Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (10)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη, 23 Μαΐου 2019
                            
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       Ι  
                                      Η    Π Ο Λ Ι Σ   (2η συνέχεια)
    
Αποτελούμενοι από αναρίθμητες φυλές, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, οι Έλληνες έζησαν για μεγάλο διάστημα υπό την εξουσία αρχηγών που αποκαλούνταν βασιλείς. Στους αρχαίους χρόνους, η φυλή ή οι βασιλείς της εγκατέστησαν σε διάφορα μέρη οχυρά και πόλεις, ή εγκαταστάθηκαν στις ήδη υπάρχουσες· πρόκειται, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, γι’ αυτές που βρίσκονταν σε ηπειρωτικές ή νησιωτικές περιοχές μακριά από τη θάλασσα, στο εσωτερικό τής χώρας, εξαιτίας τής πειρατείας που μαινόταν εκείνη την εποχή· διότι μόνον οι νεώτερες πόλεις, αυτές που εγκαθιδρύθηκαν μετά την εμφάνιση της καθαυτό ναυσιπλοΐας, ήταν χτισμένες σε παράλιες περιοχές, στις χερσονήσους, και ήταν προστατευμένες από ισχυρά τείχη. Οι Μυκήνες και η Τίρυνθα είναι κατά πολύ αρχαιότερες από όλες τις υπόλοιπες πόλεις.
     Εκείνη την εποχή όμως η πλειοψηφία τού πληθυσμού κατοικούσε σε χωριά (κατά δήμους). Ο Θουκυδίδης το ονομάζει «η αρχαία συνήθεια της Ελλάδας». Το πώς ήταν πολιτικά οργανωμένες αυτές οι κοινότητες και ποιο νομικό καθεστώς εκπροσώπησης είχαν μέσα στη φυλή δεν μας είναι γνωστό· αγνοούμε επίσης σε ποιον βαθμό οι βωμοί, τα έθιμα ή η στρατιωτική διοργάνωση τις υποχρέωναν σε κάποιο είδος σχέσης με τη γειτονική κοινότητα. Αν υπήρχαν οχυρωμένα χωριά στον δήμο ή στη φυλή, θα πρέπει να χρησίμευαν ως φρούρια συλλογικής προστασίας από τις επιδρομές τών ληστών και των πειρατών. Οι αρχαίοι Σικανοί τής Σικελίας κατοικούσαν αποκλειστικά σε οχυρωμένες κοινότητες στα υψώματα για να προστατεύονται από τους ληστές, και παρότι λέγεται ότι «κατοικούσαν σε χωριά», οι τοποθεσίες αυτές αποκαλούντο ήδη πόλεις. Στην κεντρική και νότιο Ιταλία, ακόμη και στις μέρες μας, πολλά κάστρα που μοιάζουν με οχυρωμένη πόλη αποτελούν καταφύγιο για τους ντόπιους τόσο τις νύχτες όσο και σε εποχές γενικής ανασφάλειας. Σε πολλές περιοχές τής Ελλάδας, σε μεταγενέστερες εποχές, οι πληθυσμοί εξακολούθησαν να ζουν σε χωριά, των οποίων η ζωή και η πολιτική διοργάνωση μάς είναι σχεδόν άγνωστες, επειδή  στο μεταξύ οι πόλεις αναδείχθηκαν σε ιδανικό πρότυπο.
     Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι αρχαίες ελληνικές φυλές έζησαν σε πολύ εντονώτερους ρυθμούς από όλες τις υπόλοιπες φυλές τών Αρίων· η ισχυρή ζωτικότητα, που συνεγείρει αργότερα το έθνος αυτό, εμπνέεται από τις επιδρομές, τις μετεγκαταστάσεις και τις αναμείξεις στις οποίες υποχρεώθηκαν οι διάφορες αρχαίες φυλές, εξαιτίας τών μακροχρόνων μετακινήσεών τους. Οι περιγραφές αυτού τού φαινομένου μοιάζουν συγκεχυμένες και ασαφείς, και μετά βίας μάς επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε το ακριβές ιστορικό τους αποτύπωμα· έχουν όμως τόσον πλούτο, που ακόμη και αν συγκεντρώσουμε όλο το αντίστοιχο υλικό ιστορικών όπως ο Ιορδάνης ο Αλανός και ο Παύλος ο Διάκονος, δεν θα υπάρξει καμιά αντιστοιχία στο επίπεδο της ποιότητας. Βρισκόμαστε μπροστά σε αναρίθμητες μικρές λεπτομέρειες· ακόμη και η μικρότερη κοινότητα έχει τούς δικούς της μύθους, ενώ σε ό,τι αφορά στα γερμανικά φύλα οι πληροφορίες είναι όλες απολύτως γενικής φύσεως. Οι Αλαμανοί μας έχασαν πιθανότατα ήδη από τον 7ον αιώνα κάθε ανάμνηση των πηγών προέλευσής τους· σχετικά με την εγκατάσταση των πληθυσμών στο ρωμαϊκό έδαφος δεν μας παραδόθηκε τίποτε, και ελάχιστα γνωρίζουμε για την ιστορία τους· βρέθηκαν εκεί και εκεί παρέμειναν, αυτό είναι όλο· αντίθετα στους Έλληνες βλέπουμε να αναδύεται με μιαν εξαιρετική ορμή, παρότι σε μυθική μορφή, η συνείδηση της προέλευσης και του τόπου εγκατάστασής τους. Ονομασίες που προέρχονται από ήρωες, οι περιπλανήσεις και οι νέες κατακτήσεις τους, η βαθειά και στενή σύνδεσή τους με τον συλλογικό  μύθο, η ταφή τών νεκρών και η λατρεία που αποδίδεται σ’ αυτούς, προετοιμάζουν ήδη το έδαφος για το έντονο σφρίγος τών επερχομένων πόλεων. Ποιοι ήταν όμως αυτοί που στους κόλπους ενός λαού, μέσα από τις δυσχέρειες της καθημερινότητας, διατήρησαν ζωντανές αυτές τις αναμνήσεις ; Για μιαν ακόμη φορά το έργο αυτό επωμίσθηκαν οι αοιδοί. Μαζί μ’ αυτούς, και μερικώς εμπνευσμένη άμεσα ή έμμεσα από την ποίησή τους, βλέπουμε να γεννιέται και μια άλλη, ευρύτερη ποίηση γενεαλογικής και ταυτόχρονα καθαρά εθνογραφικής έμπνευσης, όπως οι Νήες, ο Κατάλογος των πλοίων στον Όμηρο και άλλες εποποιίες αυτού τού είδους. Στα γερμανικά φύλα αντίθετα, μετά τις μεγάλες επιδρομές, παρατηρούμε να αναδύονται κατά καιρούς μερικές δυναστείες, όπως οι Νιμπελούνγκεν και οι Χαρελούνγκεν, ενώ όλες οι υπόλοιπες πληροφορίες γι’ αυτήν την εποχή συνδέονται με τον Friedrich de Berne, τον οποίον μετά δυσκολίας εντοπίζουμε σε γερμανικό έδαφος. Σε αναλογία με τους Έλληνες, θα έπρεπε να έχουμε καταγράψει ένα ολόκληρο δάσος από γενεαλογίες δυναστειών.
     Σύμφωνα με την παράδοση των μεταναστευτικών πληθυσμών, μια φυλή δικαιούται να χρησιμοποιήσει όλα τα προσφερόμενα μέσα όταν χρειαστεί να προστατέψει την ύπαρξή της, και τα παιδιά και τα εγγόνια της συνήθιζαν να διηγούνται με κάποιου είδους θριαμβευτική ειρωνεία τα κατορθώματά της. Μια από τις χαρακτηριστικές αφηγήσεις αφορά στους Αινιάνες, μια μικρή φυλή που εγκαταστάθηκε αργότερα στη Θεσσαλία. Οι Αινιάνες εκδιώχθηκαν από το Δώτιον Πεδίον (νοτίως τής Όσσας, στη Θεσσαλία) από τους Λάπηθες και περιπλανήθηκαν σε διάφορες περιοχές· παντού όπου πήγαιναν, η περιοχή τούς φαινόταν πολύ περιορισμένη και οι γείτονές τους πολύ εχθρικοί· καταλήγοντας στην Κίρρα, ύστερα από μεγάλη ξηρασία, πήραν εντολή από τον θεό να εξολοθρεύσουν δια λιθοβολισμού τον βασιλιά τους Ένοκλο. Ακολούθως έφτασαν στην κοιλάδα της θεσσαλικής Ινάχου, όπου κατοικούσαν Αχαιοί και Ινάχιοι, και θέλησαν να παραμείνουν. Σύμφωνα με την πρόβλεψη του χρησμού, θα εγκαθίσταντο μόνο στο έδαφος που θα τους παραχωρούνταν οικειοθελώς. Έτσι ο βασιλιάς τους Τίμων, παριστάνοντας τον επαίτη κατόρθωσε να αποσπάσει από τον βασιλιά των Ινάχων, που θέλησε να τον χλευάσει, μια χούφτα χώμα, την οποία έκρυψε στο σακί του. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι αντιλήφθηκαν την πλάνη και ζήτησαν από τον βασιλιά τους να τον συλλάβει· αλλά ο Τίμων διέφυγε, υποσχόμενος ταυτόχρονα μιαν εκατόμβη για τον Απόλλωνα. Τελικά συμφώνησαν να διεξαχθεί ένα είδος πάλης ανάμεσα στους δύο βασιλείς. Ο Αινιανός βασιλιάς ζήτησε τότε από τον Ινάχιο να διώξει τον σκύλο που είχε φέρει μαζί του, και καθώς αυτός γύρισε στο πλάι, τον σκότωσε με μια πέτρα (η πέτρα ήταν το αρχαιότερο όπλο). Έτσι οι Αινιάνες εκδίωξαν τους Ινάχιους και τους Αχαιούς, γονάτισαν μπροστά στην πέτρα, πρόσφεραν θυσία και τη σκέπασαν με το δέρμα τού ζώου που θυσίασαν. Σε όλες τις εκατόμβες που προσφέρθηκαν έκτοτε ως θυσία στον Απόλλωνα, δεν ξεχνούσαν να φυλάξουν ένα κομμάτι κρέας για τον επαίτη. Όλα όσα αισθάνεται και βιώνει εδώ μια φυλή, θα αναπαραχθούν αργότερα σ’ αυτήν τη σύμπτυξη της φυλής που είναι η πόλη.
     Για τους Έλληνες αποτελεί την οριστική μορφή διακυβέρνησης το μικρό, ανεξάρτητο Κράτος, που βασιλεύει σε μιαν εδαφική περιοχή, στην οποία δεν είναι αποδεκτές άλλες οχυρώσεις και, κυρίως, άλλοι ανεξάρτητοι πολίτες. Η δημιουργία του δεν υπήρξε ποτέ αποτέλεσμα μιας προοδευτικής εξέλιξης, αλλά μιας μοναδικής, στιγμιαίας και πάγιας θέλησης ή απόφασης. Η έμπνευση των Ελλήνων βρίθει από παρόμοιες αποφάσεις και, παρότι εξαρχής τίποτε δεν υπήρξε αυθόρμητο, το σύνολο της ζωής τής πόλης ανταποκρίνεται απολύτως στο αναγκαίο.
      Κύριο χαρακτηριστικό αυτής τής πόλης είναι το ότι έχει τη μορφή ενός μικρού Κράτους. Ακόμη και όταν ολόκληροι πληθυσμοί εκδιώκονται από τον τόπο τους, μεταναστεύουν παίρνοντας μαζί τους αυτήν την αρχαία συνείδηση, ότι έζησαν μέσα σε μικρά, μεμονωμένα Κράτη. Οι Αχαιοί που εκδιώχθηκαν από τη νότια Πελοπόννησο θα μπορούσαν κάλλιστα να δημιουργήσουν ένα ενιαίο Κράτος στη νέα τους κατοικία, την Αχαΐα, στον κόλπο τής Κορίνθου, και ασφαλώς δεν θα συναντούσαν κανένα εμπόδιο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η προοπτική ανταποκρινόταν στη φύση τους· αντ’ αυτού, στη θέση τών δώδεκα δήμων που είχαν δημιουργήσει οι απερχόμενοι Ίωνες, εγκαθίδρυσαν έναν αντίστοιχο αριθμό πόλεων, των οποίων η συνεργασία περιορίστηκε στην τέλεση θυσιών και κοινών περιοδικών εορτασμών, όπως για παράδειγμα στο Αμάριον, όπου βρισκόταν το ιερό δάσος τού Δία, κοντά στις Αιγές. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι Ίωνες που διέφυγαν στη δυτική ακτή τής Μικράς Ασίας υπό την ηγεσία ενός Αθηναίου, δημιούργησαν από την πλευρά τους ακριβώς δώδεκα νέες πόλεις.
     Βλέπουμε ότι το μικρό Κράτος που αποτελείται από μία μόνο οχυρωμένη πόλη είχε πλήρη συνείδηση της αναγκαιότητας μιας περιορισμένης έκτασης, που θα ήταν εύκολο να αγκαλιάσει κανείς με μια μόνο ματιά. Για να θέσει υπό τον έλεγχό του νέα εδάφη, χωρίς οι τοπικοί πληθυσμοί να αποτελέσουν πυρήνες αντίστασης, θα έπρεπε  είτε να ασκήσει βία με τη σπαρτιατική μέθοδο, είτε να διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες, όπως ο λαός τών Αθηνών. Αλλά οι προσπάθειες σχηματισμού ευρύτερων πληθυσμιακών σχηματισμών δια των συμμαχιών δεν απέφεραν ποτέ διαρκή, αλλά μόνο στιγμιαία οφέλη και ισχύ, χάρη στους πολέμους. Οι ηγεμονίες τής Σπάρτης και των Αθηνών έσπειραν μακροπρόθεσμα τρομακτική διχόνοια, και όποιος έχει κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας τής πόλης αντιλαμβάνεται με ευκολία, πόσο δύσκολο ήταν να ασκήσει απέναντι σε ασθενέστερους συμμάχους αυτό τουλάχιστον το καθεστώς τής ισότητας, που αντιστοιχεί στη σωφροσύνη. Όλα τα δεινά που καταγράφει η ιστορία τής Βοιωτίας οφείλονται στις συνεχώς επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να δημιουργηθεί μια Βοιωτική Συνομοσπονδία. Στις σχέσεις μεταξύ μελών μιας ελληνικής συνομοσπονδίας είναι χαρακτηριστικό ότι οι ικανότεροι επιδιώκουν εξαρχής να επιβληθούν δια της ισχύος ή δια της απάτης. Αλλά τα υπολείμματα μιας αρχαίας εποχής, που είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν τη σημασία τους, όπως οι δεσμοί θρησκευτικού χαρακτήρα ή αμφικτιονίες, θα πρέπει να παραμεριστούν την εποχή που η πόλις αποκτά πραγματικά την αυτοσυνειδησία της.
     Η μορφή που έχει, σε γενικές γραμμές, αυτή η πυρετώδης, ζωτική ορμή που δημιουργεί την πόλη, είναι ένα είδος συνοικισμού, η συνένωση πολυαρίθμων αρχαίων κοινοτήτων σε μιαν οχυρωμένη πόλη, που βρίσκεται κατά προτίμηση κοντά στις ακτές. Ίσως η πειρατεία, που εκείνην την εποχή συνυπάρχει με το εμπόριο, όπως και οι μικροί όρμοι και οι βραχώδεις ακτές, να έπαιξαν τελικά δευτερεύοντα ρόλο· εκείνο που προέχει είναι η εγκαθίδρυση ενός στέρεου πολιτικού σώματος, που θα αναδειχθεί απέναντι στις γειτονικές πόλεις, οι οποίες ακολουθούν την ίδιαν ακριβώς τακτική. Αν η κύρια επιδίωξη αφορούσε στις συναλλαγές, την υλική ευμάρεια κ.τ.λ., θα επρόκειτο απλώς για μια συσσώρευση οικισμών, μια πόλη-οχυρό· αλλά η πόλις είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτά.
     Η ισχυρή εξωτερική δύναμη που προκάλεσε τη δημιουργία της υπήρξε ασφαλώς, σε πολλές περιπτώσεις, η αποκαλούμενη δωρική επιδρομή. Οι νομαδικοί πληθυσμοί, τους οποίους απειλούσε άμεσα, όπως και αυτοί που ήταν σε θέση να της αντισταθούν, ήταν ώριμοι για τη δημιουργία μιας μορφής συνύπαρξης, που θα τους εξασφάλιζε για πάντα μια μεγαλύτερη δυνατότητα άμυνας και επίθεσης και θα εμπεριείχε επιπλέον τον αληθινό κυρίως σκοπό τής ύπαρξής τους. Είδαμε πώς στην περίπτωση των Αχαιών, το πέρασμα από τoν τρόπο ζωής στο χωριό στην ζωή τής πόλης έγινε με έναν αποφασιστικό και ξεκάθαρο τρόπο· και αυτό ακριβώς που γνωρίζουμε γι’ αυτήν την περιοχή, θα πρέπει να επαναλήφθηκε σε αναρίθμητες άλλες περιπτώσεις.
     Η εποχή που οι Έλληνες είχαν ζήσει σε κωμοπόλεις, συχνά σε δήμους που περιλάμβαναν επτά με οκτώ χωριά, υπήρξε ασφαλώς μια ειρηνική περίοδος, παρά τις εμπάθειες που αναστάτωναν τις φυλές· χρειάστηκε βέβαια να αντιμετωπίσουν τους πειρατές και τους ληστές, αλλά η ζωή τους ήταν ζωή χωρικού· τώρα οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τών πόλεων αφορούσαν στην ύπαρξή τους και στην άσκηση πολιτικής εξουσίας. Χωρίς αμφιβολία, τότε η χώρα θα είχε μεγαλύτερες καλλιέργειες, διότι με τη συγκέντρωση στις πόλεις ο πληθυσμός της άρχισε να παραμελεί τον αγροτικό βίο. Οι συνοικισμοί σήμαναν πιθανότατα την αρχή τής ερημοποίησης της Ελλάδας. Το παράδειγμα των Αθηναίων, οι οποίοι σε καιρό ειρήνης καλλιεργούσαν τη γη τους σε ολόκληρη την Αττική, δεν σημαίνει ότι παντού γινόταν το ίδιο.
     Η διαδικασία αυτή θεωρήθηκε απόλυτα φυσική και ακολουθήθηκε από τους Έλληνες σε όλη τη ζωή τους. Κάθε φορά που συνέτρεχε λόγος για την εγκαθίδρυση μιας συσπειρωμένης πολιτικής δυνάμεως, οι πληθυσμοί συνενώνονταν σε μια μοναδική κοινότητα πολιτών, που μοιράζονταν τις ευθύνες, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, τις περισσότερες φορές στους κόλπους μιας ήδη υπάρχουσας κωμόπολης, που θα αποκτούσε όμως στο εξής ισχυρή οχύρωση, αλλά και αρκετά συχνά σε εντελώς νέα περιοχή. Με όλη την πολυτέλεια μιας φαντασίας, που θα καλούνταν αργότερα να ασκήσει πολιτική, πρότυπο αποτέλεσε ένα διάσημο παράδειγμα, που ανασύρθηκε όμως από τη μυθική εποχή: πρόκειται για τον συνοικισμό τών πληθυσμών τής Αττικής, που κατόρθωσε ο Θησέας στην Αθήνα. Υπήρξε ο πρώτος που κατήργησε τους πρυτάνεις και τους τοπικούς άρχοντες στις δώδεκα κωμοπόλεις, όπου είχε ήδη συγκεντρώσει ο Κέκροπας τους κατοίκους τής υπαίθρου για λόγους ασφαλείας, και που αποδέχθηκε ένα μόνο βουλευτήριο και ένα πρυτανείο για ολόκληρη την Αθήνα· οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να κατοικούν στην ύπαιθρο, στα κτήματά τους, αλλά ανήκαν πλέον σε μια μόνο πόλη, στην οποία προσέφεραν και τη συνεισφορά τους, μια πόλη που ήταν ήδη εκτεταμένη και ισχυρή, όταν την παρέδωσε στους διαδόχους του. Αυτό το πρότυπο επιδίωξαν να εφαρμόσουν, και οτιδήποτε ήταν ελληνικό, ενστερνίστηκε αυτήν την οριστική μορφή, την πόλη, χωρίς την οποία θα ήταν αδιανόητα τα ύψιστα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού.
(συνεχίζεται)

ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΩΝ ΝΟΜΩΝ. 
ΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. 
ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ. 
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΤΕΛΙΚΩΣ ΤΑ ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ ΤΟΥ.

Αμέθυστος     

Δεν υπάρχουν σχόλια: