Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (5)

Συνέχεια από Τετάρτη, 20 Αυγούστου 2014 
HANSGEORG  GADAMER 

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES) 

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

          Περιλαμβάνει ωστόσο ακόμα περισσότερα η αληθινή Διαλεκτική. Εξασκεί στο να διατηρηθή π.χ. σταθερά ασύγχυτο αυτό που βλέπει κάποιος μπροστά του ως σωστό, και να μην επιτρέψη να τον απομακρύνη τίποτα απ’ αυτό. Μπορεί να ονομάση λοιπόν και φρόνηση (Phronesis) αυτήν τη διαλεκτική ο Πλάτων, και υπάρχει γι’ αυτό αντικειμενική αιτία: Δεν υφίσταται καμμιά διαθέσιμη γνώση και καμμιά αναφορά σε άλλους στο ερώτημα του Αγαθού. Πρέπει να αναρωτηθή ο ίδιος κανείς εδώ, διαλεγόμενος άρα αναγκαία – με τον εαυτό του ή με άλλους. Γιατί πρέπει να διακρίνης και να προτιμήσης το ένα από το άλλο. Κι όταν χαρακτηρίζη αργότερα ως την τέχνη τής διαίρεσης (Dihairesis) αυτήν τη διάκριση, και την ταυτίζη σχεδόν με τη διαλεκτική ο Πλάτων, εννοεί λιγότερο βέβαια μια μέθοδο, και κυρίως την πρακτική εργασία μ’ αυτό, να διακρίνης σωστά εκεί που απειλείται σε ιδιαίτερο βαθμό και κυοφορείται κιόλας μια σύγχυση   (( Κάτι που προσπάθησα να το καταστήσω ήδη απ’ την εποχή τού κειμένου μου ‘Η διαλεκτική ηθική τού Πλάτωνα’ σαφές )) . Δεν πρόκειται δηλ. ακριβώς για μιαν επιστημονική, με τη λογικήν έννοια της λέξης, μέθοδο. Ενώ αντέτεινε ενάντια στην αποδεικτική αξία τής διαίρεσης δικαίως, πως δεν μας δίνει κάποια λογικώς υποχρεωτικά ‘κλειδιά’ και ο Αριστοτέλης. Πρέπει να γνωρίζη δηλ. από πριν κανείς, σε ποιο γένος (είδος…) ανήκει ένα πράγμα. Δεν είναι λοιπόν στην πραγματικότητα αποδεικτική, με την έννοια της επιστημονικής απόδειξης, που συμπεραίνει υποχρεωτικά κάτι από κάποιες προϋποθέσεις, η διαλεκτική. Προϋποθέτει δε μάλλον μιαν προκαταρκτική οικειότητα (ή: βαθειά γνώση…) τού πράγματος και τη σταθερή σ’ αυτό αναφορά, η διαλεκτική τέχνη τής διάκρισης, κάτι που το είδε σωστά και ο Αριστοτέλης. 
Δεν πρόκειται όμως για κάποιαν αντίρρηση απέναντι στον Πλάτωνα. Μου φαίνεται μάλιστα ως βασική άποψη του Πλάτωνα, ότι είναι παρόμοια (του ιδίου είδους…) η διαλεκτική μιας τέτοιας διακριτικής ικανότητας με εκείνην την ικανότητα ‘λογοδοσίας’ που διέκρινε τον άνθρωπο Σωκράτη, όταν έμενε απαρασάλευτα σταθερός σε κείνο που είχε αναγνωρίσει ως ‘καλό’. Και υπάρχει πραγματικά γνώση (και όχι δόξα – γνώμη…) εκεί, όπου είναι έτοιμος να λογοδοτήση (να εκφέρη λόγο…) απεριόριστα αυτός που γνωρίζει την άγνοιά του. Το κυρίαρχο θέμα τού Σωκράτη είναι βέβαια η αρετή, κάτι το οποίο το γνωρίζει πάντοτε ήδη υπό μίαν ορισμένην έννοια, και πρέπει να το γνωρίζη κανείς. Και για να το πούμε με σύγχρονα λόγια: απαιτεί αυτοσυνειδησία η αρετή, και αποδεικνύει στους συνομιλητές του, ότι τούς λείπει η αυτοσυνειδησία, ο Σωκράτης. Προσέδωσε δε και μια γενικότερην ερμηνεία σ’ αυτό ο Πλάτων: όπου και να πρόκειται δηλ. για μια γνώση, που δεν μπορεί μέσα από καμμιά μάθηση ν’ αποκτηθή, αλλά μόνο με την εξέταση του εαυτού και της γνώσης, που νομίζει κανείς πως έχει, πρόκειται για διαλεκτική. Μπορεί να ξεπεράση κανείς μόνο στον διάλογο (Dialog) – με τον εαυτό του ή με άλλους – τις απλές προκαταλήψεις τών συμβάσεων που κυριαρχούν, και θα μπορέση μόνον όποιος καθοδηγείται πράγματι από μια τέτοια γνώση τού ‘Αγαθού’, να παραμείνη απαρασάλευτα σ’ αυτήν. Χρησιμοποιεί δε διάφορες μεταφορικές εκφράσεις γι’ αυτό ο Πλάτων, όπως όταν λέη για παράδειγμα, ότι «κατοικεί» σ’ αυτόν το Αγαθό ή και «συγγενεύει μαζί του». Δεν επιτρέπει λοιπόν να ξεγελαστή τεχνικά ως προς την αλήθεια ο αληθινός διαλεκτικός, όπως το ‘παθαίνουν’ όμως τα δυστυχισμένα ‘θύματα’ της σωκρατικής αναιρετικής τέχνης, που δεν κατανοούν τον εαυτό τους. Ή και αντίστροφα: Εκεί όπου ξεγελιέται παρ’ όλ’ αυτά κάποτε κάποιος, που μπορεί και εκφέρει λόγο, όπως συμβαίνει και με τον ίδιον περιστασιακά στους πλατωνικούς διαλόγους τον Σωκράτη, μπορεί ωστόσο να ‘επιστρέψη’, και γνωρίζει να αρθρώνη καλύτερα τότε από πριν το θέμα που ‘επιμελείται’ – όπως κατά τη φημισμένη απόκρουση μιας λανθασμένης διατύπωσης του Σωκράτη απ’ τον Πρωταγόρα (350c κ.ε.). 
Κι εκεί που φαίνεται να διαψεύδη, με μια κενή (μάλιστα…) οξύνοια τυπικής διάκρισης, τις αληθινές προθέσεις του και την καλύτερή του γνώση – όπως στον πρώτο του ερωτικό λόγο στον ‘Φαίδρο’ – ο Σωκράτης, θα τον συγκρατήση και θα τον υποχρεώση σ’ έναν δεύτερο και αντίθετο ερωτικό λόγο μια εσωτερική φωνή, που είτε την ονομάζει ‘το δαιμόνιό του’ (Daimonion) είτε όχι – και ο οποίος είναι οτιδήποτε άλλο παρά μια τυφλή πράξη υποταγής με θρησκευτική προέλευση: γιατί σκέπαζε το κεφάλι του, εκφέροντας τον αναληθή έπαινο ο Σωκράτης (Φαίδρ. 257a4), ο οποίος και είναι πάλι στον αντίλογο κατ’ αρχάς ολόκληρος ο εαυτός του. Και είναι αυτός ο αντίλογος που θέτει την εμπειρία τού Έρωτα σε κείνον τον μεγάλο και μακρύν ορίζοντα, με τον οποίον και ερμηνεύει το χάρισμα (Charisma) του δασκάλου του ο Πλάτων. Αποκαλύπτοντας (ο δεύτερος αυτός λόγος…) τις αληθινές διακρίσεις, όπως αυτές αρμόζουν σε κείνον που ξεύρει, ποια μπορεί να είναι η (αληθινή…) γνώση και για τί πράγμα μπορεί (πράγματι…) να ‘λογοδοτήση’: δηλ. στον διαλεκτικό (Dialektiker). Κι αυτό οδηγεί στο να μιλήση με μυθικό τρόπο στον δεύτερό του λόγο ο Σωκράτης. Όχι απλώς δικαιώνοντας ως ένα θεϊκό χάρισμα τη φύση τού Έρωτα, διακρίνοντας δηλ. με την απαραίτητη εδώ διάκριση μεταξύ ‘καλής’ και ‘κακής’ μανίας ή ‘τρέλλας’, που αφορά (οπωσδήποτε…) στην αληθινή αυτοκατανόηση του ανθρώπου μπροστά στην εμπειρία του     Έρωτα· αλλά αποδεικνυόμενος έτσι και ως ένας πραγματικός διαλεκτικός, που αποκαλύπτει με την ίδια τη ‘λογοδοσία’ του και την ουσία ταυτόχρονα της ίδιας της διαλεκτικής: ‘ανέρχεται’ και γίνεται φιλοσοφικό πάθος για το Αληθές το πάθος για το Ωραίο· και θα επανέλθουμε σ’ αυτό.
Πρόκειται λοιπόν για τη δωρική αρμονία Λόγου (Logos) και Έργου (Ergon) στην πλατωνική ‘διαλεκτική’, που συνιστά και το πραγματικό ήθος (Ethos) τής ελεγκτικής (elenktisch) πράξης τού Σωκράτη, όπως το έχω περιγράψει ήδη σε μια σπουδή μου με παρόμοιον τίτλο   (( ‘Logos und Ergon im platonischen Lysis’, Kleine Schriften III, 50 – 63 )) . Και δεν αποτελεί μόνο στους ελεγκτικούς διαλόγους το υπόβαθρο της επιχειρηματολογικής τέχνης τού Σωκράτη (που δεν ικανοποιεί συχνά λογικά) αυτή η αρμονία – ή και η έλλειψή της στους συνομιλητές - , αλλά ‘διαδραματίζει’ και στους επονομαζόμενους διαλεκτικούς διαλόγους τής όψιμης εποχής έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο, απ’ ό,τι έχει γενικώς παρατηρηθή. Θα κατανοήση έτσι κάποιος εντελώς τον ‘Θεαίτητο’, αν αξιολογήση την ‘αισθησιακή’ απάντηση που δίνει στο ερώτημα, τί είναι γνώση, ο Θεαίτητος, με όλην την παραδοξότητα που αποκτά αυτή στο στόμα ενός μεγαλοφυούς μαθηματικού. Αλλά και τη διάκριση του φιλοσόφου απ’ τον σοφιστή, που ‘μας’ προσφέρει ο ‘Σοφιστής’, μπορεί να την ‘κατορθώση’ μόνον κάποιον που είναι (και ο ίδιος…) πραγματικά (όντως) ένας φιλόσοφος (και όχι ένας απλός τεχνίτης τής αναίρεσης):  η αναζήτηση της ουσίας (τη φύσης…) τού σοφιστή κατευθύνεται στον ομώνυμο διάλογο, εκ των προτέρων απ’ τη θέα στην αληθινή φύση τού φιλοσόφου και διαλεκτικού  -  δεν είναι ένας απλός τεχνίτης τής αναίρεσης ο ‘ξένος’, και είναι έτσι απολύτως ‘εντάξει’, το ότι πρέπει να διαφωτιστή επίσης και η φύση τού διαλεκτικού και φιλοσόφου, αν πρέπη να αντιληφθούμε σαφώς τον ‘σοφιστή’. Και όπως επρόκειτο για τη διάκριση καλής και κακής μανίας στον ‘Φαίδρο’, έτσι πρόκειται κι εδώ για τη διάκριση ανάμεσα στον αληθινό διαλεκτικό απ’ τον ‘ψευδή’, δηλ. τον σοφιστή. Στοχεύει μάλιστα στη διάκριση ακόμα καλού και κακού εδώ η ‘διάκριση’ αυτή τής διαίρεσης (Diairesis) (κάτι που γίνεται απολύτως σαφές για άλλη μια φορά στον ‘Φίληβο’, όπου αναφέρεται εντελώς στο καλό στην ανθρώπινη ζωή η διαίρεσις). Και υπάρχει ένας επαρκής λόγος, ή έχει μιαν ‘καλήν έννοια’, να ονομασθή φρόνησις η διαλεκτική ‘αρετή’.
Ας επιστρέψουμε όμως απ’ αυτήν τη ‘θεώρηση’, που παρακινήθηκε απ’ την πλατωνική χρήση τής λέξης φρόνησις, στο κυρίως μας θέμα, το οποίο και είναι ότι αποκτά στα μάτια τού Πλάτωνα μια ξεχωριστή σημασία απέναντι στις Τέχνες (Technai) η γνώση τής αρετής καθ’ εαυτή. Κι αυτό προκύπτει εντελώς, κατά περίστασιν, σαφώς, όπως π.χ. στον ‘Μένωνα’ 74b, όπου και χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως δύσκολο μίαν αρετήν λαβείν κατά πάντων, επειδή γνωρίζει προφανώς μόνο συμβατικά πολλαπλές τις αρετές η συμβατική ηθική (πρβλ. και 71e κ.ε.)  (( Πολλές και διάφορες και επιμέρους, και όχι την μία και καθ’ εαυτήν αρετή…)) . Αποδεικνύεται ωστόσο στον ρόλο προπάντων, που κατέχει το πρόβλημα της διδακτότητας (αν μπορή να διδαχθή…) τής αρετής στον Πλάτωνα. Και έχει αποφασιστική σημασία ο ‘Πρωταγόρας’ εδώ. Θα έπρεπε να προκύπτη δηλ. τόσο υποχρεωτικά απ’ τον επιστημονικό χαρακτήρα τής αρετής η διδακτότητά της, όσο υποχρεωτικά και αδιαφιλονίκητα προκύπτει και απ’ τη γνώση τών Τεχνών (την τεχνική γνώση…). Δεν συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα έτσι, και πρόκειται για μια γενική εμπειρία, για την οποία μπορεί να επικαλεστή ήδη τον ‘Θέογνι’ ο Πλάτων. Το ότι δεν μπορεί να διδαχθή βέβαια όπως οι Τέχνες η αρετή, συνιστά υπό μιαν ορισμένην έννοια και το ουσιαστικό πρόβλημα κάθε αγωγής και ανατροφής.  Στηρίζονται όχι τόσο πολύ στη διδασκαλία και τη μάθηση, όσο στα πρότυπα και τη μίμησή τους οι εθιμικές παραδόσεις. Λέει μάλιστα σαφώς για τον Σωκράτη ο Ξενοφών (Απομν. Α20), πως δεν είχε ποτέ υποσχεθή ότι θα είναι δάσκαλος της αρετής, αλλά ότι παρακινούσε (μιμούμενος) με το παράδειγμά του (τώ φανερός είναι τοιούτος) να τον ακολουθήσουν. Μεταβιβάζονται αυτονόητα με τις κοινές παραδόσεις οι εθιμικοί κανόνες, και συμπεριφέρεται εντελώς με την έννοια αυτής τής παραδοσιακής σκέψης, αποκαλώντας ‘όλους τούς Αθηναίους’ δασκάλους τής πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας (Πρωτ. 327e1). Αποσιωπώντας βέβαια εδώ, ότι μπορούν να είναι και δάσκαλοι επίσης τής αδικίας όλοι οι Αθηναίοι, ‘σημείο’ απ’ το οποίο και ξεκινά όλη ακριβώς η σωκρατική και πλατωνική ζωή. Και συμφωνούν εδώ απολύτως η ‘7η επιστολή’ (325 κ.ε.) καθώς και η ερμηνεία τού Πλάτωνα για την ζωή τού Σωκράτη στην ‘Απολογία’: είναι το αίτημα της ‘λογοδοσίας’ (να δίνουμε λόγο για ό,τι κάνουμε…) που αποκαλύπτει κατ’ αρχάς την εσφαλμένη πίστη στο πατροπαράδοτο ηθικο-πολιτικό ‘αυτονόητο’.
Κάνει όμως κάτι περισσότερο, αντιπαραθέτοντας με δραματικό τρόπο προς τους μεγάλους σοφιστές τον Σωκράτη ο Πλάτων. Και δείχνει έτσι, πώς εξασφαλίζει αυτήν τη συμβατικότητα το νέο ιδανικό τής παιδείας, εγείροντας τη λανθασμένη ακριβώς απαίτηση, να διαπαιδαγωγήση με μια καινούργια ‘γνώση’. Γιατί αυτό είναι το νέο ιδανικό τής παιδείας: μια συνειδητή μάθηση. Πρόκειται για το αίτημα των μεγάλων σοφιστών εκείνου τού καιρού (και κάθε ίσως καιρού…), που το αντιπροσωπεύει ακριβώς και ο Πρωταγόρας. Υπόσχονται δηλ. να διαπαιδαγωγήσουν σωστούς πολίτες (με την αρχαίαν έννοια της ενεργητικής συμμετοχής στα δημόσια πράγματα), διδάσκοντας την καινούργια τέχνη τού λόγου και της επιχειρηματολογίας στους μαθητές τους. Δεν ζητά καθόλου, όπως το δείχνει και ο διάλογος ‘Πρωταγόρας’, να θέση με την ‘τέχνη’ που διδάσκει, καινούργιους κανόνες στη θέση τών παραδοσιακών ηθικών κανόνων, που η δύναμή τους στηρίζεται στη διαπαιδαγώγηση μέσω υποδειγμάτων, η σοφιστική παιδεία. Θέλει να διαδώση απλώς εκ νέου την πολιτική, με την τέχνη της, αρετή – την ίδιαν όπως πάντα αρετή. Γιατί ‘φέρεται’ και διαδίδεται ήδη πάντα από όλους αυτή η ‘γνώση τής αρετής’  (( Κι αυτό είναι που ‘αμφισβητεί΄ακριβώς ο Σωκράτης… )) . Κάνει όμως αυτό που κάνουν όλοι, με ‘τέχνη’, και ‘εξυμνεί’ μ’ αυτήν την έννοια ως μιαν τελειοποίηση της διαπαιδαγώγησης την ‘καινούργια του τέχνη’ ο σοφιστής. Κι αυτό ισχύει τόσο για την ‘πλατωνική μορφή’ τού Πρωταγόρα, όσο και του Γοργία, και συμφωνούν σ’ αυτό και μερικά πράγματα που γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς, όπως το υψηλό τους π.χ. κοινωνικό κύρος.
Τώρα όμως τα ανατρέπει όλα αυτά το σωκρατικό ερώτημα. Γιατί δείχνει στους ομώνυμους διαλόγους, στους οποίους προστίθεται και η ‘Πολιτεία Ι’ (ο επονομαζόμενος ‘Θρασύμαχος’), πόσο μοιραίο είναι στ’ αλήθεια το καινούργιο αίτημα αυτής τής παιδείας ο Πλάτων. Πρόκειται για μιαν ‘τεχνική διάθεση’ (αίσθημα, φρόνημα…), που παρουσιάζεται ως αρετή, χωρίς όμως να είναι παντελώς ακόμα κάτι τέτοιο. Κι αυτό αποκαλύπτεται, καθώς ‘το πράγμα εξωθείται’, με τη ριζική ανηθικότητα ενός Θρασύμαχου κι ενός Καλλικλή, στις ριζικές του συνέπειες. Δεν είναι βέβαια τόσο σαφής και στον διάλογο ‘Πρωταγόρας’ αυτή η ‘αποκάλυψη’, τίθεται όμως επίσης, καθώς εξαναγκάζεται χωρίς αμφιβολία να παραδεχθή έναν ακραίο (ριζικό…) ηδονισμό (Hedonismus) ως την αληθινή συνέπεια της ‘δικής’ του γνώσης εκεί και ο Πρωταγόρας. Και καθώς διστάζει να την παραδεχθή αυτήν τη συνέπεια, γίνεται και εμμέσως σαφές, ότι ήταν υποχρεωμένος να την καλλιεργήση (! ). Δεν μπορούν να θέσουν ή να υπερασπιστούν κανέναν άλλον, στ’ αλήθεια, κανόνα η πραγματική (pragmatisch) του γνώση κι η ‘τέχνη’ του. Και δηλώνεται αυτό εντελώς κατόπιν σαφώς, στο έκτο βιβλίο τής ‘Πολιτείας’, απ’ την πργρφ. 493 κ.ε. Δεν είναι παρά μισθοφόροι τής δημόσιας γνώμης οι επονομαζόμενοι σοφιστές. Και δεν διαπαιδαγωγεί ο καθένας τους παρά στις ‘άπόψεις’, που διαμορφώνουν για τον εαυτό τους οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται μαζί, και τις ονομάζουν (μάλιστα…) ‘σοφία’ (!). Είναι ένα ψευδές λοιπόν φαινόμενο το ότι εντάσσεται στο σύστημα των παραδοσιακών κανόνων η καινούργια παιδεία. Η οποία και συσκοτίζει (στην πραγματικότητα…) την έλλειψη ΄λογοδοσίας’ τών παραδεδομένων εννοιών τής αρετής και καλύπτει το γεγονός, ότι έχει καταστή ‘διφορούμενος’ ως προς τον εαυτό του αυτός ο ‘κανονισμένος’ κόσμος.

                   ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: