ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Εκείνο το οποίο ενδιέφερε κυρίως τους
Έλληνες ήταν να γνωρίζουν την ακριβή τοποθεσία που συνέβη ένα γεγονός, και ο
Παυσανίας είναι αυτός που ανέλαβε το χρέος της επαλήθευσης όλων των πληροφοριών
που συγκέντρωσε από τους τοπικούς αρχαιολόγους. Ξεκινώντας από την Αθήνα
προσδιορίζει πού ο Βορέας απήγαγε την Ωρείθυια, από ποιον βράχο ο Αιγέας πήδηξε
στη θάλασσα, πού αναπαυόταν ο Σιληνός
όταν ο Διόνυσος τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά κ.ο.κ.· στη Σαλαμίνα, γνώριζε
τον λίθο πάνω στον οποίο κάθισε ο Τελαμώνας αποχαιρετώντας με το βλέμμα τους
γιούς του που αναχωρούσαν για την Αυλίδα και την Τροία. Στις Θήβες, οι λίθοι
που χρησίμευαν ως βάση του τάφου του Αφίωνος ήταν ακριβώς εκείνοι που
υπακούοντας στους ήχους της λύρας του προσφέρθηκαν για να κτισθεί το τείχος της
πόλης. Σχετικά με τον Ορέστη, στη διαδρομή ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και τις
Μυκήνες υπήρχε ένα πραγματικό μονοπάτι, στο οποίο είχαν καταγραφεί
συγκεκριμένες στάσεις: εδώ λεγόταν ότι τον κατέλαβε απελπισία, εκεί ξερίζωσε
ένα δάχτυλο με τα δόντια του, εκεί θεραπεύτηκε, πιο κάτω έκοψε τα μαλλιά του
όταν συνήλθε κ.τ.λ. Σε σχέση με τον Κιθαιρώνα ο Παυσανίας απορεί για το πώς
είναι δυνατόν να μην ήταν γνωστές οι τοποθεσίες στις οποίες ο Πενθέας συνελήφθη
από τις Βάκχες και ο Οιδίποδας εγκαταλείφθηκε ως βρέφος. Ασφαλώς ο Ηρακλής, οι
Αργοναύτες, ο Οιδίποδας, ο Οδυσσέας, ο Αινείας είχαν περάσει από πολλά μέρη και
η παραμονή τους συνδέθηκε με περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά γεγονότα· ο
Ηρακλής, που κατασκεύασε το φαράγγι του Πηνειού στην Αρκαδία, απήλλαξε επίσης
από τους αγκαθωτούς θάμνους το γυμναστήριο της Ηλείας. Όλα τα παράξενα φυσικά
φαινόμενα είχαν πάντοτε κάποια μυθική προέλευση: εκεί όπου τα ύδατα είχαν μια
δυσάρεστη οσμή, ήταν επειδή κάποιος Κένταυρος έπλυνε κάποτε τι πληγές του. Το
πάθος των Ελλήνων για την ετυμολογία προσθέτει εδώ και τη δική του συνεισφορά:
όταν μια τοποθεσία φέρει την ονομασία Άρμα, πρόκειται για το σημείο ακριβώς στο
οποίο η γη κατάπιε τον Αμφιάραο μαζί με το άρμα του· η Μυκάλη φέρνει στη μνήμη
το μουκανιτό της αγελάδας, της οποίας άλλοτε ο Κάδμος ακολούθησε τα ίχνη μαζί
με τους συντρόφους του. Αρκετοί ακόμη συγγραφείς προσφέρουν χρήσιμες
πληροφορίες αυτού του είδους· ο Στράβων γνωρίζει πού βρίσκεται στην Κόρινθο η
πηγή στην οποία ο Βελερεφόντης συνέλαβε τον Πήγασο καθώς έπινε νερό, και ο
Αιλιανός ακολουθεί επακριβώς την Ιερά Οδό που οδηγεί από τους Δελφούς ως το
σημείο που βρίσκεται η δάφνη στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου ο Απόλλων
εξαγνίσθηκε από το μίασμα το φόνου του δράκοντα. Υπήρχαν μάλιστα και μνήμες
κάθε άλλο παρά ανώδυνες: ο βράχος της Λευκάδας από όπου ο ερωτευμένος Κέφαλος
πήδηξε στη θάλασσα, προσείλκυε στη συνέχεια και άλλους δυστυχείς· οι κάτοικοι
του νησιού καθιέρωσαν να πετούν από το βράχο στο κενό κάθε χρόνο έναν
εγκληματία, τον οποίο μετά προσπαθούσαν να σώσουν με κάθε μέσο, προκειμένου να
εξευμενίσουν κατά κάποιο τρόπο τη μαγική απαίτηση της συγκεκριμένης τοποθεσίας
που προκαλούσε δυσαρέσκεια τους κατοίκους της περιοχής, και έτσι να αποφύγουν
την επιδημική διάδοσή της.
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥΣ (συνέχεια
5η)
Φυσική συνέπεια της τάσης για σύνδεση των
μύθων με τοποθεσίες είναι το ότι οι
ίδιοι μύθοι, και κυρίως αυτοί που σχετίζονταν με τη γέννηση και την εκπαίδευση
των θεών, συνδέονται συχνά με διαφορετικές τοποθεσίες, γεγονός που οδήγησε
(οποιοσδήποτε και αν είναι ο πραγματικός λόγος) στη σημαντική συσσώρευση
κλασσικών μνημείων. Εκτός από τη νήσο Δήλο, και σε μικρή απόσταση από τη
βοιωτική πόλη της Τεγύρας, υπήρχε ένας ναός του Απόλλωνα στην περιοχή, όπου
λεγόταν ότι γεννήθηκε ο θεός. Ένα γειτονικό βουνό ονομάστηκε Δήλος, και
«Φοίνικας και Ελαία» ήταν τα ονόματα δύο μεγάλων πηγών με δροσερό και ιαματικό
νερό πίσω από το ναό, τοποθεσία στην οποία υπήρξε επίσης άλλοτε ένα μαντείο.
Εκεί κοντά βρισκόταν το Πτώον όρος όπου κατέφυγε η Λητώ, την οποία κατατρόμαξε
ένα άγριος τράγος· η τοποθεσία αυτή διεκδικούσε την πατρότητα των μύθων του
Πύθωνα και του Τιτυού, καθώς επίσης και τη γέννηση του θεού Απόλλωνα.
Διαφορετικές τοποθεσίες επίσης διατηρούσαν τη μνήμη της γέννησης του Δία και
της Αθηνάς, της εκπαίδευσης και της μάχης κατά των Γιγάντων του Ερμή, της αρπαγής της Κόρης, της ανόδου του Κέρβερου στη Γή, της
εξαφάνισης του Αμφιάραου κ.ο.κ. Είναι βέβαιο ότι η συνεισφορά των αρχαιολόγων
σε μια μεταγενέστερη εποχή υπήρξε ελάχιστη, αλλά τούτο οφείλεται στην
παντοδυναμία του μύθου· ο λαός ολόκληρος διατηρούσε αυτή την πίστη και είχε προ
πολλού επιβεβαιωθεί με την εποποιία.
Στα πλαίσια της ιστορίας τα πράγματα είναι
τελείως διαφορετικά. Οι μνήμες των κατορθωμάτων των ιστορικών χρόνων είναι
σχεδόν ανύπαρκτες, εκτός από μερικά θέατρα μαχών, όπου οι αποδιδόμενες τιμές
στους τάφους των νεκρών διατήρησαν τη μνήμη τους· ενώ υπήρχε έντονο ενδιαφέρον
για την ακριβή τοποθεσία των κλασσικών μνημείων, κανείς δεν αναρωτήθηκε σε ποια τοποθεσία ακριβώς
ένας Σόλωνας, ένας Περικλής, ένας Δημοσθένης βρέθηκαν κάποτε σε αποφασιστικές
στιγμές της ζωής τους. Το αυτό ισχύει και για τα λείψανα. Είναι αλήθεια, για
παράδειγμα, ότι οι κληρονόμοι του Ευριπίδη παρέδωσαν στον Διονύσιο τον
Πρεσβύτερο, τιμής ένεκεν, το έγχορδο όργανό του τραγωδού, τις πλακέτες και τη
γραφίδα του, τα οποία εκείνος πρόσφερε
διακοσμημένα με επιγραφές σε ένα τέμενος των Μουσών, και ότι επίσης στο ίδιο
τέμενος διάσημες προσωπικότητες αφιέρωσαν αναμνηστικά αυτού του είδους που
είχαν σχέση με τη ζωή των ανθρώπων· είναι όμως απόλυτα βέβαιο ότι τα αξιοθέατα
της μυθικής περιόδου που βρίσκονταν στους ίδιους ναούς ήταν κυρίως αυτά που
μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον. Το όγδοο κεφάλαιο του Liber Memorialis του Αμπέλιου, που
έγινε διάσημο στις μέρες μας επειδή αναφέρει το βωμό της Περγάμου, απαριθμεί
μια μεγάλη ποσότητα όπλων, εργαλείων και ενδυμάτων της μυθική εποχής, τα οποία
– πιθανότατα ακόμη και επί της εποχής του Θεοδόσιου – βρίσκονταν ακόμα στους
ελληνικούς ναούς· ο Παυσανίας πρόλαβε να δει το δόρυ του Αχιλλέα, τη σπάθη του
Μέμνονα, το ξίφος του Πέλοπα, το κέρας της Αμάλθειας· σε κάποιο όμως σημείο της
κριτικής του παρατηρεί ότι από όλα αυτά τα εργαλεία που αποδίδονται στον
Ήφαιστο, μόνο το σκήπτρο του Δία στη Χαιρώνεια κατασκευάστηκε πραγματικά από
τον θεό των σιδηρουργών. Στο διάσημο πευκόδασος το αφιερωμένο στον Ποσειδώνα,
κοντά στην Κόρινθο, υπήρχε ακόμα ολόκληρος ο ρημαγμένος και διαρκώς επισκευαζόμενος
σκελετός του σκάφους της Αργούς. Η Μεγάλη-Ελλάδα είχε επίσης να επιδείξει
αρχαιότητες αυτού του είδους, τα βέλη του Ηρακλή στο ναό του Απόλλωνος των
Θουρίων, τα εργαλεία με τα οποία κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας στο
ναό της Αθηνάς του Μεταπόντιου. Σε ένα ναό της Αθηνάς στην περιοχή της
Καλαβρίας υπήρχαν επίσης ο πέλεκυς και τα όπλα του Διομήδη, που φαίνεται ότι
βασίλευσε σ’ αυτές τις περιοχές ως θεός, και σ’ έναν ναό της Αρτέμιδος στην
Πισίνδα της Πισιδίας φυλασσόταν το περιλαίμιο από ορείχαλκο που η θεά είχε
φορέσει στο λαιμό ενός ελαφιού. Αλλά για του Έλληνες αυτές οι αρχαιότητες, με
εξαίρεση το τρωικό Παλλάδιο, δεν κατέληξαν ποτέ ως res fatales (μοιραία
αντικείμενα), από τα οποία θα εξαρτιόταν κατά μαγικό τρόπο η μοίρα του
ενδιαφερόμενου Κράτους, όπως πίστευαν οι Ρωμαίοι σχετικά με αυτό το περίφημο
συνονθύλευμα αρχαιοτήτων τις οποίες συντηρούσαν στο ναό της Vesta, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν εξάλλου από την Ελλάδα. Υπήρχε
ωστόσο και στους Έλληνες ή προκατάληψη της απόδοσης τιμής στα οστά των ηρώων,
με το πρόσχημα ότι οι χρησμοί είχαν επιτρέψει τη μεταφορά τους και ότι ασφαλώς
προείχε ο σεβασμός των νεκρών· αλλά πέρα απ’ αυτό φοβόντουσαν την μήνη
εξοργισμένων ηρώων, και διατηρώντας τα λείψανά τους σε ασφαλές μέρος έλπιζαν
ότι θα εξασφαλίσουν την ευτυχία για ολόκληρο το Κράτος. Για το γεγονός ότι εδώ
υπάρχει και η συνεισφορά της θρησκευτικής αντίληψης θα μιλήσουμε εκτενέστερα
στο κεφάλαιο για την λατρεία των ηρώων· είναι ήδη σημαντικό το ότι έστω και τα
θεωρούμενα σωματικά υπολείμματα μπόρεσαν να συστήσουν ένα δεσμό ανάμεσα στο
παρελθόν και το παρόν. Δεν ήταν τα πάντα ιερά. Αρκετά απ’ αυτά αποτελούσαν
απλώς ενθύμια, όπως για παράδειγμα οστά Γιγάντων
και Αμαζόνων, και το δέρμα του Καλυδώνιου κάπρου, του οποίου τα δόντια δυστυχώς
μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Αλλά στη Ρώμη κατέληξαν τελικά να υποψιάζονται ότι τα
υποτιθέμενα ανθρώπινα οστά προέρχονταν μάλλον από προϊστορικά ζώα, και σε σχέση
με τη συλλογή παλαιοντολογικών ευρημάτων του Αύγουστου στο Κάπρι, ο Σουητώνιος
δήλωνε ρητά: «Οστά άγριων ζώων κολοσσιαίου μεγέθους, που συνήθισαν να τα αποκαλούν οστά των Γιγάντων και όπλα των ηρώων».
Μια ιδιαίτερη χάρη συνοδεύει ό,τι συνέχισε
να επιβιώνει από την οργανική μορφή των αρχαίων ιερών δέντρων· είτε πρόκειται
για την ελιά που πρόσφερε η Αθηνά στο Ερεχθείο των Αθηνών, είτε γι’ αυτήν που ο
Ηρακλής λύγισε με τα δυνατά του μπράτσα στην Επίδαυρο, γι’ αυτήν που βλάστησε
από το ρόπαλό του στην Τροιζήνα, γι’ αυτήν που φρόντισαν να περιφράξουν στην
Αττική γη, και της οποίας ένα κλαδί μετέφεραν και φύτεψαν στην Ολυμπία, τα
υπολείμματα των πλατάνων στο ναό της Αυλίδας που υπήρξαν μάρτυρες της
αναχώρησης των Ελλήνων για την Τροία, ο πλάτανος του Μενελάου κοντά στην αρκαδική πόλη Καφυές
κ.ο.κ. Επιπλέον πίστευαν ότι τα ζώα της μυθικής περιόδου εξακολουθούσαν να ζουν
την ιστορική περίοδο· ο ένατος πρόγονος ενός διοικητή επικεφαλής της αχαϊκής
Συνομοσπονδίας, δηλαδή κάποιος που έζησε τον 5ο αιώνα, είχε
αντικρίσει στη Λυκόσουρα τη γηραιά
ελαφίνα την αφιερωμένη στη Δέσποινα,
που το περιλαίμιο της έφερε την εξής επιγραφή: «Ήμουν μόλις ένα ελαφάκι, όταν ο
Αγαμέμνων στρατοπέδευσε μπροστά στην Τροία».
Υπήρχε όμως ένα είδος μυθικής εγγύτητας περισσότερο επιθυμητής από
οποιαδήποτε άλλη. Σύμφωνα με μιαν εξαιρετικά διαδεδομένη πεποίθηση, όχι μόνον
οι άνθρωποι και οι θεοί ανήκαν στην ίδια φυλή, αλλά πολλές οικογένειες και
σημαντικές προσωπικότητες της αρχαιότητας υπερηφανεύονταν για την καταγωγή τους
από θεούς και ήρωες και πίστευαν ότι ήταν σε θέση να μνημονεύσουν όλες τις
ενδιάμεσες γενιές ή τουλάχιστον ότι γνώριζαν τον αριθμό τους. Σε γενικές
γραμμές, μια αντίστοιχη παράδοση δεν υπήρχε σε κανέναν από του υπόλοιπους
αρχαίους λαούς, και όταν ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, όπως είδαμε, καυχήθηκε ενώπιον
των ιερέων των Θηβών της Αιγύπτου ότι ήταν εκπρόσωπος της δέκατης έκτης γενιάς
απογόνων ενός θεού, του απαντήθηκε ότι κανένας άνθρωπος δεν κατάγεται από τους
θεούς. Αντίθετα στους Έλληνες πολύ συχνά οι ίδιοι οι ήρωες είναι γιοί θεών: ο
Αιακός ήταν γιός του Δία και πατέρας του Τελαμώνα και του Πηλέα · ο Αίας και ο
Αχιλλέας ήταν επομένως δισέγγονα του Δία, και ο Αχιλλέας επίσης γιός της
Θέτιδος. Ο Αγαμέμνων απορούσε πώς ήταν
δυνατόν ο Έκτορας να μην είναι γιός ούτε
θεού, ούτε θεάς. Ακόμη και κατά την ιστορική περίοδο οι βασιλικές δυναστείες
είχαν θεϊκή προέλευση. Μεταξύ των Ηρακλειδών, και επομένως απογόνων του Δία,
συγκαταλέγονταν όχι μόνον οι βασιλείς της Σπάρτης, αλλά και οι μακεδόνες
Τημενίδες, δίνοντας την ευκαιρία στον Ισοκράτη, στον Προς Φίλιππο Λόγο του να ενθαρρύνει τον Μακεδόνα βασιλιά να
ακολουθήσει τον δρόμο προς μια μεγάλη και ευγενή δόξα. Οι Αιακίδες Αχιλλέας και
Νεοπτόλεμος ήσαν αναγνωρισμένοι πρόγονοι της δυναστείας τωv
Μολοσσών στην Ήπειρο· ο βασιλιάς Πύρρος
πίστευε ότι ανήκε στην εικοστή πρώτη γενιά απογόνων του Αχιλλέα, και εξ αιτίας
αυτού του τίτλου είχε το χρέος να πολεμήσει τους Ρωμαίους, ως απόγονος των ηρώων
της Τροίας . Πάνω στα όπλα που κατάσχε από τον εχθρό, κατά τη μάχη του με τον Αντίγονο, και τα οποία κατέθεσε ως προσφορά στους
ναούς, έγραφε: «Οι Αιακίδες, τώρα όπως και άλλοτε παραμένουν δόρυ-φόροι !» Αλλά από τον Αίαντα και
επομένως τον Δία, δια του Τελαμώνος και του Αιακού, καταγόταν επίσης ο μέγας
Μιλτιάδης, και από την ίδια οικογένεια προερχόταν και ο Θουκυδίδης. Από την
πλευρά τους οι Ελεψιάδες ήταν κι αυτοί Αιακίδες, και ίσως αρκετές ακόμη
οικογένειες της Αίγινας, όπως και από τους απογόνους του Τεύκρου προέρχονταν οι
Κύπριοι βασιλείς ως τον Ευαγόρα. Οι Ιαμίδες, και όσοι συνδέονταν μ’ αυτήν την
οικογένεια, κατάγονταν από τον Ίαμο, γιό του Απόλλωνα και εγγονό του Ποσειδώνα,
και ο Πίνδαρος που κλήθηκε να τους τιμήσει, όπως και άλλες οικογένειες νικητών,
δεν παρέλειψε να διακηρύξει την θεϊκή τους προέλευση. Οι Πεισιστρατίδες και οι
Αλκμεονίδες, στην Αθήνα ήταν επίσης Νηλείδες
και επομένως απόγονοι του Ποσειδώνα, αλλά οι Θυμαιτάδες ήσαν Θησείδες. Ο
ρήτορας και οικονομολόγος Λυκούργος ήταν απόγονος, όπως όλοι οι Ετεοβουτάδες,
του Ερεχθέα, γιού της Γαίας και του Ήφαιστου. Σε έναν πιθανόν απόκρυφο αλλά
πάντως πολύ παλαιό διάλογο του Πλάτωνα, τον Πρώτο
Αλκιβιάδη, αυτός ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος του Δία από τον Ευρύσακη,
και ο Σωκράτης τού απαντά ειρωνικά ότι κι αυτός είναι απόγονος του Δία από τον Δαίδαλο και τον Ήφαιστο. Ο
ποιητής Επίχαρμος θεωρείτο κατά κάποιον τρόπο απόγονος του Αχιλλέα, αλλά ο
διάσημος Ιπποκράτης , σύμφωνα με τον βιογράφο του Σορανό, ήταν εικοστός
απόγονος του Ηρακλή και δέκατος ένατος
του Ασκληπιού, και αυτή η τελευταία συγγένεια αναφέρεται απερίφραστα στο
διάταγμα που ψήφισαν προς τιμήν του οι Αθηναίοι. Αλλά και ο Αριστοτέλης
(σύμφωνα με τον Αμμώνιο) ήταν τόσο από τον πατέρα του όσο και από την μητέρα
του απόγονος του Ασκληπιού. Όσο για τον Επαμεινώνδα, ήταν γνωστό ότι ανήκε σε
μια από τις οικογένειες των Σπαρτών (ένοπλοι άνδρες), που φύτρωσαν στον αγρό
που ο Κάδμος έσπειρε τα δόντια του δράκοντα, και τούτο μπορούσε να αποδειχθεί
από το γεγονός ότι οι απόγονοι των Σπαρτών έφεραν εκ γενετής ένα σημάδι στην
κοιλιά τους που είχε τη μορφή ξίφους, κάτι που συνέβαινε ακόμη στην εποχή του
Πλούταρχου. Μια ευγενής φιλοφρόνηση σε μια φιλική συζήτηση θα μπορούσε να είναι
η εξής: «Θα έχεις μεγάλη εύνοια στον άλλο κόσμο, αφού κατάγεσαι από τους
θεούς». Κατά τον 4ο αιώνα, όταν πολλοί ευγενείς είχαν ήδη χάσει τη
ζωή τους στους πολέμους μεταξύ των πόλεων, όσοι επέζησαν προσπάθησαν ζηλόφθονα
να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα αυτής της παράδοσης. Και οι κωμωδοί της
εποχής δεν παρέλειψαν να χλευάσουν μια τόσο ανάρμοστη συμπεριφορά. Στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη εμφανίζεται ένας
πολίτης με το όνομα Αμφίθεος (διπλός
–θεός), απόγονος της Δήμητρας και του Τριπτόλεμου, που δεν διστάζει να
επικαλεστεί τους προγόνους του για να γλυτώσει από την αστυνομία.
(συνεχίζεται)
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
ΔΙΟΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΑΜΕ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΙΝΑΙ Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΧΗ.
Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου