Όσο αυξάνονται στην Ελλάδα οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, ως αποτέλεσμα της πολιτικής των μνημονίων (λιτότητα), δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι – με εξαίρεση την κερδοσκοπία. Ταυτόχρονα, όταν το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο, αδυνατώντας να επενδύσει για να δημιουργήσει ζήτηση, ενώ το κόκκινο ιδιωτικό χρέος έχει φτάσει στη στρατόσφαιρα, είναι αδύνατη η ανάπτυξη – γεγονός που σημαίνει ότι, η ελληνική τραγωδία θα συνεχίζεται στο διηνεκές, εκτός εάν σταματήσει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πολιτική.
Ανάλυση
Η μακροοικονομία, η οποία ασχολείται με το σύνολο μίας οικονομίας, έχει σημαντικές διαφορές από τη μικροοικονομία – αφού η τελευταία ασχολείται με τις επί μέρους «μονάδες», όπως είναι οι εκάστοτε επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, για τα οποία ισχύουν συχνά άλλοι κανόνες επειδή δεν αλληλοεπηρεάζονται άμεσα. Εκτός αυτού δεν είναι δύσκολη μεν στην κατανόηση της, αλλά απαιτείται αφενός μεν κοινή λογική, αφετέρου προσεκτικό διάβασμα – αφού δεν πρόκειται για μία θεωρητική επιστήμη, όπως είναι η Ιστορία, ούτε για μία αμιγώς πρακτική, όπως είναι τα Μαθηματικά, αλλά για ένα μείγμα των δύο. Λογικά λοιπόν δεν μπορεί να είναι αντικείμενο τηλεοπτικών ή άλλων πάνελ – στα οποία ποτέ δεν μπορεί κανείς να εκφράσει ολοκληρωμένα τις απόψεις του ή/και να γίνουν κατανοητές από τους τηλεθεατές που παρακολουθούν, καθισμένοι χαλαρά στους καναπέδες τους.
Επειδή τώρα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ατομική και συλλογική ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συμπεράσματα της δεν είναι καθόλου εύκολα – όπως εκείνων των επιστημών που ασχολούνται με αντικείμενα και όχι με υποκείμενα. Ως εκ τούτου παρεξηγείται πολλές φορές, λόγω του ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν υπόκειται σε σταθερούς φυσικούς κανόνες, ούτε σε ιστορικά προηγούμενα – ενώ η μακροοικονομία επηρεάζει και επηρεάζεται από τον άνθρωπο.
Εν τούτοις υπάρχουν ορισμένοι βασικοί κανόνες που όμως μπορεί να καταρριφθούν κάποια χρονική στιγμή – όπως συμβαίνει με πολλές άλλες φυσικές επιστήμες που εξελίσσονται (θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα και του Αϊνστάιν). Για παράδειγμα η θεωρία των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων που δεν ισχύει πλέον, τόσο όσον αφορά την κλασσική οικονομία, όσο και τον Keynes – την οποία θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε, για εκείνους που τους ενδιαφέρει πραγματικά η γνώση για να κατανοήσουν τις εκάστοτε οικονομικές πολιτικές που ασκούνται και τα αποτελέσματα τους, οπότε να μην χειραγωγούνται ή να τρέφουν αυταπάτες.
Αποταμιεύσεις και επενδύσεις
Όπως είναι γνωστό, τα εισοδήματα των νοικοκυριών οδηγούνται είτε στην κατανάλωση, είτε στην πληρωμή φόρων, είτε στις αποταμιεύσεις – με την ευρύτερη έννοια των αποταμιεύσεων (=καταθέσεις, αγορά σπιτιού, μετοχές κλπ.). Όταν λοιπόν σε μία χώρα όπως η Ελλάδα τα εισοδήματα συρρικνώνονται, ενώ αυξάνονται οι φόροι, τότε αφενός μεν μειώνεται η κατανάλωση και άρα το ΑΕΠ, αφετέρου οι αποταμιεύσεις – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν ισχύει η διάσημη εξίσωση Α=Ε (οι αποταμιεύσεις Α είναι ίσες με τις επενδύσεις Ε), είναι αδύνατη η ανάπτυξη αφού μειώνονται οι αποταμιεύσεις. Ισχύει όμως;
Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις (Α=Ε ή Α-Ε=0)
Προσπαθώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, η οποία είναι εξαιρετικά σημαντική για την Ελλάδα σήμερα, οι οπαδοί της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας πιστεύουν ότι, μία χώρα πρέπει πρώτα να αποταμιεύσει για να διενεργήσει επενδύσεις στο ίδιο ποσόν – ενώ ορισμένοι υποστηρικτές του Keynes ισχυρίζονται το ακριβώς αντίθετο: πως προηγούνται οι επενδύσεις (Ε) δηλαδή, οι οποίες οδηγούν στην αντίστοιχη αύξηση των αποταμιεύσεων (Α). Οι δύο διαφορετικές αυτές απόψεις δεν είναι ασφαλώς ασήμαντες αφού, ανάλογα με το πώς ερμηνεύει κανείς την εξίσωση Α=Ε, διατυπώνει άλλες προτάσεις που αφορούν τη σωστή οικονομική πολιτική μίας χώρας.
Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση της κρίσης υπερχρέωσης της Ευρωζώνης και η πολιτική λιτότητας που επιβλήθηκε, στηρίχθηκε ξεκάθαρα στη νεοκλασική θεωρία – σύμφωνα με την οποία πρέπει πρώτα να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις και μετά να διενεργηθούν επενδύσεις, για να ενισχυθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Εάν είχε επιλεχθεί η άποψη ορισμένων οπαδών του Keynes, τότε θα έπρεπε να δρομολογηθεί το ακριβώς αντίθετο: η αύξηση των επενδυτικών δαπανών, οπότε οι αποταμιεύσεις θα προέκυπταν αυτόματα. Πώς όμως θα αυξάνονταν οι επενδυτικές δαπάνες, εν πρώτοις του δημοσίου για να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας, εκ μέρους των υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα, ελλείψει χρημάτων;
Ανεξάρτητα από το ερώτημα αυτό, τόσο στη μία θεωρία, όσο και στην άλλη υπάρχει ένα θεμελιώδες σφάλμα: «μία λογιστική ταυτότητα ερμηνεύεται ως μία αιτιώδης σχέση μεταξύ δύο (δήθεν) διαφορετικών μεγεθών». Για να γίνει κατανοητή η έκφραση μας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Λογιστική – ξεκινώντας από το τι ακριβώς εννοεί κανείς με τη λέξη «αποταμιεύσεις» (με το «Α» στην εξίσωση).
Εν πρώτοις όμως πρέπει να καταλάβουμε ακριβώς από τι αποτελούνται τα περιουσιακά στοιχεία μίας ορισμένης «οικονομικής μονάδας» – ενός νοικοκυριού, μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Η αιτία είναι το ότι, η «αποταμίευση» δεν είναι τίποτα άλλο, από τη διαφορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – ενώ τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να παρουσιαστούν με τη μορφή ενός Ισολογισμού (γράφημα).
Ειδικότερα, στην αριστερή πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο ενεργητικό του δηλαδή, τοποθετούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, οικόπεδα, μηχανήματα κλπ.), καθώς επίσης τα χρηματικά – όπου ως τέτοια, ως χρηματικά δηλαδή, είναι όλες οι απαιτήσεις απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Για παράδειγμα, τα μετρητά (κέρματα, χαρτονομίσματα) είναι απαίτηση απέναντι στην κεντρική τράπεζα, οι καταθέσεις απέναντι στις εμπορικές, οι μετοχές στις επιχειρήσεις κοκ.
Στη δεξιά πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο παθητικό, τοποθετούνται τα χρέη – όλες οι υποχρεώσεις δηλαδή απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Η διαφορά τώρα του Ενεργητικού από το Παθητικό, της αριστερής στήλης από τη δεξιά, είναι τα καθαρά εκάστοτε περιουσιακά στοιχεία – όπου είτε είναι θετικά, εάν το ενεργητικό είναι μεγαλύτερο από το παθητικό, είτε αρνητικά στην αντίθετη περίπτωση.
Με κριτήριο την παραπάνω λογιστική απεικόνιση, οι αποταμιεύσεις ορίζονται ως η διαφορά των καθαρών περιουσιακών στοιχείων (καθαρά = αφαιρουμένων των χρεών) εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – με απλά λόγια, εάν η καθαρή μας θέση (=ενεργητικό – παθητικό) στα τέλη του 2016 ήταν 100.000 €, ενώ στα τέλη του 2017 υποθετικά 110.000 €, τότε οι αποταμιεύσεις μας αυξήθηκαν κατά 10.000 € εντός ενός έτους. Πρόκειται ουσιαστικά για την αλλαγή των παγίων περιουσιακών στοιχείων μίας μονάδας, καθώς επίσης των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – όπου η αλλαγή ή διαφορά των παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ) μπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση. Επομένως η εξίσωση Α=Ε μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:
Α = ΔΠΠΣ + Ε
Περαιτέρω, οι επενδύσεις (Ε) είναι εξ’ ορισμού ένας από τους δύο διαφορετικούς τρόπους αποταμίευσης – με την έννοια πως όταν κάποιος δημιουργεί πάγια περιουσιακά στοιχεία αποταμιεύει. Όταν λοιπόν λέγεται ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε επενδύσεις, όπως η νεοκλασική θεωρία, τότε ουσιαστικά δεν λέγεται τίποτα άλλο από το ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις. Με την ίδια λογική, όποιος λέει πως οι επενδύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις, όπως ορισμένοι οπαδοί του Keynes, τότε δεν λέει τίποτα άλλο από το ότι μία επένδυση είναι μία επένδυση.
Εν τούτοις, στον Ισολογισμό που αναφέραμε, εκτός από τις αποταμιεύσεις με τη μορφή της δημιουργίας παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ), υπάρχουν και οι αποταμιεύσεις με τη δημιουργία χρηματικών περιουσιακών στοιχείων (ΔΧΠΣ) – δηλαδή αυτές σε μετρητά χρήματα. Η διαφορά λοιπόν αυτού του τύπου με το φημισμένο Α=Ε είναι το ότι, ο τελευταίος αφορά μία ολόκληρη οικονομία και όχι μόνο μία κάποια οικονομική μονάδα, όπως ένα τυχαίο νοικοκυριό, μία επιχείρηση, το κράτος κλπ.
Η μεγάλη εικόνα
Ειδικότερα, εάν εξετάζει κανείς μία ολόκληρη οικονομία, τότε εξαφανίζεται η δημιουργία καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – επειδή οι συναλλαγές, οι οποίες αλλάζουν τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, χαρακτηρίζονται ως δαπάνες και έσοδα. Τέτοιες είναι οι μισθοί, οι τόκοι και τα μερίσματα, οι φόροι, οι αγορές και οι πωλήσεις προϊόντων κοκ. Όποιος λοιπόν έχει πλεόνασμα εσόδων, εισπράττει δηλαδή περισσότερα από όσα ξοδεύει, αυξάνει τα καθαρά χρηματικά του περιουσιακά στοιχεία και επομένως αποταμιεύει. Αντίθετα, όποιος έχει έλλειμμα εσόδων, ξοδεύει δηλαδή περισσότερα από όσα εισπράττει, μειώνει τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά του στοιχεία – οπότε η αποταμίευση του είναι αρνητική.
Περαιτέρω, τα έσοδα του ενός είναι πάντοτε οι δαπάνες του άλλου – για παράδειγμα, οι μισθοί των εργαζομένων είναι δαπάνες των επιχειρήσεων, οι αγορές των πελατών είναι οι πωλήσεις των εμπόρων ή των παραγωγών και τα έσοδα από τόκους των δανειστών είναι οι δαπάνες των οφειλετών. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως όταν κάποιος έχει ένα πλεόνασμα εσόδων, τότε όλοι οι άλλοι θα πρέπει να έχουν ένα έλλειμμα δαπανών στο ίδιο ύψος. Ως εκ τούτου, μπορεί τότε μόνο κάποιος να αποταμιεύει, να αυξάνει δηλαδή τα καθαρά χρηματικά του περιουσιακά στοιχεία, όταν όλοι οι άλλοι τα μειώνουν στο ίδιο ποσόν.
Για παράδειγμα σε επίπεδο κρατών, η Γερμανία ως μία οικονομική μονάδα έχει ένα τεράστιο ετήσιο πλεόνασμα εσόδων (γράφημα) – το οποίο ονομάζεται πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επομένως, οι υπόλοιποι εμπορικοί της εταίροι έχουν υποχρεωτικά έναν αντίστοιχο έλλειμμα εσόδων ή πλεόνασμα δαπανών – άρα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους. Αυτό σημαίνει ότι, όσο καλύτερα πηγαίνει η Γερμανία, τόσο χειρότερα κάποιες άλλες χώρες – οπότε είναι δύσκολο να χαίρεται κανείς με την πρόοδο της.
Συνεχίζοντας, εάν προσθέσει κανείς τα πλεονάσματα όλων των χωρών (Π) με τα ελλείμματα των υπολοίπων (Ε), το σύνολο θα είναι πάντοτε μηδέν (Π+Ε=0). Εκτός αυτού, ο πλανήτης ως σύνολο ή η εκάστοτε επί μέρους χώρα ως προς τον εαυτό της, δεν μπορεί ποτέ να αποταμιεύσει με τη μορφή των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – αλλά μόνο με τη μορφή των παγίων περιουσιακών στοιχείων που σημαίνει ότι, η εξίσωση Α=Ε είναι σωστή.
Για να διευκρινισθεί τώρα ακόμη καλύτερα τι σημαίνει η εξίσωση Α=Ε είναι σωστό να αναφέρει κανείς τι δεν σημαίνει. Ειδικότερα, δεν σημαίνει πως οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών επενδύονται από τις επιχειρήσεις, όπως συχνά αναφέρουν οι οπαδοί της νεοκλασικής θεωρίας. Δεν σημαίνει ούτε το αντίθετο – το ότι δηλαδή όσα επενδύουν οι επιχειρήσεις οδηγούν με κάποιο τρόπο στην αύξηση των αποταμιεύσεων, κατά τις απόψεις ορισμένων που ακολουθούν τον Keynes.
Για παράδειγμα, εάν μία οικονομία αποτελούταν από μόνο δύο οικονομικούς συντελεστές, από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οι δαπάνες των νοικοκυριών θα ήταν απαραίτητες για τα έσοδα των επιχειρήσεων – και το αντίθετο. Υποθετικά τώρα, τον πρώτο μήνα αποφασίζουν οι επιχειρήσεις να επενδύσουν σε νέα μηχανήματα – ενώ διαθέτουν αρκετά χρήματα για να προσλάβουν νέους εργαζόμενους, οι οποίοι θα χειριστούν αυτά τα μηχανήματα για να παράγουν καταναλωτικά αγαθά.
Αφού λοιπόν οι μηχανές λειτουργήσουν και παραχθούν τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις πληρώνουν τους εργαζομένους τους (οι δαπάνες των επιχειρήσεων είναι τα έσοδα των νοικοκυριών). Αμέσως μετά τα νοικοκυριά μπορούν να σκεφθούν τι θα κάνουν με το μισθό τους έως τα τέλη του μήνα, όπου μπορούν να συμβούν τα εξής:
(α) Δαπανούν λιγότερα από όσα εισπράττουν, οπότε οι επιχειρήσεις εισπράττουν λιγότερα από όσα έχουν δαπανήσει – γεγονός που σημαίνει ότι, οι τζίροι των επιχειρήσεων είναι χαμηλότεροι από τους μισθούς που έχουν πληρώσει. Στην περίπτωση αυτή, οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι θετικές – ενώ των επιχειρήσεων κατά το ίδιο ποσόν αρνητικές.
(β) Δαπανούν το ίδιο ακριβώς ποσόν που έχουν εισπράξει, τους μισθούς τους δηλαδή – οπότε οι τζίροι των επιχειρήσεων είναι ίσοι με τους μισθούς που έχουν πληρώσει. Εν προκειμένω, οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δεν αλλάζουν καθόλου.
(γ) Δαπανούν περισσότερα από όσα έχουν εισπράξει – με αποτέλεσμα να μειώνονται οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και να αυξάνονται αντίστοιχα των επιχειρήσεων. Πόση είναι κάθε φορά και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις η συνολική αποταμίευση της οικονομίας στο συγκεκριμένο μήνα;
Η απάντηση είναι εύκολη: κάθε φορά είναι τόσο υψηλή, όσο οι καθαρές επενδύσεις των επιχειρήσεων. Είτε τα νοικοκυριά αυξήσουν, διατηρήσουν σταθερό ή μειώσουν τα καθαρά χρηματικά τους περιουσιακά στοιχεία, πάντοτε οι αλλαγές στις επιχειρήσεις, όσον αφορά τα δικά τους καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, είναι αντίστοιχες – απλά με το αντίθετο πρόσημο. Συνολικά στην οικονομία λοιπόν, όλες οι αλλαγές των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων έχουν μηδενικό αποτέλεσμα προστιθέμενες μεταξύ τους – ενώ παραμένουν οι μηχανές (επομένως Α=Ε).
Ως εκ τούτου, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών δεν οδηγούν σε υψηλότερες επενδύσεις τις επιχειρήσεις, όπως ισχυρίζονται οι νεοκλασικοί – αφού οι επενδύσεις αποφασίζονται μόνο από τις επιχειρήσεις. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων δεν οδηγούν ούτε στην αύξηση των αποταμιεύσεων, όπως πιστεύουν ορισμένοι οπαδοί του Keynes – ενώ δεν υπάρχει καμία υποχρεωτική λογιστική σύνδεση μεταξύ του ύψους των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Επομένως είναι αδιάφορο το ποιός επενδύει, αφού εάν το έκαναν τα νοικοκυριά, χτίζοντας για παράδειγμα σπίτια που ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία, τότε θα αυξανόταν οι επενδύσεις, το Ε, οπότε αντίστοιχα οι αποταμιεύσεις, το Α – ανεξάρτητα από τις αλλαγές των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Επίλογος
Με βάση τα παραπάνω, οι επενδύσεις στην Ελλάδα, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η ανάπτυξη, δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από τις αποταμιεύσεις – οπότε δεν παίζει κανένα ρόλο η διαφυγή καταθέσεων άνω των 100 δις € στο εξωτερικό για τις επενδύσεις, αλλά μόνο για τις τράπεζες. Οι τελευταίες με τη σειρά τους δεν δανείζουν την οικονομία όχι επειδή δεν διαθέτουν χρήματα (αφού τα δημιουργούν από το πουθενά μέσω των δανείων, έναντι εγγυήσεων μόλις 1 € στην κεντρική ανά 100 € δανείου), αλλά λόγω του ότι δεν υπάρχουν πια αξιόχρεοι οφειλέτες μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς ύφεσης – ενώ οι καταθέσεις έχουν σχέση μόνο με τη δική τους οικονομική υγεία (ανάλυση).
Επομένως, είτε αποταμιεύουν τα νοικοκυριά (το ποσοστό αποταμίευσης στην Ελλάδα είναι της τάξης του 10% του ΑΕΠ), είτε όχι, οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επενδύσουν όσο η ζήτηση είναι χαμηλή, ενώ δεν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον – με μοναδική εξαίρεση τις εξαγωγές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο τουρισμός, όπου εκμεταλλεύονται τη ζήτηση των άλλων χωρών.
Όταν λοιπόν αυξάνονται στη χώρα μας οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, σύμφωνα με την πολιτική των μνημονίων, δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι – με εξαίρεση τον τουρισμό και τις εξαγωγές εκείνων των προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς, καθώς επίσης τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις (όπως η εξαγορά των κρατικών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των σπιτιών των Ελλήνων σε τιμές εκποίησης κοκ.).
Όταν δε την ίδια στιγμή το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο, αδυνατώντας να επενδύσει για να δημιουργήσει ζήτηση, ενώ το κόκκινο ιδιωτικό χρέος έχει φτάσει στη στρατόσφαιρα (πάνω από το 180% του ΑΕΠ), ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος του διαβόλου δεν σταματάει – γεγονός που σημαίνει ότι, η ελληνική τραγωδία θα συνεχίζεται στο διηνεκές, εκτός εάν σταματήσει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου