Συνέχεια από Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου 2011
Enrico Berti
ΙΙΙ) Το πέρασμα από την ύπαρξη μιας αιωνίου ουσίας σε κίνηση, στην ύπαρξη μιας ακινήτου ουσίας, η δεύτερη φάση δηλαδή της αριστοτελικής αποδείξεως, ακουμπάει συνήθως στην σιωπηλή προϋπόθεση της θεωρίας της ετερονομίας της κινήσεως, η οποία αποδεικνύεται από τον Αριστοτέλη στο τελευταίο βιβλίο της Φυσικής, σύμφωνα με την οποία αυτό που κινείται, κινείται από άλλο. Ας δούμε όμως σε ποιο βαθμό μια τέτοια ερμηνεία είναι δικαιολογημένη. Το κείμενο λέει: «αλλά εάν θα υπήρχε ένα ον που θα είχε ικανότητα κινητική ή ποιητική (κινήσεως) και παρ’ όλα αυτά δεν εξασκούσε την ενέργεια της ικανότητός του (μη ενεργούν), δεν θα υπήρχε κίνηση. Διότι μόνον αυτό που διαθέτει μια εν δυνάμει ικανότητα, μπορεί να μην την εξασκήσει εν ενεργεία» (Μεταφ. ΧΙΙ 6, 1071b, 12-14). Σ’ αυτόν τον λόγο ακολουθεί αμέσως μια αρνητική κρίση γύρω από την χρησιμότητα των ιδεών και των άλλων αιωνίων ουσιών τις οποίες αποδέχονται οι πλατωνιστές για να εξηγήσουν την κίνηση: προκειμένου να εξηγηθεί δηλώνει ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνοντας την έννοια που ήδη έχει εκφραστεί, είναι αναγκαίο να δεχθούμε μια αρχή ικανή μεταβολής (τις δυναμένη αρχή μεταβάλλειν) και είναι επιπλέον αναγκαίο αυτή η αρχή να ασκεί ενεργεία την ικανότητά της (Μεταφ. ΧΙΙ 6, 1071b, 14-17).
Να παραδεχθούμε πως σ’ αυτές τις γραμμές προϋποτίθεται η θεωρία της ετερονομίας της κινήσεως, δηλαδή η «αρχή της αιτιότητος», εκφρασμένη ως εξής: «ο,τιδήποτε κινείται, κινείται από άλλο» σημαίνει να δεχθούμε πως ο Αριστοτέλης αποδίδει την κίνηση στην οποία υπόκειται η αιώνια ουσία, της οποίας την ύπαρξη είχε μόλις αποδείξει, σε μια ενέργεια μιας ουσίας διαφορετικής από αυτή. Όμως, μια ουσία διαφορετική από εκείνη που κινείται αιωνίως δεν μπορεί παρά να είναι μια ακίνητη ουσία: η αιωνιότης της κινήσεως λοιπόν, όπως είδαμε και πιο πάνω, υφίσταται μόνον εάν υπολογισθεί η κίνηση στην ολότητά της. Έτσι λοιπόν μια διαφορετική ουσία από εκείνη η οποία υπόκειται σε μια τέτοια κίνηση δεν μπορεί παρά να είναι μια ουσία η οποία αποσπάστηκε από οποιαδήποτε μορφή κινήσεως, δηλαδή μια ακίνητη ουσία. Αλλά εάν ο Αριστοτέλης προϋπόθετε πως η κίνηση παράγεται από μια ακίνητη ουσία, θα είχε ήδη προϋποθέσει αυτό που θέλει να αποδείξει.
Αντιθέτως αυτός βαδίζει με αναβαθμούς. Μέχρι στιγμής απέδειξε την ύπαρξη μιας αιώνιας ουσίας, η οποία, όπως είδαμε και πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να είναι το υποκείμενο της αιωνίου κινήσεως. Τώρα όμως συγκρίνει αυτό το πρώτο αποτέλεσμα με την θέση των πλατωνιστών, οι οποίοι δέχονται επίσης την ύπαρξη αιώνιων ουσιών, τις ιδέες και τα μαθηματικά όντα. Από την σύγκριση προκύπτει πως για να εξηγηθεί η κίνηση, δεν φτάνει να δεχθούμε μόνον μια αιώνια ουσία, αλλά πρέπει να αποδεχθούμε μια αιώνια ουσία η οποία θα διαθέτει την ικανότητα της κινήσεως, που θα είναι δηλαδή μια κινητική αιτία ή ποιητική και η οποία εξασκεί ενεργεία αυτή την ικανότητά της. Χωρίς να θέλουμε να κρίνουμε τώρα εάν οι πλατωνικές ιδέες έχουν τέτοιες προϋποθέσεις, ας σημειώσουμε πως αυτές δεν εμπλέκουν καθόλου την ακινησία και επομένως θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στην αιώνια ουσία της οποίας ο Αριστοτέλης έχει ήδη αποδείξει την ύπαρξή της. Οπωσδήποτε, εάν δεχθούμε πως η αρχή που είναι ικανή να κινήσει και να ασκήσει ενεργεία μια τέτοια ικανότητα είναι η ουσία η αιωνίως κινούμενη, συμπεραίνεται πως αυτή είναι αυτοκινούμενη, όπως η ψυχή για την οποία μιλά ο Πλάτων στους Νόμους (Νόμοι Χ, 893-899). Αντιθέτως ο Αριστοτέλης όπως είναι γνωστό αρνείται πως η πηγή της κοσμικής κινήσεως είναι μια αυτοκίνητη ουσία. Όμως αυτή η άρνηση είναι η συνέπεια μιας αποδείξεως και μέχρις ότου ολοκληρωθεί αυτή η απόδειξη, όπως είναι η περίπτωση του χωρίου που εξετάζουμε, δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί.
Στα χωρία που εξετάσαμε μέχρι στιγμής, ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο που μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη ο λόγος του στην αιώνια ουσία σε κίνηση και δεν προϋποθέτει καθόλου την ετερονομία της κινήσεως, ούτε την αρχή της αιτιότητος, η οποία σημαίνει πάντοτε πως η αιτία της κινήσεως πρέπει να είναι διαφορετική από αυτό που κινείται. Η προϋπόθεση που τηρείται αντιθέτως είναι άλλη: δηλαδή δεν εννοεί πως η κίνηση εμπλέκει μια αιτία διαφορετική από αυτό που κινείται, αλλά απλώς πως η κίνηση απαιτεί μια αιτία (κινητική ή ποιητική), χωρίς να ξεκαθαρίζει αν μια τέτοια αιτία είναι το ίδιο το πράγμα που κινείται, ή είναι ένα άλλο πράγμα. [Την ανάγκη μιας «κινητικής αιτίας» της κινήσεως την φανέρωσε ο Αριστοτέλης στο πρώτο μέρος του βιβλίου ΧΙΙ, δηλ. 4, 1070b 22-35. Είναι το πρώτο από τα δόγματα ή η πρώτη θεωρία, η οποία μαζί με το πρωτείο της ουσίας, θα χρησιμοποιηθούν στην απόδειξη της αναγκαιότητος μιας καθαρής ενέργειας]. Αυτό όμως που αποδεικνύει είναι πως μια τέτοια ουσία, για να είναι επαρκής, πρέπει να ασκήσει ενεργεία την ικανότητά της για κίνηση, να κινεί.
Επανεξετάζοντας όμως, η βεβαίωση πως η κίνηση απαιτεί μια αιτία δεν είναι μια αληθινή προϋπόθεση, δηλαδή κάτι αδικαιολόγητο, που έχει την ανάγκη αποδείξεως, όπως η βεβαίωση της ετερονομίας της κινήσεως. Διότι είναι η έκφραση της ίδιας της ουσίας της φιλοσοφίας, και σαν τέτοια είναι μια αληθινή «αρχή», αληθινή «αρχή της αιτιότητος». Η φιλοσοφία πράγματι ορίζεται, στο 1ο βιβλίο της Μεταφυσικής, σαν έρευνα μιας αιτίας, ενός Γιατί (δια τί), Μεταφ. Ι, 1-2, και ένας τέτοιος ορισμός δεν συζητείται, διότι όποιος θα το έκανε, θα ασκούσε μια μορφή έρευνας και στην πραγματικότητα θα την πιστοποιούσε. Η πεποίθηση πως η κίνηση πρέπει να έχει μια αιτία, εις εαυτή ή σε άλλο, δεν είναι μια θεωρία που έχει ανάγκη αποδείξεως, αλλά είναι απόδειξη η ίδια η ενέργεια της ερωτήσεως, δηλαδή η ουσία η αναντίρρητη της φιλοσοφίας.
Ανακεφαλαιώνοντας τα αποτελέσματα που κατακτήσαμε μέχρι στιγμής μπορούμε να πούμε πως ο Αριστοτέλης απέδειξε την ύπαρξη μιας αιώνιας ουσίας σε κίνηση και την αναγκαιότητα αυτής της κινήσεως να διαθέτει μια κατάλληλη αιτία, , δηλαδή ικανής να κινήσει και να ασκήσει πραγματικώς μια τέτοια ικανότητα. Εντελώς υποθετικά και πρόχειρα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μια τέτοια αιτία θα ήταν η ίδια ουσία σε αιώνια κίνηση, η οποία σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν μισοκινούμενη, διότι τίποτε μέχρι στιγμής δεν μας υποχρεώνει να αποκλείσουμε μια τέτοια υπόθεση, και από το άλλο μέρος η μοναδική ουσία για την οποία μιλήσαμε είναι ακριβώς η ουσία σε κίνηση.
Μόνο που ο Αριστοτέλης, αμέσως στο επόμενο χωρίο ανασκευάζει μια τέτοια υπόθεση. Δηλώνει: «Επιπλέον και η αρχή αυτή δεν θα ήταν αρκετά ικανή εάν η αρχή η ικανή να παράγει μεταβολή, ασκούσε την ικανότητά της ενεργεία, αλλά η ουσία της ήταν η δύναμις, το δυνάμει. Δεν θα υπήρχε αιώνια κίνηση, καθότι αυτό που είναι δυνάμει μπορεί να μην είναι ενεργεία. Πρέπει να υπάρχει λοιπόν μια τέτοια αρχή που η ουσία της να είναι ενεργεία»(Μεταφ. ΧΙΙ 6, 1071b, 18-20). Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά το καθοριστικό συμπέρασμα, δηλαδή η ακινησία της ουσίας που είναι αιτία της κινήσεως και επομένως η ετερότης της σε σχέση με την ουσία η οποία κινείται αιωνίως. Μόνον εδώ λοιπόν, θεμελιώνεται η θεωρία της ετερονομίας της κινήσεως. Διότι εάν η κίνηση είναι αιώνια, δηλαδή ακατάπαυστη, η αιτία της θα πρέπει να είναι ακατάπαυστα σε ενέργεια, διότι, εάν για κάποια στιγμή έπαυε να ενεργεί, θα σταματούσε και η ίδια η κίνηση, πράγμα που είναι αδύνατον. Εάν πρέπει να είναι ακατάπαυστα ενεργός, πρέπει να είναι όλη ενέργεια, διότι εάν ήταν σε κάποιο μέρος δυνάμει, για κείνο το μέρος θα μπορούσε να μην ενεργήσει. Εάν, τέλος, πρέπει να είναι ολόκληρη ενέργεια, δεν μπορεί να είναι παρά ακίνητη. Η κίνηση είναι πάντοτε η ενέργεια μια δυνάμεως και όπου δεν υπάρχει καθόλου δύναμις, δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση. Έτσι λοιπόν η αιτία της αιωνίου κινήσεως είναι μια ουσία όχι μόνον αΐδια και αιώνια αλλά και ακίνητη, και γι’ αυτό διακεκριμένη από την ουσία που αιωνίως κινείται.
Αυτό το συμπέρασμα το απέδειξε ο Αριστοτέλης μέσω της ανασκευής της υποθέσεως που δοκιμάστηκε στην αρχή της δευτέρας φάσεως, ότι δηλαδή η αιτία της κινήσεως μπορούσε να είναι η ίδια η ουσία η οποία κινείται αιωνίως. Το νόημα της εκφράσεως «επιπλέον και η αρχή αυτή δεν θα ήταν αρκετά ικανή εάν η αρχή η ικανή να παράγει μεταβολή, ασκούσε την ικανότητά της ενεργεία, αλλά η ουσία της ήταν η δύναμις», είναι το ακόλουθο: ας δεχθούμε σαν υπόθεση πως η αιτία της κινήσεως είναι η ουσία η οποία αιωνίως κινείται, η οποία, καθότι κινείται, περνά από το δυνάμει στο ενεργεία και έχει επομένως σαν ουσία της την δύναμη. Αυτή η ουσία, εντελώς διαφορετικά από τις πλατωνικές ιδέες, έχει την ικανότητα της κινήσεως και την εξασκεί ενεργεία, δηλαδή διαθέτει τα δύο πρώτα ζητούμενα που είναι ικανά να εξηγήσουν την κίνηση, με την έννοια ακριβώς, πως κινείται. Παρ’ όλα αυτά αυτό δεν είναι αρκετά, διότι, καθώς είναι και εν δυνάμει, αυτή η ουσία δεν μπορεί να ασκήσει συνεχώς την ικανότητά της για κίνηση και επομένως δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια αιώνια κίνηση.
Το γεγονός πως ο Αριστοτέλης αποδεικνύει την ετερονομία της κινήσεως μέσω της ανασκευής της αντίθετης υποθέσεως, δηλαδή της αυτονομίας της, σημαίνει πως μια τέτοια θεωρία δεν παρουσιάζεται απ’ αυτόν σαν μια αρχή, δηλαδή σαν μια άμεση αλήθεια, αλλά αποδεικνύεται και μάλιστα με διαλεκτικό τρόπο, δηλαδή μέσω μιας ανασκευής (ελεγκτικώς). Την ίδια διαδικασία ακολουθεί εξάλλου και ο Ακινάτης στην «πρώτη οδό», όπου αποδεικνύει πως αυτό που κινείται, κινείται από άλλο, μέσω της ανασκευής της υποθέσεως πως κινείται αφ’ εαυτού. Η διαφορά ανάμεσα στην Αριστοτελική απόδειξη και του Ακινάτη βρίσκεται στο γεγονός πως ο Ακινάτης πρώτα ανακοινώνει την ετερονομία της κινήσεως και μετά την αποδεικνύει, ενώ ο Αριστοτέλης την αποδεικνύει μόνον. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως έχουμε να κάνουμε με μια διαλεκτική απόδειξη.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
3 σχόλια:
Έχει και επόμενες αναρτήσεις το παρόν θέμα ή το χεις σταματήσει αμέθυστε;
Εχει φίλε αλλά χαθήκαμε στο ξεκαθάρισμα τής νέας οντολογίας. Τώρα πού μάς τό θύμησες θά τό συνεχίσω.
Να σαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου