Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ENRICO BERTI-ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (15)

Βιβλία Γ, Δ, Ε - ΙV, V, VI
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Και δεν φτάνουν όλα αυτά, αλλά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η σοφία θα έπρεπε να ασχοληθεί με τις αιτίες, όχι μόνον με τη φυσική τους έννοια, αλλά και με τις κοινές αρχές σε όλες τις αποδείξεις (996 b 26-31). Θα δούμε πως αυτές είναι η αρχή της μη – αντιφάσεως, και η αρχή του τρίτου εξαιρουμένου. Αυτά δε, δεν είναι κάποια αντικείμενα, δεν είναι όντα, αλλά νόμοι, κανόνες που ισχύουν για όλα τα όντα.

Πώς είναι δυνατόν η σοφία να ασχολείται και με αυτά και με τα φυσικά όντα των οποίων, για παράδειγμα, ερευνώνται οι πρώτες αρχές:

Έπειτα ανάμεσα στα όντα τα ίδια, όπως θα δούμε, μερικά είναι ουσίες, άλλα είναι συμβεβηκότα, δηλ. ιδιότητες, κατηγορήματα των ουσιών. Πώς μπορεί μία επιστήμη μόνο να ασχοληθεί και με τις ουσίες και με τις ιδιότητές τους, όταν πρόκειται για γένη τόσο διαφορετικά μεταξύ τους; (997 α 25-30), και πώς μπορεί να ασχοληθεί με όλες τις ουσίες, όταν ακόμη και από τις ουσίες υπάρχουν διαφορετικά γένη, εάν δηλ. υπάρχουν διάφορα γένη ουσιών; (997 α 34 – b3). Αυτά λοιπόν είναι τα πρώτα προβλήματα που προτείνονται στο τρίτο βιβλίο, στο βιβλίο Βήτα, τα οποία είναι αναγκαίο να λυθούν για να εξασφαλιστεί στην επιστήμη την οποία αναζητούμε μια ενότητα χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, δεν είναι δυνατόν να είναι μια μοναδική επιστήμη. Και αν δεν είναι μια μοναδική επιστήμη, στη θέση της θα πρέπει να υπάρχουν διάφορες επιστήμες, και θα είναι πλέον περιττό να μιλάμε για σοφία, να μιλάμε για πρώτη φιλοσοφία.

Αυτές είναι οι πρώτες τέσσερις ή πέντε απορίες του βιβλίου Βήτα και στη συνέχεια του βιβλίου υπάρχουν άλλες δέκα ή έντεκα, οι οποίες όμως αφορούν τη φύση των αρχών, δηλ τη φύση των πρώτων αιτίων. Πριν ασχοληθεί όμως μ’ αυτές τις τελευταίες, είναι απαραίτητο για τον Αριστοτέλη, να βρει μία λύση για τις πρώτες, και η λύση ακριβώς για τις πρώτες απορίες βρίσκεται στο βιβλίο Γάμμα, δηλ. σ’ αυτό που για μας είναι τέταρτο και το οποίο είναι εμφανώς συνδεδεμένο με το Βήτα, διότι απαντά στις ερωτήσεις που τίθενται στο Βήτα, αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως, διότι υπάρχει στην Αριστοτελική παράδοση, η τάση να διαβάζεται το βιβλίο Γάμμα, σαν να είναι η αρχή της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, ξεχνώντας πως το βιβλίο Γάμμα είναι μια απάντηση στα προβλήματα που τέθηκαν στα προηγούμενα βιβλία, και επομένως καί τό νόημα των θεωριών που παρουσιάζει πρέπει να αξιολογηθεί σ’ αυτό το πλαίσιο.

Ακόμη και ανάμεσα στους σύγχρονους ερμηνευτές υπάρχει αυτή η τάση. Για παράδειγμα, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου αιώνος, που αφιέρωσε όλη του την προσοχή σταθερά στη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, είναι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ας δούμε όλες τις σελίδες που έχει αφιερώσει στην Μεταφυσική και θα τό καταλάβουμε, ιδιαιτέρως δε στα μαθήματα που αφιέρωσε στις βασικές έννοιες της αρχαίας φιλοσοφίας στο Μαρβούργο στα 1926. Σ’ αυτά τα μαθήματα, το κεφάλαιο στον Αριστοτέλη αρχίζει με μια έκθεση της Μεταφυσικής, πράγμα που είναι ήδη περίεργο, διότι η μεταφυσική δεν είναι το πρώτο έργο του Αριστοτέλη. Εκθέτοντας λοιπόν τη Μεταφυσική, ο Χάιντεγκερ αρχίζει αμέσως με το βιβλίο Γάμμα. Το βιβλίο αυτό όπως όλοι μας γνωρίζουμε, έχει μία διάσημη αρχή, τόσο όσο διάσημη είναι και η αρχή του βιβλίου άλφα: «Εστίν επιστήμη τις ή θεωρεί το ον ή ον και τα τούτω υπάρχοντα καθ’ αυτό». «Υπάρχει μια επιστήμη η οποία θεωρεί σαν θέμα της, το ον ως ον και ό,τι ανήκει σ’ αυτό συναφές της καθαυτό φύσεώς του» (1003 α 20-21).

Εάν αρχίσουμε λοιπόν τη μελέτη μας από τούτο το βιβλίο, μοιάζει να προτείνει ο Αριστοτέλης τον ορισμό του της σοφίας, της πρώτης επιστήμης, δηλ. μοιάζει να την κατανοεί βασικώς σαν επιστήμη του Είναι.

Αυτή η αρχή, όμως, πρέπει να διαβαστεί σαν μια πρόταση λύσης στις απορίες του βιβλίου Βήτα. Ας δούμε τι σημαίνει μια τέτοια ομολογία: υπάρχει μια Επιστήμη κ.τ.λπ.

Πρώτα απ’ όλα ο Αριστοτέλης δηλώνει πως αυτή η επιστήμη υπάρχει, υπάρχει η σοφία, υπάρχει η πρώτη φιλοσοφία, διότι ο Αριστοτέλης λέει επιστήμη τις, μία κάποια επιστήμη δηλ. ένα είδος επιστήμης, δηλ μιας επιστήμης διαφορετικής από όλες τις άλλες. Αυτή υπολογίζει "ή το ον ή ον." Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι θεωρείν, που σημαίνει θεωρώ ότι δηλ. μελετώ, εξηγώ. Το ον ή ον, θα έπρεπε να εννοηθεί κατά γράμμα, σαν ον, διότι ον στα ελληνικά είναι μετοχή του ρήματος είναι και σημαίνει αυτό που είναι.

Οι φιλόσοφοι που ακολούθησαν τον Αριστοτέλη, ξεκινώντας από τους φιλοσόφους του Μεσαίωνος, είτε μουσουλμάνοι, είτε Χριστιανοί, έδωσαν μεγάλη σημασία στη διαφορά ανάμεσα στο ον και στο είναι. Δικαιωματικά τρόπον τινά – για παράδειγμα για τον Αβικένα ή τον Ακινάτη – διότι στην οπτική των  μονοθεϊστικών και δημιουργισμικών θρησκειών, όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, στη βάση ολοκλήρου της συλλήψεως της πραγματικότητος υπάρχει η έννοια της Δημιουργίας. Η δημιουργία λοιπόν σημαίνει ουσιαστικώς, την αιτία του είναι, αιτιολογεί το είναι, επομένως το θέμα προς εξήγηση, το αντικείμενο προς ερμηνεία, είναι το είναι, δεν είναι το ον, δεν είναι κάθε ον, αλλά μόνον αυτό λόγω του οποίου κάθε όν είναι, είναι ή πράξη λόγω της οποίας κάθε ον είναι.

Αυτή η διάκριση δεν έχει τόση σημασία για τον Αριστοτέλη.

Οπωσδήποτε γνωρίζει την διαφορά τους. Όμως για τον Αριστοτέλη κάθε ον είναι τέτοιο καθώς μπορούμε γι’ αυτό να μιλήσουμε για το είναι του, και είναι, είναι πάντοτε το είναι ενός όντος, έτσι ώστε αυτό που λέγεται για το Ένα, πρέπει να λεχθεί και για το άλλο, δεν υπάρχει αυτό που ονόμασε ο Χάιντεγκερ, «οντολογική διαφορά» ανάμεσα στο είναι και στο ον. Δηλ. από τη διαφορά ανάμεσα στο όν και στο είναι, είναι αναγκαία η υπέρβαση της  μεταφυσικής (űberwindung), διότι πρέπει να ξαναβρούμε την διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο ον που ξεχάστηκε από τη Μεταφυσική.

Από μία ιστορική οπτική γωνία κατά κάποιο τρόπο πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο Χάιντεγκερ έχει δίκαιο, διότι υπάρχει στον Αριστοτέλη η επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα στο είναι και στο ον, μόνο που αυτή η διαφορά δεν είναι γι’ αυτόν η πιο σημαντική. Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Αριστοτέλη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι να βρεθούν οι πρώτες αιτίες του όντος ή του είναι, και όχι ο τονισμός της διαφοράς είναι και όντος.

Ο Αριστοτέλης για παράδειγμα, λέει για το όν και για το είναι πολλές φορές τα ίδια πράγματα! Υπάρχει μια διάσημη δήλωση, την οποία θα συναντήσουμε σύντομα και η οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλα του τα έργα, και η οποία είναι η εξής: το δε ον λέγεται μεν πολλαχώς (1003 α 33).

Λοιπόν στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρεται στο ον, υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου ο Αριστοτέλης λέει: το είναι πολλαχώς λέγεται (1019 α 5 ∙ 1077 b 17) και υπάρχει δε ιδιαιτέρως ένα σημείο στο οποίο εφαρμόζει αυτή του τη δήλωση στο γραμματικό είναι, το εστίν, δηλ. λέει: το εστίν λέγεται πολλαχώς (1042 b, 25-26). Έτσι λοιπόν για τον Αριστοτέλη, το ον, το είναι και το εστίν είναι διαφορετικοί τρόποι του ίδιου ρήματος «είναι», το οποίο παρουσιάζει τα ίδια πάντοτε χαρακτηριστικά. Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν είναι εντελώς αδιάφορο να μεταφράσουμε: υπάρχει μια επιστήμη η οποία υπολογίζει το είναι σαν είναι» ή να το μεταφράσουμε κατά γράμμα: «υπάρχει μια επιστήμη η οποία υπολογίζει το ον σαν ον», διότι αυτό στο οποίο ο Αριστοτέλης συγκεντρώνει την προσοχή του δεν είναι η διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο ον, αλλά το γεγονός πως το αντικείμενο ετούτης της επιστήμης είναι το ον, δηλ. κάθε ον, όλα όσα υπάρχουν θα μπορούσαμε να πούμε η ολότης του όντος, υπολογιζόμενη όμως επειδή  είναι ον, δηλ. σε εκείνο που είναι καθ’ εαυτή (η ολότης), στους χαρακτήρες, στις πλευρές που της ανήκουν, στις ποιότητες που της αναγνωρίζονται, καθ’ όσον ακριβώς είναι ον, υπαρκτό.  Γι’ αυτό ακριβώς ο Αριστοτέλης εξηγεί αμέσως τι εννοεί και λέει: «αυτή η επιστήμη, δεν ταυτίζεται με καμμία από τις ιδιαίτερες επιστήμες: διότι καμμία από τις επιστήμες δεν υπολογίζει το ον σα ον στην καθολικότητά του: αλλά αφού περιορίσουν ένα μέρος του, κάθε μια τους σπουδάζει τα χαρακτηριστικά αυτού του μέρους. Έτσι κάνουν π.χ. τα μαθηματικά (1003 α 21-26).

Όλες οι επιστήμες έχουν για αντικείμενό τους το ον, διότι οποιοδήποτε αντικείμενο και αν λάβουμε υπ’ όψιν μας, ως προς το είναι του, είναι ένα ον. Όπως π.χ. τα μαθηματικά, η αριθμητική και η γεωμετρία σπουδάζουν αντιστοίχως τους αριθμούς και τις φιγούρες αλλά εφόσον οι αριθμοί και οι φιγούρες είναι όντα, και αυτές ερευνούν όντα, όμως η αριθμητική ερευνά τα δικά της όντα καθόσον είναι αριθμοί, μελετά δηλ. τις ιδιότητες που ανήκουν σ’ αυτά τα όντα για το γεγονός και μόνον πως είναι αριθμοί. Και η γεωμετρία μελετά τα όντα της καθόσον είναι φιγούρες, και έτσι λοιπόν κάθε μια από αυτές τις επιστήμες λαμβάνει υπ’ όψιν της, μια ιδιαίτερη πλευρά του όντος.

Η επιστήμη όμως για την οποία γίνεται λόγος, θεωρεί το ον όχι σε μια ιδιαίτερη όψη του, αλλά σύμφωνα με όλα όσα του ανήκουν καθότι είναι ον, δηλ. σ’ αυτό που του ανήκει καθ’ εαυτό. Ο Αριστοτέλης το λέει αμέσως: και τις ιδιότητες που του ανήκουν καθ’ αυτό» (1003  α 20-21).

Καθ’ αυτό ακριβώς δείχνει ότι ανήκει στο ον για τον ίδιο τον εαυτό του, δηλ. λόγω του γεγονότος ότι είναι ον.

Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης μ’ αυτόν τον ορισμό λύνει πάνω απ’ όλα την πρώτη από τις απορίες οι οποίες εκτίθενται στο βιβλίο Βήτα. Γιατί; Διότι αφού μας είπε πως υπάρχει αυτή η Επιστήμη, η οποία διακρίνεται από τις ιδιαίτερες επιστήμες διότι υπολογίζει το ον ως ον, συνεχίζει και ολοκληρώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Γάμμα λέγοντας: «Έτσι λοιπόν επειδή ερευνούμε τις πρώτες αρχές και αιτίες – να η νύξη στο βιβλίο Άλφα μεγάλο, όπου είχε πει πως η σοφία ερευνά τις αρχές και τις πρώτες αιτίες – είναι φανερό πως αυτές πρέπει να είναι αιτίες και αρχές μιας πραγματικότητος καθ’ εαυτής (1003 α 26-28).

Έτσι λοιπόν, οι πρώτες αρχές και αιτίες, επειδή είναι αιτίες οι οποίες δεν εξαρτώνται από άλλες αιτίες, είναι πρώτες αιτίες, πρέπει να εξηγήσουν αυτό του οποίου είναι αιτίες, σ'αυτό πού είναι καθ'εαυτό, καί όχι στίς συμπτωματικές του όψεις ή σ'αυτές πού προστίθενται κάθε φορά τυχαίως. Μόνο σ'αυτό πού είναι καθ'αυτό δηλ, πρέπει νά είναι αιτίες τού όντος ως όντος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει λέγοντας: «Εάν λοιπόν, ακόμη και όσοι ερευνούσαν τα στοιχεία των όντων (δηλ. οι φυσικοί, οι πρώτοι φιλόσοφοι), έψαχναν αυτές τις υπέρτατες αρχές, αναγκαίως εκείνα τα στοιχεία δεν ήταν στοιχεία του συμπτωματικού όντος, αλλά του είναι σαν είναι. Έτσι λοιπόν και εμείς πρέπει να ερευνήσουμε τις πρώτες αιτίες του είναι ως είναι» (1003 α 28 -32).

Γιατί όμως είναι αυτή η απάντηση στην πρώτη απορία; Πολλοί μελετητές συμφωνούν και βλέπουν σ’ αυτή τη γραμμή τη λύση της πρώτης απορίας του βιβλίου Βήτα και συμφωνούμε μαζί τους, παρότι δεν είναι όλοι σύμφωνοι. Κατά τη γνώμη μας όμως είναι ξεκάθαρη η απάντηση. Η απορία ρωτούσε: Αφορά μία μόνον επιστήμη, σε μία και μοναδική επιστήμη, να μελετήσει όλα τα γένη αιτιών, παρότι είναι γένη τόσο διαφορετικά μεταξύ τους; Η απάντηση είναι: Ναι! Και γιατί; Διότι οι πρώτες αρχές είναι όλες αιτίες και αρχές τού είναι ή τού όντος υπολογιζόμενου καθ’ εαυτό, ως ον. Διότι τελικώς αυτή η σκέψη και ο υπολογισμός του όντος ωσάν ον, και αυτή η αναφορά των πρώτων αρχών στο ον σαν ον, προσφέρουν ενότητα στις πρώτες αιτίες,  καί παρότι δεν ανήκουν σε διαφορετικά γένη, παρ’ όλα αυτά είναι όλες τους αιτίες τού είναι σαν είναι, τού είναι καθ’ αυτό.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: