Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (32)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

Συνέχεια από Τρίτη,10 Ιουλίου2018
                                                          VΙΙ
                                       ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΗΣ ΙΣΙΔΑΣ
 19. ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΙΣΙΣ

1. Η Άρτεμις της Εφέσου
    

     Προσεγγίζουμε τώρα το τρίτο θέμα τού βιβλίου μας. Αφού εξετάσαμε πώς η παραδοσιακή ερμηνεία τού αφορισμού τού Ηράκλειτου, που αποτέλεσε το σημείο εκκίνησής μας, συνδέθηκε στενά με την έννοια του «μυστικού τής φύσης», θα προσεγγίσουμε τώρα τη Φύση, που κρύβει τα προσωποποιημένα μυστικά της, πίσω από τη μορφή τής Ίσιδας, ταυτιζόμενη με την Άρτεμη της Εφέσου (ή Diane κατά τη λατινική παράδοση).
     Στην ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης η Φύση αναπαρίσταται με διάφορους τρόπους, και τα διαφορετικά αυτά πρότυπα συχνά συνυπήρξαν ανά τους αιώνες. Τον 15ον αιώνα για παράδειγμα, η Φύση έχει τα χαρακτηριστικά μιας γυμνής γυναικείας μορφής που προσφέρει στον κόσμο γάλα από τον μαστό της. Το ίδιο μοτίβο επανέρχεται στις επαναστατικού χαρακτήρα τελετές προς τιμήν τής θεάς Φύσης. Η γυμνότητα τής Φύσης θα αιτιολογηθεί τρείς αιώνες αργότερα, ακριβώς τής εποχή τής Επανάστασης, στο εγχειρίδιο εικονογράφησης των Cravelot και Cochin ως εξής: «Η Φύση αναπαρίσταται από μια γυμνή γυναικεία μορφή, της οποίας η εμφάνιση εκφράζει την απλότητα της ουσίας της». Στις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίζεται ένα κάπως διαφορετικό πρότυπο: μια γυμνή γυναικεία μορφή, με μαστούς διογκωμένους από γάλα, η οποία όμως συνοδεύεται από έναν γύπα και αναπαρίσταται στο εγχειρίδιο εικονογραφίας του Cesare Rispa. Η παρουσία του γύπα μας παραπέμπει σε αναπαραστάσεις της Φύσης κατά την αιγυπτιακή παράδοση, διότι ο γύπας συνδέεται με τη φύση στα Ιερογλυφικά του Ωραπόλλωνος. Σύμφωνα με αυτό το έργο που εμφανίζεται περί τα τέλη της Αρχαιότητας, και μεταφράστηκε κατά την Αναγέννηση, ο γύπας συμβολίζει τη φύση, διότι έχει μόνο θηλυκό γένος, και αναπαράγεται χωρίς την παρουσία αντίστοιχου αρσενικού. Επομένως αντιπροσωπεύει τη γονιμότητα και τη μητρότητα της φύσης. H εμφάνιση τού γύπα συνδέεται κατά τον 17ον αιώνα με ένα άλλο πρότυπο αναπαράστασης της Φύσης από τη θεά Ίσιδα- Άρτεμη, στο εξώφυλλο του βιβλίου του Gerard Blasius, περί της ανατομίας των ζώων.
    Το είδος της αλληγορίας που ενδιαφέρει τη γενική προοπτική αυτής της μελέτης εμφανίζεται στις αρχές του 16ου αιώνα. Η Φύση αναπαρίσταται σύμφωνα με το αρχαίο πρότυπο της Εφεσίας Αρτέμιδος, δηλαδή ως θηλυκή μορφή, τής οποίας το στήθος φέρει πολλαπλούς μαστούς, στεφανωμένη με ένα διάδημα και ένα πέπλο, ενώ το υπόλοιπο σώμα της περισφίγγεται σε μια στενή θήκη με αναπαραστάσεις διαφόρων ζώων. Αυτή η παραδοσιακή αναπαράσταση της Αρτέμιδος της Εφέσου εμφανίζεται σε αρκετά αρχαία αγάλματα. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο ο Ραφαέλο το 1508 φιλοτέχνησε τη Φύση, ως το αντικείμενο έρευνας της φυσικής, πάνω στα δύο στηρίγματα του θρόνου της Φιλοσοφίας, σε μια τοιχογραφία στη Stanza della Segnatura του Βατικανού.



Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μοτίβο αυτό ήταν ήδη γνωστό στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ίσως εξ αιτίας της ανάδυσης της τέχνης τού grotesque που προκάλεσε η ανακάλυψη αρχαίων έργων τέχνης, και εμφανίζεται στο διάσημο Domus Aurea του Νέρωνα, όπου σώζονται διάφορες παράξενες τοιχογραφίες, μεταξύ των οποίων και η Εφέσια Άρτεμις. Μια αντίστοιχη μορφή που απεικονίζει τη θεά Φύση,  από της οποίας τους μαστούς τρέφονται διάφορα ζώα, φιλοτέχνησε ο γλύπτης Tribolo το 1529, σε ένα άγαλμα που βρίσκεται στο Φοντενεμπλό.


     Πρόκειται για μιαν εποχή στη οποίαν αρχίζουν να κυκλοφορούν τα βιβλία εμβλημάτων ή συμβόλων, δηλαδή συλλογές σχεδίων που συμβολίζουν μιαν ιδέα ή μιαν έννοια και συνοδεύονται από μια λακωνική διατύπωση, ένα σύντομο ορισμό – τον οποίον οι αρχαίοι αποκαλούσαν ενθύμημα. Η Άρτεμις της Εφέσου, αλληγορική μορφή τής Φύσης, περιλαμβάνεται για παράδειγμα στα Εμβλήματα του Sambucus (1564), που αναφέρονται στη διαφοροποίηση τής φυσικής από τη μεταφυσική.
     Η ταύτιση της Φύσης με την Άρτεμη της Εφέσου βασίζεται σε ορισμένα κείμενα της Αρχαιότητας, όπως του αγίου Ιερώνυμου: « Οι Εφέσιοι τιμούν την Άρτεμη, όχι ως τη διάσημη κυνηγό, αλλά την Άρτεμη με τους πολλούς μαστούς, που οι Έλληνες αποκαλούν πολύμαστον, επειδή δύναται να θρέψει όλα τα είδη των ζώων καθώς και όλες τις ζωντανές υπάρξεις». Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ και την ύπαρξη μιας ελληνο-αιγυπτιακής σκαλιστής σφραγίδας, στην οποίαν η θεά «περιβάλλεται από αστρικά σύμβολα και το ιερογλυφικό σύμβολο ‘nh’, που φαίνεται ότι εκφράζει μιαν ευχή και μεταφράζεται στα ελληνικά με τη ρήση: «φύσις παντί βίῳ, “δημιουργική δύναμη κάθε ύπαρξης”, διατύπωση που ταιριάζει απόλυτα με την Εφέσια θεότητα, στην εγγύτητά της με τις «Κυρίαρχες τής Φύσης και της Ζωής ανατολικές θεότητες τις οποίες αντικατέστησε».
     Σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους επιστήμονες, αυτά που οι αρχαίοι θεωρούσαν ως μαστούς, καθώς και τα υπόλοιπα γνωρίσματα της θεότητας, μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα σκαλίσματα που αποτελούσαν μέρος των ενδυμάτων και των κοσμημάτων που κάλυπταν το άγαλμα της θεότητας. Το άγαλμα της θεότητας ήταν συνήθως ξύλινο και καλυμμένο με στολίδια. Στη Μικρά Ασία και κυρίως στην Ελλάδα υπήρχε η συνήθεια να καλύπτοντα οι θεές με ενδύματα, γεγονός που αποτελούσε μάλιστα μέρος της συνήθους λατρευτικής παράδοσης. Τα σκαλισμένα στολίδια τού ξύλινου αγάλματος ήταν αυτά που καθόριζαν και τη μορφή του. Τα φερόμενα ως στήθη θα μπορούσαν επομένως να είναι κοσμήματα, αλυσίδες με τα αντίστοιχα μενταγιόν τους. Ή ακόμη θα μπορούσαν να είναι οι όρχεις των ταύρων που προσφέρονταν ως θυσία προς τιμήν της θεότητας. Θα επρόκειτο τότε για μιαν ερμηνευτική παρανόηση – μιαν ακόμη δημιουργική παρανόηση – που θα οδηγούσε επίσης στην αναγνώριση της Άρτεμης με τους πολλαπλούς μαστούς ως προσωποποίηση της Φύσης.
2. Ίσις
    Ήδη από τα τέλη της Αρχαιότητας η Εφεσία Άρτεμις, καθώς και η Αιγυπτία  Ίσις, εμφανίζονται ως τα πρότυπα της προσωποποιημένης μορφής της Φύσης. Ο Macrobe δίνει την ακόλουθη περιγραφή τού αγάλματος της Ίσιδας. « Ίσις είναι είτε η γη είτε η φύση υπό τον ήλιο. Για τούτο σε ολόκληρο το σώμα της θεότητας αναδύονται μαστοί, ο ένας δίπλα στον άλλον [όπως και στην Άρτεμη της Εφέσου], διότι όλες οι υπάρξεις τρέφονται από τη γη ή από τη φύση». Κατά την αριθμολογία, δηλαδή την πυθαγόρειας προέλευσης θεωρία, σύμφωνα με την οποίαν οι αριθμοί αντιστοιχούν σε μεταφυσικές οντότητες και στις θεότητες που τις συμβολίζουν, η Δυάς ταυτιζόταν με την Ίσιδα, την Άρτεμη και τη Φύση.
     Τον 16ον αιώνα, στο εγχειρίδιο εικονογραφίας με τίτλο Οι εικόνες τών θεών που εκδόθηκε το 1556, ο Βιτσέντζο Καρτάρι παραθέτει το κείμενο του Macrobe για να αποδείξει, ότι οι Αρχαίοι είχαν την τάση να αποδίδουν στη Φύση τα χαρακτηριστικά της Άρτεμης-Ίσιδας. Υποστηρίζει ότι στη Ρώμη ανακαλύφθηκε ένα σχετικό άγαλμα και ότι και ο ίδιος είχε δει μιαν αντίστοιχη αναπαράσταση σε νόμισμα της εποχής του αυτοκράτορα Αδριανού. Σχετικά με την ταύτιση τις Ίσιδας με τη Φύση επικαλείτο επίσης την εμφάνιση της Ίσιδας στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου: «Έρχομαι σ’ εσένα Λούκιε […] εγώ, μητέρα ολόκληρης της Φύσης, κυρίαρχος όλων των στοιχείων».
     Από τον 16ον ως τον 19ον αιώνα γίνεται σαφής η αντίληψη αυτής τής σύγχυσης τών δύο θεοτήτων. Ο Claude Menetier, για παράδειγμα, την αναφέρει στο έργο του Symbolica Dianae Ephesiae Statua (Συμβολική του αγάλματος της Εφεσίας Αρτέμιδος), που εκδόθηκε το 1657, και όπως και ο Καρτάρι επιβεβαιώνει το γεγονός στηριζόμενος στο κείμενο του Macrobe, και περιγράφει λεπτομερώς τις διάφορες παραστάσεις που φέρει το άγαλμα, τα ελάφια, τα λιοντάρια και τις μέλισσες, που είναι τα χαρακτηριστικά της Άρτεμης της Εφέσου: «Οι ιεροφάντεις τής Εφέσου, λέει, κάλυψαν πίσω από αυτά τα σύμβολα τις αιτίες τής φύσεως των πραγμάτων». Το 1735, ο Romeyn de Hooghe περιγράφει επίσης στα Ιερογλυφικά του, την ίδιαν αναπαράσταση της Ίσιδας-Αρτέμιδος ως μια γυναικεία μορφή με πολλαπλούς μαστούς, διάδημα και πέπλο.
    Το 1664 η ίδια μορφή επανέρχεται στην προμετωπίδα του 2ου Τόμου του Mundus subterraneus (Υπόγειος Κόσμος) του Ιησουίτη Athanasius Kircher, και επίσης το 1713 σε μιαν εικονογράφηση  των Characteristics του Shaftesbury (2η Έκδοση).
3. Το πέπλο της Ίσιδας
 Εξ αιτίας της ταύτισής της με την Άρτεμη, το άγαλμα της Ίσιδας αναπαριστά μια γυναικεία μορφή καλυμμένη από ένα πέπλο. Στο πέπλο της Φύσεως αναφέρεται στο έργο του ο Έντμουντ Σπένσερ (1552-1559), χωρίς να επικαλείται ειδικά την Ίσιδα. Ο ποιητής πιστοποιεί ότι κανείς δεν γνωρίζει το πρόσωπό της, κανένα πλάσμα δεν μπορεί να την ανακαλύψει, διότι κρύβεται πίσω από ένα πέπλο που της καλύπτει το πρόσωπο. Κάποιοι υποστήριζαν ότι το πέπλο κρύβει μια τρομακτική μορφή που έχει την όψη λιονταριού και τα ανθρώπινα μάτια δεν θα μπορούσαν να την αντικρύσουν. Και κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι πίσω του κρύβεται μια όψη με τόσο κάλλος και λαμπρότητα, υπέρτερη του ήλιου, που δεν είναι δυνατόν να την αντικρύσει κανείς παρά μόνο στο είδωλο του καθρέφτη.
    Το 17ον αιώνα, στο έργο του Αιγυπτιακός Οιδίποδας, που πραγματεύεται αιγυπτιακά αινίγματα, ο Athnasius Kircher θεωρεί ότι το πέπλο ης Ίσιδας είναι το σύμβολο των μυστικών της Φύσης. Πρόκειται για το πρώτο σύμπτωμα ενός είδους μόδας, τόσο εικονογραφικής όσο και λογοτεχνικής, που θα εμπνεύσει τη ρομαντική και τη σύγχρονη εποχή και που αποκαλείται ‘αιγυπτιομανία’.
     Γεγονός παραμένει ότι τον 18ον αιώνα η εικονογραφική αναπαράσταση του πέπλου της Ίσιδας θα συνδεθεί άμεσα με τα μυστικά της Φύσης. Πιστεύω ότι η εμβληματική αυτή αναπαράσταση της Φύσης ορίζεται για πρώτη φορά στην Εικονολογία του Jean-Baptiste Boudard, το 1579: «Η Φύση που εκφράζει το σύνολο και τη διαιώνιση όλων των δημιουργημάτων, αντιπροσωπεύεται από μια γυναικεία μορφή, της οποίας το κάτω μέρος του σώματος περιβάλλεται από έναν στενό νάρθηκα, φιλοτεχνημένο με όλα τα είδη των επίγειων ζώων, ενώ πάνω στα απλωμένα χέρια της φωλιάζουν διάφορα είδη πτηνών. Στο στέρνο της φέρει πολλαπλούς μαστούς που αναβλύζουν γάλα. Το καλυμμένο με πέπλο κεφάλι της σημαίνει, κατά την άποψη των Αιγυπτίων, ότι τα υψηλότερα μυστικά της Φύσης ανήκουν στον Δημιουργό». Όπως παρατηρεί ο Honoré Lacombe de Prézel το 1779 στο Εικονολογικό λεξικό του, διάφορες ερμηνείες είναι δυνατές: «Οι Αιγύπτιοι την [=τη Φύση] αναπαριστούσαν με μια γυναικεία μορφή σκεπασμένη από ένα πέπλο, μορφή απλή, αλλά μεγαλοπρεπή. Μερικές φορές αυτό το πέπλο δεν την κάλυπτε ολόκληρη, αλλά μας επέτρεπε να διακρίνουμε ένα μέρος από το στήθος της, υποδεικνύοντας ότι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα από τις δραστηριότητες της Φύσης αφορά σε πράγματα που σχετίζονται με τις βασικές μας ανάγκες. Το υπόλοιπο σώμα και το κεφάλι ήταν καλυμμένα, συμβολίζοντας την άγνοιά μας σχετικά με το πώς και το γιατί των ενεργειών της».

(συνεχίζεται)  

Δεν υπάρχουν σχόλια: