Συνέχεια απο: Παρασκευή, 10 Φεβρουαρίου 2012
WERNER BEIERWALTES
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος
WERNER BEIERWALTES
ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)
Η πρόθεσή μου να καταδείξω περιεκτικώτερα την ιστορική και αντικειμενική μεταμόρφωση του Ενός μέσα απ’ το πνεύμα του νεοπλατωνισμού, με οδήγησε να ξεκινήσω με τη θεωρία της παν-ενότητος του Πλωτίνου, στη «Σκέψη του Ενός». Η οποία στοχάζεται το Πρώτο – την πρώτην αρχή – ως το Ένα ή το Ένα ως το Πρώτο στον εαυτό του, στοχάζεται όμως ταυτόχρονα και τη σχέση του προς τα Πολλά, στα οποία ή ως τα οποία ξεδιπλώνεται, με τον τρόπο της ετερότητας προς τον εαυτό του, το Ένα. Η διαφορά και η ταυτότητα συστήνουν άρα την περιοχή αυτού του ξεδιπλώματος του Ενός και Πρώτου, και είναι η προϋπόθεση ακριβώς αυτής της «δεύτερης» ενότητας – μετά το ίδιο το πρώτο και απόλυτο Ένα. Με το ξεδίπλωμά του γίνεται το Ένα, Παν-Ένα, εφ’ όσον θεμελιώνει τα πάντα, εξασφαλίζει και περιέχει το «να Είναι Ένα» του Καθενός, τα συνδέει κάθε φορά καθ’ ολοκληρίαν το ένα με το άλλο, και τα παροτρύνει, ως τέλος (Telos), πίσω στον εαυτό του. Η πρώτη ετερότητα που ξεδιπλώνεται απ’ το ίδιο το Ένα, το πνεύμα – εννοημένο ως άχρονη ανακλαστικότητα ή ανακλαστική αυτοπαρουσία – συνιστά, αμέσως μετά την ενέργεια του ίδιου του Ενός, μιαν ουσιαστική περιοχή, για μιαν καθολική θεωρία της Παν-ενότητας: η πολλαπλότητα αυτού που προ-ορίστηκε ή εννοήθηκε σ’ αυτήν τη διάσταση, των ιδεών δηλαδή, συναρθρώνεται μέσω της αυτο-διανόησης του πνεύματος, σε μια διαφοροποιημένη στον εαυτό της ενότητα. Σ’ αυτήν ή μέσω αυτής υπάρχουν «τα Πάντα στα Πάντα, με τον εκάστοτε εντούτοις ιδιαίτερο τρόπο». Η απολυτότητα του αδιαφοροποίητου και μη σχετιζόμενου στον εαυτό του Ενός, το οποίο υπάρχει, ως πηγή των Πάντων, ταυτόχρονα στα Πάντα ως η αιτία τους, οδηγεί στο εξής παράδοξο σχήμα: Το Ένα είναι, ως η καθολική θεμελιώδης αιτία και ως αυτό που υπερβαίνει όλα όσα θεμελιώθηκαν, τα Πάντα και Τίποτα απ’ τα Πάντα ταυτόχρονα. Χαρακτηρίζεται λοιπόν από ένα, ευρισκόμενο πάνω απ’ αυτά που εκπήδησαν και υπάρχουν μεμονωμένα, Υπερ-Είναι, στο οποίο πραγματικά αντιστοιχεί – χωρίς να καταργηθή η απολυτότητα της πρώτης όψης – το Εν-(Εντός-)Είναι του σε Όλα (το ότι ενυπάρχει δηλ. σε όλα...).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της Παν-ενότητας το αναπτύσσει ο Πλωτίνος ως απόλυτη ανακλαστικότητα, ως την ελεύθερη απ’ τον χρόνο αυτοαναφορικότητα ή αυτοπαρουσία της σκέψης, η οποία σκέπτεται ακριβώς σ’ αυτήν την πράξη το ιδιαίτερό της, προερχόμενο απ’ το ίδιο το Ένα και συσχετιζόμενο μ’ αυτό Είναι. Ο Πλωτίνος αναπτύσσει εδώ τη βασική σκέψη μιας νοητής, σκεπτόμενης δηλ. σε κάθε μια απ’ τις δυνάμεις της, ακέραια και άχρονα ταυτοχρόνως τον εαυτό της Παν-ενότητας, που αρθρώνεται απ’ το ομοιόβαθμο και ομοίως πρωτογενές Μεμονωμένο στην καθαρή, υπάρχουσα προφάνεια: την «αλήθεια» ως την υπάρχουσα στον εαυτό της αυτοανάκλαση, την πλήρη αυτοσυμφωνία των «ιδεών» σε μια διαφωτισμένη, διατηρούμενη και προφυλασσόμενη στο Ένα ενότητα. Ο Πλωτίνος παρουσιάζει εντυπωσιακά αυτήν τη μορφή ενότητας, ως εντατικό πλέγμα σχέσης και αναφοράς, λέγοντας για το ελεύθερο απ’ τον χρόνο πνεύμα: «Δεσπόζει εκεί η “άκοπη ζωή”, και η αλήθεια είναι σ’ αυτά (στο Νοητό, στις ιδέες) γεννήτρια και τροφός, Είναι και τροφή, και τα βλέπουν Όλα, όχι αυτό εντούτοις, στο οποίο “ανήκει το γίγνεσθαι”, αλλά το Είναι, και βλέπουν τον εαυτό τους στο Άλλο· γιατί είναι διαφανή Όλα και δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό και τίποτα που να ανθίσταται εκεί, αλλά είναι ο καθένας και το κάθε τι φανερό εσωτερικά στον καθένα· γιατί είναι φως το φως για το φως. Γιατί έχει και τα Πάντα ο καθένας στον εαυτό του και βλέπει στον Αλλον τα Πάντα, έτσι ώστε να είναι παντού τα Πάντα και να είναι τα Πάντα Πάντα και το κάθε τι Πάντα και αμύθητη και άπειρη η λάμψη» (( V 8, 4, 1-8. Πρβλ. επίσης: Η σκέψη του Ενός 57ff, και Ο αληθινός εαυτός 45ff )).
Αυτήν την μόνον υπαινιχθείσα εδώ διδασκαλία της Παν-Ενότητας, την ανέπτυξε αυθεντικά και με επιτυχία για τη δυτική σκέψη ο Πλωτίνος· εγγυώνται γι’ αυτό μια σειρά ονομάτων, που ξεκινώντας με τον Πρόκλο, συνεχίζονται στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Eriugena, τον Μάιστερ Έκχαρτ, τον Κουζάνο, τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Λάιμπνιτς, τον Σπινόζα, και βρίσκουν στον Σέλλινγκ και τον Χέγκελ τη σύγχρονη ολοκλήρωσή τους.
Η πλωτινική θεωρία του Ενός, και καθόλου λιγότερο η νεοπλατωνική συνέχεια που την ακολουθεί, εγείρει – υπονοώντας το τουλάχιστον – το αίτημα για καθολικότητα: Δεν αφορά μόνο στην έννοια της πρώτης αρχής, αλλά εξίσου, όπως φάνηκε ήδη στη θεωρία του σκεπτόμενου αχρόνως τον εαυτό του πνεύματος, στην προελθούσα απ’ το Ένα πραγματικότητα συνολικά – τη διάρθρωση του νοητού και αισθητού κόσμου, αλλά μ’ αυτό και της «ιδέας» του ανθρώπου, την υψηλή του δυνατότητα μέσα στα όριά του. Ο άνθρωπος είναι κεκλημμένος απ’ την ίδια του την υπαρξιακή και διανοητική δομή, να διανοηθή σε όλα τα εκάστοτε πεδία το Ένα και να ανακληθή έτσι ο ίδιος στο Ένα ως την ίδια του την αιτία.
Παρουσίασα αυτό το καθολικό αίτημα και πεδίο ισχύος της θεωρίας του Ενός στη «Σκέψη του Ενός», στα κεφάλαια «Παν-Ενότης», «Ανάπτυξη της ενότητας» και «Το υπάρχον Ένα» (τη σύνθεση Είναι και Ενός σε μιαν αρχήν ενότητας, η οποία καλείται να εξηγήση τη διαφοροποιημένη στον εαυτό της πολλαπλότητα του Νοητού και Αισθητού ως διαβαθμισμένη στον εαυτό της ενότητα – μια νεοπλατωνική αντανάκλαση της δεύτερης υπόθεσης του πλατωνικού Παρμενίδη), καθώς και στους συλλογισμούς μου στο (κεφάλαιο…) «Πρόνοια και ελευθερία στη φιλοσοφία του Πρόκλου», στους οποίους και θεματοποιούνται οι μορφές με τις οποίες παρέχεται η ενέργεια του Ενός· απέναντι στην παράγουσα και συνιστώσα το Είναι άποψη του Ενός, αντιλαμβάνεται η έννοια «πρόνοια» την προφυλακτικώς συντηρητική και ανασυνδέουσα με την αρχή ενέργεια του ίδιου του Ενός, την «πρόνοια» άρα ως μιαν ενεργητική, ρυθμίζουσα συνολικά την πραγματικότητα, λειτουργία παροχής του ίδιου του Ενός, που είναι στενά συνδεδεμένη ανθρωπολογικά με την έννοια «ελευθερία».
Σαφέστατο όμως γίνεται, μ’ έναν μοναδικό συλλογισμό, το καθολικό αξίωμα της θεωρίας του Ενός σ’ αυτό, το οποίο ονόμασα «πραγματοποίηση της εικόνας» (( «Σκέψη του Ενός» 73-113 )). Επιχειρώ να αποδείξω κάτω απ’ αυτόν τον τίτλο, τη δομή της σύνολης πραγματικότητας καθολικά, κατά τα νεοπλατωνικά συμφραζόμενα, ως «εικόνα», που πρέπει να ιδωθή, σε κάθε διαφορετική μορφή και έντασή της, εν σχέσει προς την αρχική εικόνα, το ίδιο το Ένα. Ο εικονικός χαρακτήρας της πραγματικότητας στις διαφορετικές της περιοχές δεν είναι, ακριβώς μέσω της σχέσης του προς την αρχική εικόνα, στατικά προσδιορισμένος, αλλά πρέπει να θεωρηθή ως ένα διαλεκτικά κινούμενο στον εαυτό του Είναι: Η επανασυνδέουσα ή επανενθυμίζουσα ομοιότητα της εικόνας αναιρεί «την αρνητική ροπή ή δύναμη στην εικόνα, σε τέτοιαν τουλάχιστον έκταση, ώστε να μπορή να ‘πραγματοποιείται’ με διαφορετικόν κάθε φορά τρόπο η κάθε διαφορετική σχέση προς την πηγή. Με την έκφραση ‘πραγματοποίηση της εικόνας’ εννοώ λοιπόν το εξής: την αντανάκλαση, απ’ τη μια, στην εικονική δομή, και τη διείσδυση έτσι ταυτότητας και διαφοράς στις διάφορες περιοχές του Είναι· και το ερώτημα, απ’ την άλλη – επικεντρώνοντας στον άνθρωπο, του οποίου η σκέψη και το Είναι, είναι ακριβώς ο καθρέφτης αυτής της εικονικότητας - , πώς συμπεριφέρεται αυτός, με τη σκέψη και την πράξη, εξετάζοντας τον εικονικό χαρακτήρα της πραγματικότητας συνολικά, αλλά και τον ίδιον τον εαυτό του. ‘Πραγματοποίηση της εικόνας’ σημαίνει άρα: συνειδητοποίηση της εικονικότητας της πραγματικότητας, της ομοίωσης και της διαφοράς της προς την πηγή, αλλά και της ταυτόχρονης έτσι υπέρβασης και αναίρεσής τους με τη σκέψη. Η εικόνα δεν είναι μόνο, μονοσήμαντα, αυτή η ίδια, αλλά είναι, εκ της αναπτυσσόμενής της αιτίας, και αρχική, με τη μορφή της ίδιας της τής εξωτερίκευσης (ή: απαλλοτρίωσης…), εικόνα. Οδηγείται η ίδια, σε κάθε διαφορετική (μέσω της οντολογικής της ιδιοσυγκρασίας και της αναφερόμενης σ’ αυτήν την εικόνα αντανάκλασης) πραγματοποίησή της, με διαφορετική κάθε φορά μορφή, πίσω ξανά στην αιτία της» (( «Σκέψη του Ενός» 77 κ.ε. )). Η απόπειρά μου, να εννοήσω την «πραγματοποίηση της εικόνας» ως μια βασική μορφή της νεοπλατωνικής μεταφυσικής, περιλαμβάνει το πνεύμα ως εικόνα του Ενός, την ψυχή ως εικόνα του πνεύματος, τον κόσμο ως εικόνα του δημιουργικού νου και – μέσω αυτού – του ίδιου του νοητού κόσμου· αφορά περαιτέρω στον άνθρωπο, με βάση την ομοιότητά του προς την πηγή, την οποίαν ομοιότητα και πρέπει να πραγματοποιήση με την επιστροφή (ή: αναδρομή…) στον εαυτό του, και τελικά στο απόλυτο Ένα, με την πράξη της ένωσης, ώστε να φθάση στον αληθινό του Εαυτό. Αυτή η πραγματοποίηση εξαρτάται άρα αρχικά απ’ τη σύμφυτή μας απόφαση. Προέχει γι’ αυτό για μένα, να αποσαφηνίσω τη συγκέντρωση της σκέψης στο Ένα και στην ένωση μαζί του – τις προϋποθέσεις δηλ. για την επιτυχία τους – ως δυνάμεις μιας συνειδητής ζωής, ως μιαν πράξη της ελευθερίας προς το Ένα. Η συνειδητή ζωή στην ελευθερία, υπερβαίνεται στον υπέρλογό της σκοπό, στην ένωση – οδηγημένη προς αυτήν μέσω της έννοιας -, ως η ίδια η εννοούσα σκέψη, και τελειούται η ίδια, επειδή επιτυγχάνει ακριβώς τον πιο εντατικό έτσι τρόπο τού να υπάρχη ως Ένα. Πρέπει να εννοήσουμε όμως την εννοιολογική αντανάκλαση σε όλες τις περιοχές της πραγματικότητας, καθώς και της αυτοαναφοράς της σκέψης, ως μιαν αναγκαία προϋπόθεση της ένωσης. Ο Πλωτίνος ανέπτυξε μ’ αυτό τη βασική μορφή ενός, δικαίως επονομαζόμενου ως φιλοσοφικού, μυστικισμού, που παριστά ένα Άλλο (Έτερο…) απ’ τη λογική, χωρίς να τη δυσφημή και να τη βυθίζη σ’ έναν ανεξέλεγκτο ανορθολογισμό. Το «μυστικιστικό» δεν είναι στον Πλωτίνο ένα επερχόμενο μόνον τέλος, η προστεθείσα κορυφή του «συστήματος», αλλά η εσωτερική του αρχή, ο λόγος της κίνησής του, και το μέσον, που προσκαλεί σε συγκέντρωση και αταραξία. Αφορά στην προερχόμενη απ’ το ίδιο το Ένα δομή ενότητας του ανθρώπου και τη διευκρινίζει· ο διαλογισμός πάνω σ’ αυτήν ακριβώς τη δομή, οδηγεί τη σκέψη σ’ έναν μετασχηματισμό του εαυτού της: Πρέπει να δοκιμάση να ανυψώση την ίδια της, την προσδιορισμένη απ’ το Κάτι (ότι είναι κάτι τι…), απ’ τη μορφή, τη σχέση, τη διαφορά και τον χρόνο δομή – κοιτάζοντας το Ένα σ’ αυτήν την ίδια -, σε μιαν ελεύθερη ακριβώς απ’ τον χρόνο, μέσω μιας αυτο-απελευθέρωσης και αποδιαφοροποίησης, κατάσταση. Το ίδιο το ακατανόητο ουσιαστικά στην αυθυπαρξία του Ένα, φανερώνεται έτσι ως το όριο της σκέψης, γίνεται όμως ταυτόχρονα κι ένα κίνητρο για τη σκέψη, να υπερβή η ίδια τα δικά της όρια προς την κατεύθυνση της αιτίας και της πηγής της – κι αυτό με τον τρόπο μιας αρνήσεως κάθε κατηγοριακού, καθώς και του χαρακτηριζόμενου απ’ αυτό πεπερασμένου Είναι.
Στο μέτρο που σκέφτεται ο Πλωτίνος το Ένα ως το στον ύψιστο βαθμό πραγματικό, είναι αυτή η αποδιαφοροποιημένη απελευθέρωση προς την κατεύθυνσή του, ως το «μοναδικό στ’ αλήθεια ελεύθερο» (( VI 8, 21, 31. Εξέφρασα αυτήν την άποψη στον τίτλο ενός ιταλικού βιβλίου μου για τον Πλωτίνο: PLOTINO. Un cammino di liberazione verso l’ interiorita, lo Spirito e l’ Uno. Introduzione di Giovanni Reale, traduzione di Enrico Peroli, Milano 1993 )), και η ένωση μαζί του, η πιο έντονη φιλοσοφική και θρησκευτική πράξη ταυτόχρονα. Η φιλοσοφία είναι άρα κάθε τι άλλο από μιαν τυπική απλώς άσκηση ή επιδεξιότητα, τίποτα που θα αφορούσε και θα διαμόρφωνε μόνον τη διάνοια. Απαιτεί μάλλον ολόκληρον τον άνθρωπο: τόσο στη θεωρητική του ικανότητα, όσο και στον αυθόρμητο σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της πράξης του, καθώς και στη συνειδητή και υποχρεωτική του κίνηση προς τον ύψιστο σκοπό του, ο οποίος τον περιλαμβάνει, υπερβαίνοντάς τον εντούτοις πάντα. Η συγκέντρωση της σκέψης στον εαυτό της, και στην ίδια της έτσι την αιτία, η συγκέντρωση λοιπόν της συνειδητής ζωής στο θεμελιακό κέντρο της Μιας Αρχής, συνιστά τη βασική μορφή της φιλοσοφικής ζωής. Αν απαιτή μιαν «ζωή σύμφωνη με το πνεύμα» ο Αριστοτέλης, έτσι απαιτεί και μιαν «ζωή σύμφωνη με το Ένα» ο Πλωτίνος. Η φιλοσοφία, ως αυξανόμενη ταύτιση με το Ένα ως την ίδια της την αιτία και πηγή, έγινε στον Πλωτίνο, με μιαν εμφαντικήν έννοια, τρόπος ζωής.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου