Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (9)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή,17 Μαΐου 2019
                            
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                         ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                            ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  

Per me si va nella città dolente. Δάντης, «Κόλαση»
(Γιά εμένα περνούμε στη χώρα της οδύνης)
                                                          Ι  
                                                    Η    Π Ο Λ Ι Σ
   

Σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα μας απασχολήσουν οι απαρχές· θα περιοριστούμε μόνο σε κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με γεγονότα που προηγήθηκαν κατά πολύ από τη σύσταση κάθε πόλης και αφορούν στη ζωή του έθνους και των φυλών του.
     Το ερώτημα περί του πού και με ποιον τρόπο αρχίζει να υπάρχει ένας λαός παραμένει αναπάντητο, όπως και κάθε αρχή. Αλλά η κοινωνική βάση της ελληνικής ζωής, η οικογένεια, ο γάμος και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία φαίνεται ότι υπήρξαν ήδη στην προελληνική εποχή, όταν ακόμα οι Έλληνες και οι Ιταλο-Έλληνες αποτελούσαν έναν μοναδικό λαό. Δεν προϋπέθεταν αναγκαία την ύπαρξη ενός μεγάλου οργανωμένου έθνους· υπήρξαν όμως το έργο (ή η έκφραση) μιας πρωτόγονης θρησκείας, που απέδιδε σημαντικό ρόλο στη λατρεία των πατέρων και των προγόνων, καθώς και σ’ αυτόν της εστίας. Αυτή είναι που εξασφαλίζει τη συνοχή της οικογένειας, η οποία αντιπροσωπεύει μια, τόσο θρησκευτική όσο και φυσική συνένωση. Η λατρεία των προγόνων οριοθετεί επίσης τη μονογαμία, που καθιερώθηκε εξ αρχής στον ελληνικό χώρο, αν κρίνουμε από το λεπτομερές τελετουργικό τού γάμου και από την αυστηρότητα με την οποία τιμωρείται η μοιχεία. Παρομοίως, το δικαίωμα της έγγειας ιδιοκτησίας συνδέεται άμεσα με τη λατρεία της εστίας και της ταφής των νεκρών. Ενώ οι Τάταροι δεν αναγνωρίζουν δικαίωμα ιδιοκτησίας παρά μόνο στα κοπάδια, και οι Γερμανοί προβαίνουν κάθε χρόνο σε μια νέα κατανομή της γης, οι Ιταλο-Έλληνες γνωρίζουν από την αρχαιότερη εποχή την έγγεια ιδιοκτησία, η οποία δεν ανήκει όμως σε κάποιο άτομο αλλά στην οικογένεια. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, η έννοια της εστίας είναι αυτή που παρότρυνε τους ανθρώπους να κατασκευάσουν κατοικίες, οι οποίες στην αρχή δεν είχαν ξεχωριστούς χώρους· δεν υπήρχαν ενδιάμεσοι τοίχοι. Ο οικογενειακός τάφος αποτελούσε μέρος τής ακίνητης περιουσίας και γι’ αυτόν το λόγο – και όχι για να προστατευθεί η άρχουσα τάξη κατά την ανακατανομή της γης από τους κατακτητές – η ακίνητη περιουσία ήταν αναπαλλοτρίωτη. Το δικαίωμα της διαδοχής συνδέεται επίσης με το καθήκον της διαδοχής όπως αυτό καθορίζεται από τη λατρεία των νεκρών. Συνήθως ο γιός είναι αυτός που κληρονομεί· οι κόρες δεν θεωρούνται συγκληρονόμοι. Για να διατηρηθεί όμως η παράδοση της οφειλόμενης θυσίας στους νεκρούς, οι κόρες κληρονόμοι νυμφεύονται κοντινούς συγγενείς, και η υιοθεσία αρχίζει να γίνεται αποδεκτή από τη στιγμή που ο λαός οργανώνεται πολιτικά. Η πατρική εξουσία είναι επίσης πολύ ισχυρή. Το ότι θα πρέπει να αναχθεί σε μιαν εποχή πολύ προγενέστερη της δημιουργίας τής πόλης, όπως και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και το δικαίωμα στη διαδοχή, είναι το συμπέρασμα που προκύπτει θεωρώντας ότι η πόλη θα είχε προβεί σε διαφορετικές ρυθμίσεις σ’ αυτά τα θέματα αν είχε προϋπάρξει.
     Κατά την ιστορική εποχή, το γένος, δηλαδή το σόι με την αρχαϊκή έννοια του όρου, δεν αποτελεί πλέον παρά ένα κατάλοιπο του παρελθόντος και δεν συναντάται πουθενά μ’ αυτήν την έννοια. Διατηρείται ως ανάμνηση, ως συνείδηση μιας κοινής καταγωγής, καθώς και στη συλλογική παράδοση της ταφής των νεκρών, με την έννοια ότι ο ενταφιασμός είναι το μοναδικό κοινό χρέος. Αλλά στην ιστορική εποχή οι τάφοι δεν βρίσκονται πλέον μέσα στην περιοχή της καθαυτό κατοικίας. Μας είναι ήδη δύσκολο να αποκτήσουμε μιαν εικόνα τής σχέσης ανάμεσα στα δικαιώματα του πρωτότοκου και των υπόλοιπων τέκνων μιας οικογένειας, καθώς και του τρόπου που λειτουργεί η οικογένεια μετά την προσθήκη των δούλων και των έμμισθων εργατών. Σε ό,τι αφορά όμως στις σχέσεις των οικογενειών με τις φυλές, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Αν, για παράδειγμα, τα σόγια είναι αυτά που σχημάτισαν φατρίες, οι φατρίες φυλές και οι φυλές οικογένειες, ή αν αντίθετα οι φυλές, οι φατρίες και τα σόγια προήλθαν από την οικογένεια , αν πρόκειται για υποδιαίρεση ή για συγχώνευση, είναι ερωτήματα στα οποία αδυνατούμε να απαντήσουμε.
     Αντίθετα, μέσα από τις εξελίξεις και την εμπειρία της πολιτικής παράδοσης των Ελλήνων, βλέπουμε να αναδύεται, όπως προβάλλει μια προεξοχή ενός αρχαίου ορεινού όγκου μέσα από μεταγενέστερες προσχώσεις, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ύψιστης αρχαιότητας: οι φυλές. Οι πολλαπλές χρήσεις της λέξης και της έννοιας που έγιναν αργότερα, κατέστησαν εξαιρετικά δύσκολη, όπως συμβαίνει συχνά, την κατανόηση της προέλευσής της.
     Οι πληθυσμοί των Δωρικών Κρατών απαρτίζονταν κατά την παράδοση από τρία φύλα ή φυλές: τους Πάμφυλους, τους Δυμάνες και τους Υλλείς. Ο Πάμφυλος και ο Δυμάνας ήταν γιοί του Αιγιμιού και εγγονοί του Δόρου, ενώ ο Ύλλος ήταν γιός του Ηρακλή, που είχε βοηθήσει κάποτε τον Αιγιμιό εναντίον των Λαπιθών· αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι κατά κάποιον τρόπο και κυρίαρχο, δεδομένου ότι πρόσφερε τους αρχηγούς, τους Ηρακλείδες, υπό την αιγίδα των οποίων οι Δωριείς πραγματοποίησαν την περίφημη κάθοδό τους, που οδήγησε στη δημιουργία των Κρατών.
     Στην Αττική, και πιθανότατα επίσης και σε άλλα Ιωνικά Κράτη, υπήρχαν τέσσερις φυλές: οι Γελέοντες, οι Αργαδείς, οι Αιγικορείς και οι Οπλήται, των οποίων οι επώνυμοι ήρωες θεωρούντο γιοί του Ίωνα, παρότι στάθηκε δύσκολο να διατυπωθεί ένα αντίστοιχο όνομα για τον εκπρόσωπο της κάθε φυλής. Για τους αρχαίους αυτά τα ονόματα αντιστοιχούσαν σε επαγγέλματα: ιδιοκτήτες γης, τεχνίτες, ποιμένες και ιππείς ευπατρίδες. Αλλά κατά την ιστορική περίοδο κάθε φυλή περιελάμβανε τους ευπατρίδες και τους απλούς πολίτες κάθε κατηγορίας, και από μιαν άλλην άποψ, ακόμη και αν υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα παρόμοιοι διαχωρισμοί σε δραστηριότητες ή κάστες, αυτοί δεν συμβαδίζουν με την ισότητα των δικαιωμάτων στο εσωτερικό του Κράτους· πράγματι οι φυλές αποτέλεσαν εκλογικά σώματα, και στην Αθήνα, σύμφωνα με το Σύνταγμα του Σόλωνα, κάθε μια απ’ αυτές εξέλεγε εκατό μέλη στη Βουλή. Τα αρχικά ονόματα των φυλών έχασαν βαθμιαία το νόημα και το περιεχόμενό τους και ο λαός που τα χρησιμοποιούσε επί τόσες γενεές αλλοίωσε εντελώς τη σημασία τους. Το ίδιο συνέβη και από την πλευρά των Δωριέων με το όνομα των Παμφύλων, που με μεγάλη επιφύλαξη θα ερμηνεύαμε ως συνονθύλευμα φυλών. Δεν γνωρίζουμε αν στις μακρινές απαρχές τής οικογενειακής ζωής οι φυλές ξεχώρισαν μετοικίζοντας σε άλλους τόπους· στη συνέχεια πάντως οι πληθυσμοί έζησαν ανακατεμένοι και αρκούσε στον καθένα να γνωρίζει σε ποια φυλή ανήκε. Τα ονόματα των πεσόντων στη μάχη του Μαραθώνα αποτυπώθηκαν στους στύλους τού τύμβου σύμφωνα με τις εννέα φυλές που ο Κλεισθένης καθιέρωσε στη θέση των παλαιών.
     Μπορούμε να λέμε σήμερα ότι οι Δωριείς απαρτίζονταν από τρείς φυλές και οι Ίωνες από τέσσερις; Ή μάλλον ότι οι πρώτοι δημιουργήθηκαν από τη συνένωση τριών φυλών και οι δεύτεροι από τη συνένωση τεσσάρων; Είναι καλύτερα να παραιτηθούμε από αυτού τού είδους τις εκτιμήσεις και να αναγνωρίσουμε απλώς ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μυστήριο που δημιουργεί αρχαϊκές μορφοποιήσεις. Μια απίστευτα έντονη διαδικασία συγχώνευσης που είναι αδύνατον να συλλάβουμε, γεννά έναν λαό, ο οποίος μέσα από τα διαφορετικά Κράτη που σχηματίζονται υιοθετεί εντελώς φυσιολογικά αρχαϊκές συμπεριφορές. Ο καλύτερος τρόπος να αποφύγουμε τα σφάλματα είναι ίσως να ενστερνισθούμε τον τρόπο έκφρασης του μύθου: Η Κλωθώ χρησιμοποίησε τρία νήματα για να γνέσει τη ζωή των Δωριέων και τέσσερα για να γνέσει τη ζωή των Ιώνων.
      Το ότι αρχικά η σύσταση των φυλών έγινε σύμφωνα με την προέλευση και όχι σύμφωνα με τις δραστηριότητές τους μπορούμε ήδη να το συμπεράνουμε σε έναν βαθμό από τα παραδείγματα αυθαίρετου σχηματισμού φυλών σε μεταγενέστερες εποχές. Οι δέκα φυλές τών Θουρίων περιλάμβαναν τις διαφορετικές εθνότητες που συνέστησαν αυτή την αποικία· στην κατεστραμμένη πόλη Κυρήνη, ο νομοθέτης Δημώναξ, που έφεραν από την Ελλάδα (πριν από το 350), συνέστησε τρείς φυλές αποτελούμενες από τους πρώην κατοίκους της Θήρας και της Πελοποννήσου, τους Κρήτες και τους υπόλοιπους νησιώτες. Τα ονόματα των φυλών που εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν μας προσφέρουν καμία επιπλέον ασφαλή πληροφόρηση ως προς την επιλογή τους, δεδομένου ότι ανήκουν σε θεούς, σε ήρωες, σε τοπικές ονομασίες κ.ο.κ.
     Αλλά οι τρείς αρχέγονες φυλές της Ρώμης ανάγονται πιθανότατα σε μιαν εποχή κατά πολύ αρχαιότερη από ό,τι πίστευαν, στην αρχέγονη συνύπαρξη των Ιταλο-Ελλήνων σε περιοχή που δεν μας είναι γνωστή. Σε ό,τι αφορά στους Ραμνήνσιους τους Τιτιήνσιους και του Λούκερες, παρότι λέγεται συνήθως ότι αυτά τα ονόματα προσδιορίζουν κατά την παράδοση τους εκατόνταρχους ιππείς του Ρωμύλου, ήταν αρχικά ονόματα φυλών. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν έναν εντελώς διαφορετικό θρύλο, κατά τον οποίο επρόκειτο για τρείς φράξιες του πληθυσμού που συγχωνεύτηκαν αρκετό καιρό μετά την ίδρυση της πόλης, τους Λατίνους, τους Σαβίνους και ενδεχομένως τους Ετρούσκους· αλλά ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, γεννημένος Έλληνας, αποκατέστησε την αλήθεια βεβαιώνοντας ότι και οι τρείς αυτές φυλές ήταν αρχαίες, και ότι όσοι ήρθαν αργότερα, οι Σαβίνοι και οι άλλοι, προσχώρησαν εκ των υστέρων στις προϋπάρχουσες αυτές φυλές. Η τρίτη φυλή, οι Λούκερες, είναι εξίσου αρχαία με τις άλλες δύο· σε μιαν εποχή πολύ προγενέστερη, πιθανότατα πριν ακόμη αυτός ο λαός έρθει στην Ιταλία, οι τρείς φυλές συγχωνεύτηκαν σε μία, και εδώ, όπως ίσως και στους Δωριείς, πρόκειται για δύο ισομερή τμήματα και ένα ανισομερές, που θα μπορούσε να είναι το ισχυρότερο ή το πιο αδύνατο.
     Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ την περιγραφή της μετέπειτα διοργάνωσης των φυλών. Πιθανότατα ο Κλεισθένης να μετέτρεψε τον αριθμό των φυλών στην Αττική από τέσσερις σε δέκα εξ αιτίας μιας επείγουσας ανάγκης αποκατάστασης τις ισότητας, επειδή στο διάστημα του ταραγμένου αιώνα που μεσολάβησε από την εποχή του Σόλωνα, ο οποίος είχε εκλάβει ως βάση την ύπαρξη των τεσσάρων αρχαίων φυλών ως την εποχή του Κλεισθένη, οι σχέσεις ισχύος που αναπτύχθηκαν μεταξύ των φυλών ήταν τελείως άνισες. Οι ελληνικές πόλεις που δημιουργήθηκαν αργότερα συνέχισαν αυτή την παράδοση, όπως και αυτές των διαδόχων, και ακόμη και αυτές που ίδρυσε ο φανατικός αρχαιολάτρης Αδριανός, όπως η Αδριανούπολη και η Αντινοόπολη στην Αίγυπτο. Οι διαφορετικές σημασίες που αποδίδονται στη λέξη φυλή και το νόημα που προσλαμβάνει αργότερα προκειμένου να προσδιορίσει νέες ανακατατάξεις σε τοπικό επίπεδο ανήκουν, όπως και πολλά άλλα πράγματα, στο πεδίο των «ελληνικών αρχαιοτήτων». Αυτές οι συστηματοποιήσεις αντιπροσωπεύουν πραγματικές κεφαλές του Ιανού: από τη μια πλευρά τη διατήρηση και τη μεταφύτευση εξαιρετικά αρχαίων συνηθειών και παραδόσεων, και από την άλλη τη δημιουργία της βάσης για όλες τις μορφές του Κράτους, που σημαίνει τη συνεχή τροποποίηση και αναδημιουργία τους εκ του μηδενός.
     Ήδη πριν από τους Έλληνες οι Φοίνικες ίδρυσαν πόλεις, δηλαδή δήμους και αστικές κοινότητες συνταγματικά κατοχυρωμένες· η εξουσία των βασιλέων τους περιοριζόταν από τα Συμβούλια, των οποίων μέλη φαίνεται να υπήρξαν οι αρχηγοί των επικρατέστερων οικογενειών. Οι πόλεις αυτές είχαν την ικανότητα να δημιουργούν αποικίες και να τους μεταλαμπαδεύουν με απόλυτη ελευθερία τις παραδόσεις τους. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα αρχαία παλάτια των βασιλέων της Ανατολής, που αντιπροσώπευαν το κέντρο του συνόλου κάθε εθνότητας, κάτι διαφορετικό από τον γιγάντιο καταυλισμό των ασσυριακών δυναστειών στις όχθες του Τίγρη, από τη Βαβυλώνα που ιδρύθηκε για να γίνει αποδέκτης ολόκληρου του πλούτου της και των θεών της, από τους τρείς διαδοχικούς τόπους διαμονής των Αχαιμενιδών, από τις εμπορικές αγορές της Ανατολής και της ιερές πόλεις της Αιγύπτου: ήταν ήδη κοινότητες πολιτών. Εξαιρετικά δραστήριες, χτισμένες δίπλα στη θάλασσα, χωρίς πολεμικές κάστες, χωρίς καθόλου κάστες, οι φοινικικές πόλεις είχαν όμως τη δυνατότητα να αμυνθούν με όλους τους τρόπους. Θα συνιστούσε μήπως προσβολή της τιμής των Ελλήνων να αναγνωρίσουμε ότι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι απ’ αυτό το πρότυπο; Από πολλές απόψεις η πρώιμη διείσδυση του φοινικικού πολιτισμού στην ελληνική ζωή αναγνωρίζεται σήμερα απ’ όλους, και  πιθανόν η Θήβα να ήταν αρχικά φοινικική πόλη στο έδαφος μιας περιοχής που θα ονομαζόταν αργότερα Βοιωτία. Οπωσδήποτε οι Έλληνες ήρθαν από πολύ νωρίς σε επαφή με τις πόλεις των φοινικικών ακτών και τις αποικίες τους.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: