντες κατά του ομοούσιου έγραφε τα τοιαύτα˙ διότι το άγιον Πνεύμα καλείται ύδωρ ζών και πηγή του υδατος τούτου είναι ο Πατήρ, ο οποίος διά του Προφήτου λέγει περί των Ιουδαίων˙ «εμέ εγκατέλειψαν, πηγήν τού ζώντος ύδατος, και άνοιξαν για τους εαυτούς τους λάκκους συντετριμμένους».

65. Πηγή του ύδατος τούτου είναι και ο Υιός, καθώς λέγει και ο Χρυσόστομος γράφοντας περί του βαπτίσματος˙ «δεικνύει εαυτόν ο Σωτήρ πηγή ζωής και το άγιον Πνεύμα ύδωρ ζών». Αλλά του ύδατος τούτου πηγή δεικνύει ο Χριστός και το ίδιο το άγιον Πνεύμα˙ διότι, λέγει, «ο πιών εκ του ύδατος το όποιον θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει εις τον αιώνα˙ αλλά το ύδωρ το οποίον θα δώσω εγώ, δηλαδή το άγιο Πνεύμα, θα του γίνει πηγή ύδατος ρέοντος εις ζωήν αιώνιον».

Είναι λοιπόν και ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα μαζί πηγή του ζώντος ύδατος, δηλαδή τής θείας χάριτος και ενεργείας του Πνεύματος. Διότι ο πατήρ Χρυσόστομος λέγει, «την χάριν του Πνεύματος η Γραφή καλεί άλλοτε μεν πυρ, άλλοτε δε ύδωρ, δεικνύουσα ότι τα ονόματα ταύτα δεν είναι ουσίας αλλά ενεργείας». Διότι το άγιον Πνεύμα δεν συνίσταται εκ διαφόρων ουσιών, καθ’ όσον είναι αόρατον καί μονοειδές. «Αλλά», λέγουν, «το άγιον Πνεύμα αναβλύζει από την θεία φύσιν και την του Υιού». Έστω δε, αν θέλετε, και κατά την αΐδιον ύπαρξιν˙ πηγάζει λοιπόν εκ της θείας φύσεως, αλλά μόνον κατά την πατρική υπόστασιν. Διότι ποτέ κανείς από τους καθ' όλους τους αιώνες ευσεβείς θεολόγους δεν μας είπε ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλά εκ της υποστάσεως του Πατρός˙ εάν δε έλεγε κανείς ότι είναι εκ της φύσεως του Υιού και φυσικώς εξ αυτού, τούτο θα το έλεγε καθ’ όσον η φύσις του Πατρός και του Υιού είναι μία και η αυτή.

Για να είπω δε κατά τον ίδιον τον θείο Κύριλλο, όπως αυτός γράφει Προς Ερμείαν, «δεν θα μπορούσε να νοηθεί άλλος ο Υιός από τον Πατέρα, ως προς την φυσική ταυτότητα, οπωσδήποτε δε και το άγιον Πνεύμα», όπως επίσης λέγει περί τούτου ο ίδιος, ερμηνεύοντας το ευαγγελικό εκείνο «δεν θα ομιλήσει αφ’ εαυτού», «δεν είναι διάφορο από τον Υιόν το Πνεύμα το άγιον ως προς την ταυτότητα φύσεως». «Πηγή δε ζωής, κατά τον μέγαν Διονύσιο, είναι η θεία φύσις εκχεομένη εις εαυτήν και ισταμένη εφ’ εαυτής και πάντοτε δι’ εαυτής θεωμένη».

Συνεχίζεται

Αμέθυστος


Το αρχαίο κείμενο:
62. Εἰ δέ τις εὕρηται μείζω λέγων τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ, ὡς καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς φησι˙ προθείς γάρ ἐκεῖνο τό παρά τοῦ Σωτῆρος εἰρημένον, «εἰ δέ ἐγώ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τά δαιμόνια», ἐπήνεγκεν, «εἰ διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος Θεός ἐξελαύνων τά δαιμόνια δοξάζεται, πῶς οὐ μεῖζόν ἐστι αὐτοῦ, τό ἐν ᾧ δοξάζεται»; Κατασκευάζων ἐντεῦθεν ἄκτιστον εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Πῶς γάρ ἄν ἐπί κτίσματος ἔμφασιν ἐξ ὧν εἶπεν ὁ Κύριος παρεῖχε τοῦ τοιούτου μείζονος; Λέγεται δέ τά τοιαῦτα ἐπί τε τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος οὐ διά τό ἀλλήλων αἴτια ὑπάρχειν, ἄπαγε, ἀλλά διά τό ποικίλον καί πολυειδές τῆς κατά τήν πρός ἡμᾶς οἰκονομίαν σοφίας τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἀλλήλων τό ἴσον ἐν πᾶσι δεικνύσης ἀμφοτέρων, τοῦ Υἱοῦ λέγω καί τοῦ Πνεύματος.

Ἀλλ᾿ ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας, φασί, Κύριλλος, ἔχειν φησί τόν Υἱόν φυσικῶς ἐν ἑαυτῷ τά τοῦ Πατρός ἴδια καί ἐξαίρετα, διαβαινούσης εἰς αὐτόν φυσικῶς τῆς τοῦ γεννήσαντος ἰδιότητος, καί ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγει καί προχεόμενον ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ τήν κτίσιν ἁγιάζειν, καί ἐξ ἀμφοῖν προχεόμενον οὐσιωδῶς. Καί αὖθις ἐν ἑβδόμῳ τῶν Πρός Ἑρμείαν ἐξενηνεγμένων λόγων περί τοῦ Υἱοῦ ταῦθ᾿ ἡμῖν διατρανοῖ˙ «ἀπολύων γάρ», φησίν, «ἁμαρτίας τόν αὐτῷ προσκείμενον, τῷ ἰδίῳ λοιπόν καταχρίει Πνεύματι, ὅπερ ἐνίησι μέν αὐτός ὡς ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος καί ἐξ ἰδίας ἡμῖν ἀναπηγάζει φύσεως. Καί οὐκ ἐκ μέτρου ἔχων δίδωσι τό Πνεῦμα κατά τήν Ἰωάννου φωνήν, ἀλλ᾿ αὐτός ἐνίησιν ἐξ ἑαυτοῦ, καθάπερ ἀμέλει καί ὁ Πατήρ».

63. Καιρός δή ἡμῖν εἰπεῖν πρός τόν τά τοιαῦτα  προβαλλόμενον˙ ἔτ᾿ ἀσύνετος εἶ καί οὐδ᾿ ἀκηκοώς πάνυ πολλάκις ἀνωτέρω παρ᾿ ἡμῶν συνῆκας, ὅτι Θεός καί ἐκ Θεοῦ ὕπαρξις ἀναίτιός τε καί ὑπέρχρονος; Ἐνταῦθα γάρ προχεόμενον φησι καί τήν κτίσιν ἁγιάζον. Χρονικόν τοίνυν καί δι᾿ αἰτίαν ἀκούων τό προχεῖσθαι (καί γάρ μετ᾿ αὐτήν καί δι᾿ αὐτήν προκέχυται τήν ἁγιαζομένην˙ πῶς γάρ οὔ;), πρός δέ καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διδόμενον παρά τοῦ Υἱοῦ, ὥσπερ ἀμέλει καί παρά τοῦ Πατρός, καί οὐκ ἀπολύτως πηγαζόμενον ἀλλά τισίν ἀκούων, οὐκ ἀναμιμνήσκῃ ὅ διδαχθείς ἔχεις παρ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας, ὡς ἡ παρά τοῦ Πατρός προαιώνιος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις οὐ διά τι οὐδέ πρός τινας οὔτε ὑπό χρόνον ὅλως; Εἰ δέ καί οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν εἶπε προχεόμενον, οὐδέν καινόν. Ὡς γάρ ἐπιδημοῦν τοῖς ἀποστόλοις καί ἐνεργοῦν τελεώτερον, καί ὡς Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέγει, «οὐσιωδῶς ὡς ἄν εἴποι τις παρόν καί συμπολιτευόμενον˙. Τί δέ, οὐκ οὐσιώδης ἦν καί ἡ πρός ἡμᾶς ἀποστολή τοῦ Λόγου, ἐξ ἀμφοῖν τοῦ Πατρός γενομένη καί τοῦ Πνεύματος; Ἀλλ᾿ ἡ ἀποστολή γέννησις οὐκ ἦν˙ οὐ γάρ ἐξ ἀμφοῖν ὁ Υἱός γεγέννηται, οὐδέ δι᾿  ἡμᾶς, ἀλλ᾿ οὐδέ μεθ᾿ ἡμᾶς, εἰ καί μεθ᾿ ἡμᾶς δι᾿ ἡμᾶς οὐσιωδῶς κατῆλθεν ἑνωθείς τῇ καθ᾿ ἡμᾶς φύσει καθ᾿ ὑπόστασιν καί γεγονώς καθ᾿ ἡμᾶς ὑπέρ ἡμῶν, μή πρό ἡμῶν μόνον, ἀλλά καί πρό τῶν αἰώνων, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός γεγεννημένος ὤν. Καί τό Πνεῦμα τοίνυν τό ἅγιον οὐσιωδῶς ἐπέμφθη ἐξ ἀμφοῖν ἀρτίως, εἰ δέ βούλει, καί ἐκκέχυται παρ᾿ ἀμφοτέρων˙ ὕδωρ γάρ ἐκλήθη ζῶν. Καί «Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι˙ ὑμεῖς δέ, φησίν ὁ Κύριος, βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Πῶς ἄν οὖν ἐβαπτίσθησαν, μή τοῦ ζῶντος ἐκχυθέντος ὕδατος;

64. Ἐκκέχυται τοίνυν οὐσιωδῶς δι᾿ ἡμᾶς καί μεθ᾿ ἡμᾶς˙ αὐτό γάρ ἐφανερώθη δι᾿ ἑαυτοῦ τήν θείαν δύναμιν παρέχον, ἀλλά καί πάρεστιν ἀεί οὐσιωδῶς ἡμῖν, πάντως δέ καί καθ᾿ ὑπόστασιν, κἄν ἡμεῖς τῆς οὐσίας ἤ τῆς ὑποστάσεως ἥκιστα μετέχωμεν, ἀλλά τῆς χάριτος. Ἐκπορεύεται δέ οὐ πρό ἡμῶν μόνον, ἀλλά καί πρό τῶν αἰώνων ἀναιτίως ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Ὁ δέ τῆς ἐκκλησίας ἐν ταὐτῷ καί θεμέλιος καί κορυφαῖος Πέτρος καί αὐτῆς τῆς παρ᾿ ἀμφοτέρων ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διαφοράν ἐγνώρισεν ἡμῖν˙ «τήν γάρ ἐπαγγελίαν τοῦ Πνεύματος ὁ Υἱός λαβών, φησί, παρά τοῦ Πατρός, ἐξέχεε τοῦτο ὅ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καί ἀκούετε», ἄντικρυς ἐκείνην λέγων τοῦ Κυρίου καί διδασκάλου τήν φωνήν, «ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω παρά τοῦ Πατρός».

Ἐκχεῖται τοιγαροῦν ἡμῖν τό Πνεῦμα παρά τοῦ Πατρός ὡς καί ἑαυτοῦ, παρά δέ τοῦ Υἱοῦ ὡς παρά τοῦ Πατρός λαμβάνοντος. Ὥστε, οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ μέν ἔχει τό Πνεῦμα ὁ Υἱός, οὐδέ διά τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν τό Πνεῦμα ἔχει, ἀλλ᾿ ἐξ ἑαυτοῦ ἔχει ὁ Πατήρ, ἐξ ἑαυτοῦ ἀμέσως ἐκπορευόμενον ἀναιτίως καί προαιωνίως˙ ἀλλά καί ἐκ τῆς ἰδίας ἡμῖν, φησί, ὁ Υἱός τοῦτ᾿ ἀναπηγάζει φύσεως, εἰκότως καί παναληθῶς˙ μία γάρ φύσις τοῖς τρισί καί φυσικῶς ἔνεισιν ἀλλήλοις. Καί ὁσάκις ὁ θεόφρων οὗτος Κύριλλος ἐκ τοῦς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγει, τό ὁμοούσιον παρίστησιν, ἀλλ᾿ οὐκ αἴτιον εἶναι τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος. Ἐπεί καί πρός τούς ἀντιλέγοντας τῷ ὁμοουσίῳ τά τοιαῦτα γέγραφεν˙ ὕδωρ μέν γάρ ζω[ν ακλεῖται τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί πηγή ἐστι τούτου τοῦ ὕδατος ὁ Πατήρ, ὅς διά τοῦ προφήτου  περί τῶν Ἰουδαίων λέγει˙ «ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζῶντος καί ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους».

65. Πηγή ἐστι τούτου τοῦ ὕδατος καί ὁ Υἱός, καθό καί ὁ Χρυσόστομος περί τοῦ βαπτίσματος γράφων, «δείκνυσι», φησίν, «ἑαυτόν ὁ σωτήρ πηγήν ζωῆς καί ὕδωρ ζῶν τό Πνεῦμα τό ἅγιον». Ἀλλά τοῦ ὕδατος τούτου πηγήν εἶναι δείκνυσιν ὁ Χριστός καί αὐτό τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ «ὁ πιών γάρ», φησίν, «ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα˙ ἀλλά τό ὕδωρ ὅ ἐγώ δώσω, δηλαδή τό Πνεῦμα τό ἅγιον, γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον».

Ἔστιν οὖν καί ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁμοῦ πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, τουτέστι τῆς θείας χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος. Τήν χάριν γάρ τοῦ Πνεύματος ἡ Γραφή, ὁ Χρυσόστομός φησι πατήρ, «ποτέ μέν πῦρ, ποτέ δέ ὕδωρ καλεῖ δεικνῦσα ὅτι οὐ οὐσίας ἐστί ταῦτα ὀνόματα, ἀλλ᾿ ἐνεργείας». Οὐ γάρ ἐκ διαφόρων οὐσιῶν συνέστηκε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀόρατόν τε καί μονοειδές ὄν. «Ἀλλ᾿ ἐκ τῆς θείας φύσεως», φασί, «καί αὐτῆς τῆς τοῦ Υἱοῦ ἀναπηγάζει τό Πνεῦμα τό ἅγιον». Ἔστω δή, εἰ βούλεσθε, καί κατά τήν ἀΐδιον ὕπαρξιν˙ πηγάζει γοῦν ἐκ τῆς θείας φύσεως, ἀλλά καθ᾿ ὑπόστασιν μόνην τήν πατρικήν. Διό οὐδείς οὐδέποτε τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος εὐσεβῶν θεολόγων ἐκ τῆς ὑποστάσεως εἶναι τοῦ Υἰοῦ τό Πνεῦμα εἶπεν, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ Πατρός ὑποστάσεως˙ ἐκ δέ τῆς φύσεως τοῦ Υἱοῦ καί φυσικῶς εἶναι ἐξ αὐτοῦ εἴπερ τις φαίη, ἀλλ᾿ ὡς μιᾶς καί τῆς αὐτῆς φύσεως οὔσης τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.

Ἵνα γάρ κατ᾿ αὐτόν εἴπω τόν θεῖον Κύριλλον, ὡς αὐτός Πρός Ἑρμείαν γράφει, «οὐχ ἕτερος ἄν ὁ Υἱός εἶναι νοοῖτο παρά τόν Πατέρα, ὅσον εἰς ταὐτότητα φυσικήν, πάντως δέ καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον», ὡς καί περί τούτου ὁ αὐτός ἐξηγούμενος ἐκεῖνο τό εὐαγγελικόν, «οὐ γάρ λαλήσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ», φησίν, «οὐδέν ἕτερον παρά τόν Υἱόν ὑπάρχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅσον εἰς ταὐτότητα φύσεως». «Πηγή δέ ἐστι ζωῆς, κατά τόν μέγαν Διονύσιον, ἡ θεία φύσις εἰς ἑαυτήν χεομένη καί ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἑστῶσα καί ἀεί δι᾿ ἑαυτῆς θεωμένη».

ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΕΣ. ΠΑΝΤΟΤΕ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΟΜΩΣ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΑΝΤΟΤΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: