Συνέχεια από: Τετάρτη 8 Μαίου 2019
Σημειώσεις στην σχέση ανθρωπολογίας και πνευματολογίας.
Η μείωση η οποία από την βιβλική ανθρωπολογία (το ανθρώπινο όν εννοημένο στην ιστορικό-κοινωνική του ολότητα «σαν άνδρας και γυναίκα), πραγματοποιείται εδώ λόγω τής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας τού Αυγουστίνου (Ο πραγματικός συγκεκριμένος άνθρωπος, ο ιστορικός, σωματικός, ουσιωδώς αναφερόμενος στην κοινωνία, η οποία γίνεται μία αφηρημένη ανθρώπινη ψυχή, νους κ.τ.λ.) ζημιώνει την τοποθέτηση τής Τριαδικής Θεολογίας και ιδιαιτέρως τής πνευματολογίας. Μ ’αυτόν τον τρόπο δεν εφαρμόζεται πλέον ή αν θέλουμε, δεν επεκτείνεται στην ανθρώπινη «μητρότητα» μία αναλογία στην οποία, όπως θα δούμε, ήδη η εβραϊκή παράδοση είχε επισημάνει ένα ανάλογο στην ruach-πνεύμα τού Θεού: αλλά εφαρμόζεται μία αναλογία θεμελιωμένη φυλικά (σεξουαλικά) με την «πατρότητα» και την ανθρώπινη «υιότητα», και η οποία δεν υφίσταται πλέον όσο παρανοείται, σύμφωνα με μία παραδοσιακή οπτική πλατωνικής και γνωστικής καταγωγής,κατά την οποία η ανθρώπινη πνευματικότης και η ανθρώπινη σεξουαλικότης βρίσκονται μεταξύ τους σε μία σχέση αντιστρόφως ανάλογη (όσο πιο πνευματικός είναι ένας άνθρωπος, τόσο ασεξουαλικός οφείλει να είναι) Σχετικά μ ’αυτή την αφαίρεση της ανθρώπινης φύσεως από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα (η οποία μακριά από το να είναι ένα φαινόμενο καθαρά βιολογικό, είναι ένα φαινόμενο καθαυτό πολυεπίπεδο και εν τέλει, στο φως της Γεν. 1,27, ακόμη και ένα ιστορικό σωτηριώδες φαινόμενο), έρχεται στον νου μία έμπνευση του Φώυερμπαχ εναντίον του ασεξουαλικού υποκειμένου τού γερμανικού ιδεαλισμού: «Στο απόλυτο ΕΓΩ, δηλαδή το αφηρημένο, αφαιρούμαι από όλες τις διαφορές, συνεπώς και από εκείνες του φύλου…Το αληθινό Εγώ, το υπάρχον, δεν μπορεί να είναι παρά ένα Εγώ θηλυκό ή ένα αρσενικό, και όχι κάτι ουδέτερο, καθότι η διαφορά τού φύλου είναι μία διαφορά η οποία καλύπτει το όλον, μέχρι τού μυελού, μία πανταχού παρούσα διαφορά, άπειρη, και όχι μία από εκείνες οι οποίες εδώ έχουν μία αρχή και εκεί ένα τέλος. Εγώ σκέπτομαι, Εγώ αισθάνομαι μόνον καθότι άνδρας ή γυναίκα….Αλλά για την αγάπη του ουρανού, τί έχει να μοιράσει η εθνική διαφορά φύλου με το Άγιο Πνεύμα, με το απόλυτο Εγώ; Οπωσδήποτε τίποτε, καθώς στο απόλυτο Εγώ, δηλαδή το αφηρημένο Εγώ, αφαιρούμαι από όλες τις διαφορές και κατά συνέπειαν και από αυτή του φύλου. Έχει όμως σχέση με το πραγματικό Εγώ, το υπαρκτό» (Περί πνευματισμού και υλισμού).
Συνεχίζεται
ΔΙΟΤΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ.
Αμέθυστος.
Εμπειρία και
Θεολογία του Αγίου Πνεύματος.
Το μονοδιάστατο του
παραδοσιακού δόγματος του Θεού.
Σημειώσεις στην σχέση ανθρωπολογίας και πνευματολογίας.
Franz K. Mayr.
Η μείωση η οποία από την βιβλική ανθρωπολογία (το ανθρώπινο όν εννοημένο στην ιστορικό-κοινωνική του ολότητα «σαν άνδρας και γυναίκα), πραγματοποιείται εδώ λόγω τής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας τού Αυγουστίνου (Ο πραγματικός συγκεκριμένος άνθρωπος, ο ιστορικός, σωματικός, ουσιωδώς αναφερόμενος στην κοινωνία, η οποία γίνεται μία αφηρημένη ανθρώπινη ψυχή, νους κ.τ.λ.) ζημιώνει την τοποθέτηση τής Τριαδικής Θεολογίας και ιδιαιτέρως τής πνευματολογίας. Μ ’αυτόν τον τρόπο δεν εφαρμόζεται πλέον ή αν θέλουμε, δεν επεκτείνεται στην ανθρώπινη «μητρότητα» μία αναλογία στην οποία, όπως θα δούμε, ήδη η εβραϊκή παράδοση είχε επισημάνει ένα ανάλογο στην ruach-πνεύμα τού Θεού: αλλά εφαρμόζεται μία αναλογία θεμελιωμένη φυλικά (σεξουαλικά) με την «πατρότητα» και την ανθρώπινη «υιότητα», και η οποία δεν υφίσταται πλέον όσο παρανοείται, σύμφωνα με μία παραδοσιακή οπτική πλατωνικής και γνωστικής καταγωγής,κατά την οποία η ανθρώπινη πνευματικότης και η ανθρώπινη σεξουαλικότης βρίσκονται μεταξύ τους σε μία σχέση αντιστρόφως ανάλογη (όσο πιο πνευματικός είναι ένας άνθρωπος, τόσο ασεξουαλικός οφείλει να είναι) Σχετικά μ ’αυτή την αφαίρεση της ανθρώπινης φύσεως από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα (η οποία μακριά από το να είναι ένα φαινόμενο καθαρά βιολογικό, είναι ένα φαινόμενο καθαυτό πολυεπίπεδο και εν τέλει, στο φως της Γεν. 1,27, ακόμη και ένα ιστορικό σωτηριώδες φαινόμενο), έρχεται στον νου μία έμπνευση του Φώυερμπαχ εναντίον του ασεξουαλικού υποκειμένου τού γερμανικού ιδεαλισμού: «Στο απόλυτο ΕΓΩ, δηλαδή το αφηρημένο, αφαιρούμαι από όλες τις διαφορές, συνεπώς και από εκείνες του φύλου…Το αληθινό Εγώ, το υπάρχον, δεν μπορεί να είναι παρά ένα Εγώ θηλυκό ή ένα αρσενικό, και όχι κάτι ουδέτερο, καθότι η διαφορά τού φύλου είναι μία διαφορά η οποία καλύπτει το όλον, μέχρι τού μυελού, μία πανταχού παρούσα διαφορά, άπειρη, και όχι μία από εκείνες οι οποίες εδώ έχουν μία αρχή και εκεί ένα τέλος. Εγώ σκέπτομαι, Εγώ αισθάνομαι μόνον καθότι άνδρας ή γυναίκα….Αλλά για την αγάπη του ουρανού, τί έχει να μοιράσει η εθνική διαφορά φύλου με το Άγιο Πνεύμα, με το απόλυτο Εγώ; Οπωσδήποτε τίποτε, καθώς στο απόλυτο Εγώ, δηλαδή το αφηρημένο Εγώ, αφαιρούμαι από όλες τις διαφορές και κατά συνέπειαν και από αυτή του φύλου. Έχει όμως σχέση με το πραγματικό Εγώ, το υπαρκτό» (Περί πνευματισμού και υλισμού).
5. Από τις πρώτες σελίδες ακόμη η Π.Δ. η Βίβλος, δηλώνει καθαρά την δημιουργημένη ισότητα, την γενετική και αξιολογική,
των ανθρώπινων φύλων απέναντι στον Θεό. Η κατάσταση τής κυριαρχίας και της
υποταγής των φύλων, η οποία συμβαδίζει μέ τήν πτωτική τάξη η οποία οικοδομήθηκε
από την αυτοαντίφαση της αμαρτίας τού ιστορικού ανθρώπου, στην Γραφή, παραλληλίζεται με τον διαχωρισμό ανάμεσα σε σκλάβους και ελεύθερους, Εβραίους
και Έλληνες, κάτι που θεωρείται ότι καταργείται εν Χριστώ Ιησού! (Ρωμ. 10/12/
Γαλ 3,28). Από εδώ οφείλει να ξεκινήσει η Θεολογική ανθρωπολογία. Εκείνη η
φιλοσοφική, κληρονομιά τής Ελληνικής μεταφυσικής, υπολογίζει σαν ένα αστορικό
φυσικό δεδομένο την υπεροχή του «αρσενικού» στο «θηλυκό», κάτι που τελικώς έχει
σχέση με την υπάρχουσα υπεροχή-υποταγή ανάμεσα στην πατρική Θεότητα και εκείνη
την θηλυκή-μητρική, μία σχέση η οποία συλλαμβάνεται κατ’ αρχάς με όρους
θρησκευτικού δυαλισμού, και στην συνέχεια με την υπεροχή-υποταγή της
δυαλιστικής οντολογικής αρχής τής «ιδέας-χώρα» (ύλης) στον Πλάτωνα, της
μορφής-πρώτη ύλη στον Αριστοτέλη. Και τέλος μία τυχαία παρατήρηση του
Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία το αρσενικό μιμείται την Θεία αρχή της μορφής
(είδος), ενώ το θηλυκό μιμείται την αντί-θεϊκή της ύλης (Μετ. 988 α, 3…. Περί
ζώων γεν. 731 b 24…), ρίχνει φως στο γεγονός ότι με την μεταφυσική έννοια
του Θεού (καθαρό είδος χωρίς την ενυπάρχουσα (εσωτερική) σχέση με την ύλη), η
οποία μάλιστα κάτω από την σημασία της έννοιας Θεία φύση, εισήλθε ακόμη και
στην Χριστιανική τριαδολογία, ο Θεός συλλαμβάνεται σε αναλογία με το
είδος-μορφή-πνεύμα του ανθρώπου, δηλαδή σύμφωνα με πατριαρχικές αναλογίες. Να
λοιπόν πώς απορρίφθηκαν ένεκεν τής αρχής, από την μεταφυσική έννοια του Θεού οι
θηλυκές μητρικές αναλογίες, οι οποίες καθαυτές παραπέμπουν στην μη-Θεία άβυσσο
τής «πρώτης ύλης».
6. Θωμάς Ακινάτης! Οδηγεί σε πληρότητα
την Τριαδική Θεολογία τού Αυγουστίνου και αναπτύσσει συστηματικά το δόγμα των
δύο (μόνον δύο) προόδων στον Θεό (γένεση-γνώση και εκπνοή-αγάπη : summa theol. 1 a, 27), των τεσσάρων (και μόνον τεσσάρων) σχέσεων στον Θεό
(Πατρικότης, υιότης, εκπνοή ενεργός και παθητική εκπνοής: summa 1 a , 28) των
τριών (και μόνον τριών) προσώπων στον Θεό (summa 1 a, 29, 30) τής ορατής αποστολής του Υιού και της αόρατης αποστολής του Αγίου
Πνεύματος (summa 1 a, 43)! Και ο Ακινάτης δοκιμάζει να κατανοήσει την ενδοτριαδική
πρόοδο του Αγίου Πνεύματος σε αναλογία με την πρόοδο του Αγίου Πνεύματος, η
οποία στην Αγία Τριάδα συμβαίνει per
modus amoris (Εναντίον των
Ελλήνων summa IV,
19). Στο τέλος όμως και ο Ακινάτης
βρίσκεται στην δυσκολία τής ελλείψεως ενός ονόματος το οποίο θα έδειχνε την
ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος διαφοροποιώντας το από τον Πατέρα και τον Υιό
στο πλαίσιο της Τριάδος! (Summa
1.4 4 C/36 C).
Συνεχίζεται
ΔΙΟΤΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου