(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος
Μεγάλου Βασιλείου
Ομιλία 5
Περί φθόνου
1. Ο Θεός είναι αγαθός και παρέχει αγαθά εις τους αξίους. Ο διάβολος είναι πονηρός και δημιουργός κάθε κακίας. Και όπως εις τον αγαθόν ακολουθεί η έλλειψις φθόνου, έτσι εις τον διάβολον ακολουθεί ο φθόνος.
Ας φυλαχθούμεν λοιπόν, αδελφοί, από το πάθος του φθόνου διά να μη γίνωμεν κοινωνοί των έργων του διαβόλου και ευρεθούμεν να καταδικαζώμεθα συγχρόνως με την ιδίαν καταδίκην. Διότι εάν αυτός που έχει αλαζονευθή ευρίσκεται εις το κρίμα του διαβόλου, τότε πώς ο φθονερός θα ξεφύγη την τιμωρίαν που έχει ετοιμασθή διά τον διάβολον;
Διότι εις τας ψυχάς των ανθρώπων δεν φυτρώνει κανένα πάθος ολεθριώτερον από τον φθόνον. Αυτό που ελάχιστα λυπεί τους έξω, είναι το πρώτον και συγγενές κακόν εις τον κάτοχον. Διότι όπως η σκωρίασις φθείρει τον σίδηρον, έτσι ο φθόνος φθείρει την ψυχήν που την κατέχει. Ή καλύτερα όπως οι οχιές λέγουν ότι γεννώνται με το να τρώγουν εσωτερικά την κοιλίαν που τας εκυοφόρησεν*, έτσι και ο φθόνος φυσικά κατατρώγει την ψυχήν που τον εγκυμονεί.
Ο φθόνος είναι λύπη διά την ευτυχίαν του πλησίον. Διά τούτο από τον φθονερόν ουδέποτε λείπουν αθυμίαι, ουδέποτε αι κακοκεφιές. Έκαμε πολλά γεννήματα το χωράφι του πλησίον; Έχει επάρκεια το σπίτι από όλα τα αγαθά της ζωής; Πάντοτε είναι χαρούμενος ο άνθρωπος; Όλα αυτά είναι τροφή διά την αρρώστιαν και πρόσθετος πόνος διά τον φθονερόν. Ώστε κατά τίποτε να μη διαφέρη από τον γυμνόν άνθρωπον που από όλους πληγώνεται.
Είναι κάποιος γενναίος; Έχει καλήν υγείαν; Αυτά πληγώνουν τον φθονερόν. Άλλος είναι πιο όμορφος; Τούτο είναι άλλη πληγή διά τον φθονερόν. Υπερέχει κάποιος ως προς τα προτερήματα της ψυχής από τους πολλούς; Είναι περίβλεττος και ζηλεύεται διά την σύνεσιν και την δύναμιν του λόγου;
Άλλος είναι πλούσιος και επιδίδεται λαμπρά εις δοσίματα και εις κοινωνίαν προς τους πτωχούς και επαινείται πολύ από τους ευεργετουμένους; Όλα αυτά είναι πληγαί και τραύματα που του κτυπούν κατάμεσα την καρδίαν. Και η δυσκολία της ασθενείας είναι ότι δεν ημπορεί ούτε καν να την ονομάση. Αλλ’ όμως σκύβει, και είναι κατηφής, τα έχει χαμένα, κλαίει μεγαλόφωνα και από το κακόν είναι χαμένος.
Όταν δε ερωτάται διά το πάθος, εντρέπεται να ομολογήση την συμφοράν· ότι είμαι φθονερός και πικρός και με συντρίβουν τα καλά του φίλου, οδύρομαι διά τον χαράν του αδελφού και δεν υποφέρω να βλέπω τα ξένα καλά, αλλά θεωρώ συμφοράν την ευτυχίαν του πλησίον μου. Πράγματι αυτά θα ημπορούσε να ειπή, εάν θα ήθελε να ομολογήση την αλήθειαν.
Επειδή τίποτε από αυτά δεν θέλει να εξομολογηθή, κρατά κατάβαθα την ασθένειαν, η οποία του σιγολυώνει και κατατρώγει τα σπλάγχνα.
2. Λοιπόν ούτε ιατρόν καλεί διά την αρρώστιαν ούτε ημπορεί να εύρη κάποιο φάρμακον διά να απομακρύνη το πάθος. Και όμως αι Γραφαί είναι γεμάται από τα ιατρικά αυτά. Αλλ᾽ αναμένει κάποιαν ανακούφισιν από το κακόν· να ημπορούσε δηλαδή να ιδή κάποιον από αυτούς που φθονεί να πίπτη κάτω. Αυτός είναι ο κανών του μίσους· να αντικρύση τον φθονούμενον να γίνεται από μακάριος άθλιος, και ο αξιοζήλευτος να γίνεται αξιολύπητος.
Τότε ειρηνεύει και γίνεται φίλος, όταν αντικρύση άνθρωπον να κλαίη, όταν ιδή άνθρωπον να πενθή. Και όταν μεν κάποιος ευθυμή, δεν ευφραίνεται μαζί του, όταν όμως κάποιος οδύρεται, δακρύζει μαζί του. Και ευσπλαγχνίζεται διά την μεταβολήν του βίου· πού ήταν και πού κατήντησεν! Εξαίρει διά του λόγου την προηγουμένην κατάστασιν όχι από φιλανθρωπικά αισθήματα και συμπάθειαν, αλλά διά να καταστήση εις αυτόν μεγαλυτέραν την συμφοράν.
Επαινεί το παιδί μετά τον θάνατον και το εξυμνεί με χίλια δυο εγκώμια· πόσον όμορφον ήταν! πόσον επιμελές· πόσον εις όλα καλόβουλον!
Ενώ, όταν αυτό ήταν ζωντανόν, ούτε καν του είπε λόγον επαινετικόν. Εάν όμως ιδή και άλλους να συναγωνίζωνται εις τον έπαινον, αλλάσσει γνώμην πάλιν και φθονεί το πεθαμένον.
Θαυμάζει τον πλούτον μετά την πτώχευσιν. Επαινεί και εξυμνεί την ομορφιάν του σώματος και την ρωμαλεότητα και την καλήν υγείαν μετά την αρρώστιαν. Και γενικά είναι εχθρός των παρόντων και φίλος αυτών που χάνονται.
3. Λοιπόν τι πιο άθλιον από την ασθένειαν αυτήν θα ημπορούσε να υπάρξη;
Είναι καταστροφή της ζωής, κακοποίησις της φύσεως, έχθρα αυτών που μας χαρίζει ο Θεός, εναντίωσις προς τον Θεόν. Τι ήταν εκείνο που εξαγρίωσε τον αρχέκακον διάβολον εις τον πόλεμον εναντίον των ανθρώπων; Δεν ήταν ο φθόνος, διά του οποίου και απεδείχθη φανερά ότι είναι θεομάχος με το να δυσανασχετή αφ’ ενός εναντίον του Θεού διά την μεγαλοδωρεάν του προς τον άνθρωπον και με το να εκδικήται αφ᾽ ετέρου τον άνθρωπον, αφού δεν ημπορούσε να εκδικηθή τον Θεόν;
Τα ίδια ακριβώς αποδεικνύεται να κάμνη, και ο Κάιν. Αυτός υπήρξεν ο πρώτος μαθητής του διαβόλου, διότι από αυτόν εδιδάχθη τας δύο αδελφάς αδικίας, τον φθόνο και τον φόνον.
Αυτάς συνέδεσε και ο Παύλος με το να ειπή· «είναι γεμάτοι από φθόνον και φόνον. Τι ήταν αυτό που έκαμε λοιπόν; Είδε την τιμήν εκ μέρους του Θεού και άναψεν από την ζήλειαν του. Εφόνευσεν αυτόν που ετιμήθη, διά να προσβάλη αυτόν που τον ετίμησεν. Αδυνατών δηλαδή να θεομαχήση, διέπραξε την αδελφοκτονίαν.
Ας αποφεύγωμεν, αδελφοί, την αρρώστιαν που είναι διδάσκαλος της θεομαχίας, μητέρα της ανθρωποκτονίας, ανατροπή της φύσεως παραγνώρισις της συγγενείας, παράλογος συμφορά.
Διατί λυπείσαι, άνθρωπέ μου, ενώ δεν έπαθες κανένα κακόν;
Διατί καταπολεμάς αυτόν που κατέχει ολίγα αγαθά, χωρίς να έχη αφαιρέσει κάτι από τα ιδικά σου;
Εάν μάλιστα αγανακτής, όταν ακόμη ευεργετήσαι, δεν φθονείς κατάματα την ιδικήν σου ωφέλειαν;
Τέτοιος υπήρξεν ο Σαούλ, ο οποίος τας υπερβολικάς ευεργεσίας τας μετέβαλεν εις αιτίαν του πολέμου εναντίον του Δαβίδ. Πρώτα αφού με την παναρμόνιον εκείνην και θείαν μουσικήν έγινε καλά από την μελαγχολίαν, επροσπάθησε με το δόρυ να διατρυπήση τον ευεργέτην του.
Έπειτα μαζί με τον στρατόν του εγλύτωσεν από τους εχθρούς και απηλλάγη από την εντροπήν ες την περίπτωσιν του Γολιάθ. Επειδή όμως κατά τα επινίκια αι χορεύτριαι απέδωσαν το δεκαπλάσιον της αιτίας των γεγονότων εις τον Δαβίδ, «εφόνευσεν ο Δαβίδ τας μυριάδας του, αλλά ο Σαούλ τας χιλιάδας του», διά μίαν τέτοιαν φωνήν και διά την μαρτυρίαν που οφείλει την ύπαρξίν της εις την ιδίαν την πραγματικότητα, επροσπάθησε πρώτα με τα ίδιά του τα χέρια και από ενέδραν να τον φονεύση.
Έπειτα τον έκαμε να γίνη φυγάς, αλλ᾽ ούτε έτσι εσταμάτησε την έχθραν του. Τέλος εξεστράτευσεν εναντίον του με τρεις χιλιάδας επιλέκτους στρατιώτας και τον αναζητούσεν εις τα ερημίας. Εάν δε κάποιος τον ερωτούσε διά την αιτίαν του πολέμου, εξάπαντος θα ημπορούσε να αναφέρη τας ευεργεσίας του ανδρός!
Αυτός βέβαια και όταν ακόμη κατά τον καιρόν που έκαμε την καταδίωξιν συνελήφθη από τον Δαβίδ, ενώ εκοιμάτο και ήταν εμπρός εις τον εχθρόν έτοιμος διά την σφαγήν και διεσώθη πάλιν από τον δίκαιον, ο οποίος απέφυγε να βάλη χέρι επάνω του, δεν ελύγισεν ούτε κάτω από μίαν τέτοιαν ευεργεσίαν.
Αλλά πάλιν συνεκέντρωνε στρατόν και πάλιν τον κατεδίωκε, μέχρις ότου και διά δευτέραν φοράν συνελήφθη από τον ίδιον εις το σπήλαιον. Και απέδειξε πιο λαμπρά την αρετήν αυτού και έκαμε πιο φανεράν την πονηρίαν του Σαούλ. Ο φθόνος είναι ένα δυσκολομεταχείριστον είδος έχθρας.
Διότι αι ευεργεσίαι τους μεν κατά διάφορον τρόπον εμπαθείς τους κάμνει πιο ημέρους, τον φθονερόν όμως και τον κακοήθη η ευεργεσία τον εξερεθίζει ακόμη περισσότερον. Και όσον περισσότερα επιτυγχάνει, τόσον περισσότερον αγανακτεί και στενοχωρείται και δυσανασχετεί. Περισσότερον δηλαδή λυπείται διά την δύναμιν του ευεργέτου παρά ευγνωμονεί δι’ αυτά που γίνονται εις αυτόν.
Ποίον θηρίον δεν ξεπερνούν εις την σκληρότητα των τρόπων;
Ποίον από τα ανήμερα ζώα δεν υπερβαίνουν εις αγριότητα;
Οι σκύλοι εξημερώνονται με την τροφήν και τα λεοντάρια γίνονται ήμερα με την περιποίησιν. Οι φθονεροί όμως εξαγριώνονται ακόμη περισσότερον με τας περιποιήσεις.
* Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει σχετικώς· «μητρολώον [μητροκτόνος] και πατρολώον [πατροκτόνος] το της εχίδνης γέννημα», διότι τα μεν μικρά γεννώμενα θανατώνουν την μητέρα των, αυτή δε μετά την ερωτικήν πράξιν σκοτώνει τον αρσενικόν. Το παράδειγμα επαναλαμβάνουν και άλλοι πατέρες βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία 11,2, PG 57, 193-194.
Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=340692
Από τον τόμο «Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, τόμος 6, Ομιλίαι και λόγοι», της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς», σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια του δρ. Θεολογίας, και νυν ομότιμου καθηγητή Βασιλείου Ψευτογκά.
Από τον φθονερό ουδέποτε λείπουν οι αθυμίες, ουδέποτε οι κακοκεφιές… | Πεμπτουσία (pemptousia.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου