Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Το μανιχαϊστικό ευρωπαϊκό αφήγημα

Η ΕΕ, ως ένα μοναδικό στην ιστορία επιτυχημένο μοντέλο ειρήνης και συνεργασίας των χωρών-μελών της μεταξύ τους, κινδυνεύει όσο ποτέ μέχρι σήμερα εκ μέρους των δεξιών ή αριστερών λαϊκιστών, καθώς επίσης των ακροδεξιών εθνικιστών. Όλοι αυτοί δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους, από το να οδηγήσουν την Ευρώπη πίσω σε ένα παρελθόν που πιστεύαμε πως είναι ξεπερασμένο – στο σκοτεινό σωβινισμό, στις μονομερείς εθνικιστικές ενέργειες και, σε τελική ανάλυση, στις διακρατικές πολεμικές συγκρούσεις.

Ανάλυση
Το αφήγημα που ακούγεται παντού στην Ευρώπη, ενόψει των Ευρωεκλογών, είναι στην ουσία ένα και το εξής: ”Η ΕΕ, ως ένα μοναδικό στην ιστορία επιτυχημένο μοντέλο ειρήνης και συνεργασίας των χωρών-μελών της μεταξύ τους, κινδυνεύει όσο ποτέ μέχρι σήμερα εκ μέρους των δεξιών ή αριστερών λαϊκιστών, καθώς επίσης των ακροδεξιών εθνικιστών. Όλοι αυτοί δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους, από το να οδηγήσουν την Ευρώπη πίσω σε ένα παρελθόν που πιστεύαμε πως είναι ξεπερασμένο – στο σκοτεινό σωβινισμό, στο φασισμό, στις μονομερείς εθνικιστικές ενέργειες και, σε τελική ανάλυση, στις διακρατικές πολεμικές συγκρούσεις«.
Εν προκειμένω, είμαστε αντιμέτωποι με έναν πρωτοφανή μανιχαϊσμό – με έναν δυϊσμό δηλαδή που αναφέρεται στη διαρκή σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού, μέσα από τα δύο ανταγωνιστικά στοιχεία του φωτός και του σκότους! Όλοι όσοι προωθούν δε αυτήν την παραδοξότητα, έχουν στόχο να κινητοποιήσουν τους Ευρωπαίους εκλογείς, ισχυριζόμενοι πως πρόκειται για τις πλέον μοιραίες Ευρωεκλογές – οι οποίες θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης, της όποιας ευημερίας της και της ειρήνης.
Τονίζουν επί πλέον ότι, πρέπει να πολεμήσουν οι Ευρωπαίοι για την ελευθερία τους που κινδυνεύει, καθώς επίσης για τις ευρωπαϊκές αξίες που απειλούνται – ενώ οι κίνδυνοι για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα πάψουν να υπάρχουν, εάν κερδηθεί ο πόλεμος εναντίον των λαϊκιστών και των ακροδεξιών κομμάτων!
Κανένας δυστυχώς δεν αναφέρεται στα πραγματικά προβλήματα της ΕΕ και της Ευρωζώνης – όπως είναι η καταστροφική ανεργία των νέων, το δημογραφικό, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες, τα τεράστια δημόσια και ιδιωτικά χρέη, καθώς επίσης το μη λειτουργικό νομισματικό σύστημα του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ.
Σε ένα σύστημα που επιδεινώνει τις οικονομικές και πολιτικές εντάσεις μεταξύ των χωρών-μελών της νομισματικής ένωσης – οι οποίες ξεκίνησαν όταν έγιναν πλέον ορατά τα κατασκευαστικά λάθη του, στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 που ακολουθήθηκε από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010. Η Γερμανία δε προσπαθεί να αποκρύψει τις τεράστιες ευθύνες της, αφού στην ουσία αυτή προκάλεσε την κρίση των άλλων χωρών – από την οποία τρέφεται αχόρταγα, μετά το ξέσπασμα της (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτά υπενθυμίζουμε πως για να προβλέψει κανείς τα σημερινά ή/και τα μελλοντικά προβλήματα της Ευρωζώνης, καθώς επίσης του κοινού νομίσματος, αρκούσε ανέκαθεν η κοινή λογική. Δεν ήταν δηλαδή απαραίτητο να είναι προφήτης ή οικονομολόγος, γεγονός που αποδεικνύεται από ένα άρθρο του 1992, πολύ πριν υιοθετηθεί το ευρώ (πηγή) – από το έτος ουσιαστικά που  αποφασίσθηκε η θεσμική οικοδόμηση της νομισματικής ένωσης.
Ειδικότερα το κεντρικό πρόβλημα του ευρώ, το «προπατορικό αμάρτημα» όπως αποκαλείται, είναι το ότι αφαιρεί από τις χώρες που το υιοθετούν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους νομισματική πολιτική, χωρίς να τους παρέχει κάποιο «υποκατάστατο» σε ευρωπαϊκό επίπεδο – έναν μηχανισμό δηλαδή, ο οποίος να μεταφέρει χρήματα μεταξύ των περιοχών που δεν αποτελούν ανεξάρτητα κράτη, αφού δεν μπορούν πλέον να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους.
Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η οποιαδήποτε οικονομική κρίση ξεσπάει, η οποία εμφανίζεται νομοτελειακά, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί – με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένο το ή τα μέλη που «προσβάλλονται» να αποχωρούν, οπότε να διαλύεται η ένωση.
Με δεδομένο τώρα το ότι, κανένας δεν πιστεύει σήμερα πως μόνο η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με οικονομικά και λοιπά προβλήματα, αφού πολλές άλλες χώρες έχουν υπερβεί τα ανώτατα όρια υπερχρέωσης τους, δημόσιας, ιδιωτικής ή και τα δύο, οι κίνδυνοι διάλυσης της Ευρωζώνης, ενδεχομένως επίσης της ΕΕ είναι δυσθεώρητοι – χωρίς όμως να οφείλονται σε κάποιους δεξιούς ή αριστερούς λαϊκιστές, πόσο μάλλον σε ακροδεξιούς εθνικιστές. Ειδικότερα τα εξής:

Τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης

Ήδη από το 1992 δεν λειτουργούσε η συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών – αφού, σύμφωνα με το Βρετανό οικονομολόγο Godley τότε, «Η σημερινή οικονομική κατάσταση απαιτεί μία συνδυασμένη αναθέρμανση του ρυθμού ανάπτυξης – κάτι που όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί, αφού δεν υπάρχουν ούτε οι Θεσμοί, ούτε ένα συμφωνημένο πλαίσιο, το οποίο θα επέτρεπε τα παραπάνω επιθυμητά αποτελέσματα».
Ένα μήνα μετά τη διαπίστωση του οικονομολόγου, το Σεπτέμβριο του 1992, η Ευρώπη βίωσε μία μεγάλη συναλλαγματική κρίση – με αιτία την ελλιπή οικονομική συνεργασία των κρατών της. Τη «Μαύρη Τετάρτη» της 16ης Σεπτεμβρίου, το ευρωπαϊκό σύστημα νομισματικών ισοτιμιών σείσθηκε από μία τρομακτική σεισμική δόνηση, όταν η Βρετανία αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη στερλίνα – επειδή οι κερδοσκόποι, με επικεφαλής τον G. Soros, θεώρησαν πως είναι υπερτιμημένη, στοιχηματίζοντας με επιτυχία τεράστια ποσά στην πτώση της.
Η υποτίμηση της στερλίνας προϋπέθετε την έξοδο της από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο οποίος καθόριζε τις σταθερές διακυμάνσεις μεταξύ των νομισμάτων όλων των χωρών που συμμετείχαν – ενώ η Μ. Βρετανία δεν ήταν η μοναδική που υποτίμησε το νόμισμα της, αφού προηγήθηκε η Ιταλία, η οποία είχε χάσει το 7% της αξίας της λιρέτας, εξερχόμενη αργότερα από το σύστημα.
Τα γεγονότα αυτά ήταν ασφαλώς κακές προφητείες, αφού ο μηχανισμός, το σύστημα καλύτερα, είχε υιοθετηθεί ως ένα «δωμάτιο αναμονής», για την είσοδο στην Ευρωζώνη μετά την ίδρυση της – ως ένας χώρος προετοιμασίας τους, για να μην δημιουργηθούν προβλήματα ούτε στις ίδιες, ούτε στη νομισματική ένωση.

Η κεντρική τράπεζα  

Περαιτέρω, ο βρετανός οικονομολόγος είχε γράψει τότε τα εξής: «Η βασική ιδέα της συμφωνίας του Μάαστριχτ είναι η ώθηση των κρατών της ΕΟΚ στην κατεύθυνση της νομισματικής και οικονομικής ένωσης τους – με ένα κοινό νόμισμα, το οποίο θα ελέγχεται από μία ανεξάρτητη, κοινή κεντρική τράπεζα. Πώς όμως θα κατευθύνεται η υπόλοιπη οικονομική πολιτική; Επειδή το σύμφωνο δεν προβλέπει τη δημιουργία άλλων Θεσμών, οι υποστηρικτές του θα πρέπει να θεωρούν (ανόητα) πως δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο«.
Στα πλαίσια αυτά, η νομισματική πολιτική μεταφέρθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ το κυριότερο βάρος της οικονομικής πολιτικής παρέμεινε στα εθνικά κράτη – κάτι που φαινόταν ήδη από το 1992, από τη συναλλαγματική τότε κρίση, πως δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Εν τούτοις αποφασίσθηκε από την Ευρώπη, ενάντια σε κάθε οικονομική λογική – αιτιολογώντας απόλυτα τα σενάρια συνομωσίας που ακολούθησαν (άρθρο). Ο Βρετανός πάντως έγραψε σαρκαστικά τα εξής ως απάντηση:
«Χρειαζόταν μία ομάδα αχόρταγων τραπεζιτών, η «επιτροπή Ντελόρ», για να συμπεράνει ότι, μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, η ΕΚΤ, ήταν ο μοναδικός υπερεθνικός Θεσμός, τον οποίο έχει ανάγκη μία ολοκληρωμένη υπερεθνική Ευρώπη».
Η ανόητη ιδέα δε πίσω από την απαράδεκτη αυτή απόφαση ήταν το ότι, η οικονομική πολιτική με στόχο την ανάπτυξη, καθώς επίσης την καταπολέμηση της ανεργίας, δεν λειτουργεί κεντρικά – οπότε τα επί μέρους κράτη της νομισματικής ένωσης θα έπρεπε μόνα τους να προσαρμόζουν τους προϋπολογισμούς τους, για να επιτυγχάνουν ανάπτυξη και να δημιουργούν θέσεις εργασίας, ενώ η μοναδική υπευθυνότητα της κεντρικής τους τράπεζας, της ΕΚΤ, θα ήταν ο έλεγχος της ποσότητας χρήματος!
Σε αντίθεση λοιπόν με όλες τις άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, η ΕΚΤ δεν έχει την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής, με στόχο την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας – μία απίστευτη ανοησία που ήλθε στο φως μετά την ελληνική κρίση, όπως επίσης η ανάγκη δημιουργίας περισσότερων Θεσμών που δεν υπήρχαν καθόλου (EFSF, ESM και ότι άλλο ακολουθήσει).

Η δημοσιονομική ένωση

Η παραπάνω πεποίθηση είναι καταγεγραμμένη στο Σύνταγμα της Ευρώπης, στη συμφωνία του Μάαστριχτ, ενώ η αποτελεσματική οικονομική πολιτική, ως υπευθυνότητα της Κομισιόν, αντιμετωπίζει τεράστιες αντιστάσεις, αγεφύρωτες ίσως, κυρίως εκ μέρους της Γερμανίας – όπως συμπεραίνεται από τις συζητήσεις που αφορούν τη δημοσιονομική ένωση (η πολιτική ένωση είναι μάλλον όνειρο θερινής νύχτας).
Ειδικότερα, στην περίπτωση της δημοσιονομικής ένωσης, η Ευρωζώνη θα είχε τα δικά της φορολογικά έσοδα, οπότε θα μπορούσε να δανείζεται η ίδια (Ευρωομόλογα) – με στόχο να εφαρμόζει τη δική της οικονομική πολιτική, έτσι ώστε να επιλύει τα προβλήματα των μελών της, τα σοκ και τις κρίσεις τους.
Διαφορετικά, όπως τεκμηριώθηκε μεταξύ άλλων από το ελληνικό πειραματόζωο, δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει μία χώρα, όταν προσβάλλεται από την ύφεση, την αύξηση της ανεργίας, την πτώση της βιομηχανικής της παραγωγής, τη μείωση του πληθυσμού της κοκ.
Ολοκληρώνοντας, εάν η Ευρώπη ήταν μία ομοσπονδιακή χώρα, όπως η Γερμανία, τότε οι συντάξεις, όπως επίσης οι δαπάνες για την Υγεία και την Παιδεία, οι καταθέσεις κοκ. θα ήταν εξασφαλισμένες από την κεντρική της διοίκηση – ενώ τα ελλείμματα κάποιων περιοχών της (χωρών), θα εξισορροπούνταν από τα πλεονάσματα των άλλων.
Εν τούτοις δεν είναι ενώ, εκτός αυτού, μόνο μία χώρα εκτός της Ευρωζώνης μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμα της για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, δημιουργώντας θέσεις εργασίας – κάτι που είναι αδύνατον για τα κράτη εντός της νομισματικής ένωσης. Επομένως, η Ευρωζώνη είτε θα μετατραπεί σε μία ομοσπονδία, είτε θα διαλυθεί, με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τα κράτη της, όσο και για τον υπόλοιπο πλανήτη – με εναλλακτική ίσως λύση την επιστροφή στην αφετηρία (ανάλυση).

Επίλογος   

Με βάση τα παραπάνω, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να εμποδίσει την κατάρρευση μίας χώρας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την τελική έξοδο της από τη νομισματική ένωση, όταν προσβληθεί από μία οικονομική κρίση – γεγονός που τεκμηριώθηκε ήδη από το 1992, όπου η Βρετανία και η Ιταλία εγκατέλειψαν τον πολύ πιο ήπιο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ θα αποδειχθεί ξανά στο μέλλον.
Εάν δε η «πόρτα εξόδου» ανοίξει από κάποια χώρα, πριν ακόμη προλάβουν ή θελήσουν να ενωθούν δημοσιονομικά όλες οι υπόλοιπες, τότε η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – αφού η συμμετοχή δεν θα είναι πλέον μία αμετάκλητη διαδικασία, ενώ οι κρίσεις είναι πάντοτε θέμα χρόνου, εμφανιζόμενες νομοτελειακά σε όλα τα κράτη.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η απουσία του κακού...