ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Τετάρτη, 31 Μαΐου 2017
66. Αλλά δεν δύναται, λέγουν (οι Λατίνοι), να είναι εκ της ουσίας του Υιού το Πνεύμα και να μην είναι εκ της υποστάσεως αυτού˙ διότι δεν βλέπουν ότι: Όταν κάτι είναι μιας ουσίας και υποστάσεως, το έχον οπωσδήποτε την ύπαρξη από εκείνην την ουσία έχει αυτή (την ύπαρξη) και από την υπόστασιν εκείνην, και αντιστρόφως. Όταν δε κάτι είναι μιας ουσίας, όχι δε μιας υποστάσεως, αλλά περισσοτέρων, το εκ της μιας εκείνης ουσίας δεν είναι εκ των λοιπών υποστάσεων αυτής, αλλ’ εκ μιας αυτών. Επειδή λοιπόν η ύψιστη και προσκυνητή Τριάς είναι για εμάς μία φύσις σε τρεις υποστάσεις, το έχον την υπόστασιν εκ της ουσίας δεν είναι εκ των υπολοίπων υποστάσεων, αλλά μόνον εκ μιας αυτών, δηλαδή της πατρικής˙ από αυτήν βεβαίως δεν μπορεί να μην είναι, επομένως όχι και εξ άλλης, αλλ’ εξ αυτής μόνης, εφ’ όσον είναι εκ μιας.
Και τούτο είναι φανερό από των ανθρώπων˙ διότι καθένας από εμάς είναι μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, δεν είναι δε και εκ της υποστάσεως αυτού, διότι τώρα μία μεν ουσία ανθρώπων υπάρχει, πολλές δε υποστάσεις. Εφ’ όσον δε κατ’ αρχήν μία ανθρώπινη ουσία και υπόστασις υπήρχε, η του Αδάμ, η Εύα ούσα εκ τής ουσίας του Αδάμ, ήταν και εκ της υποστάσεως εκείνου. Αλλά και πριν γεννηθεί ο Κάιν, εφ' όσον υπήρχε μία ανδρική ουσία και υπόστασις, ο Κάιν ήταν εκ μιας και της αυτής ανδρικής ουσίας και υποστάσεως, του Αδάμ˙ όταν δε υφίσταντο δύο άνδρες καθ’ υπόστασιν, ο του Κάιν Ενώχ ήταν μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, αλλ’ όχι και εκ της υποστάσεως αυτού, αλλ’ εκ μόνης του Κάιν.
Οι λατινόφρονες λοιπόν, διατεινόμενοι ότι το Πνεύμα είναι και εκ της υποστάσεως του Υιού, εφ’ όσον θεολογείται ότι είναι εκ της φύσεως, πλην τού θείου Πνεύματος, αποδεικνύονταν να φρονούν ότι επί Θεού, όπως μια ουσία υπάρχει, έτσι και υπόστασις, αθετούντες τελείως τον Πατέρα και δεικνύοντες ότι καθ’ υπόστασιν μόνον ο Υιός υπάρχει και παριστάνοντες ότι το άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ μόνου του Υιού.
67. Εάν λοιπόν κάποιος ακούγοντας ότι το Πνεύμα είναι εκ της φύσεως, εννοεί εκ της υποστάσεως, καθιστά τον Υιό ομουπόστατον με τον Πατέρα, επειδή είναι ομοούσιος˙ ομοίως και εάν εννοεί την διαφορά και διάκρισιν και στη θεία φύσιν, αλλ’ όχι είς μόνες τις τρεις θείες υποστάσεις, μη ακούγοντας πλήν των άλλων και τον θεολόγο Χρυσόστομον διδάσκοντα, «ότι η μεν διακριτική τάξις των θείων υποστάσεων κατέστη γνώριμος εις τους άγιους, η δε διακριτική των φύσεων επί της αγίας Τριάδος είναι απόβλητος». Ο μέγας Βασίλειος λέγει προς τις μοναχές, «δεν εμερίσθη η ουσία από του Πατρός εις Υιό, ούτε εγέννησε διαρρυείσα».
Επομένως θα μπορούσε κανείς καλώς να πει ότι το Πνεύμα δεν προέρχεται εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλ’ εκ του Πατρός φυσικώς και εκ της ουσίας του Υιού, λόγω του ομοούσιου του Υιού προς τον Πατέρα, και ότι, αφού με αυτά δεικνύεται η ομοουσιότης του θείου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό, αλλ’ όχι η διαφορότης υπάρξεως του Πνεύματος εκ του Πατρός, είναι ισοδύναμο με το να πει το Πνεύμα και εκ της ουσίας του Υιού διά την ομοουσιότητα και ότι το Πνεύμα είναι της ιδίας ουσίας με τον Υιό. Εκ δε της ουσίας του Υιού ως φανερότερης και προαναγγελμένης και προβεβαιωμένης δεικνύεται η ομοουσιότης του Πνεύματος˙ «έχει ο Υιός μέσα του τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί 33)˙ όχι τα υποστατικά ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα -διότι δεν έχει ούτε το άναρχον και αγέννητον ή το γόνιμον- αλλά τα φυσικά και ίδια προσόντα της φύσεως του Πατρός, τα όποια έχει φυσικώς και το Άγιον Πνεύμα.
68. Και έχοντας μεγάλη φροντίδα ο θείος Κύριλλος για τούτο, το να μην οδηγηθεί κανείς από την υπόστασιν του Υιού να δοξάζει το Άγιο Πνεύμα, όταν λέγει εκ της φύσεως αυτού και φυσικώς και κατά φύσιν, λέγει ότι το άγιον Πνεύμα πηγάζει και εκ της φύσεως αυτού, κατά την οποία είναι ο ίδιος μετά του Πατρός, αλλά πουθενά εις τους λόγους του δεν λέγει ότι πηγάζει εκ της υποστάσεως˙ και θεολογεί ότι αυτός έχει τις ιδιότητες του Πατρός φυσικώς και ουσιωδώς και κατά φύσιν πάντοτε.
Και πράγματι, όταν συκοφαντήθηκε πως φρονούσε ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν και εκ της υποστάσεως του Υιού, ισχυρίσθη ακριβώς ότι εσυκοφαντήθη, διατεινόμενος ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού και όχι αλλότριον, αλλ’ όχι εκ του Υιού. Και τούτο είναι καταγεγραμμένο προς περιφανή και λαμπρό έλεγχο των Λατίνων˙ οι οποίοι με τα επιχειρήματα λόγων των όποιων έπρεπε μάλλον να απομακρυνθούν της κακονοίας, δι’ αυτών δικαιολογούνται να ανάγωνται εις τον Πατέρα μόνον, αλλά και να νομίζουν κακώς ότι η υπόστασις του Υιού είναι αιτία της υποστάσεως του θείου Πνεύματος. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως τού Υιού, για τον λόγον ότι ο θείος Κύριλλος είπε ότι η ιδιότης του γεννήσαντος διαβαίνει φυσικώς εις τον Υιό, ας κατατροπωθεί από αυτόν τον θείο Κύριλλο, ο οποίος γράφει στους Θησαυρούς, «Πώς δεν θα είναι το Πνεύμα Θεός, έχοντας εν εαυτώ ουσιωδώς όλη την ιδιότητα τού Πατρός και του Υιού, του οποίου και είναι Πνεύμα, αφού δια του Υιού χορηγείται στην κτίσιν;». Διότι κατά την σύνεση την οποία έχουν αυτοί επί των θεολογικών σκέψεων των θεοφόρων Πατέρων το Πνεύμα θα είναι συγχρόνως γεννητό και γεννήτωρ˙ τί δε παραδοξότερο είναι δυνατό να ακουσθεί;
69. Αλλ’ αυτά μεν λέχθηκαν τώρα από εμάς ως εκ περισσού προς τους διατεινομένους ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, επειδή έχει λεχθεί εκ της φύσεως. Ο θείος Κύριλλος πράγματι λέγει εδώ ότι αναβλύζει προς εμάς εκ της φύσεως όχι την φύσιν του Πνεύματος ούτε την υπόστασιν, αλλά την ενέργειαν, η οποία κατά τον Δαμασκηνό θεολόγο αναπηγάζει εκ μιας τρισυποστάτου φύσεως. Βεβαίως ότι είναι άκτιστος και η ενέργεια της θείας φύσεως και ότι λέγεται φυσική και ουσιώδης, θα παραστήσει δι’ ολίγων ο μέγας Αθανάσιος εις τους λόγους Κατά Μακεδονίου γράφωντας˙ «δεν εργάζεται κατά διαφορετική έκαστος πρόνοια ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά κατά μία και την αυτήν ουσιώδη ενέργεια της θεότητος».
Ότι δε η ενέργεια τούτη δεν πηγάζει από κάποια από τις υποστάσεις, αλλά εκ της τρισυποστάτου φύσεως, ας προσμαρτυρήσει και ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στο τέταρτο κεφάλαιο της βίβλου Περί τής ουρανίου ιεραρχίας˙ «όλα μετέχουν της προνοίας, η οποία εκβλύζεται εκ της παναιτίου θεότητος». Περί του ότι δε ο θείος Κύριλλος λέγει εδώ Πνεύμα διδόμενο εκ του Πατρός και του Υιού σε εμάς όχι την φύσιν ούτε την υπόστασιν του Πνεύματος, αλλά την άκτιστο και φυσική χάριν και ενέργεια αυτού, σαφές δείγμα πλην άλλων είναι και το ότι μνημονεύει τον λόγον στο Ευαγγέλιο του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου περί του Χριστού, ο οποίος λέγει ότι το Πνεύμα δίδεται εις τον Υιόν όχι έν μέτρω. Πράγματι ο Ιωάννης ο Χρυσορρήμων, εξηγώντας το χωρίο τούτο του κατά θεολόγου Ιωάννην Ευαγγελίου, λέγει ότι «εδώ Πνεύμα λέγει την ενέργεια˙ διότι όλοι εμείς λάβαμε εν μέτρω την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε ολόκληρο˙ εάν δε η ενέργεια αυτού είναι αμέτρητος, πολύ περισσότερο η ουσία».
Έτσι η δύναμις των λεχθέντων παρ’ ημών νικά πάντα, καθιστώσα αφορμή ευπορίας τις από εσάς προβαλλομένες απορίες και δι’ εαυτής απελέγχουσα ετεροκλινείς γραμμές σαν πλήθος στραβών γραμμών διά μιας ευθείας.
Αρκετά είναι αυτά ως προς τα γραφικά επιχειρήματα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
Και τούτο είναι φανερό από των ανθρώπων˙ διότι καθένας από εμάς είναι μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, δεν είναι δε και εκ της υποστάσεως αυτού, διότι τώρα μία μεν ουσία ανθρώπων υπάρχει, πολλές δε υποστάσεις. Εφ’ όσον δε κατ’ αρχήν μία ανθρώπινη ουσία και υπόστασις υπήρχε, η του Αδάμ, η Εύα ούσα εκ τής ουσίας του Αδάμ, ήταν και εκ της υποστάσεως εκείνου. Αλλά και πριν γεννηθεί ο Κάιν, εφ' όσον υπήρχε μία ανδρική ουσία και υπόστασις, ο Κάιν ήταν εκ μιας και της αυτής ανδρικής ουσίας και υποστάσεως, του Αδάμ˙ όταν δε υφίσταντο δύο άνδρες καθ’ υπόστασιν, ο του Κάιν Ενώχ ήταν μεν εκ της ουσίας του Αδάμ, αλλ’ όχι και εκ της υποστάσεως αυτού, αλλ’ εκ μόνης του Κάιν.
Οι λατινόφρονες λοιπόν, διατεινόμενοι ότι το Πνεύμα είναι και εκ της υποστάσεως του Υιού, εφ’ όσον θεολογείται ότι είναι εκ της φύσεως, πλην τού θείου Πνεύματος, αποδεικνύονταν να φρονούν ότι επί Θεού, όπως μια ουσία υπάρχει, έτσι και υπόστασις, αθετούντες τελείως τον Πατέρα και δεικνύοντες ότι καθ’ υπόστασιν μόνον ο Υιός υπάρχει και παριστάνοντες ότι το άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ μόνου του Υιού.
67. Εάν λοιπόν κάποιος ακούγοντας ότι το Πνεύμα είναι εκ της φύσεως, εννοεί εκ της υποστάσεως, καθιστά τον Υιό ομουπόστατον με τον Πατέρα, επειδή είναι ομοούσιος˙ ομοίως και εάν εννοεί την διαφορά και διάκρισιν και στη θεία φύσιν, αλλ’ όχι είς μόνες τις τρεις θείες υποστάσεις, μη ακούγοντας πλήν των άλλων και τον θεολόγο Χρυσόστομον διδάσκοντα, «ότι η μεν διακριτική τάξις των θείων υποστάσεων κατέστη γνώριμος εις τους άγιους, η δε διακριτική των φύσεων επί της αγίας Τριάδος είναι απόβλητος». Ο μέγας Βασίλειος λέγει προς τις μοναχές, «δεν εμερίσθη η ουσία από του Πατρός εις Υιό, ούτε εγέννησε διαρρυείσα».
Επομένως θα μπορούσε κανείς καλώς να πει ότι το Πνεύμα δεν προέρχεται εκ της υποστάσεως του Υιού, αλλ’ εκ του Πατρός φυσικώς και εκ της ουσίας του Υιού, λόγω του ομοούσιου του Υιού προς τον Πατέρα, και ότι, αφού με αυτά δεικνύεται η ομοουσιότης του θείου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό, αλλ’ όχι η διαφορότης υπάρξεως του Πνεύματος εκ του Πατρός, είναι ισοδύναμο με το να πει το Πνεύμα και εκ της ουσίας του Υιού διά την ομοουσιότητα και ότι το Πνεύμα είναι της ιδίας ουσίας με τον Υιό. Εκ δε της ουσίας του Υιού ως φανερότερης και προαναγγελμένης και προβεβαιωμένης δεικνύεται η ομοουσιότης του Πνεύματος˙ «έχει ο Υιός μέσα του τα ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα του Πατρός, καθώς διαβαίνει σε αυτόν φυσικώς η ιδιότης του γεννήσαντος» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί 33)˙ όχι τα υποστατικά ιδιώματα και εξαίρετα γνωρίσματα -διότι δεν έχει ούτε το άναρχον και αγέννητον ή το γόνιμον- αλλά τα φυσικά και ίδια προσόντα της φύσεως του Πατρός, τα όποια έχει φυσικώς και το Άγιον Πνεύμα.
68. Και έχοντας μεγάλη φροντίδα ο θείος Κύριλλος για τούτο, το να μην οδηγηθεί κανείς από την υπόστασιν του Υιού να δοξάζει το Άγιο Πνεύμα, όταν λέγει εκ της φύσεως αυτού και φυσικώς και κατά φύσιν, λέγει ότι το άγιον Πνεύμα πηγάζει και εκ της φύσεως αυτού, κατά την οποία είναι ο ίδιος μετά του Πατρός, αλλά πουθενά εις τους λόγους του δεν λέγει ότι πηγάζει εκ της υποστάσεως˙ και θεολογεί ότι αυτός έχει τις ιδιότητες του Πατρός φυσικώς και ουσιωδώς και κατά φύσιν πάντοτε.
Και πράγματι, όταν συκοφαντήθηκε πως φρονούσε ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν και εκ της υποστάσεως του Υιού, ισχυρίσθη ακριβώς ότι εσυκοφαντήθη, διατεινόμενος ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού και όχι αλλότριον, αλλ’ όχι εκ του Υιού. Και τούτο είναι καταγεγραμμένο προς περιφανή και λαμπρό έλεγχο των Λατίνων˙ οι οποίοι με τα επιχειρήματα λόγων των όποιων έπρεπε μάλλον να απομακρυνθούν της κακονοίας, δι’ αυτών δικαιολογούνται να ανάγωνται εις τον Πατέρα μόνον, αλλά και να νομίζουν κακώς ότι η υπόστασις του Υιού είναι αιτία της υποστάσεως του θείου Πνεύματος. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως τού Υιού, για τον λόγον ότι ο θείος Κύριλλος είπε ότι η ιδιότης του γεννήσαντος διαβαίνει φυσικώς εις τον Υιό, ας κατατροπωθεί από αυτόν τον θείο Κύριλλο, ο οποίος γράφει στους Θησαυρούς, «Πώς δεν θα είναι το Πνεύμα Θεός, έχοντας εν εαυτώ ουσιωδώς όλη την ιδιότητα τού Πατρός και του Υιού, του οποίου και είναι Πνεύμα, αφού δια του Υιού χορηγείται στην κτίσιν;». Διότι κατά την σύνεση την οποία έχουν αυτοί επί των θεολογικών σκέψεων των θεοφόρων Πατέρων το Πνεύμα θα είναι συγχρόνως γεννητό και γεννήτωρ˙ τί δε παραδοξότερο είναι δυνατό να ακουσθεί;
69. Αλλ’ αυτά μεν λέχθηκαν τώρα από εμάς ως εκ περισσού προς τους διατεινομένους ότι το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Υιού, επειδή έχει λεχθεί εκ της φύσεως. Ο θείος Κύριλλος πράγματι λέγει εδώ ότι αναβλύζει προς εμάς εκ της φύσεως όχι την φύσιν του Πνεύματος ούτε την υπόστασιν, αλλά την ενέργειαν, η οποία κατά τον Δαμασκηνό θεολόγο αναπηγάζει εκ μιας τρισυποστάτου φύσεως. Βεβαίως ότι είναι άκτιστος και η ενέργεια της θείας φύσεως και ότι λέγεται φυσική και ουσιώδης, θα παραστήσει δι’ ολίγων ο μέγας Αθανάσιος εις τους λόγους Κατά Μακεδονίου γράφωντας˙ «δεν εργάζεται κατά διαφορετική έκαστος πρόνοια ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά κατά μία και την αυτήν ουσιώδη ενέργεια της θεότητος».
Ότι δε η ενέργεια τούτη δεν πηγάζει από κάποια από τις υποστάσεις, αλλά εκ της τρισυποστάτου φύσεως, ας προσμαρτυρήσει και ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στο τέταρτο κεφάλαιο της βίβλου Περί τής ουρανίου ιεραρχίας˙ «όλα μετέχουν της προνοίας, η οποία εκβλύζεται εκ της παναιτίου θεότητος». Περί του ότι δε ο θείος Κύριλλος λέγει εδώ Πνεύμα διδόμενο εκ του Πατρός και του Υιού σε εμάς όχι την φύσιν ούτε την υπόστασιν του Πνεύματος, αλλά την άκτιστο και φυσική χάριν και ενέργεια αυτού, σαφές δείγμα πλην άλλων είναι και το ότι μνημονεύει τον λόγον στο Ευαγγέλιο του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου περί του Χριστού, ο οποίος λέγει ότι το Πνεύμα δίδεται εις τον Υιόν όχι έν μέτρω. Πράγματι ο Ιωάννης ο Χρυσορρήμων, εξηγώντας το χωρίο τούτο του κατά θεολόγου Ιωάννην Ευαγγελίου, λέγει ότι «εδώ Πνεύμα λέγει την ενέργεια˙ διότι όλοι εμείς λάβαμε εν μέτρω την ενέργεια του Πνεύματος, εκείνος δε ολόκληρο˙ εάν δε η ενέργεια αυτού είναι αμέτρητος, πολύ περισσότερο η ουσία».
Έτσι η δύναμις των λεχθέντων παρ’ ημών νικά πάντα, καθιστώσα αφορμή ευπορίας τις από εσάς προβαλλομένες απορίες και δι’ εαυτής απελέγχουσα ετεροκλινείς γραμμές σαν πλήθος στραβών γραμμών διά μιας ευθείας.
Αρκετά είναι αυτά ως προς τα γραφικά επιχειρήματα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
66. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι, φησίν, ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ εἶναι τό Πνεῦμα καί
ἐκ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ μή εἶναι˙ οὐ γάρ συνορῶσιν, ὡς, ὅταν τι μιᾶς μέν
οὐσίας ᾖ καί ὑποστάσεως, τό ἐξ ἐκείνης τῆς οὐσίας ἔχον ὁπωσδήποτε τήν ὕπαρξιν
καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως ἐκείνης ταύτην ἔχει, καί ἀντιστρόφως˙ ὅ γάρ ἄν ἐκ τῆς
ὑποστάσεως ἐκείνης ᾖ καί ἐκ τῆς οὐσίας ἐκείνης ἐστίν, Ὅταν δέ τι μιᾶς μέν
οὐσίας ᾖ, οὐ μιᾶς δέ ὑποστάσεως, ἀλλά πλειόνων, τό ἐκ τῆς μιᾶς ἐκείνης οὐσίας
οὐκ ἐκ τῶν λοιπῶν αὐτῆς ὑποστάσεών ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐκ μιᾶς τινος αὐτῶν. Ἐπεί γοῦν ἡ
ἀνωτάτω καί προσκυνητή Τριάς ἡμῖν μία φύσις ἐστίν ἐν ὑποστάσεσι τρισίν, οὐχί τό
ἐκ τῆς οὐσίας τήν ὑπόστασιν ἔχον ἐκ τῶν ὑπολοίπων ὑποστάσεών ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐκ
μιᾶς τινος αὐτῶν, δηλαδή τῆς πατρικῆς˙ ἐκ ταύτης γάρ μή εἶναι οὐκ ἐνδέχεται,
οὐκοῦν οὐχί καί ἐξ ἑτέρας, ἀλλ᾿ ἐκ μόνης, εἴπερ ἐκ μιᾶς.
Καί τοῦτο δῆλον ἀπό τῶν ἀνθρώπων˙ ἕκαστος γάρ ἡμῶν ἐκ τῆς οὐσίας
μέν ἔστι τοῦ Ἀδάμ, οὐκ ἔστι δέ καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, διότι μία μέν οὐσία
τῶν ἀνθρώπων νῦν, πολλαί δέ ὑποστάσεις. Ἀνθρωπίνης δέ τήν ἀρχήν μιᾶς οὔσης
οὐσίας τε καί ὑποστάσεως, τῆς τοῦ Ἀδάμ, ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Ἀδάμ ἡ Εὔα οὖσα, καί
ἐκ τῆς ὑποστάσεως ἐκείνου ἦν. Ἀλλά καί πρίν τόν Κάϊν εἶναι, μιᾶς οὔσης ἀνδρικῆς
οὐσίας τε καί ὑποστάσεως, ἐκ μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ὁ Κάϊν ἀνδρικῆς οὐσίας τε καί
ὑποστάσεως ὑπῆρχε, τοῦ Ἀδάμ˙ δυοῖν δέ ἀνδρῶν ἤδη καθ᾿ ὑπόστασιν τελούντων, ὁ
τοῦ Κάϊν Ἐνώχ ἐκ τοῦ οὐσίας μέν ὑπῆρχε τοῦ Ἀδάμ, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἐκ τῆς
ὑποστάσεως αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐκ μόνης τῆς τοῦ Κάϊν.
Οἱ γοῦν λατινικῶς φρονοῦντες διατεινόμενοι καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως
εἶναι τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, εἴπερ εἶναι θεολογεῖται ἐκ τῆς φύσεως, πλήν τοῦ θείου
Πνεύματος, μίαν εἶναι δείκνυνται φρονοῦντες ὥσπερ οὐσίαν οὕτω καί ὑπόστασιν ἐπί
Θεοῦ, τόν Πατέρα τελέως ἀθετοῦντες καί τόν Υἱόν εἶναι μόνον καθ᾿ ὑπόστασιν
δεικνύντες καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ μόνου τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχειν
παριστῶντες.
67. Εἰ τις οὖν ἐκ τῆς φύσεως ἀκούων τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ἐκ τῆς
ὑποστάσεως νοεῖ, ὁμοϋπόστατον ποιεῖ τῷ Πατρί τόν Υἱόν, ἐπειδήπερ ὁμοούσιος˙ ἤ
καί τήν διαφοράν καί τήν διάκρισιν κἄν τῇ θείᾳ φύσει, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν μόναις ταῖς
τρισί θείαις ὑποστάσεσι νοεῖ, μή πρός τοῖς ἄλλοις καί τοῦ Χρυσοστόμου θεολόγου
διδάσκοντος ἀκούων, «ὡς ἡ μέν τῶν θείων ὑποστάσεων διακριτική τάξις, τοῖς
ἁγίοις καθέστηκε γνώριμος, ἡ δέ φύσεων διακριτική ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος
ἀπόβλητος». «Οὐ γάρ ἐμερίσθη ἡ οὐσία ἀπό τοῦ Πατρός εἰς Υἱόν, πρός τάς
κανονικάς φησιν ὁ μέγας Βασίλειος, οὐδέ ρυεῖσα ἐγέννησεν».
Τοιγαροῦν εὖ ἄν ἔχοι λέγειν οὐκ ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾿
ἐξ αὐτοῦ φυσικῶς κἀκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, διά τό τοῦ Υἱοῦ πρός τόν
Πατέρα ὁμοούσιον, καί τῆς τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν
ὁμοουσιότητος ἐντεῦθεν δεικνυμένης, ἀλλ᾿ οὐχί τῆς διαφόρου ἐκ τοῦ Πατρός
ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος, ἴσον δέ ἐστιν εἰπεῖν καί ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ τό
Πνεῦμα διά τήν ὁμοουσιότητα, καί ὅτι τῆς αὐτῆς ἐστιν οὐσίας τῷ Υἱῷ τό Πνεῦμα.
Ἐκ δέ τῆς τοῦ Υἱοῦ ἡ ὁμοουσιότης δείκνυται τοῦ Πνεύματος ὡς φανερωτέρας καί
προκατηγγελμένης καί προπεπιστωμένης˙ «ἔχει τε ὁ Υἱός φυσικῶς ἐν ἑαυτῷ τά τοῦ
Πατρός ἴδια καί ἐξαίρετα, διαβαινούσης εἰς αὐτόν φυσικῶς τῆς τοῦ γεννήσαντος
ἰδιότητος»˙ οὐ τά ὑποστατικά ἴδια τοῦ Πατρός καί ἐξαίρετα – οὐδέ γάρ τό ἄναρχον
ἔχει καί ἀγέννητον ἤ τό γόνιμον - ἀλλά τά φυσικά καί ἴδια τῆς τοῦ Πατρός φύσεως
αὐχήματα, ἅπερ ἔχει φυσικῶς καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
68. Καί τοῦτο διά πολλῆς ποιούμενος σπουδῆς ὁ θεῖος Κύριλλος,
τό μηδένα παραχθέντα δοξάζειν ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐκ
τῆς φύσεως αὐτοῦ καί φυσικῶς καί κατά φύσιν ὁσάκις λέγει, τό Πνεῦμά φησι τό
ἅγιον καί ἐκ τῆς φύσεως αὐτοῦ πηγάζειν, καθ᾿ ἥν ὁ αὐτός ἐστι μετά Πατρός, ἀλλ᾿
οὐδαμοῦ τῶν λόγων ἐκ τῆς ὑποστάσεως˙ καί τά ἴδια τοῦ Πατρός ἔχειν αὐτόν φυσικῶς
τε καί οὐσιωδῶς καί κατά φύσιν ἀεί θεολογεῖ.
Καί συκοφαντηθείς γάρ ὡς καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ δοξάζων
τήν ὕπαρξιν τό Πνεῦμα ἔχειν, τοῦτ᾿ αὐτό ὅτι συκοφαντεῖται ἰσχυρίσατο, ἴδιον τοῦ
Υἱοῦ καί οὐκ ἀλλότριον εἶναι τό Πνεῦμα διατεινάμενος, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Καί
τοῦτ᾿ ἀνάγραπτον κεῖται πρός Λατίνων περιφανῆ τε καί λαμπρόν ἔλεγχον˙ οἵ παρ᾿
ὧν ἔδει μᾶλλον ἀποσχέσθαι τῆς κακονοίας, ἐκ τούτων ἐνάγεσθαι δικαιοῦσιν εἰς τό
μή τόν Πατέρα μόνον, ἀλλά καί τήν τοῦ Υἱοῦ ὑπόστασιν αἰτίαν αἶναι κακῶς
νομίζειν τῆς τοῦ θείου Πνεύματος ὑποστάσεως. Ὁ δέ λέγων εἶναι ἐκ τῆς τοῦ Υἰοῦ
ὑποστάσεως τό Πνεῦμα, διά τό εἰπεῖν τόν θεῖον Κύριλλον διαβαίνειν φυσικῶς εἰς
τόν Υἰόν τήν τοῦ γεννήσαντος ἰδιότητα παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ θείου Κυρίλλου ἐντρεπέσθω,
γράφοντος ἐν Θησαυροῖς˙ «πῶς οὐκ ἔσται τό Πνεῦμα ὁ Θεός, ὅλην ἔχον ἐν ἑαυτῷ
οὐσιωδῶς τήν ἰδιότητα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, οὗ καί Πνεῦμα ἐστι, δι᾿ Υἱοῦ τῇ
κτίσει χορηγούμενον»; Κατά γάρ τήν αὐτῶν σύνεσιν, ἥν ἐν ταῖς τῶν θεοφόρων
κέκτηνται θεολογίαις, τό Πνεῦμα γεννητόν τε ἅμα καί γεννήτωρ ἔσται˙ οὗ τί ἀν
ἀκουσθείη καινότερον;
69. Ἀλλά ταῦτα μέν ὥσπερ ἐκ περιουσίας ἡμῖν ἀρτίως εἴρηται πρός τούς
διατεινομένους ἐκ τῆς ὑποστάσεως εἶναι τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ἐπειδήπερ ἐκ τῆς
φύσεως εἴρηται. Ὁ γάρ θεῖος Κύριλλος ἐνταῦθ᾿ ἡμῖν ἀναπηγάζειν ἐκ τῆς φύσεως οὐ
τήν φύσιν φησί τοῦ Πνεύματος, οὐδέ τήν ὑπόστασιν, ἀλλά τήν ἐνέργειαν, ἥτις
ἀναπηγάζει, κατά τόν Δαμασκηνόν θεολόγον, ἐκ μιᾶς τρισυποστάτου φύσεως. Ὅτι μέν
γάρ ἄκτιστός ἐστι καί ἡ τῆς θείας φύσεως ἐνέργεια καί ὅτι φυσική καί οὐσιώδης
λέγεται, παραστήσει δι᾿ ὀλίγων καί ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐν τοῖς Κατά Μακεδονίου
γράφων˙ «οὐ κατά ἄλλην καί ἄλλην πρόνοιαν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός ἐργάζεται, ἀλλά
κατά μίαν καί τήν αὐτήν οὐσιώδη τῆς θεότητος ἐνέργειαν».
Ὅτι δέ οὐκ ἐκ μιᾶς τινος τῶν ὑποστάσεων, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς
τρισυποστάτου φύσεως ἡ τοιαύτη ἐνέργεια πηγάζει προσμαρτυρείτω καί ὁ μέγας
Διονύσιος γράφων ἐν κεφαλαίῳ τετάρτῳ τῆς Περί τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας βίβλου˙
«πάντα μετέχει προνοίας ἐκ τῆς παναιτίου θεότητος ἐκβλυζομένης». Ὅτι δέ Πνεῦμα
ἐνταῦθα ὁ θεῖος Κύριλλος ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ διδόμενον ἡμῖν οὐ τήν φύσιν
φησίν οὐδέ τήν ὑπόστασιν τοῦ Πνεύματος, ἀλλά τήν ἄκτιστον αὐτοῦ καί φυσικήν
χάριν καί ἐνέργειαν, σαφές δεῖγμα πρός τοῖς ἄλλοις καί τό μνησθῆναι τῆς ἐν τῷ
εὐαγγελίῳ τοῦ προδρόμου καί βαπτιστοῦ περί τοῦ Χριστοῦ φωνῆς, τῆς οὐκ ἐκ μέτρου
δίδοσθαι λεγούσης παρά τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τῷ Υἱῷ. Ἰωάννης γάρ ὁ χρυσορρήμων,
τό χωρίον τοῦτο τοῦ κατά τόν θεολόγον Ἰωάννην εὐαγγελίου ἐξηγούμενος, «Πνεῦμα»,
φησίν, «ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει˙ πάντες γάρ ἡμεῖς μέτρῳ τήν ἐνέργειαν τοῦ
Πνεύματος ἐλάβομεν, ἐκεῖνος δέ ὁλόκληρον˙ εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος,
πολλῷ μᾶλλον ἡ οὐσία».
Οὕτω πάντα νικᾷ τῆς τῶν παρ᾿ ἡμῶν εἰρημένων ἀληθείας ἡ δύναμις,
εὐπορίας ἀφορμήν ποιουμένη τάς ὑμῶν ἀπορίας καί δι᾿ ἑαυτῆς ὡς διά μιᾶς τινος
εὐθείας πλῆθος σκολιῶν, ἑτεροκλινεῖς ἀπελέγχουσα γραμμάς.
Ταύτῃ τοι τῶν μέν γραφικῶς προβαλλομένων ἅλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου