Σάββατο 6 Απριλίου 2019

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (94)

Συνέχεια από Δευτέρα,22 Μαρτίου 2019
                                        
                                        PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
  Διαρρύθμιση τού διαλόγου «Θρασύμαχος»: η εχθρική αντι-δύναμη

       Μπορούμε να συγκρίνουμε την πλατωνική «Πολιτεία» με μια πόλη που χτίστηκε σταδιακά σύμφωνα με ένα μεγαλοπρεπές και ενιαίο σχέδιο, ενσωματώνοντας ως προάστειο έναν προερχόμενο από παλαιότερους χρόνους οικισμό. Αυτή η σύγκριση βασίζεται σε μια προϋπόθεση, που μόνο λίγοι σήμερα θα την αρνηθούν: ότι το Πρώτο Βιβλίο ήταν αρχικά ένας διάλογος της πρώιμης πλατωνικής περιόδου, ότι είχε σχεδιαστή τουλάχιστον ακριβώς έτσι, ότι καταγράφηκε πιθανώς τότε, και ότι συμφωνήθηκε σε μεγάλο βαθμό να ονομασθή «Θρασύμαχος». Ένας διάλογος που τον συζητήσαμε μαζί με τους «απορητικούς, ορισμικούς διαλόγους». Όποιος θεωρεί το πρώτο- ότι δηλ. σχεδιάστηκε- αναπόδεικτη υπόθεση, θα μπορή πολύ πιο δύσκολα να αποδείξη το δεύτερο, ότι καταγράφηκε κιόλας: κατά πρώτον διότι ο Πλάτων είχε ερευνήσει στην περίοδο των απορητικών του διαλόγων για τις «αρετές», όχι όμως και για τη «δικαιοσύνη»· και κατά δεύτερον, διότι θα μπορούσε ή θα επιθυμούσε να διαμορφώση στην κορυφή τής συγγραφικής του δραστηριότητας την αρχή τής «Πολιτείας» του ως σχέδιο και γλωσσική μορφή μιας παρελθούσας συγγραφικής του εποχής.
     Ας συλλογιστούμε και το εξής: Η αρχική σκηνή συγγενεύει στενά με την αρχική σκηνή τού «Συμποσίου». Και τις δυό φορές βρισκόμαστε έξω, στο λιμάνι, εδώ στο Φάληρο, εκεί στον Πειραιά · και τις δυό φορές θέλουν να κατευθυνθούν κάποιοι προς την Αθήνα (πρός τό άστυ Πολιτεία 327 Β 1. C 4. εις άστυ Συμπ. 172 Α 2)· και τις δυό φορές φωνάζει κάποιος άλλος από πίσω κι από μακριά (πόρρωθεν, όπισθεν Πολιτεία 327 Β 2. 4. Συμπ. 172 Α 3) και τους ζητά να περιμένουν (περιμείναι Πολιτεία 327 Β 3. ου περιμενείς; Συμπ. 172 Α 5). Τόσο οξύτερη παρουσιάζεται όμως και η αντίθεση: ενώ η νίκη τού Αγάθωνα  γιορτάζεται στο δικό του σπίτι στην Αθήνα, ο μεγάλος διάλογος για την Πολιτεία εκτυλίσσεται στον τόπο τού λιμανιού, στο σπίτι τού πλούσιου μέτοικου Πολέμαρχου. Μπορούμε να τολμήσουμε να πούμε: Όσο λίγο θα είχε επιτρέψει ο Πλάτων να διεξαχθούν οι λόγοι για τον έρωτα στο σπίτι ενός μέτοικου σε μια πόλη επίνειο, τόσο λίγο θα μπορούσε να έχη σκεφτή ένα τέτοιο σκηνικό για να οικοδομήση την αληθινή Πολιτεία – αν δεν είχε ήδη καθορίσει αυτόν τον τόπο για τον διάλογο «Θρασύμαχος». Για τη διαμάχη με κείνον τον ‘ανήθικο’, που έχει έρθει ως επισκέπτης απ’ τον Βόσπορο στην Αθήνα, δεν θα μπορούσε να υπάρξη ωστόσο πιο κατάλληλος τόπος. Και τον διατηρή αυτόν τον τόπο ο Πλάτων, για να διεξάγη εκείνον τον αγώνα στην αρχή τού μεγάλου του έργου. Διατηρώντας μάλιστα και την εσπερινή ώρα έναρξης του διαλόγου, παρ’ όλο που θα επεκτεινόταν έτσι, υπολογίζοντάς τον, σε όλη τη διάρκεια τής νύχτας και αργά μέσα στην επόμενη μέρα. Το όψιμό του έργο «Νόμοι» το ‘ξεκινά’ ο Πλάτων νωρίς το πρωί – που είναι και το πιο φυσικό, όπως θα ομολογούσε και ο ίδιος. Όταν ‘οικοδομούσε’ όμως την αληθινή Πολιτεία δεν είχαν πλέον καμμιά σημασία τέτοια ερωτήματα χώρου και χρόνου απέναντι στο Ένα και βασικό, ότι δεν θα είχε δηλ. κανένα νόημα αυτή η ‘ανοικοδόμηση’ χωρίς τον αγώνα που προηγείται και που τη συνοδεύει και την ακολουθεί.
     Τον διάλογο «Θρασύμαχος» τον χαρακτηρίζει πράγματι ο πιο βίαιος αγώνας. Απ’ το Δεύτερο όμως Βιβλίο τού συνολικού έργου αντικαθίσταται αυτή η γνήσια δραματική ταραχή με κείνην την ήσυχη συζήτηση, στην οποία και μόνο μπορεί να ευδοκιμήση η ανοικοδόμηση της Πολιτείας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο χαρακτηριστικό γι’ αυτό, απ’ το ότι αποκτά στην αρχή τού Δεύτερου Βιβλίου νέα μορφή η αντιπαλαίουσα δύναμη στα πρόσωπα του Γλαύκωνα και του Αδείμαντου – αδελφούς τού Πλάτωνα - , που είναι και οι δυό, διαφορετικά απ’ ό,τι ο Θρασύμαχος, όχι πραγματικοί αντίπαλοι, αλλά ανανεώνουν απλώς τον λόγο του (358 Β 7) και συλλέγουν επιπλέον τα χιλιοειπωμένα επιχειρήματα, περί δικαιοσύνης και αδικίας (358 C. 362 E). Έχει μεγάλη σημασία το ότι έχει προηγηθή ένας γνήσιος αγώνας: γιατί πρέπει να έχη καταπολεμηθή και να έχη διαλεκτικά υπερνικηθή η αδικία, πριν να μπορέση να θεμελιωθή στον Λόγο το νέο βασίλειο της δικαιοσύνης. Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα επαρκούσε να αντιληφθούμε αυτήν την κατάσταση σαν κάτι απλώς προηγούμενο ή μεταγενέστερο. Γιατί ο Θρασύμαχος δεν απομακρύνεται απ’ τη συζήτηση. Παρίσταται δηλ. που και που και αργότερα. Ο καλύτερος, όπως λέγεται προς το τέλος τού Ένατου Βιβλίου – και γνωρίζουμε, πως ο καλύτερος είναι εκείνος, στον οποίον κυριαρχεί το θεϊκό στοιχείο –, πρέπει να εξουσιάζη τον κατώτερο ή ευτελέστερο όπως ο κύριος τον δούλο του, όχι όμως για να τον βλάψη, όπως το εννοούσε ο Θρασύμαχος, αλλά για να τον ευνοήση και να τον προάξη. Κι ενώ θα μπορούσε να φανή πως έχει εκλείψει εδώ η αντίθεση, διδασκόμαστε σε άλλο σημείο μιαν ανώτερη: Το αξίωμα του Σωκράτη, ότι θά ’πρεπε να φιλοσοφή όχι η νεότητα αλλά ακριβώς το γήρας, βρίσκει αντίθετους, όπως λέγεται στο Έκτο Βιβλίο (498 C), τους ακροατές του, με πρώτον ανάμεσά τους τον Θρασύμαχο. Στον «Γοργία» (484 C) ο Καλλικλής, ο άνθρωπος της δύναμης που ‘προέκυψε’απ’ τον Θρασύμαχο του παλαιότερου διαλόγου, υπερασπιζόταν ενάντια στον Σωκράτη τη θέση, ότι μόνον η νεότητα επιτρέπεται να «φιλοσοφή», ενώ ο ώριμος άνδρας θα έπρεπε να επιδίδεται αποφασιστικά  στην πολιτική – ό,τι ονομάζουμε πολιτική! – ζωή. Δεν αποτελεί λοιπόν σύμπτωση, ότι ο Θρασύμαχος αποκαλείται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο τής «Πολιτείας» ξεκάθαρα ως εχθρός. Γιατί η αξίωση του Σωκράτη αντιλέγει, συμπληρώνουμε εμείς, στο ‘φρόνημα’ όλων εκείνων, που δεν γνωρίζουν παρά την πολιτική τής συνηθισμένης επιδίωξης για δύναμη. Σκοπεύουμε να εξετάσουμε, όπως λέγεται αργότερα στην αρχή τού Όγδοου Βιβλίου (545 Α), τις λανθασμένες μορφές τού πολιτεύματος της Πολιτείας, για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε μετά αναμεταξύ τους την καθαρή δικαιοσύνη και την καθαρή αδικία κατά το μέτρο τής ευτυχίας ή δυστυχίας που προκαλούν. Και μόνον τότε θα γνωρίσουμε, αν πρέπη να προτιμήσουμε τη δικαιοσύνη ή, μαζί με τον Θρασύμαχο, την αδικία. Αυτό που λέει τώρα ο Σωκράτης, ότι έγιναν δηλ. φίλοι αυτός και ο Θρασύμαχος, κι ότι δεν υπήρξαν ούτε προηγουμένως εχθροί (498 CD), δεν είναι λοιπόν παρά μια εξαιρετικά ειρωνική ‘ευγένεια’. Η κρυμμένη εχθρότητα εκείνης τής αντίθετης δύναμης, που εκτέθηκε, καταπολεμήθηκε και υπερνικήθηκε στο πρόσωπο του Θρασύμαχου, είναι στην πραγματικότητα πάντοτε παρούσα. Ο Πλάτων δεν εγκατέλειψε στα ώριμα χρόνια του τον παράφορο αγώνα τής νεότητάς του, αλλά τον θεώρησε μάλλον ως προϋπόθεση για ένα σίγουρο ‘οικοδόμημα’. Και το εκφράζει ‘καλλιτεχνικά’ διαμορφωμένο, καθιστώντας τον πρώιμο αγωνιστικό διάλογο «Θρασύμαχος» εισαγωγή στην «Πολιτεία» του ή, με τα δικά του λόγια (357 Α), καθιστώντας τον Λόγο σε Προοίμιο, και ‘επιτρέποντας’ να παρίσταται  συνεχώς αυτός ο ισχυρότατος αντίπαλος. Σ’ αυτό ακριβώς, στο ότι δεν προηγείται απλώς ο αγωνιστικός απ’ τον ‘ιδρυτικό’ (της Πολιτείας…) διάλογο, αλλά υφίσταται και μια διαρκής ένταση ως προς αυτόν, βασίζεται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο η πεποίθηση, ότι η «Πολιτεία» ως σύνολο δεν είναι ένα ‘εξαναγκασμένο’ σε μορφή διαλόγου διδακτικό σύγγραμμα, αλλά ένας γνήσιος διάλογος.
      Εξοικείωση. Εξετάζοντας τον διάλογο «Θρασύμαχος» ξεχωρίσαμε προηγουμένως ένα τμήμα, το οποίο πρέπει να έχη οικειοποιηθή ο Πλάτων, όταν κατέστησε τον αρχικά αυτόνομο διάλογο σε προοίμιο της «Πολιτείας». Αυτήν την οικείωση πρέπει να ελέγξουμε τώρα ως προς τη σημασία της για τη συνολική δομή τής «Πολιτείας». Ο Θρασύμαχος ανέπτυξε, χωρίς να κλονιστή απ’ τα επιχειρήματα τού Σωκράτη, σ’ έναν διεξοδικό λόγο (343 Β – 344 Ε) τη φύση τής τυραννίας και την εξύμνησε ως την υψίστη δύναμη και υψίστη ευτυχία. Πριν όμως ‘επιτεθή’ τώρα ο Σωκράτης απέναντι σ’ αυτήν την τοποθέτηση (348 C κ.ε.), παρακολουθούμε εκείνο το ενσωματωμένο τμήμα (του «Θρασύμαχου»…), που μας ‘επιστρέφει’ εκπλήσσοντάς μας (έτι γάρ τά έμπροσθεν επισκεψώμεθα (345 Β 9) στον ήδη τετελεσμένο αγώνα απέναντι στη θέση για τη «δικαιοσύνη ως προνόμιο των ισχυροτέρων». Είχε αποδείξει εκεί ο Σωκράτης (341 D), πως κάθε τέχνη ζητά να είναι, σύμφωνα με τη φύση της, στον ύψιστο βαθμό τέλεια (τελέαν είναι). Η τελειότητά της όμως συνίσταται στο να επενεργή κατά την έννοια τής ιδιαίτερής της εργασίας (αυτή αυτή τό συμφέρον σκέψεται  342 Β 1). Αυτό συμβαίνει με την ιατρική, με την εκτροφή τών ίππων, αυτό και με την τέχνη τού άρχειν, που δεν μπορεί άρα ποτέ να επιδιώκη τα προνόμια ενός άρχοντα. Σ’ αυτό το ενδιάμεσο τμήμα διαβάζουμε τώρα εκ νέου, πως κάθε τέχνη επενεργεί μόνον το δικό της όφελος, αυτό στο οποίο και μπορεί να είναι ωφέλιμη (ωφελίαν ιδίαν  346 Α 6). Αυτό συμβαίνει με την ιατρική, αυτό με την τέχνη τού πηδαλιούχου, αυτό και με την τέχνη τού άρχειν, που δεν μπορεί άρα ποτέ να επιδιώκη τα προνόμια ενός άρχοντα. Γιατί όμως ξαναβαδίζουμε εδώ τον ίδιον δρόμο, με λίγες μόνο διαφορετικές λέξεις και παραδείγματα; Προς χάριν προφανώς τών καταπληκτικών παραδοξοτήτων που ακολουθούν: Κανένας αληθινός άρχοντας δεν άρχει εκούσια (345 Ε). Πρέπει να εξαναγκασθή σ’ αυτό αμοιβόμενος ή τιμωρούμενος. Κι αυτό λέγεται τόσο ‘προκλητικά’, ώστε να παρακαλή ο Γλαύκων, που δεν έχει πάρει μέχρι τώρα μέρος στη συζήτηση,  για μιαν εξήγηση. Λέει λοιπόν ο Σωκράτης, πως οι συνηθισμένες ανταμοιβές, το χρήμα και η τιμή, δεν είναι στην πραγματικότητα ελκυστικές, εφ’ όσον ακόμα και οι λέξεις φιλάργυρον και φιλότιμον έχουν επικριτική σημασία. Η τιμωρία ωστόσο, που αναφέρθηκε μάλιστα προηγουμένως, είναι το να κυβερνάσαι απ’ τους χειρότερους. Αν υπήρχε λοιπόν, ή αν γεννιόταν ποτέ μια Πολιτεία τέλειων ανθρώπων (πόλις ανδρών αγαθών ει γένοιτο  (347 D 2), δεν θα υπήρχε κανένας που θα επέμενε να κυβερνήση. Κάτι που αμφισβητείται ωστόσο, ώστε να ξεκινήση πάλι απ’ την αρχή ο αγώνας απέναντι στη σταθερή τοποθέτηση του Θρασύμαχου (εξ αρχής  348 Β 8).
     Ποιοι είναι λοιπόν εκείνοι οι άρχοντες, που θα εξαναγκασθούν παρά τη θέλησή τους να κυβερνήσουν; Και ποια είναι εκείνη η αμοιβή που ξεπερνά κατά πολύ το χρήμα και την τιμή; Μπορούμε να απαντήσουμε, μόνο γνωρίζοντας και τα μεταγενέστερα Βιβλία τής «Πολιτείας». Και θα μάθουμε τότε, πως αυτοί οι άρχοντες είναι οι φιλόσοφοι-φρουροί, πως η αμοιβή είναι η ζωή εν τη γνώσει, και πως η φιλοσοφία στέκεται ψηλότερα απ’ την επιδίωξη της τιμής και του πλούτου. Το ερώτημα είναι λοιπόν, πώς πρέπει να ‘φαίνεται’ αυτή η Πολιτεία, στην οποία είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιοι άρχοντες, τέτοια αμοιβή και η αντίστοιχη τιμωρία; Κάτι που απλώς υποδηλώνεται εδώ, από μεγάλη ‘απόσταση’, με την προϋπόθεση: «να γινόταν μια Πολιτεία τέλειων ανθρώπων». Από όση ‘απόσταση’ όμως κι αν υποδηλώνεται, η αληθινή Πολιτεία αναδύεται ήδη, σ’ αυτό και μόνο το σημείο τού Πρώτου Βιβλίου, σαν ένας τρόπον τινά αντικατοπτρισμός, απέναντι στον έπαινο της τυραννίας, για να εξαφανισθή ξανά αμέσως. Πρόθεση του Πλάτωνα ήταν, να τοποθετήση για μια στιγμή, περισσότερο ως αίνιγμα και ως ερωτηματικό, αυτό που θα φανερωθή αργότερα, ενσωματώνοντας εδώ εκείνο το συνδετικό τμήμα. Προσδίδοντας έτσι στον πρώιμο, και επίπεδο θα μπορούσαμε να πούμε διάλογο «Θρασύμαχος» τον υπαινιγμό εκείνης τής βαθειάς διάστασης, στην οποία και θα κινηθή απολύτως το έργο του «Πολιτεία», απ’ το Δεύτερο μέχρι και το Δέκατο Βιβλίο.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: