Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (95)

Συνέχεια από Σάββατο,6 Απριλίου 2019
                                        
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                              (2η συνέχεια)

                      Ομιλίες τού Γλαύκωνα και του Αδείμαντου:
                          ανανέωση των αντιθέτων δυνάμεων   

      Για να επιτελέση οριστικά την καινούργια στροφή απ’ τη δικαιοσύνη στην πολιτεία τής δικαιοσύνης, παρουσιάζει ο Πλάτων στην αρχή τού ΙΙ. Βιβλίου να ενίσταται ο ενεργητικός (ανδρειότατος ών) Γλαύκων απέναντι στην παραίτηση του Θρασύμαχου. Θέλοντας να ανανεώση εκείνον τον λόγο, ώστε να φανερωθή ακριβώς εξ αντιθέτου, ποια δύναμη έχει η δικαιοσύνη και η αδικία «αυτές καθεαυτές στην ψυχή» τού ανθρώπου, χωρίς να εξετασθούν καθόλου οι εξωτερικές συνέπειες. Και θα συμφωνήση κατόπιν και ο Αδείμαντος με τον αδελφό του. Για να συσπειρωθούν έτσι οι αντίθετες δυνάμεις, τις οποίες έχει να καταπαλαίψη (καταπαλαίσαι 362 D 8) ο Σωκράτης, στους δυό μεγάλους λόγους τών δύο αδελφών. Όσο λιγότερο παρουσιάζουν όμως οι δυό τους ως δική τους γνώμη αυτό που λένε, τόσο οξύτερα εμφανίζεται στους λόγους τους η φοβερή αποσύνθεση του ανθρώπινου κανόνα μπροστά στον Σωκράτη, που είναι ο μόνος που μπορεί να τη θεραπεύση. Θα θυμηθούμε εμείς το περιεχόμενο αυτών τών λόγων, θα αναρωτηθούμε μετά πώς αναπτύχθηκαν μέσα απ’ την προηγούμενη ‘συλλογιστική’ εργασία τού Πλάτωνα, και θα εξετάσουμε τελικά το πώς καθορίζεται σε μεγάλη έκταση μ’ αυτούς η όλη δομή τού έργου, στο οποίο κι αυτοί ανήκουν.
     Ο λόγος τού Γλαύκωνα -  Ο λόγος τού Γλαύκωνα είναι τριμερής. Το πρώτο μέρος φέρει στην κορυφή τη φράση: «εκ φύσεως» είναι καλό, να πράττης την αδικία, κακό δε το να πρέπη να την υποφέρης. Κι ακόμα περισσότερο: είναι (εκ φύσεως) το πιο καλό απ’ όλα, να πράττης χωρίς να τιμωρείσαι το άδικο, και (εκ φύσεως) το χειρότερο, να υφίστασαι το άδικο χωρίς νά ’χης τη δύναμη, να μπορής να εκδικηθής γι’ αυτό. Αυτή η αρχική κατάσταση, όπως την αποδεικνύει μια γενεαλογία τής ισχύουσας ηθικής (γένεσις καί ουσία τής δικαιοσύνης), έχει πλέον ‘χαθή’ λόγω τού ότι συμφώνησαν από αδυναμία οι άνθρωποι σε μιαν άλλη κατάσταση αμοιβαίας ‘κατανόησης’ (νόμους τίθεσθαι καί συνθήκας), που την αποκαλούν (ονομάσαι) «το δίκαιο»: παραιτείται κάποιος απ’ το «άδικο», και παραιτείται έτσι και ο άλλος. Όποιος θα είχε όμως τη δύναμη να καταπατήση αυτήν τη σύμβαση, θα ήταν τρελλός να μην το κάνη.
      Το δεύτερο μέρος αποδεικνύει και ερμηνεύει αυτήν την απόδειξη με το παράδειγμα τού Γύγη και του μαγικού του δαχτυλιδιού: Όποιος πράττει δίκαια, το κάνει μόνον από αδυναμία. Αυτόβουλα και εκουσίως δεν ενεργεί κανείς δίκαια, αλλά μόνον εξαναγκαζόμενος (ουδείς εκών δίκαιος). (Για να διατυπωθή έτσι ο πιο οξύς αντίλογος στη σωκρατικο-πλατωνική φράση, ότι είναι αδύνατον να πράξη κανείς αυτόβουλα το άδικο. Ή, για να το πούμε διαφορετικά: αντιλέγει αυτή η σωκρατικο-πλατωνική παραδοξότητα σε κάθε συνηθισμένη άποψη.) Γιατί είναι όλοι πεπεισμένοι, πως ωφελεί περισσότερο η αδικία απ’ τη δικαιοσύνη, πως είναι άρα «καλή» η αδικία.
      Το τρίτο μέρος υποβάλλει στην κρίση και τη δικαστική απόφαση (κρίσις) τις δυό αντίθετες μορφές ζωής, τη δίκαιη και την άδικη, με απόλυτη σαφήνεια. Η άδικη ύπαρξη εφοδιάζεται ‘θεωρητικά’ με τη φήμη τής δικαιοσύνης, με τη δύναμη του λόγου και της βιαιοπραγίας. Η δίκαιη ύπαρξη απογυμνώνεται από όλα τα άλλα εκτός απ’ τη δικαιοσύνη, απογυμνούμενη ακόμα κι απ’ τη φήμη τής δικαιοσύνης. Για να περιγραφή κατόπιν η μοίρα τού δικαίου, που περιέρχεται αβοήθητος στην πιο μεγάλη δυστυχία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, κι απέναντί του η μοίρα τού αδίκου, που γνωρίζει πώς να γίνεται αγαπητός με τους καρπούς τής πλεονεξίας του στους ανθρώπους, αλλά ακόμα και στους θεούς (σύμφωνα με την απορριπτέα παρουσίαση που γνωρίζουμε απ’ τον «Ευθύφρονα»). Και να μας δείξη έτσι ο απλός υπολογισμός τής ευτυχίας, πόσο πολύ πρέπει να προτιμάται η άδικη ζωή απ’ τη δίκαιη.  
      Αυτός ο λόγος τού Γλαύκωνα έχει τούς ‘προκατόχους’ του στο πλατωνικό έργο. Ο Καλλικλής μιλούσε με μεγάλη ομοιότητα στον «Γοργία» (482 C κ.ε.), και είδαμε να ‘αναβλαστάνη’ και ο δικός του λόγος από εκείνον τού Θρασύμαχου στον πρώιμο διάλογο, που αποτελεί τώρα το Ι. Βιβλίο τής «Πολιτείας» (343 Β κ.ε.). Και οι τρεις λόγοι αγωνίζονται ενάντια στη συνηθισμένη αλλά ανειλικρινή αποτίμηση δικαίου και αδίκου, λένε πως προέρχεται από φόβο και αδυναμία αυτή η αποτίμηση, συνδέουν την αδικία με την ευτυχία και τη δικαιοσύνη με τη δυστυχία. Ήδη απ’ τον «Γοργία» διευκρινίζει το εννοιολογικό ζεύγος Νόμος και Φύση την κατάσταση και αποκτά ο υπολογισμός τής ευτυχίας, κοιτάζοντας τη μοίρα τού Σωκράτη, μιαν ιδιαίτερη ένταση. Στην «Πολιτεία» ακούγονται ισχυρότατα προερχόμενες απ’ τον «Γοργία», εκτός απ’ τις προειδοποιήσεις τού Καλλικλή και εκείνες τού Πόλου: η ίδια απειλή για βασανιστήρια και βασανιστικό θάνατο. Συνολικά είναι ο λόγος τού Γλαύκωνα – που δεν εκθέτει βέβαια την πεποίθηση του ομιλητή αλλά μιαν εκτεταμένα κυρίαρχη άποψη – πιο αδύναμος ως προς τον χαρακτήρα του από εκείνον τού Καλλικλή, γι’ αυτό και πιο οξύς ως προς τη δομή και την επεξεργασία τών δύο μορφών ζωής, που στέκουν «σαν δυό αγάλματα» (361 D) η μια απέναντι στην άλλη. Ένα θέμα απ’ τον λόγο τού Καλλικλή έπρεπε ωστόσο να παραλειφθή: ο αγώνας ενάντια στη φιλοσοφία ως σκοπό ζωής και για να περιορισθή στη διδασκαλία τής νεότητας. Καθώς θα αναπτύξη η «Πολιτεία» διεξοδικά ένα παιδαγωγικό σύστημα, έπρεπε να παραπεμφή κάθε αγώνας προς τα εκεί – στο VI. δηλ .Βιβλίο (487 C κ.ε.) – και να ‘εξαφανισθή’ έτσι απ’ τον κατευθυνόμενο βασικά λόγο τού Γλαύκωνα.
            Είναι χαρακτηριστικό για τους τρεις παρομοιαζόμενους λόγους το ότι επανέρχεται κάθε φορά ο αντίστοιχος λόγος στο τέλος τού κάθε έργου. Γιατί έχει κατανικηθή μέχρι τότε κάθε φορά η αναδειχθείσα θέση, και κυριαρχεί έτσι ο αγώνας γι’ αυτήν, με μιαν αυξανόμενη από έργο σε έργο ένταση, σε όλη τη δομή τών έργων. Στον διάλογο «Θρασύμαχος» διατρέχει αυτή η ένταση το δεύτερο μέρος τής συζήτησης με τον Θρασύμαχο, για να αποδειχθή στο τέλος η «ευδαιμονία» τού δίκαιου και η «δυστυχία» τού άδικου (354 Α, πρμ. 344 Β). Στον «Γοργία» διατρέχει η ίδια ένταση ολόκληρο τον διάλογο με τον Καλλικλή, μέχρις εκεί όπου οι απειλές του – «θα ζαλιστής και θα μείνης με το στόμα ανοιχτό», «θα σε χτυπήσουν, χωρίς να τιμωρηθούν γι’ αυτό», «αν σε σύρη κάποιος στο δικαστήριο, θα θανατωθής» (486 Α κ.ε.) – επανέρχονται στο στόμα τού Σωκράτη, ακυρούμενες με την πεποίθηση ότι: θα θανατωθώ, σίγουρα, αλλά η πράξη τους θα είναι άδικη και άρα κακή (521 Β). Κι άλλη μια φορά στον μύθο, όπου επιστρέφει ο Σωκράτης στον Καλλικλή όσα τού είπε, λέγοντας: «Μπροστά στους δικαστές τού κάτω κόσμου θα μείνης με το στόμα ανοιχτό, και θα σε πιάση ζάλη, κι όποιος θέλει θα σε ραπίση» (527 Α). Στη δε «Πολιτεία» διαπερνά η ίδια ένταση έναν ασύγκριτα μεγαλύτερο ‘χώρο’, προσδιορίζοντας γενικά την όλη δομή απ’ την αρχή τού ΙΙ. μέχρι το τέλος τού Χ. Βιβλίου. Κι ενώ κορυφώθηκε ο λόγος τού Γλαύκωνα με τη σύγκριση δύο μορφών ζωής και με το ερώτημα, πού βρίσκεται άραγες η μεγαλύτερη ευτυχία, θα ολοκληρωθή αυτή η ‘έρευνα’ στο τέλος τού ΙΧ. Βιβλίου, αφού θα έχη εμφανισθή μια κατιούσα κλίμακα των αγαθών και ταυτόχρονα της ευτυχίας στη σειρά τών «αποτυχημένων πολιτευμάτων». Κι ακόμα πιο κοντά προς το τέλος, στο Χ. Βιβλίο (612 Β), ‘αναδύεται’ άλλη μια φορά η εικόνα τού δαχτυλιδιού του Γύγη, με το συμπέρασμα ότι η ψυχή τού δίκαιου θα έπρεπε να ενεργή δίκαια, ανεξάρτητα απ’ το αν διαθέτη αυτό το δαχτυλίδι ή όχι. Ενώ αποδεικνύεται ότι ισχύει πολύ περισσότερο η ανθρώπινη μοίρα που είχε προβλέψει ο Γλαύκων για τον δίκαιο, η απειλή να ονειδισθή, να υβρισθή και να βασανισθή (361 Ε), απ’ ό,τι για τον άδικο (613 DE) . Για να δώση κι εδώ, όπως και στον «Γοργία», ο τελικός μύθος για τη μοίρα τών ψυχών την τελευταία απάντηση.
      Είναι όμως αυτονόητο, ότι αυτό που συντελείται από βαθμίδα σε βαθμίδα δεν διευρύνει, αλλά εμπλουτίζει τη δομή, αυξάνοντάς την ως προς τις διαστάσεις της. Το τελευταίο μέρος τού «Θρασύμαχου» βασίζεται στις αντιθέσεις δικαιοσύνης και αδικίας, δύναμης και ευτυχίας, και μόνο σ’ αυτές· που εξακολουθούν να υφίστανται και στον «Γοργία». Μόνο που γίνονται εκεί η βάση για δυό μορφές ζωής, την ζωή τού φιλοσόφου και την ζωή τού πολιτικού ρήτορα. Συγκρούονται όμως ακόμα αναμεταξύ τους οι δυό ‘μορφές’ στην παρούσα πολιτεία, καθώς δεν έχει διευρυνθή ακόμα η ‘περιοχή’ τού δικαίου ή τού φιλοσόφου σε ένα ‘βασίλειο’, την πολιτεία τής δικαιοσύνης. Αυτό το βήμα θα ολοκληρωθή στην «Πολιτεία». Η οποία και αναλαμβάνει εκ νέου την αρχική αντίθεση του «Θρασύμαχου», ενσωματώνοντας αυτόν τον διάλογο, και την καθιστά θεμέλιο δύο πολιτικών συστημάτων: απ’ τη μια τής αληθινής πολιτείας (Βιβλία IIVII) και απ’ την άλλη τών αποτυχημένων πολιτευμάτων (Βιβλία VIII και IX). Χωρίς να χάνεται ωστόσο κι αυτό που κέρδισε ως προς τη ‘διάσταση’ ο «Γοργίας»: απ’ τις δυό μορφές ζωής, που είχε παρουσιάσει αυτός ο διάλογος, μετατρέπεται η φιλοσοφική ζωή στο παιδαγωγικό σύστημα της αληθινής πολιτείας, ενώ ‘εντάσσεται’ η ζωή τού ρήτορα-πολιτικού στα αποτυχημένα πολιτεύματα, μέχρι να ξαναπαρουσιαστή, στο απώτατο τέλος αυτής τής σειράς, στην τυραννική ψυχή, «που κάνει λιγότερο απ’ όλα, αυτό που θέλει», την προσωποποιημένη δηλ. με τον Καλλικλή στον «Γοργία» δύναμη – ή αδυναμία.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: