Συνέντευξη
με τον καθηγητή von Herrmann 1
Συνεχίζεται
Παράπλευρες απώλειες τής ονοματολογίας, τής sola scriptura καί τής φαινομενολογίας. Μιά λεξιλογία.
Μιά επιστροφή στό ξεκίνημα, όμοια μέ τήν επιστροφή στήν πρώτη εκκλησία.
Πέτρος Χαραλάμπους
Αυτή η φύση που
«κρύβεται», είναι το θεϊκό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο, το οποίο μόνο σποραδικά
εκφράζεται. Για τον λόγο αυτό παραμελήθηκε και συνεχίζει να παραμελείται. Το
πρόχειρα δεδομένο παίρνει την θέση του και ο άνθρωπος ξεπέφτει στο μη αληθινό
(αυθεντικό) Είναι, σωστά;
Ο Heidegger αφιερώθηκε στην από-κάλυψη αυτής της
φύσεως;
Τι πρόσθεσε ή τι αφαίρεσε από αυτή την
γνώση, πως δηλαδή η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί;
Προσπάθησε δια της γλώσσας του να
εκφράσει αυτή την γνώση;
Καθηγητής:
Ξεκινούμε με τον Ηράκλειτο. Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί (αναφέρεται στο σημείο αυτό
στην πρώτη παράγραφο και αφήνει τις επιμέρους ερωτήσεις).
Περί αυτού μπορούμε να πούμε τα εξής: Τον όρο φύσις των
προσωκρατικών, του Ηράκλειτου, ο Heidegger μεταφράζει με τον όρο άνθιση (Aufgehen, το μπουμπούκι που ανοίγει) του
υπαρκτού (das Seiende, ον) μέσα στο
όλο (das Ganze). Ερμηνεύεται λοιπόν έτσι: η φύσις δεν είναι το
θεϊκό μέσα στον άνθρωπο, αλλά ένας πρώιμος ελληνικός όρος, θεμελιώδης όρος, για
το Είναι (Sein) και
όχι για το ον (das Seiende). Για το Είναι
στο όλο. Για το Είναι του όντος μέσα στο όλο. Το Είναι ως ον μέσα στο όλο κατά
την άνθιση του. Και στο σημείο αυτό ερχόμαστε στον όρο αλήθεια. Ο Heidegger λέει
πως φύσις και αλήθεια είναι πλησίον και συγγενικοί όροι. Βασικά, και οι δυο
θεμελιώδεις όροι λένε το ίδιο πράγμα. Ο Heidegger είναι ο πρώτος πού μετέφρασε τον όρο
αλήθεια κυριολεκτικά, ως μη-απόκρυψη, μη-κάλυψη, δηλαδή από-κάλυψη. Μπορούμε να
το πούμε και έτσι: η φύσις σημαίνει την άνθιση του όντος μέσα στο όλο μέσα στην
μη-κάλυψη του, στην ορατότητα του. Φυσις, δηλαδή η άνθιση, όχι μόνο της φύσεως
(Natur), αλλά
του όντος στην ολότητα του. Η φύσις έχει βεβαίως και την πρωταρχική της
σημασία, αλλά ως όρος για το Είναι με την σημασία της άνθισης και ανάδειξης
στην από-κάλυψη, μη- κάλυψη, συγγενεύει στενά με την αλήθεια. Η αλήθεια
αναφέρεται στην αρχή του (διδακτικού) ποιήματος του Παρμενίδη. Το επόμενο είναι
πολύ σημαντικό: η φύσις αγαπά να
κρύβεται. Η φύσις είναι μεν η άνθιση του όντος στην ολότητα, στην από-κάλυψη
του, αλλά αυτή η άνθιση δεν επιδεικνύεται με τον ίδιο τρόπο που επιδεικνύεται
το ον που ανθίζει. Το Είναι κρύβεται, στον τρόπο που υπάρχει ως άνθιση του
όντος στο όλον. Ο Heidegger στοχάζεται λοιπόν έτσι και την σχέση του Είναι και
όντος. Το ον είναι ον από το Είναι. Το Είναι όμως δεν είναι ον, δεν είναι το
ίδιο (το Είναι) ον. Αλλά το Είναι είναι αυτό από το οποίο το ον είναι ον. Και
επειδή το Είναι δεν παρουσιάζεται ως ον, δεν εμφανίζεται ως ον, λαμβάνει χώρα
ως φύσις, ως άνθιση, αλλά διατηρεί τον εαυτό του κρυμμένο, κρύβεται. Ο Heidegger λέει
πως η φύσις και η αλήθεια είναι αυτό από το οποίο ζει η προσωκρατική, ή η
προπλατωνική, δηλαδή η πρώιμη ελληνική σκέψη. Ζει από την εμπειρία της φύσεως
και της αλήθειας, και φυσικά από τον λόγο (στον Ηράκλειτο). Ο λόγος είναι στον
Ηράκλειτο, όπως το έδειξε ο Heidegger, στα κείμενα του περί λόγου, η
συγκεντρωτική παράθεση το όντος στην ολότητα. Ο λόγος, αυτό δηλαδή που
επιτρέπει ώστε το ον στην ολότητα, να παρατίθεται. Με τον τρόπο αυτό, ο λόγος
είναι πολύ κοντά στην φύσιν και την αλήθειαν. Οι τρεις αυτές λέξεις, φύσις,
αλήθεια και λόγος, είναι για τον Heidegger οι πηγαίες λέξεις της ελληνικής
φιλοσοφίας, και με τον τρόπο αυτό της δυτικής φιλοσοφίας. Λέει λοιπόν, πως η
ελληνική φιλοσοφία είχε ως σημείο έναρξης, στον Αναξίμανδρο, την στοχαστική
εμπειρία, (με τον όρο εμπειρία ο Heidegger εννοεί αυτό που έρχεται κατά πάνω, κατά
την διάρκεια της πορείας), αυτό που μου συμβαίνει, που συναντώ. Η ελληνική
φιλοσοφία ξεκινά λοιπόν με την εμπειρία αυτού που μιλά μέσα από τις τρεις αυτές
θεμελιώδεις λέξεις: φύσις, αλήθεια και λόγος. Τρεις λέξεις για το Είναι του
όντος. Και όχι μόνο το Είναι του κάθε μεμονωμένου όντος, αλλά του όντος στην
ολότητα. Για να επανέλθουμε στο κρύπτεσθαι: φύσις, λόγος και αλήθεια,
επιτρέπουν στο ον να είναι ον, στην λειτουργία τους όμως αυτή, στην λειτουργία
του αυτή το Είναι, κρύβεται, και δεν επιδεικνύεται όπως το ον.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η
πρώιμη ελληνική ρίζα, γι’ αυτό που ο Heidegger, στο πρώτο μέρος της πορείας του που εκφράζεται με το
«Είναι και Χρόνος», ονόμασε οντολογική διαφορά. Οντολογική διαφορά είναι η
διαφορά του Είναι (Sein) και του
όντος (Seiendes). Το Είναι
δεν είναι ον, αλλά επιτρέπει στο ον να είναι ον. Η οντολογική αυτή διαφορά έχει
την ρίζα της στο απόσπασμα που λέει, πως η φύσις, η ολοκληρωτική αυτή άνθιση
του όντος στην ολότητα, αγαπά να κρύβεται. Και κρύβεται, ενώ την ίδια στιγμή
επιτρέπει, οδηγεί στην άνθιση τον ον στην ολότητα του.
Ρωτάτε τώρα, κατά πόσον ο Heidegger αφιερώθηκε
στην αποκάλυψη αυτής της φύσεως.
Στο «Είναι και Χρόνος» αναφέρεται
στους πρώιμους Έλληνες στοχαστές. Όλοι οι θεμελιώδεις όροι έχουν ήδη αναφερθεί,
επινοηθεί. Στην ύστερη όμως σκέψη του, που ξεκινά το 1931, η ονομαζόμενη σκέψη
της ιστορίας του Είναι, της ιστορίας του Ereignis, (εδώ ανήκει και η ανεμελιά, εγκατάλειψη (Gelassenheit)), οι πρώτοι Έλληνες αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο βάρος για
τον Heidegger. Ο Heidegger αφιερώθηκε στην πρώτη αρχή της
δυτικής σκέψης στην πρώιμη ελληνική σκέψη. Ο Heidegger δεν ξεκίνησε από
οποιοδήποτε σημείο, αλλά από τους πρώτους στοχαστές, ώστε από τούς στοχασμούς να
ακούσει αυτό που από τις θεμελιώδεις έννοιες μιλά. Και ήθελε έτσι να ανιχνεύσει
την αρχή της φιλοσοφικής σκέψης. Και για τον λόγο αυτό ακολούθησε αυτούς τους
θεμελιώδεις όρους, από τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη και τον Αναξίμανδρο. Αυτοί
είναι οι σημαντικότεροι, για τον Heidegger, πρώιμοι Έλληνες στοχαστές.
Για τον Heidegger ήταν αποφασιστικής σημασίας τι
λένε οι Έλληνες στοχαστές, τι σημαίνουν οι θεμελιώδεις έννοιες τις πρώιμης
ελληνικής σκέψης. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να κατευθύνει όλη την διανοητική του
δύναμη στις λέξεις αυτές. Και με τον τρόπο αυτό απέκτησε τεράστιες γνώσεις και
διαπιστώσεις.
Με αυτά απάντησα στην ερώτηση
κατά πόσον ο Heidegger αφιερώθηκε στην αποκάλυψη της φύσεως.
Η επόμενη ερώτηση στο ίδιο θέμα είναι, τι πρόσθεσε και τι αφαίρεσε ο Heidegger.
Δεν αφαίρεσε κάτι. Πρόσθεσε μόνο
την ερμηνεία που ήδη ανέπτυξα. Και αυτό αποτελεί πρόσθεση, καθώς το απόσπασμα
αυτό του Ηράκλειτου δεν είχε μέχρι τότε ερμηνευθεί με τον τρόπο του Heidegger. Πρόσθεσε, όπως ο ίδιος είναι πεπεισμένος, την πρώτη
ερμηνεία που αξίζει στο απόσπασμα αυτό. Αυτή είναι η συνεισφορά του Heidegger. Μιλά, όχι στο «Είναι και Χρόνος», αλλά στα γραπτά από
τις δεκαετίες 30’, 40’ και 50’, για το ξέφωτο αυτού που κρύβεται (Lichtung des sich verbergenden).
Αυτός είναι ένας γλωσσικός τύπος για το Είναι. Το Είναι αποκαλύπτεται, τίθεται
στο ξέφωτο. Αλήθεια σημαίνει η μη-απόκρυψη. Η από-κάλυψη όμως έχει ανάγκη την
λήθη, την απόκρυψη. Σε ένα δοκίμιο του 1936, λέει πολύ ωραία, πως η λήθη (η
απόκρυψη, η κάλυψη) είναι διαρκής καταγωγή κάθε από-κάλυψης. Δεν μπορούμε να
μιλάμε για μια από-κάλυψη εάν δεν υπάρχει μια καταγωγή. Η καταγωγή όμως δεν
είναι προσβάσιμη, για τον λόγο αυτό είναι μυστηριώδης, λήθη.
Η μεγάλη πρόσθεση που έκανε είναι
η εξής: ξεκινώντας από την ηρακλήτειο διανοητική εμπειρία, προσδιόρισε την
ουσία του Είναι ως το ξέφωτο της αυτοαπόκρυψης, το ξέφωτο του Είναι που
κρύβεται. Το Είναι βγαίνει, δημιουργεί το ξέφωτο, και ταυτόχρονα, πράττοντας
ακριβώς αυτό, κρύβεται ενώπιον του όντος.
Ο Heidegger μιλά με διάφορους τρόπους για την
λήθη.
Ο πρώτος τρόπος της απόκρυψης,
λέει, είναι η καταγωγή κάθε από-κάλυψης. Και αυτό βλέπει στην ελληνική λέξη
α-λήθεια. Το α στερητικό ληστεύει την λήθη. Κάθε από-κάλυψη προέρχεται από την
λήθη. Η κυρίαρχη στην ουσία του Είναι απόκρυψη, είναι καταγωγή κάθε από-κάλυψης
του Είναι.
Ένας άλλος τρόπος απόκρυψης,
είναι αυτό που αναφέρεται στο πρώτο απόσπασμα, πως η φύσις, το Είναι ας πούμε,
αγαπά να κρύβεται. Αυτή η απόκρυψη του Είναι εννοεί την απόκρυψη του Είναι που
είναι στο ξέφωτο. Εδώ έχουμε ένα άλλο τρόπο, όχι την καταγωγή, αλλά αυτό που
προέρχεται από την καταγωγή. Το Είναι που βγαίνει στο ξέφωτο κρύβεται ενώπιον
του όντος. Δεν επιδεικνύεται όπως το ον, αν και είναι ακριβώς αυτό, εκ του
οποίου το ον είναι ον. Το ον είναι ον μόνο εκ του Είναι. Το Είναι λοιπόν δεν
είναι όπως το ον και γι’ αυτό λέμε πως κρύβεται. Ενώ το ον προσλαμβάνεται από
την εμπειρία πολλαπλώς, το Είναι κρύβεται, κουκουλώνεται (verhüllt sich). Έχουμε ήδη δυο τρόπους απόκρυψης. Απόκρυψη ως λήθη, με
την έννοια της καταγωγικής απόκρυψης. Καταγωγή για κάθε από-κάλυψη ή ξέφωτο του
Είναι. Ο Heidegger ονομάζει μερικές φορές την από-κάλυψη και με τον όρο
δημιουργία ξέφωτου, άνοιγμα. Η λήθη είναι το κλειστό, αλλά καταγωγικά είναι το
κλειστό για το άνοιγμα, το ξέφωτο του Είναι, για την φύσιν.
Μπορούμε να πούμε πως η λήθη συνδέεται με το Urgrund του Böhme;
Κατά κάποιο τρόπο, ναι, μπορούμε.
Θα το διατύπωνα έτσι: η λήθη είναι αυτό που έχει τον χαρακτήρα του Urgrund μέσα στην ουσία του Είναι. Με τον
τρόπο αυτό η λήθη έχει κάποια συγγένεια με το Urgrund στον Böhme.
Θα ήθελα να αναφέρω και ένα τρίτο
τρόπο απόκρυψης. Ο τρίτος αυτός τρόπος κυριαρχεί στον τρόπο, στον βαθμό, του
ξέφωτου του Είναι. Το Είναι μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο, καταγωγικά,
αποκεκαλυμμένο στο ξέφωτο. Λιγότερο καταγωγικά, σημαίνει πως καθορίζεται από
την παραμόρφωση και κάλυψη. Παραμόρφωση και κάλυψη είναι δυο τρόποι της
απόκρυψης εντός της από-κάλυψης. Εντός της από-κάλυψης του όντος στην ολότητα
υπάρχουν τα φαινόμενα της μερικής κάλυψης και παραμόρφωσης. Υπάρχει βέβαια και
η δυνατότητα, και έτσι επιστρέφουμε στο πρώτο που ρωτήσατε, η φύσις να
παραμείνει στην ολότητα της κρυμμένη για την φιλοσοφική σκέψη. Οι πρώιμοι
Έλληνες φιλόσοφοι στοχάζονται από την εμπειρία αυτού που είναι η φύσις, ο
λόγος, η αλήθεια. Ο Heidegger λέει όμως, και αυτό δεν αμφισβητείται, πως οι περιοχές
αυτές της εμπειρίας, αυτές οι πρωταρχικές εμπειρίες του Είναι, φύσις, λόγος και
αλήθεια, είναι οι πρώτες εμπειρίες του Είναι της πρώιμης ελληνικής σκέψης. Αυτές
λοιπόν αποτραβιούνται κάπως στην συνέχεια της ελληνικής σκέψης. Η πρωταρχική
εμπειρία για τον Heidegger είναι η από-κάλυψη ως αλήθεια, στην έναρξη της δυτικής,
δηλαδή ελληνικής φιλοσοφίας. Αλήθεια ως από-κάλυψη, ώστε το ον στην ολότητα
αλλά και το καθένα ξεχωριστά, να μετατοπίζεται στην από-κάλυψη του. Ο Heidegger δείχνει, πως αυτή πρωταρχική
εμπειρία της αλήθειας αποσύρεται στον Πλάτωνα, δίνοντας την θέση της στην
ορθότητα;;;;;;. Αυτό σημαίνει πως τα αισθητά πράγματα προσανατολίζονται προς τις
ιδέες τους. Οι ιδέες είναι στον Πλάτωνα το Είναι. Το έκαστο τι είναι. Το τι
είναι για το έκαστο ον. Η ιδέα του τραπεζιού, η ιδέα του κρεβατιού… Τώρα, τη
σχέση του Είναι προς το ον, της ιδέας του τραπεζιού προς το αισθητά
προσλαμβανόμενο τραπέζι, ο Πλάτων δεν την στοχάζεται έχοντας πρωταρχικά ως
κατευθυντήριο νήμα την αλήθεια, την από-κάλυψη, αλλά την ορθότητα. Αυτό
σημαίνει πως το αισθητηριακά προσλαμβανόμενο ον, κατευθύνεται ως τραπέζι προς
την ιδέα του τραπεζιού. Αυτή είναι μια μεταβολή, στην ιστορία του Είναι, εντός
της αντίληψης περί αλήθειας στην δυτική φιλοσοφία. Η πρωταρχική αντίληψη ξεκινά
από την αλήθεια, αποσύρεται στον μεγάλο στοχαστή Πλάτωνα, και στην θέση της
μπαίνει η ορθότης, ως σχέση του Είναι και του όντος, των ιδεών δηλαδή και των
αισθητηριακά αντιληπτών πραγμάτων. Στον Αριστοτέλη, μεταβάλλεται η ορθότης, αν
και συνεχίζει να υπάρχει φυσικά και σε αυτόν, σε ομοίωση, που είναι η
θεμελιώδης έννοια του. Στον Ντεκάρτ υπάρχει ένας νέος προσδιορισμός της ουσίας
της αλήθειας, η αλήθεια ως βεβαιότητα. Και η βεβαιότητα είναι αυτοβεβαιότητα,
εγώ. Ego cogito ergo sum, για όσο σκέπτομαι, για όσο σκεπτόμενος αναπαριστώ είμαι
συνειδητά βέβαιος για τον εαυτό μου ως σκεπτόμενος αναπαριστών.
Όταν λοιπόν η εμπειρικά
διανοητική αντίληψη της φύσεως αποσύρεται, καλύπτεται, τότε έρχεται στο
προσκήνιο το ον ως διαθέσιμο. Θα μπορούσαμε να πούμε, (γνωρίζετε για το
μη-αυθεντικό Είναι, από το «Είναι και Χρόνος»), πως όταν αυτό το έδαφος της
εμπειρίας της φύσεως, ως άνθισης του όντος στην ολότητα μέσα στην από-κάλυψη
του, αποσύρεται, τότε ενώπιον μας βρίσκεται πρωταρχικά το ον ως διαθέσιμο. Το
αυθεντικό και μη-αυθεντικό Είναι αναφέρονται στον άνθρωπο, και είναι δυο τρόποι
διεκπεραίωσης του υπάρχειν, του Dasein, ως του εν-τω-κόσμω-είναι. Ένα αυθεντικό υπάρχειν, σύμφωνα με την πρώιμη
ελληνική σκέψη, θα ήταν ένα εν-τω-κόσμω-είναι που ζει από την εμπειρία της
φύσεως και της αλήθειας. Το μη-αυθεντικό εν-τω-κόσμω-είναι θα ήταν μια κυρίαρχη
κατεύθυνση προς το ον ως απλώς διαθέσιμο.
Συνεχίζεται
Παράπλευρες απώλειες τής ονοματολογίας, τής sola scriptura καί τής φαινομενολογίας. Μιά λεξιλογία.
Μιά επιστροφή στό ξεκίνημα, όμοια μέ τήν επιστροφή στήν πρώτη εκκλησία.
Πέτρος Χαραλάμπους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου