Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (4)

Συνέχεια από: Πέμπτη, 17 Μαρτίου 2016

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ελληνική αναλογία και το «δόγμα της αναλογίας του όντος»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Η αναλογία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία

1.1.2 Η πλατωνική αναλογία

Ο Πλάτων χειρίζεται την αναλογία ως μέθοδο πειθούς αφ’ ενός, αφετέρου ως τρόπο πρόσβασης στην αλήθεια των πραγμάτων τα οποία εξετάζει1. Στους πρώιμους και μέσους διαλόγους, ο Σωκράτης τις περισσότερες φορές όταν επιχειρηματολογεί χρησιμοποιώντας αναλογίες δεν αντιμετωπίζει διαφωνίες, γι’ αυτό και οι αναλογίες του γίνονται αποδεκτές χωρίς να εξεταστεί η εγκυρότητά τους2. Ο Πλάτωνας ήταναρκετά συνεπής ως προς την προβληματική η οποία διέπει το έργο του, ώστε να γνωρίζει εξ αρχης ικανά αντεπιχειρήματα τα οποία θα μπορούσαν να προσαχθούν ενάντια στις αναλογίες που χρησιμοποιεί, γι’ αυτό και τα θέτει υπό συζήτηση σε πολλούς από τους πρώιμους και μέσους διαλόγους του3. Η μέθοδος του Σωκράτη εδώ είναι σαφής, και αποτελεί χαρακτηριστικό των πρώιμων πλατωνικών διαλόγων: ο Σωκράτης προκειμένου να ορίσει μία έννοια προσπαθεί πάντοτε να βρει την ομοιότητα ή τη διαφορά της με άλλες ανάλογες έννοιες4. Στο Φαίδωνα, ο Πλάτων αφήνει να διαφανεί ότι πολλές φορές οι αναλογίες δεν είναι έγκυρες και γι’ αυτό το λόγο μπορούν πολύ εύκολα να μας εξαπατήσουν5. Ο Πλάτων διακρίνει μεταξύ λογικής και παράλογης αναλογίας, δεν φτάνει όμως ακόμη στο σημείο να δώσει κάποιο σαφές κριτήριο με βάση το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε την έγκυρη από την άκυρη αναλογία. Στο Φαίδρο, ο Πλάτωνας μιλάει ξεκάθαρα και για αναλογίες οι οποίες φτιάχνονται μόνο και μόνο για να εξαπατήσουν τους άλλους6. Ο Σωκράτης διαβλέπει ένα βασικό στοιχείο της ψευδούς αναλογίας: ότι βασίζεται πάνω σε πολύ μικρές διαφορές τις οποίες δεν μπορεί να διαγνώσει εύκολα κάποιος, γι’ αυτό και αντί για διαφορές τις εκλαμβάνει σαν ομοιότητες7.

Στην Πολιτεία, από μέθοδος συλλογισμού η αναλογία γίνεται τρόπος περιγραφής της σχέσης ιδεατών και αισθητών όντων, όπως αποδεικνύεται με τις τρεις πολύ γνωστές αναλογίες: του ήλιου, της γραμμής και του σπηλαίου8. Θέμα των τριών αυτών αναλογιών, αποτελεί η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι τα τέσσερα βασικά ήδη γνώσεως θεμελιώνονται στην ύπαρξη αναλογικής σχέσεως ανάμεσα στον αισθητό και στο νοητό κόσμο9.

1) Η αναλογία του ήλιου: ό,τι είναι το αγαθό προς τη γνώση, το ίδιο είναι και ο ήλιος για την όραση10. Η αναλογία αυτή είναι γεωμετρική (Α : Β = Γ : Δ), δηλαδή ο λόγος του Α προς το Β είναι ίσος με το λόγο του Γ προς το Δ. Πρόκειται για μία ισότητα λόγων, από τους οποίους ο πρώτος είναι άγνωστος και ο δεύτερος γνωστός11.

2) Η αναλογία της τετμημένης γραμμής: ο Πλάτων καλεί τους συνομιλητές του να φανταστούν μία ευθεία γραμμή που τέμνεται σε δύο άνισα τμήματα12. Αυτά τα δύο άνισα μεγέθη σχηματίζουν μία γεωμετρική αναλογία, καθώς καθένα από τα δύο άνισα μέρη διαιρείται πάλι στα δύο και ο λόγος της διαίρεσής του ενός αναλογεί προς το λόγο της διαίρεσης του άλλου τμήματος (Α : Β = Γ : Δ)13. Με βάση την αναλογία, ο Πλάτων αποδεικνύει στους συνομιλητές του πως ό,τι είναι η εικασία για την πίστη το ίδιο είναι και η διάνοια για τη γνώση που υπάρχει μέσα στο νου14. Η διαφορά αυτής της αναλογίας από την αναλογία του ήλιου είναι ότι ο τρίτος όρος της σύγκρισης εδώ δεν είναι το φως, αλλά η αλήθεια15. Αυτό που είναι κοινό και στα δύο παραδείγματα ωστόσο, είναι ότι η αναλογική σχέση ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα είδη γνώσεως θεμελιώνεται στην ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά. Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές με την επόμενη αναλογία.

3) Η αναλογία του σπηλαίου16: Το φως της φωτιάς σύμφωνα με την αναλογία αυτή, αντιστοιχεί στην όραση των αισθητών όντων (Γ), ενώ οι κινούμενες σκιές που προβάλλονται από το φως της φωτιάς αντιστοιχούν στην ρευστότητα των εμπειρικών δεδομένων (Δ)17. Το φως του ήλιου αντιστοιχεί στο φως του αγαθού (Α) και τα αντικείμενα του έξω κόσμου αντιστοιχούν στη γνώση των νοητών (Β). Ισχύει κι εδώ λοιπόν η γεωμετρική αναλογία Α : Β = Γ : Δ, όπως στην περίπτωση της αναλογίας του ήλιου. Η διαφορά εδώ ωστόσο, είναι ότι η προσοχή δεν εστιάζεται τόσο στην ομοιότητα όσο στη διαφορά ανάμεσα στον αισθητό και στο νοητό κόσμο18.

Στον Τίμαιο, η αναλογία αποτελεί μέσο συσχετισμού ανάμεσα στις ιδέες και στον κόσμο19. Σύμφωνα με τον Τίμαιο, η παραγωγή του όντος από το μη ον20, συμβαίνει όταν ο δημιουργός μεταπλάθει το απροσδιόριστο γίγνεσθαι σε έλλογο κόσμο, στον οποίο αρμόζει όπως και στον ίδιο η τάξη και η αρμονία21. Η αναλογία στην περίπτωση αυτή αποτελεί, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τον καλύτερο τρόπο σύνδεσης του όντος και του μη-όντος22 για τη δημιουργία του σύμπαντος23. Επειδή η αναλογία αποτελεί τον «κάλλιστο» δεσμό24, το παράγωγό της είναι κόσμημα υπάρξεως και γι’ αυτό λαμβάνει την επονομασία κόσμος25. Για την παραγωγή αυτού του κάλλιστου δεσμού, ο θεός τοποθέτησε το νερό και τον αέρα ανάμεσα στη φωτιά και στη γη, εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους τις ίδιες κατά το δυνατόν αναλογίες26. Συγκεκριμένα, η αναλογία έγκειται στο ότι ο λόγος της φωτιάς με τον αέρα είναι ο ίδιος με το λόγο του αέρα με το νερό, και του νερού με τη γη (φ/α = α/ν= ν/γ)27. Η συνεκτική αυτή δύναμη της αναλογίας, σύμφωνα με την ανάλυση που γίνεται στο Τίμαιο, οφείλεται στη φιλία που υπάρχει μεταξύ των τεσσάρων στοιχείων28. Ο συνεκτικός δεσμός της γεωμετρικής αναλογίας προϋποθέτει, έτσι, τη δύναμη της φιλίας η οποία υπάρχει ανάμεσα στα τέσσερα βασικά στοιχεία του κόσμου.

Στον Τίμαιο συναντάμε επίσης την εξής αναλογία: γένεσις/ουσία = πίστις/αλήθεια29. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση της ουσίας προς το γίγνεσθαι είναι ανάλογη με τη σχέση της αλήθειας προς τη γνώμη30. Όπως, δηλαδή, ο κόσμος είναι εικόνα των αμεταβλήτων ιδεών, έτσι και η εύλογη εξήγηση31 των φυσικών φαινομένων θα μπορούσε να είναι εικόνα της αλήθειας των ιδεών32. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, που τα αισθητά μετέχουν στην ύπαρξη των ιδεών, με ανάλογο τρόπο εξαρτάται και η δόξα/πίστη από την αλήθεια. Με βάση τη γεωμετρική αναλογία γένεσις/ουσία = πίστις/αλήθεια, ο Πλάτωνας προσπαθεί να αποδείξει ότι υπάρχει συμμετρία ανάμεσα στη γνωστική εγκυρότητα του σημαίνοντος και στην ποιοτική προτεραιότητα του σημαινομένου.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι η έννοια της αναλογίας στον Πλάτωνα αποτελεί:
1) Διαλεκτική αρχή η οποία χρησιμοποιείται:
α. ως μέθοδος πειθούς,
β. ως διαλεκτικός τρόπος πρόσβασης στην αλήθεια των πραγμάτων,

2) Γνωσιολογική αρχή:
α. ως τρόπος περιγραφής της σχέσης ιδεατών και αισθητών όντων,
β. ως συμμετρία ανάμεσα στη γνωστική εγκυρότητα του σημαίνοντος και στην
ποιοτική προτεραιότητα του σημαινομένου.

3) Μεταφυσική αρχή:
α) ως υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στα νοητά και στα αισθητά,

β) ως μέσο συσχετισμού ανάμεσα στις ιδέες και στον κόσμο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στο διάλογο Κρίτων, για παράδειγμα, ο Πλάτων διαχειρίζεται μία από τις πιο γνωστές του αναλογίες, αυτή μεταξύ της γνώσης ή της επιτηδειότητας ενός τεχνίτη ή καλλιτέχνη, και της γνώσης η οποία πρέπει να αποτελεί το θεμέλιο για τις αποφάσεις πάνω σε ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Με βάση την αναλογία, ο Σωκράτης διαπιστώνει ότι δεν πρέπει να συμφωνούμε με την γνώμη των πολλών σχετικά με το τι είναι δίκαιο και τι αληθινό, αλλά να βαδίζουμε σύμφωνα με αυτό που λέει ο ειδικός σχετικά με το τι είναι δίκαιο και τι άδικο, και σύμφωνα με το τι μας επιτάσσει η ίδια η αλήθεια. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Κρίτων, 47a: «οὐ πάσας χρὴ τὰς δόξας τῶν ἀνθρώπων τιμᾶν ἀλλὰ τὰς μέν͵ τὰς δ΄ οὔ͵ οὐδὲ πάντων ἀλλὰ τῶν μέν͵ τῶν δ΄ οὔ;», και 47c-47d: «καὶ περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων καὶ αἰσχρῶν καὶ καλῶν καὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν͵ περὶ ὧν νῦν ἡ βουλὴ ἡμῖν ἐστιν͵ πότερον τῇ τῶν πολλῶν δόξῃ δεῖ ἡμᾶς ἕπεσθαι καὶ φοβεῖσθαι αὐτὴν ἢ τῇ τοῦ ἑνός͵ εἴ τίς ἐστιν ἐπαΐων͵ ὃν δεῖ καὶ αἰσχύνεσθαι καὶ φοβεῖσθαι μᾶλλον ἢ σύμπαντας τοὺς ἄλλους;»
2. Για παράδειγμα στο Γοργία, ο Σωκράτης θεωρεί ότι μέσα από τις αναλογίες έχει αποδείξει πως ό,τι είναι η υγεία για το σώμα το ίδιο είναι και η αρετή της δικαιοσύνης για την ψυχή (βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Γοργίας, 477c-478a). Καταφέρνει στο τέλος να πείσει όχι μόνο τον Πώλο, αλλά να αποστομώσει και αυτόν ακόμη τον Καλλικλή, ο οποίος αρχικά είχε αντιρρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε η απόδειξη. Βλ. Γοργίας, 489c.
3. Στο Χαρμίδη για παράδειγμα, ο Κριτίας κάνει δύο φορές την παρατήρηση στον Σωκράτη ότι πέφτει στο σφάλμα να θεωρεί δύο ανόμοια πράγματα ως όμοια, και ότι φτιάχνει έτσι αναλογίες οι οποίες δεν ευσταθούν. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Χαρμίδης, 165e, 166b. Πρβλ. G. E. R. LLOYD, Polarity and Analogy, ό.π., σελ. 392,
4. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η σωφροσύνη σύμφωνα με τον Κριτία είναι επιστήμη εντελώς άλλης φύσεως σε σχέση με τις υπόλοιπες, διότι ενώ στις άλλες επιστήμες το αντικείμενό τους είναι διάφορο του εαυτού τους, μόνο στην σωφροσύνη συμβαίνει το αντίθετο, να είναι αυτή επιστήμη του εαυτού της. Βλ. Χαρμίδης, 166b-166c, «σὺ δὲ ὁμοιότητά τινα ζητεῖς αὐτῆς ταῖς ἄλλαις. τὸ δ΄ οὐκ ἔστιν οὕτως͵ ἀλλ΄ αἱ μὲν ἄλλαι πᾶσαι ἄλλου εἰσὶν ἐπιστῆμαι͵ ἑαυτῶν δ΄ οὔ͵ ἡ δὲ μόνη τῶν τε ἄλλων ἐπιστημῶν ἐπιστήμη ἐστὶ καὶ αὐτὴ ἑαυτῆς».
5. Αυτή τη φορά η διαπίστωση δεν γίνεται από τον Σωκράτη, αλλά από τον συνομιλητή του. Ο Σιμμίας θεωρεί ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ της ψυχής και της λύρας, και ότι αυτό που τα συνδέει είναι η αρμονία. Βασιζόμενος στην αναλογία ανάμεσα στην ψυχή και στη λύρα ο Σιμμίας καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ψυχή διαλύεται μετά τη διάλυση του σώματος, όπως εξαφανίζεται και η αρμονία όταν καταστρέφονται οι χορδές της λύρας (βλ. Φαίδων, 86a). Ο Σωκράτης, ωστόσο, αποδεικνύει πως αυτή η αναλογία δεν ευσταθεί διότι η ψυχή προϋπάρχει του σώματος, ενώ η αρμονία σύμφωνα με το Σιμμία δεν προϋπάρχει χρονικά των στοιχείων από τα οποία αποτελείται (βλ. Φαίδων, 92b). Ο Σιμμίας παραδέχεται τότε πως πράγματι το επιχείρημά του δεν είναι λογικό και ότι η αναλογία που χρησιμοποίησε δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Βλ. Φαίδων, 92c-d, «ὅδε μὲν γάρ μοι γέγονεν ἄνευ ἀποδείξεως μετὰ εἰκότος τινὸς καὶ εὐπρεπείας».
6. Ο Σωκράτης προσπαθεί να αποδείξει στον Φαίδρο, «ότι η αληθινή τέχνη γενικότερα είναι το να καταφέρνει κάποιος να δείχνει σε όσους έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν, τις ομοιότητες που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα πράγματα, καθώς και να φανερώνει αυτά που κάποιοι επιτήδειοι παρουσιάζουν ως όμοια, μα στην πραγματικότητα είναι ανόμοια. Εδώ όμως ο Πλάτωνας προχωράει κι άλλο τον συλλογισμό του προσπαθώντας να καταδείξει την πονηριά της απάτης και τους τρόπους για να την αποφύγουμε. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Φαῖδρος, 262a, «Δεῖ ἄρα τὸν μέλλοντα ἀπατήσειν μὲν ἄλλον͵ αὐτὸν δὲ μὴ ἀπατήσεσθαι͵ τὴν ὁμοιότητα τῶν ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι».
7. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Φαῖδρος, 262b, «Ἔστιν οὖν ὅπως τεχνικὸς ἔσται μεταβιβάζειν κατὰ σμικρὸν διὰ τῶν ὁμοιοτήτων ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε ἐπὶ τοὐναντίον ἀπάγων͵ ἢ αὐτὸς τοῦτο διαφεύγειν͵ ὁ μὴ ἐγνωρικὼς ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων;».
8. Βλ. R. FOGELIN, Three Platonic Analogies, PR, 80:3 (1971), σελ. 371-374. Σύμφωνα με το Ν. ΧΡΟΝΗ, Πλάτων: Άνθρωπος και Φύση, στο Δ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Πλάτων, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 700, Η θεωρία των ιδεών, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πλατωνικής φιλοσοφίας, και το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η διδασκαλία του Πλάτωνα για τη διαλεκτική, την πολιτεία, το μύθο, τον έρωτα, την παιδεία.
9. Σύμφωνα με τον P. GRENET, Les Origines de lanalogie philosophique dans les Dialogues de Platon, Editions Contemporains Boivin, Paris 1948, σελ. 14-17, στην πλατωνική σκέψη υπάρχει μία σταθερή πίστη στην ύπαρξη κάποιας αναλογίας ανάμεσα σε όλα τα όντα, η οποία αποτελεί μία φιλοσοφική μετασκευή των προηγούμενων θρησκευτικών, καλλιτεχνικών και μαθηματικών όψεων αυτής της αναλογίας.
10. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, 508c, «ὅτιπερ αὐτὸ ἐν τῶ νοητῶ τόπω πρὸς τε νοῦν καὶ τα νοούμενα, τοῦτο τοῦτον ἐν τῶ ὁρατῶ προς τε ὄψιν καὶ τα ὁρώμενα».
11. Η αναλογία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η όραση υπερέχει όλων των άλλων αισθήσεων που μας πληροφορούν για τον κόσμο της εμπειρίας (508b) και διακρίνεται από τις άλλες αισθήσεις, διότι χρειάζεται ένα μέσο: το φως (507e). Το φως το παρέχει ο ήλιος, ο οποίος καθιστά έτσι δυνατή την όραση (508a). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, όπως το αγαθό είναι υπέρτατο στο νοερό τόπο των ιδεατών όντων, αναλόγως και ο ήλιος είναι υπέρτατος στον ορατό τόπο των αισθητών όντων (508b, «τοῦτον τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ (τὸν ἥλιον), φάναι με λέγειν τὸν τοῦ ἀγαθοῦ ἔκγονον, ὅν τἀγαθὸν ἐγέννησεν ἀνάλογον ἑαυτῶ»). Άρα, όπως το φως του ήλιου έτσι και το νοερό φως που παρέχει το αγαθό στα ιδεατά όντα, είναι εκείνο που καθιστά δυνατή τη γνώση τους από το νου (508c). Η ισότητα των λόγων οφείλεται σε ένα τρίτο όρο: στην αναλογία ανάμεσα στο φως του ήλιου και στο φως του αγαθού (507d-e,«ἐὰν μὴ παραγένηται γένος τρίτον…ὅ δὴ σὺ καλεῖς φῶς»). Με βάση την αναλογία, ο Πλάτων εισάγει τους συνομιλητές του στη θεωρία των ιδεών, και τους αποδεικνύει ότι το αισθητό φως είναι ανάλογο του νοητού φωτός, καθώς και ότι το αγαθό είναι η προϋπόθεση, ώστε να γίνονται αντιληπτά από το νου τα ιδεατά αντικείμενα της γνώσης. Η διάκριση ανάμεσα στο ορατό και στο νοητό επεξηγείται περαιτέρω με την αναλογία της γραμμής.
12. Πολιτεία, 509d, «ὥσπερ τοίνυν γραμμὴν δίχα τετμημένην λαβὼν ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνε ἑκάτερον τὸ τμῆμα ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, το τε τοῦ ὁρωμένου γένους καὶ τὸ τοῦ νοουμένου».
13. Τα δύο κύρια τμήματα της τετμημένης γραμμής αναπαριστούν το νοητό και τον ορατό κόσμο μέσα στην ψυχή (511e, «ταῦτα παθήματα ἐν τῆ ψυχῆ»). Το Δ αντιστοιχεί στις εικόνες των αντικειμένων (εικασία), το Γ στα πρωτότυπα αυτών των εικόνων (πίστη), το Β αντιστοιχεί στο μαθηματικό συλλογισμό (διάνοια) και το Α αντιστοιχεί στις ιδεατές πραγματικότητες (νους), (511d-e, «τέτταρα ταῦτα παθήματα ἐν τῆ ψυχῆ γιγνόμενα λαβὲ, νόησιν μὲν ἐπὶ τῶ ἀνωτάτω, διάνοιαν δὲ ἐπὶ τῶ δευτέρω, τῶ τρῖτω δὲ πίστιν ἀπόδος καὶ τῶ τελευταίω εἰκασίαν»).
14. Πολιτεία, 511e, «καὶ τάξον αὐτὰ ἀνὰ λόγον, ὥσπερ ἐφ’ οἷς ἐστιν ἀληθείας μετέχει, οὕτω ταῦτα σαφηνείας ἡγησάμενος μετέχειν».
15. Η γεωμετρική ισότητα των λόγων στηρίζεται στην αναλογία ανάμεσα στην αλήθεια που υπάρχει μέσα στην ψυχή σχετικά με τα αισθητά όντα, και στην αλήθεια που υπάρχει μέσα στη ψυχή σχετικά με τα νοητά όντα. Έτσι, αν και διακρίνονται σε δύο τα είδη της πραγματικότητας μέσα στην ψυχή (δηλαδή σε αισθητά και νοητά), ωστόσο εκείνο που τα συνδέει είναι το γεγονός ότι η αλήθεια του ενός είναι ανάλογη προς την αλήθεια του άλλου. Πρβλ. J. ANNAS, Πλάτων, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 107.
16. Πολιτεία, 514a-517a.
17. Βλ. Θ. ΠΕΝΟΛΙΔΗ, Η Έννοια της Αναλογίας στη Φιλοσοφία του Πλάτωνος, Υπόμνημα στη Φιλοσοφία 2 (Δεκ 2004), σελ. 152.
18. Η κατάσταση των δεσμωτών αντιστοιχεί στην εικασία (Δ), ενώ η πεποίθησή τους ότι οι σκιές είναι τα αληθινά όντα αντιστοιχεί στην πίστη (Γ). Η θέαση των αντανακλάσεων έξω από το σπήλαιο αντιστοιχεί στη διάνοια (Β), η άμεση θέαση των πραγμάτων αντιστοιχεί στη νόηση και ο ήλιος αναλογεί στην ιδέα του αγαθού (Α). Ισχύει έτσι και πάλι η γεωμετρική αναλογία Α : Β = Γ : Δ, όπως στην περίπτωση της αναλογίας της τετμημένης γραμμής. Η διαφορά ανάμεσά τους, ωστόσο, έγκειται και πάλι στο ότι η προσοχή δεν εστιάζεται στην ομοιότητα ανάμεσα στα δύο είδη γνώσης (γνώση των αισθητών – γνώση των νοητών), αλλά στην πολύ μεγάλη διάκριση και διαφορά τους.
19. Βλ. G. REALE, A History of Ancient Philosophy, State University of New York Press, Albany 1990, σελ. 95. Ο Τίμαιος, σύμφωνα με τον καθ. Β. ΚΑΛΦΑ, Φιλοσοφία και Επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005, σελ. 26. αποτελεί μια γενναία προσπάθεια, να συνδεθεί εναργέστερα και να ενωθεί αρμονικότερα, η οντολογία με τη φυσική επιστήμη και την κοσμολογία.
20. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Τίμαιος, 27d6-28a4, «τί τὸ ὂν ἀεί͵ γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον͵ καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί͵ ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν͵ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὄν͵ τὸ δ΄ αὖ δόξῃ μετ΄ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν͵ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον͵ ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν». Ο Πλάτων στον Τίμαιο δεν μιλάει πλέον για μετοχή και μέθεξη των αισθητών στις ιδέες, ούτε και για παρουσία και κοινωνία των ιδεών στα αισθητά, αλλά μόνο για ομοιότητα και ομωνυμία μεταξύ τους (Τιμ. 52.a.4-7). Η μοναδική σχέση ομοιότητας και ομωνυμίας μεταξύ αισθητών και νοητών στην οποία αναφέρεται ο Τίμαιος είναι η σχέση μιμήσεως, η σχέση δηλαδή μεταξύ εικόνας και παραδείγματος, αντιγράφου και υποδείγματος. Βλ. A. STROLL, Η Θεωρία της Μίμησης, στο Δ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Πλάτων, ό.π., σελ. 887.
21. Τίμαιος, 9d7-e3, «Λέγωμεν δὴ δι΄ ἥντινα αἰτίαν γένεσιν καὶ τὸ πᾶν τόδε ὁ συνιστὰς συνέστησεν. ἀγαθὸς ἦν͵ ἀγαθῷ δὲ οὐδεὶς περὶ οὐδενὸς οὐδέποτε ἐγγίγνεται φθόνος· τούτου δ΄ ἐκτὸς ὢν πάντα ὅτι μάλιστα ἐβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια ἑαυτῷ».
22. Βλ. ΜΠΑΡΤΖΕΛΙΩΤΗ Λ. Κ., Ο Δημιουργός του Πλάτωνος στον Τίμαιο και στους Νόμους, στο Δ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Πλάτων, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 788.
23. Τίμαιος, 31c2-3, «δεσμῶν δὲ κάλλιστος ὃς ἂν αὑτὸν καὶ τὰ συνδούμενα ὅτι μάλιστα ἓν ποιῇ».
24. Τίμαιος, 31c4, «τοῦτο δὲ πέφυκεν ἀναλογία κάλλιστα ἀποτελεῖν».
25. Βλ. Β. ΚΑΛΦΑ, Πλάτων-Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2000, σελ. 71.
26. Βλ. G. VLASTOS, Πλατωνικὲς Μελέτες, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 518.
27. Η αναλογία αυτή εμφανίζεται και στο περίφημο ‘‘Δήλιο πρόβλημα’’, το οποίο αναφέρεται στο διπλασιασμό του κύβου. Ο Ιπποκράτης από τη Χίο έδειξε ότι το πρόβλημα ανάγεται στην εύρεση δύο γεωμετρικών μέσων ανάμεσα σε δύο δεδομένα ευθύγραμμα τμήματα. Βλ. Β. ΚΑΛΦΑ, σχόλια, ενθ’ ανωτέρω, σελ. 364.
28. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Τίμαιος 32c1-4, «καὶ τὸν ἀριθμὸν τεττάρων τὸ τοῦ κόσμου σῶμα ἐγεννήθη δι΄ ἀναλογίας ὁμολογῆσαν͵ φιλίαν τε ἔσχεν ἐκ τούτων͵ ὥστε εἰς ταὐτὸν αὑτῷ συνελθὸν ἄλυτον ὑπό του ἄλλου πλὴν ὑπὸ τοῦ συνδήσαντος γενέσθαι». Η περιγραφή αυτή, καταφέρνει να συνδυάσει πολύ εύστοχα, τα πυθαγόρεια μαθηματικά με τις τέσσερις «ρίζες» του Εμπεδοκλή. Βλ. Α. TAYLOR, Πλάτων-Ο Άνθρωπος και το Έργο του, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2003, σελ.504.
29. Τίμαιος, 29b5-c3, «τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους καθ΄ ὅσον οἷόν τε καὶ ἀνελέγκτοις προσήκει λόγοις εἶναι καὶ ἀνικήτοις͵ τούτου δεῖ μηδὲν ἐλλείπειν τοὺς δὲ τοῦ πρὸς μὲν ἐκεῖνο ἀπεικασθέντος͵ ὄντος δὲ εἰκόνος εἰκότας ἀνὰ λόγον τε ἐκείνων ὄντας· ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία͵ τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια».
30. Τίμαιος, 29 c2-3, «ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία͵ τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια».
31. Πρβλ. J. E. SMITH, Plato’s Myth as ‘likely accounts’, worthy of belief, Apeiron, 19 (1995), σελ. 37.
32. Πρβλ. A. FINKELBERG, Plato’s Method in Timaeus, AJPh, 117:3 (1996), σελ. 404.

Δεν υπάρχουν σχόλια: