Συνέχεια από Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013
Αντανακλάσεις της ψυχής
Εάν επιχειρήσουμε να φωτίσουμε λίγο από
ψυχολογική άποψη το παραπάνω σύντομο σχεδιάγραμμα της ανάπτυξης των θεωριών για
τους δαίμονες, έχουμε μπροστά μας μια σύνθετη εικόνα. Από την μια μεριά, οι
δαίμονες χαρακτηρίζονται αναμφισβήτητα σαν αρχετυπικές δυνάμεις· από την άλλη,
η διάκριση που έγινε στην ύστερη αρχαιότητα ανάμεσα στα δαιμονικά ενδιάμεσα
όντα και τους ανώτερους θεούς που είναι απομακρυσμένοι από τους ανθρώπους έφερε
μαζί της κάτι σαν επισκίαση της αρχετυπικής εικόνας. Γίνεται αμέσως φανερό ότι το
ενστικτώδες και συγκινησιακό στοιχείο των αρχετύπων έχει πλησιάσει περισσότερο
τους ανθρώπους, ενώ το πνευματικό στοιχείο – οι «θεοί», που μοιάζουν
περισσότερο με τις πλατωνικές ιδέες – παραμένει σε κατάσταση προβολής στον
υπερ-κοσμικό «μεταφυσικό» χώρο. Είχε εγερθή η υποψία ότι οι «δαίμονες» είχαν
κάποια σχέση με τις ψυχικές καταστάσεις των ανθρώπων. Αλλά οι θεοί, οι ιδέες
και οι μαθηματικές δομές γίνονταν αντιληπτά σαν καθαρά εξωανθρώπινα·
κατοικούσαν στο Υπερπέραν μέσα σε αιώνια γαλήνη. Αυτό αντιστοιχεί στο
ψυχολογικό γεγονός ότι «ένα αρχέτυπο στην ήρεμη κατάσταση της μη προβολής δεν
έχει επακριβώς καθορισμένη μορφή, αλλά είναι μια ακαθόριστη δομή που μπορεί να
πάρη ορισμένες μορφές μόνο σαν προβολή» Οι δαίμονες, επομένως, είναι
αρχετυπικοί σχηματισμοί που εμφανίζονται στο πεδίο των ανθρώπινων προβολών.
Αντανακλάσεις της ψυχής
Marie–Louise von Franz
Ακόμη και κατά την χριστιανική εποχή οι
αντιλήψεις για τους δαίμονες δεν άλλαξαν ουσιαστικά· οι διάβολοι, όταν
προσελκύονται από την ανηθικότητα, μπορούν να κυριέψουν έναν άνθρωπο. Από την
άλλη, ο Χριστός, η αντίθετη δύναμη, είναι κάτι αντικειμενικά μεταφυσικό, εκτός
από την περίπτωση μερικών μυστικών που είχαν μια άμεση εμπειρία της
πραγματικότητας του «εσωτερικού Χριστού». Το γεγονός ότι τουλάχιστον οι
δαίμονες θεωρούνταν σαν κάτι εν μέρει «ψυχικό» σήμαινε ότι τα αρχέτυπα του
συλλογικού ασυνειδήτου είχαν αρχίσει να πιέζουν για να αναδυθούν στην
υποκειμενικά βιωμένη ψυχή του ατομικού ανθρώπου· κάτω όμως από αυτήν την κορυφή
που αναδύεται έχουν μια βάση που βρίσκεται βαθειά μέσα στο συλλογικό
ασυνείδητο, και φθάνει μέχρι κάτω στον χώρο της μεταψυχικής πραγματικότητας.
Στο παρακάτω διάγραμμα, οι ιστορικές
αντιλήψεις είναι στα αριστερά και τα ψυχολογικά τους αντίστοιχα στα δεξιά:
Μόνο στο επίπεδο της εγωικής συνείδησης ένα άτομο είναι πλήρως υπεύθυνο
για ό,τι κάνει. Ο έλεγχος του εγώ αρχίζει να εξασθενίζη στο πεδίο των
«προσωπικών μειονεξιών συμπλεγματικής αιτίας»· αλλά η χριστιανική ηθική απαιτεί
ατομική ηθική ευθύνη ακόμη και σε αυτό το πεδίο. Αυτό που βρίσκεται πίσω και
έξω από αυτήν την περιοχή βρίσκεται επίσης σε μεγάλο βαθμό έξω από τον
συνειδητό έλεγχο, έτσι ώστε η αφομοίωση – δηλαδή η πρόσληψη αυτών των
περιεχομένων στην συνειδητή προσωπικότητα – κατά κανόνα δεν είναι πλέον δυνατή.
Ο Jung πρόσφερε μια σπουδαία υπηρεσία, πάντως,
δείχνοντας ότι είναι δυνατόν να έλθουμε σε σχέση με αυτά τα περιεχόμενα αντί να
τα απωθούμε, εξουδετερώνοντας έτσι τις αρνητικές τους συνέπειες σημαντικά. Αυτό
μπορεί να γίνει με την τεχνική διαλογισμού που ονομάζεται ενεργητική φαντασία.
Με αυτήν την μέθοδο το συνειδητό εγώ επιτρέπει στα ασυνείδητα περιεχόμενα να
μπουν μέσα στο επίπεδο της συνειδητότητας σαν φανταστικές εικόνες, όσο πιο
αντικειμενικά γίνεται, και μετά αρχίζει έναν διάλογο μαζί τους: σαν να ήταν ένα
αυτόνομο πρόσωπο απέναντι του. Μέσω αυτής της συνειδητής και ηθελημένης
προσοχής οι δαίμονες, εάν πρόκειται για δαίμονες, απολαμβάνουν τον σεβασμό ή
την «λατρευτική τιμή» που απαιτούν, και αυτό συμβάλλει στην εξιλέωσή τους. Εάν
οι αντικειμενικοί σκοποί του εγώ συγκρούονται με αυτούς των «δαιμόνων», μπορεί
ένας συμβιβασμός που παίρνει υπόψη τις ανάγκες και των δύο πλευρών, να βρεθή.
Μια ταξινόμηση των ποικίλων μοντέρνων
ψυχοθεραπευτικών μεθόδων ανάλογα με την σχέση τους με τον εξορκισμό ή με τις
προσπάθειες για την επίτευξη αφομοίωσης θα ήταν μια ενδιαφέρουσα άσκηση, αλλά
θα μας απομάκρυνε πολύ από την κύρια γραμμή του ενδιαφέροντός μας. Η
ψυχοφαρμακολογία και ο μπιχεβιορισμός, πάντως, είναι καθαρά «εξορκιστικού»
χαρακτήρα· η Φροϋδιανή ανάλυση, όπως και η ομαδική θεραπεία, βρίσκονται πιο
κοντά στο «καθαρτικό» στοιχείο όσον αφορά την «τιμή» προς τους δαίμονες. Από
όσο γνωρίζω, η Γιουγκιανή σχολή είναι η πιο σαφής στην υποστήριξη της
αφομοίωσης μέσω της ενόρασης.
Η αφομοίωση, όμως, των ασυνείδητων
περιεχομένων με την ενεργητική φαντασία φαίνεται να λειτουργή μόνο όταν
πρόκειται για τους κατώτερους δαίμονες, τους «μικρούς διαβόλους» που σχηματίζουν
την προσωπική «σκιά», αλλά όχι όταν πρόκειται για την α ρ χ ή
του κακού (το αρχέτυπο του κακού). Ο Jung τονίζει
ιδιαίτερα αυτό το σημείο: «…είναι κάτι που βρίσκεται εντελώς μέσα στα όρια του
δυνατού να αναγνωρίση ένας άνθρωπος το σχετικό κακό της φύσης του, αλλά είναι
μια σπάνια και συντριπτική εμπειρία να κοιτάξη στο πρόσωπο το απόλυτο κακό». Ο Jung υπαινίσσεται την α ρ χ ε τ υ π
ι κ ή πλευρά του κακού, την σκοτεινή όψη
της εικόνας του Θεού ή του Ταυτού, που το απροσμέτρητο βάθος της ξεπερνάει κατά
πολύ το κακό της ανθρώπινης σκιάς. Α υ τ ή
η εσωτερική δύναμη, όπως όλες οι αρχετυπικές δυνάμεις του ασυνειδήτου,
δεν μπορεί να αφομοιωθή από το εγώ. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Jung απέκρουσε με τόση οξύτητα στο έργο του «Αιών» το θεολογικό δόγμα της privation boni (στέρησης του καλού – Σ.τ.Μ.: η θεωρία
ότι το κακό δεν υπάρχει καθεαυτό, αλλά είναι απλώς έλλειψη του καλού), της μη
ουσιαστικής ύπαρξης του κακού. Εάν το κακό δεν είναι ένα μέρος της εικόνας του
Θεού, γίνεται το φορτίο της ανθρώπινης ψυχής, πράγμα που σημαίνει μια υπέρβαση
των ανθρωπίνων ορίων. «Εάν», γράφει ο Jung, «αυτή η
εξαιρετική δύναμη του κακού αποδοθή στην ψυχή, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι
μόνο μια αρνητική διόγκωση – δηλαδή μια δαιμονική αξίωση για δύναμη από την
πλευρά του ασυνειδήτου, που το κάνει ακόμη πιο τρομερό». Αυτό σημαίνει την
κατοχή από το απόλυτο κακό, όπως έχει προβλεφθή για τους Χριστιανούς,
παραδείγματος χάριν, στην έλευση του Αντιχρίστου, και όπως την γνωρίζουμε
σήμερα, μέρα με την ημέρα, στην απίστευτη σκληρότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Πίσω από αυτό το φαινόμενο βρίσκεται, στην πραγματικότητα, μια ενεργοποίηση της
σκοτεινής όψης της εικόνας του Θεού που, στην περίπτωση ορισμένων αδύναμων
ατόμων, μπορεί να οδηγήση σε μια καταστροφική αποσύνθεση των συστατικών της
ψυχής, στον πανικό, ή σε κάποιο άλλο ανεξέλεγκτο, επομένως μοιραίο, συναίσθημα.
Η έδρα και το κέντρο τέτοιων καταστρεπτικών συναισθημάτων, που υπάρχουν δυνάμει
σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, είναι το Ταυτό, ένα εσωτερικό κέντρο από το οποίο
μπορούν να προέλθουν τα μεγαλύτερα δημιουργικά και τα χειρότερα καταστρεπτικά
αποτελέσματα. Το γεγονός ότι και η κόλαση και η λύτρωση είναι όψεις ακριβώς της
θεϊκής εικόνας, είναι, όπως λέει ο Jung «συντριπτικό».
Αλλά το ίδιο σημειώνεται και από τον Meister Eckhart όταν λέει ότι, επιστρέφοντας στον αληθινό εαυτό του, μπαίνει σε μια
άβυσσο «βαθύτερη από την ίδια την κόλαση». Συνενώνει σε ένα τις πιο ενδόμυχες
σκέψεις, τον Θεό και την κόλαση. Αυτό, όμως σχολιάζει ο Jung, «βασίζεται επάνω στην εμπειρία ότι το ανώτερο και το κατώτερο
προέρχονται και τα δύο από τα βάθη της ψυχής, και είτε κάνουν το εύθραυστο
σκάφος της συνείδησης να ναυαγήση είτε το φέρνουν στο λιμάνι, με λίγη ή καθόλου
βοήθεια από εμάς».
Σύμφωνα με τον Ιησουίτη Picinellus, η καταστρεπτική πλευρά του εσωτερικού κόσμου βρίσκεται στην γλώσσα
(επιστολή Ιακώβου 3, 6 : «και η γλώσσα πυρ εστι, ο κόσμος της αδικίας»). Όπως
είδαμε, οι αρνητικές προβολές προκαλούν κυρίως πικραμένα ή οργισμένα λόγια που
χτυπούν τους άλλους σαν βέλη· η γλώσσα είναι το όργανο του ψέμματος και της
συκοφαντίας – και χρησιμοποιείται όχι μόνο για τέτοιες κακόβουλες επιθέσεις,
αλλά και για κάθε δυνατή ιδεαλιστική διανοητική ανοησία, που εξαπλώνεται
ακριβώς με σλόγκαν όπως «ευημερία», «ύπαρξη», «ασφάλεια», «ειρήνη ανάμεσα στους
λαούς του κόσμου», και όλα τα υπόλοιπα. Το κακό συχνά κρύβεται πίσω από τον
ιδεαλισμό – και πίσω από τους –ισμούς γενικά,, που είναι τις περισσότερες φορές
απλώς ετικέτες που καλύπτουν έναν πολύ αντιπνευματικό δογματισμό. Σε τέτοιες
περιπτώσεις κάποιος «γνωρίζει» τί είναι σωστό και τί καλό για τους άλλους
ανθρώπους, και γενικά για την ανθρωπότητα. Αυτό είναι η αρχή του τέλους, της
παρακμής. Οι διανοούμενοι δάσκαλοι του Κρεμλίνου είναι ένα κλασικό παράδειγμα.
Οι κίνδυνοι που απειλούν κάποιον όταν παίρνη αυτόν τον δρόμο είναι πολύ
μεγάλοι. Αρχίζουν με το ψέμμα, δηλαδή με την προβολή της σκιάς. Περισσότεροι
άνθρωποι βασανίζονται και σκοτώνονται στο όνομα όλων αυτών των –ισμών από όσους
πεθαίνουν εξ αιτίας των δυνάμεων της φύσης. Πίσω από τέτοιους –ισμούς βρίσκονται
οι προβολές του δικού μας εσωτερικού ασυνειδητοποίητου προβλήματος των
αντιθέτων. Η διάκριση, όμως, α υ τ ο
ύ του προβλήματος φαίνεται μέχρι στιγμής
αδύνατη για πολλούς ανθρώπους.
Με την βοήθεια του υλικού που αναφέραμε
είδαμε ότι οι δαίμονες μπορούν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, να εννοηθούν σαν
προβολές ασυνείδητων αυτόνομων συμπλεγμάτων, αλλά ότι υπάρχουν καθορισμένα όρια
στην δυνατότητα αμφισβήτησής τους. Όπου εμφανίζονται σε αρχετυπικές μορφές,
μόνο τα π ε ρε χ ό μ ε ν ά τους μπορούν (και πρέπει!) να αφομοιωθούν –
δηλαδή, ό,τι μπορεί να γίνη κατανοητό στις συμβολικές εικόνες από το υποκείμενο
που τις βιώνει – αλλά όχι η ίδια η αρχετυπική δομή. Με αυτή την δομή μπορεί
κανείς να σχετισθή μόνο, όπως πάντα, «θρησκευτικά», παίρνοντάς την προσεκτικά υπ’
όψη όσο ζη, και απονέμοντάς της τιμητικό σεβασμό.
6. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Α. Η Ψυχή και ο Έρως στον Απουλήιο
Στους πρωτόγονους λαούς, όπως
επίσης και στους πολιτισμούς της ύστερης αρχαιότητας, όπως είδαμε, δεν
θεωρούνταν όλοι οι δαίμονες κακοί· το εάν θα ασκούσαν καλή ή κακοποιά επίδραση
επάνω στους ανθρώπους εξαρτιόταν κατά ένα μεγάλο βαθμό, αν όχι ολοκληρωτικά,
από την στάση και την συμπεριφορά των ίδιων των ανθρώπων. Μόνο με την αρχή της
εμφάνισης του Χριστιανισμού άρχισε να εξαπλώνεται η ιδέα, που ήρθε μέσω της
Ανατολής, ότι υπάρχουν καθαρά καταστρεπτικά πνεύματα (για παράδειγμα στον
Πλούταρχο). Αλλά η πλειοψηφία των δ α ι
μ ό ν ω ν (daimons) είναι απλά ένα κομμάτι της φύσης, τόσο καλό ή κακό όσο
τα ίδια τα ανθρώπινα όντα. Σε αυτά που ακολουθούν, επομένως, ονομάζω τα καλά
είτε κακά πνεύματα δαίμονες (daimons) και
τα καθαρά κακής φύσης «δέμονες» (demons).
Η οξύτερη ηθική διάκριση που
έφερε ο Χριστιανισμός ανάμεσα στα καλά πνεύματα και τα κακά πνεύματα δείχνει
από ψυχολογική άποψη μια αυξανόμενη συνειδητότητα αυτού που ο Jung ονομάζει σκιά: όλες εκείνες οι
ζωώδεις ή και αλλοιωτικής μορφής κατώτερες όψεις της συνειδητής προσωπικότητας
που τείνουν να συμπυκνωθούν σε μια εχθρική εικόνα και που αδίστακτα
προβάλλονται σε πρόσωπα του περιβάλλοντος. Αυτή η προσωπική εχθρική εικόνα,
πάντως, μπορεί να αναγνωρισθή χωρίς πολλή δυσκολία, εάν υπάρχει λίγη
αυτοκριτική· εάν κάνη κανείς τον κόπο μπορεί να πιάση τον εαυτό του «επ’
αυτοφόρω» να κάνη ή να λέη ακριβώς εκείνο το πράγμα που αντιπαθεί περισσότερο
στο άλλο πρόσωπο. Η σκιά αποτελείται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από οκνηρία,
απληστία, φθόνο, ζήλεια, επιθυμία για επιβολή, επιθετικότητα και παρόμοια
«βασανιστικά πνεύματα».
Ανάμεσα στους δαίμονες της
αρχαιότητας, πάντως, ο Πλάτωνας ανέφερε επίσης μερικούς που είναι οι «μεγάλοι
δαίμονες», όπως ο θεός Έρως και η θεά Ψυχή. Ερμηνευόμενοι ψυχολογικά αυτοί οι
«μεγάλοι δαίμονες» είναι εκείνα τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου που ο Jung ονόμασε anima και animus, και
που τα περιέγραψε σαν τ ο υ ς πραγματικούς παράγοντες μέσα στην ψυχή που
δημιουργούν την προβολή. Χρησιμοποίησε την λέξη anima, όπως γνωρίζουμε, για να δείξει την θηλυκή πλευρά της
ψυχής ενός άνδρα, που πρώτα ενσαρκώνεται στην εικόνα της μητέρας, και
ανανεώνεται στην εικόνα της αγαπημένης ή της συζύγου. Α υ τ ή ε ί ν α ι
κ α τ’ ε ξ ο χ ή ν ο πυρήνας της ασυνείδητης ψυχής ενός άνδρα
που «υφαίνει την μοίρα», γι’ αυτό στην Ανατολή ονομάζεται Maya – υφάντρια του κόσμου ή η χορεύτρια
που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αληθινού κόσμου. Εκείνες οι προβολές που
δημιουργούνται όχι από την σκιά αλλά από
α υ τ ο ν τον παράγοντα είναι
πολύ πιο δύσκολο να αναγνωρισθούν· χωρίς μια στενή και ζωντανή σχέση με έναν
σύντροφο του αντίθετου φύλου σχεδόν ποτέ κανείς δεν βρίσκει την άκρη. Είναι
πραγματικά η δύναμη που βρίσκεται πίσω από όλες τις εμπλοκές στον ερωτικό τομέα
και πίσω από τις περισσότερες συγκρούσεις στον χώρο του γάμου. Η anima εμφανίζεται σαν ένα εξωλογικό είδος
παρόρμησης ή διάθεσης, η οποία για τον άνδρα είναι εντελώς ασυνείδητη, ή σαν
ένα κίνητρο ζωής που τον οδηγεί προς αυτήν την γυναίκα και όχι σε εκείνη και
τον κατευθύνει προς αυτόν τον τρόπο ζωής και όχι εκείνον, που κάνει τα
αισθήματά του θερμά και γεμάτα από την χαρά της ζωής (joie de vivre), ή κρύα
και αδιάφορα, που τον γεμίζει με ενθουσιασμό ή ξαφνικές μεταπτώσεις, τον
παραπλανά με το πάθος και την «αμαρτία», και ακόμη τελικά του φέρνει ένα
ξύπνημα του εαυτού του.
Μια από τις πρώτες περιγραφές
του τρόπου με τον οποίο ένας άνδρας μπορεί να οδηγηθή μέσα από το χάος και τις
εμπλοκές της ζωής που προκαλούνται από την anima του, για να ξυπνήση, τελικά, στην εσωτερική
συνειδητοποίηση αυτού του μεγαλύτερου από όλους τους «δαίμονες», δίνεται στο
έργο «Μεταμορφώσεις, ή ο Χρυσός Γάιδαρος» του Απουλήιου από τα Μάδαρα, που
έγραψε κατά την ύστερη αρχαιότητα και που η θεωρία του για τους δέμονες (demons) αναφέρθηκε πιο πάνω. φιλόσοφος και
δάσκαλος της ρητορικής που μεγάλωσε στην βόρεια Αφρική, ο Απουλήιος ήταν ένας
διανοούμενος προσανατολισμένος προς τον νέο-πλατωνισμό. Μεγάλος θαυμαστής του
Πλούταρχου, ενδιαφέρθηκε για τα αποκρυφιστικά φαινόμενα. Επειδή διηγείται την
ιστορία του με ένα ελαφρό και επιτηδευμένα κομψό ύφος, όπως ήταν η μόδα εκείνης
της εποχής, δεν τον πήραν πάντοτε στα σοβαρά. Αυτό, όμως, είναι άδικο. Κατά την
γνώμη μου. Ο Karl Kerényi και ιδιαίτερα ο Reinhold Merkelbach έχουν δίκιο να θεωρούν την
μεταστροφή του ήρωα στο τέλος της ιστορίας σαν σοβαρή και αυθεντική, και να
υποδεικνύουν τα νήματα που οδηγούν σε αυτήν την κατάληξη. Συγκεκριμένα
σημειώνουν ότι η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής που υπάρχει μέσα στο
μυθιστόρημα, αναφέρεται με καλυμμένη αλληγορία στην λατρεία της Ίσιδας, στην
οποία, στο τέλος του βιβλίου, ο ήρωας βρίσκει τον εσωτερικό του σκοπό. Από όσο
ξέρω, πάντως, κανένας δεν έχει μέχρι τώρα σχολιάσει το γεγονός ότι ό λ α
τα μέρη του μυθιστορήματος διασυνδέονται στο ψυχολογικό νόημα, και
ότι ό λ ε ς ο ι δ
ι ά φ ο ρ ε ς ι σ τ ο ρ ί ε ς π ο υ
ε ί ν α ι δ ι ά σ π α ρ τ ε
ς μ έ σ α σ τ η ν
κ ύ ρ ι α δ ι ή γ η σ η σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε τ
η ν τ ε λ ε υ τ α ί α μ ε τ
ο ν ί δ ι ο τ ρ ό π ο
π ο υ τ α ό ν ε ι ρ α ε ν ό ς
α ν θ ρ ώ π ο υ σ χ ε τ ί ζ ο ν τ
α ι μ ε
τ η ν ε ν ε γ ρ η γ ό ρ σ ε ι κ α θ η μ ε ρ ι ν ή ζ ω ή
τ ο υ. Εδώ θα εξετάσουμε μόνο τους ρόλους που παίζουν οι «δαίμονες» Ψυχή
και Έρως (που είναι ταυτόσημοι με την Ίσιδα και τον Όσιρι).
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο
Λούκιος (από το l u x, “φως”), ταξιδεύει επάνω σε ένα άσπρο άλογο, το ζώο του θεού του
ήλιου, προς την Βοιωτία για να μελετήση αποκρυφιστικά φαινόμενα, από απλή
περιέργεια και προφανώς χωρίς την ελάχιστη συγκινησιακή συμμετοχή. Σύντομα
συναντάει δύο άνδρες, ο ένας από τους οποίους του λέει μια ιστορία για έναν
άθλιο γέρο που ονομάζεται Σωκράτης, τον οποίο συλλαμβάνουν δύο μάγισσες, τον
ταπεινώνουν και τελικά τον σκοτώνουν. Το όνομα Σωκράτης δεν έχει διαλεχθή
τυχαία· είναι ένας υπαινιγμός στον μεγάλο φιλόσοφο που έκανε στόχο την
απόλυτη α π ά θ ε ι α -έλλειψη κάθε συγκίνησης και συναισθήματος.
Στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του θρύλου γύρω από τον Σωκράτη ο λαός είχε
περιλάβει σε αυτόν μια σύντροφο, την Ξανθίππη, που συνεχώς τον κυνηγούσε και
του δημιουργούσε σκηνές. Στην δική μας διήγηση η αντισταθμιστική φαντασία
προχωράει ένα βήμα ακόμη. Οι εικόνες των σκοτεινών μαγισσών – οι μητρικές εικόνες
– σκοτώνουν τον Σωκράτη· δηλαδή, ο πλατωνικός φιλόσοφος μέσα στον
Λούκιο-Απουλήιο καταβάλλεται χωρίς να το συνειδητοποιή, επειδή όποτε ένας
άνδρας πλησιάζει στα αποκρυφιστικά φαινόμενα λογικά, αυτά περνούν μέσα του και
αγγίζουν την πρωτόγονη πλευρά του.
Ο Λούκιος, παράξενα μαγεμένος
και αλλοτριωμένος από την βοιωτική ατμόσφαιρα, πηγαίνει τώρα να κατοικήση σε
μια αρχιμάγισσα, την Παμφίλη, (αυτή που «αγαπάει τους πάντες», με την σημασία
της Μεγάλης Πόρνης), και αμέσως αρχίζει να απολαμβάνη τις σεξουαλικές χαρές με
την όμορφη υπηρέτρια την Φωτίδα (από το φως). Αυτή η σχέση, πάντως,
χαρακτηρίζεται από «κρύο» σεξουαλικό πόθο, επειδή το απώτερο κίνητρο του
Λούκιου όταν την επιδιώκη είναι να ανακαλύψη το μυστικό της Παμφίλης. Η Φωτίδα
ασυνείδητα εκδικείται με όλα τα είδη των Φροϋδιανών σφαλμάτων, που βλάπτουν τον
Λούκιο, και τελικά τον μεταμορφώνουν σε γάιδαρο. Σε αυτό το σημείο ξεσπάει η
καταστροφή. Ληστές ορμούν στο σπίτι, και ο Λούκιος, με την μορφή γαϊδάρου και
φορτωμένος με λάφυρα των ληστών πρέπει να συνεχίση τον δρόμο του μαζί τους. Οι
ληστές προσωποποιούν μια κτηνώδη, ωμή σκιώδη πλευρά του Λούκιου που προφανώς
την γνωρίζει ελάχιστα, και στην οποία τώρα θα μείνη αιχμάλωτος για ένα χρονικό
διάστημα. Σε όλη την γραμμή της κύριας διήγησης, ο άτυχος γάιδαρος πέφτει στα
χέρια εγκληματιών, τοκογλύφων, ομοφυλοφίλων, σοδομιτών και σαδιστών, και ο
αναγνώστης τον συνοδεύει στα σκοτεινά βάθη του αρχαίου σκιώδους κόσμου με όλη
την ηθική του ασυνειδησία και την κοινωνική του αθλιότητα. Είναι ένας υπόκοσμος
που ανοίγει και σήμερα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου που ταυτίζεται μόνο με την
διανόηση και τα ψεύτικα ιδανικά της και απωθεί την ανάπτυξη του συναισθήματος
μέσα του. Όπως το βλέπει ο ίδιος, είναι σαν να καταδιώκεται ανεξήγητα από μια
αρνητική μοίρα, σαν να πέφτη συνεχώς πάνω σε ψυχρές και κακές γυναίκες, και σαν
όλο το κακό του κόσμου να είχε βάλη σκοπό να εκμηδενίση όλα τα ιδανικά του.
Στην πράξη μπορεί να το δη κανείς αυτό και από μια άλλη σκοπιά: δηλαδή, αυτού
του είδους ο άνδρας συνεχώς αποτραβιέται από την ζωή μέσα σε κατάθλιψη, μέσα σε
μια ανώτερη και «υψηλή έννοια της δυστυχίας»· σε αυτόν η αρνητική anima γίνεται μια πικρία που είναι εχθρική
προς την ζωή. Η κτηνώδης σκιά – οι ληστές – δεν βιώνεται τότε ούτε
αφομοιώνεται. Ένας τέτοιος άνδρας φαίνεται συνεχώς να πέφτη σε κακοτυχίες. Αλλά
από την πλευρά της ψυχικής πραγματικότητας, έχει πέσει στην κυριαρχία του
αρνητικού μητρικού αρχετύπου – σύμφωνα με την γλώσσα του Απουλήιου, κάτω από
την δύναμη της σκοτεινής Ίσιδας –Νέμεσης, της Ίσιδας με την μορφή ενός
τιμωρητικού, εκδικητικού δαίμονα.
Στο μέσω αυτών των σκοτεινών
αλλαγών της μοίρας, ενώ ο Λούκιος βρίσκεται ακόμα με τους ληστές, μια όμορφη
νέα, η Χαρίτη, απάγεται επίσης και αναγκάζεται να τους ακολουθήση. Για να την
παρηγορήση, η «μητέρα» της ομάδας των ληστών, μια ξεδοντιάρα γριά, της λέει το
περίφημο παραμύθι του Έρωτα και της Ψυχής. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σαν ένα
όνειρο από ένα βαθύτερο αρχετυπικό στρώμα της ψυχής, και μοιάζει σαν μια
σύντομη φωτεινή λάμψη μέσα στην σκοτεινή νύχτα της αθλιότητας και της δυστυχίας.
Ο Λούκιος δεν συλλαμβάνει το νόημά της, αλλά γοητεύεται και κάπως παρηγορείται
από αυτήν. Θα θυμίσω στον αναγνώστη σύντομα τα κύρια σημεία της:
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου