Συνέχεια από: Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2016
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ΤΟΥ ENRICO BERTI
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ΤΟΥ ENRICO BERTI
Η κατανόηση της φιλοσοφίας σαν
διαλόγου σημαίνει τότε να γίνει ουσιαστικά μιά μορφή επικοινωνίας, δηλαδή
διαπροσωπικής σχέσεως και να συμπαρασύρει σε αυτή και το πρόσωπο τού φιλοσόφου,
μάλιστα δε και τα πρόσωπα των φιλοσόφων. Αυτό είναι ακόμη πιο αληθινό όταν,
όπως στην περίπτωση του Σωκράτη, το αντικείμενο της ερωτήσεως είναι η αρετή,
δηλαδή η τελειότης, το αγαθό του ανθρώπου, αυτό που δίνει ένα νόημα στην ζωή
του, ή όπως λέει ο Σωκράτης, «σώζει την ζωή» (Πρωτ. 356D - 357E). Μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν,
σχετικά με αυτό, για μια αληθινή εμπλοκή σε υπαρξιακό επίπεδο, που οφείλεται
ακριβώς στον διαλεκτικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας.
Αλλά η ερώτηση, ο διάλογος, δεν
είναι αυτοσκοποί, στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης ερωτά για να γνωρίσει, κάνει διάλογο
για να μάθει, επιδιώκει την συμφωνία με τον συνομιλητή του στοχεύοντας στην
βοήθεια που μπορεί να λάβει στην έρευνα της αλήθειας. Γι’ αυτό και δεν παίρνει
για καλή οποιαδήποτε απάντηση του δίνεται, μάλιστα δε στην αρχή δεν δέχεται
καμμία για σωστή, όπως σχεδόν πάντοτε και στο τέλος του διαλόγου. Δεν
εμπιστεύεται την άμεση απάντηση του άλλου, η οποία καθαυτή έχει την ίδια αξία
των απαντήσεων που θα μπορούσε κάποιος να βρει άμεσα ακόμη και μόνος του και
για τις οποίες επομένως, δεν θα υπήρχε η ανάγκη του διαλόγου.
Ο διάλογος δεν χρειάζεται για να
ικανοποιηθούμε αμέσως με οποιαδήποτε απάντηση, αλλά για να δοκιμάσουμε, για να
γευθούμε, να εξετάσουμε την καταλληλότητα των απαντήσεων που λαμβάνουμε από την
ερώτηση που τέθηκε. Αυτή η «δοκιμή» και εξέταση και επιθεώρηση, εκφράζεται από
τον Σωκράτη μέσω μιας μεγάλης σειράς όρων ισάξιων μεταξύ τους όπως έλεγχος,
πείρα, εξέτασις, οι οποίοι δείχνουν το ιδιαίτερο έργο της διαλεκτικής. Για το
εξετάζειν και την εξέταση μιας θέσεως, ή μιας συμπεριφοράς ή ενός προσώπου, ο
Πλάτων μιλά σε πολλούς διαλόγους, φτάνοντας μάλιστα να πει δια του Σωκράτη στην
Απολογία, ότι μια ζωή ανεξέταστη δεν αξίζει να την ζήσει ένας άνθρωπος (Απολ.
38Α). Αλλά και για το πειράν και πείρα με την έννοια του «δοκιμάζω» (στα
λατινικά experire, experimentum), υποβάλλω σε
ένα τεστ, μιλά πολύ συχνά ο Πλάτων, δείχνοντας ακριβώς μέσα στον διάλογο, δηλαδή
στην ερώτηση και στην απάντηση, την ανάπτυξη μέσω της οποίας αυτή η εργασία
μπορεί να ολοκληρωθεί. Ο σωκρατικός διάλογος δεν είναι μια απλή αμοιβαία
έκφραση ψυχικών καταστάσεων ή ανταλλαγή συναισθημάτων, αλλά μια αμοιβαία δοκιμασία
με τον σκοπό να επαληθευθεί ποια, ανάμεσα σε διαφορετικές ή και αντίθετες
θέσεις που λαμβάνονται, είναι η πιο ικανοποιητική, η πιο άξια να προσληφθεί.
Αυτός δεν είναι ένας εξωτερικός
έλεγχος, εκ των υστέρων, που προστίθεται στο τέλος και επικυρώνει την μία απ’
έξω, την μία ή την άλλη θέση, όπως συμβαίνει σήμερα με την πρόοδο των
πειραματικών επιστημών, αλλά είναι η έκφραση του κριτικού πνεύματος αυτού που
αναζητά την αλήθεια και επιθυμεί να επιβεβαιώσει σε κάθε στιγμή της έρευνάς του
την στερεότητα και την αξία αυτού που ερευνά. Δεν πρόκειται για μία ψυχολογική
ανάγκη σιγουριάς, που στοχεύει μόνον στην υποκειμενική σιγουριά, αλλά για μια
αυθεντική επιθυμία της αλήθειας, δηλαδή της έγνοιας να μην εκλάβει το αληθινό
για ψευδές, για βέβαιο το αβέβαιο. Πρόκειται δηλαδή για μία κριτική στάση που
είναι ενωμένη απολύτως με την ίδια την ερώτηση. Διότι εάν μένουμε
ευχαριστημένοι με την πρώτη απάντηση που μας έρχεται στο μυαλό, δεν θα υπήρχε
καμμία ανάγκη να ερωτούμε και να συζητούμε και η ερώτηση δεν θα ήταν αυθεντική
ερώτηση της αλήθειας, αλλά μια απλή επιθυμία συζητήσεως.
Η λειτουργία όμως στην οποία
εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο αυτή η κριτική στάση είναι ο έλεγχος. Με αυτόν
τον όρο στην κοινή καθομιλουμένη εννοείτο η εξέταση, η δοκιμή, η αναζήτηση της
λογικής κάποιου πράγματος, με την δυνατότητα τόσο της δικαιώσεως, της
αποδείξεως, τόσο και της καταδίκης, της φανερώσεως του αβάσιμου, δηλαδή της
ανασκευής. Αυτή η τελευταία σημασία είναι η κυρίαρχη σημασία του ελέγχου του
Σωκράτη και εν τέλει καθίσταται ένας τεχνικός όρος της διαλεκτικής του.
Καθαυτός ο όρος αυτός είναι η λειτουργία με την οποία φανερώνεται σε εκείνους
οι οποίοι δεν γνωρίζουν αλλά ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν, ότι στην
πραγματικότητα δεν γνωρίζουν. Αυτό το καθήκον παρουσιάζεται από τον Σωκράτη ότι
του δόθηκε από τον θεό και από τον Πλάτωνα παρουσιάζεται σαν ένας τρόπος για να
ενεργοποιηθεί ο αναγκαίος θαυμασμός για να αποκτηθεί η επιστήμη, επομένως ο πιο
υψηλός βαθμός παιδείας (Πλάτων Σοφιστής 229Ε - 230Ε).
Τα παραδείγματα ελέγχου στους
Σωκρατικούς διαλόγους του Πλάτωνος είναι αναρίθμητα. Όσοι τα μελέτησαν βαθειά
από την μεριά της λογικής τους δομής δίνουν τον εξής ορισμό: Έλεγχος με την
ευρύτερη σημασία σημαίνει η εξέταση ενός προσώπου σχετικά με μία βεβαίωση που
έκανε, θέτοντάς του ερωτήσεις οι οποίες απαιτούν παραπάνω ορισμούς, με την
ελπίδα ότι επιθυμεί να καθορίσει την σημασία και την αξία της αλήθειας της
πρώτης του βεβαιώσεως. Τις περισσότερες φορές η αξία της αλήθειας που ερευνάται
είναι το ψεύδος και έτσι ο έλεγχος με την στενή σημασία είναι μια μορφή
αναιρέσεως: Με αυτή την έννοια είναι η πιο χαρακτηριστική συμπεριφορά του
Σωκράτη στους πρώτους πλατωνικούς διαλόγους (R.Robinson,
Η πρώιμη διαλεκτική του Πλάτωνος, 1941). Δεν πρέπει όμως να μπερδέψουμε σε αυτό
το σημείο την γενική ερώτηση ή την βασική ή πρωτόλεια, η οποία υπάρχει στην
βάση κάθε διαλόγου και η οποία συνίσταται στην ερώτηση της ουσίας ή του
ορισμού, μιας αρετής με τις ιδιαίτερες ερωτήσεις που τίθενται από τον Σωκράτη
στον συνομιλητή του αφού έχει δώσει την απάντησή του στην βασική ερώτηση. Αυτές
οι ιδιαίτερες ή δευτερογενείς ερωτήσεις, χρειάζονται στον Σωκράτη για να
συγκεντρώσει από τον συζητητή μια σειρά από απαντήσεις, από τις οποίες θα βγάλει
ένα συμπέρασμα με το οποίο βρίσκεται σε αντίφαση η απάντηση στην βασική ερώτηση
και έτσι αναιρείται. Η διαφορά ανάμεσα στην βασική ερώτηση και τις
δευτερεύουσες είναι ότι η πρώτη κινείται σε ένα υλικό δυσκολίας και αμφιβολίας,
ενώ οι άλλες κινούνται σε υλικά για τα οποία είναι αναπόφευκτη η συμφωνία. Έτσι
αυτές προσφέρουν στον Σωκράτη τις προϋποθέσεις από τις οποίες μέσω επαγωγής και
συλλογισμού φτάνει στην αντίφαση και στην αναίρεση.
Το γεγονός ότι αργότερα ο
Αριστοτέλης ονομάζει «διαλεκτική ερώτηση» μόνον αυτές τις δευτερεύουσες
ερωτήσεις δεν σημαίνει ότι εκείνες του πρώτου τύπου, δηλαδή η ερώτηση του
ορισμού δεν είναι και αυτές διαλεκτικές και δεν είναι κατά κάποιο τρόπο
ενδιάθετες στην διαλεκτική πρόοδο. Η αναίρεση χρειάζεται για να φανεί η
αξιοπιστία της απαντήσεως στην βασική ερώτηση και επομένως λειτουργεί μόνον ως
προς την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, και δεν υπάρχει άλλος τρόπος δοκιμασίας
αυτής της απαντήσεως από την αναίρεση. Έτσι λοιπόν αναίρεση και ερώτηση του
ορισμού είναι αδιαχώριστα μεταξύ τους.
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
πολύ ωραίο, ευχαριστούμε
Βασίλης
Δημοσίευση σχολίου