Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (72) ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Συνεχίζεται από:Τρίτη, 22 Μαρτίου 2016 
Puer aeternus-Τρίτο μέρος
«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
8 Σύγκρουση και παράνοια ιστ

  Το κείμενο συνεχίζει με μια μυστηριώδη περιγραφή της συνάντησης του Μελχιόρ με έναν από τους φοιτητές του, για τον οποίο νομίζει ότι τον γνωρίζει από παλιά. Συστήνεται με το όνομα Walter Mahr, όνομα που θυμίζει «Nachtmahr» (εφιάλτης) αλλά και Mähre (θηλυκό άλογο). Στο διαμέρισμα του Μελχιόρ, ο Mahr παραδέχεται πως ως παιδί ονειρεύονταν συχνά ένα πρόσωπο, που ήταν το ίδιο με αυτό του Μελχιόρ, απλώς φαινόταν πολύ νεώτερο. Το πρόσωπο αυτό τον κοίταζε μέσα από το παράθυρο και τον καλούσε να τον ακολουθήσει και να σταυρωθεί. Ο Μελχιόρ ταράζεται όλο και πιο πολύ και σκοτεινές αναμνήσεις του έρχονται. «Ο σταυρός υψώνεται...το πρωινό είναι γκρίζο...το σώμα ξεσκισμένο...το αίμα ρέει στον κόσμο..αυξάνεται κανείς μέσα στο τερατώδες. Πότε έγιναν αυτά; Σε ποιον συνέβησαν;... πρέπει να πορευθούμε, αγαπητέ Mahr, να πορευόμαστε συνέχεια...πρέπει να είμαστε ελεύθεροι. Δεν πρέπει να ξεκουραζόμαστε. Και εγώ πρέπει να βγω στην περιπλάνηση... θέλω να φύγω...Θες να έρθεις μαζί μου;»
Ο Mahr φιλάει το χέρι του Μελχιόρ, και λέει πως θέλει να έρθει μαζί του. Κανονίζουν τα πράγματα για την επόμενη ημέρα. Τότε ο Μελχιόρ στέκεται μπροστά από ένα καθρέφτη και γδύνεται σαν να τον αναγκάζει κάτι. Το σώμα του είναι πανέμορφο, χωρίς κανένα ψεγάδι, χωρίς σημεία γήρανσης ή παρακμής. Μόνο το χλωμό, ρυτιδωμένο του πρόσωπο ήταν άκαμπτο σαν μια μάσκα, με ακίνητα, χωρίς γυαλάδα μάτια. «Τι ζητά αυτό το γέρικο κεφάλι πάνω στο νεανικό σώμα; Είμαι ακόμα δυνατός. Ακόμα μπορώ να φύγω για την περιπλάνηση... που είδα το πρόσωπο του, το περπάτημα του, την μορφή του; Αυτός με ελκύει να φύγω από εδώ, ή εγώ τον ελκύω;» Ντύνεται πάλι, κάθεται στο γραφείο του και προσπαθεί να δουλέψει, αλλά δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι. Για πρώτη φορά πηγαίνει προς το καφενείο. Εκεί συναντά ένα συνάδελφο, ο οποίος θέλει να μιλήσει μαζί του για την γιορτή των εκατό χρόνων της πόλης Stuhlbrestenburg, η οποία θα γίνει σήμερα. Η μεγάλη επανάσταση έγινε πριν εκατό χρόνια. Κατά την επανάσταση αυτή σκοτώθηκε ο βασιλιάς στο θέατρο, μια εποχή με μεγάλη σύγχυση, εποχή σκοτεινή, μυθικής νάρκωσης. Πριν ήταν οι άνθρωποι ανικανοποίητοι και ανήσυχοι. Σήμερα όμως, κανείς δεν γνωρίζει εκείνη την επιθυμία για το απεριόριστο, για την οποία μιλούσαν τόσο πολύ τότε. Μίλησαν για τα μυστηριώδη αγόρια, που προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση τότε. Ο Μελχιόρ αποχαιρετά τον συνάδελφο του και πάει προς το διαμέρισμα του, ακολουθώντας τους ατέλειωτα μακρείς δρόμους. Με το κάθε του βήμα αισθάνεται ελαφρύτερος και πιο ελεύθερος, είναι σε θέση να πάει ακόμα πιο μακρυά. Βαθμιαία χάνει την συνείδηση για το παρόν. «Οι δρόμοι πλαταίνουν. Τα σπίτια μεγαλώνουν. Ο ουρανός περιτριγυρίζει πιο χαμηλά και ταχύτερα. Τα σύννεφα σκίζονται. Μεγάλα κίτρινα αστέρια είναι πυρακτωμένα, και είναι πολύ κοντά». Τότε νόμιζε πως άκουσε πίσω του βήματα, αλλά δεν είδε κανένα. Τον κατακλύζει τρόμος. Ακούει εκ νέου βήματα, άλλα, που είναι συντονισμένα στον ρυθμό των βημάτων του. Φαίνεται πως περιβάλλεται από αόρατους οδοιπόρους, νέα δύναμη τον διατρέχει. Και όταν αρχίζει μέσα στην νύχτα να τραγουδά δυνατά, του απαντούν από παντού αόρατοι χοροί. Σε ένα όραμα βλέπει τον εαυτό του πάνω σε άσπρο άλογο να μπαίνει σε μια φωτεινή πόλη, γυμνά αγόρια με στεφάνια στα μαλλιά και πυρσούς στα τεντωμένα χέρια περιβάλλουν τον δρόμο, που καταλήγει σε μια πλατεία. Μια υψηλή πύλη ανοίγεται μπροστά στον Μελχιόρ, κατεβαίνει από το άλογο-και ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Απελπισμένος πέφτει στο έδαφος και μένει για πολύ ξαπλωμένος. Όταν επιτέλους προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, φαίνεται πως τον απειλεί η πόρτα. Αλλά και το διαμέρισμα του, τού φαίνεται ξένο και τρομακτικό, κάποιος πρέπει να είναι μέσα. Ακούει βαθιές ανάσες και ανακαλύπτει στην πολυθρόνα τον von Spät να κοιμάται εκεί. Τότε ξεσκίζεται η ομίχλη μέσα στην μνήμη του.
Το επόμενο κεφάλαιο «Αυτοί που πορεύονται μέσα στο χιόνι», παρουσιάζει πως ο Μελχιόρ παλεύει καταρχάς με τον εαυτό του, και μετά με την βοήθεια των αγοριών προσπαθεί να βάλει κάτω από την εξουσία του τον von Spät. Απορρίπτει όμως τον πειρασμό αυτό, και φωνάζει το παλιό του σύνθημα «Θέλω να φύγω!», αλλά τίποτα δεν κινείται. Προσπαθεί ακόμα μια φορά. Όταν όμως και την Τρίτη φορά δεν λαμβάνει καμιά απάντηση από τα αγόρια, ξέρει πως βρίσκονται κάτω από την εξουσία των «κυρίων».  Παραιτημένος ξαπλώνει να κοιμηθεί, χωρίς να έχει ξυπνήσει τον von Spät. Στο όνειρο βρίσκεται πάλι στο βασίλειο των γυάλινων κυρίων, με μορφές που κινούνται όπως οι πεθαμένοι, χωρίς ουσία, στον ίδιο ρυθμό. Στην πορεία του έρχεται σε ένα λιβάδι, στο οποίο βρίσκεται ένας άδειος σταυρός, που είναι μάλλον ένα πεθαμένο δέντρο. Τότε ανυψώνεται μπροστά και πάλι η μαρμάρινη αίθουσα, με τους σπασμένους κίονες και τα ξερά λουλούδια. Πηγαίνει προς την σάπια ζούγκλα και ακούει από μακριά να φωνάζουν το όνομα του. Τρέχει πιο γρήγορα και επιτέλους βγαίνει από το δάσος και βρίσκεται σε μια παραλία. Εκεί, έρχεται προς το μέρος του ο von Spät, αιμορραγώντας από χίλιες πληγές. Ο Μελχιόρ σκύβει και βγάζει το μαχαίρι του, ξεχύνεται κατά πάνω του, και του χαράζει ένα σταυρό πάνω στο στήθος. Ο von Spät φωνάζει «Μελχιόρ!», ο Μελχιόρ ξυπνά και τον βλέπει να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του και να κρατά ένα αναμμένο κερί στο χέρι. «Η γη μου ανήκει», λέει ο von Spät, «μάταια κάλεσες τα αγόρια. Δεν μπορούσαν να σε ακούσουν. Είναι απλώς αντικατοπτρισμοί. Εξαφανίζονται μέσα στο φως». «Δεν είμαι δικός σου!», φώναξε ο Μελχιόρ. «Θα τα ξαναφέρω στον δικό μου κόσμο, τον κόσμο της νοσταλγίας και της σύγχυσης, στην μεταμόρφωση από μορφή σε μορφή. Η θέληση μου είναι ελεύθερη». «Θα σπάσω την θέληση σου, όπως έσπασα την θέληση των άλλων», είπε ήρεμα ο von Spät. «Η μορφή είναι απλώς αντανάκλαση. Εγώ διαλύω την απάτη. Εγώ σχίζω τα πέπλα. Εγώ διαλύω το παιχνίδι και το κάνω αλήθεια!» Ο Μελχιόρ σηκώνεται και  λέει πως θα ξαναϋφάνει το πέπλο, γιατί θέλει να παίζει αιώνια. «Έλα μαζί μου», του λέει ο von Spät «και θα σου δείξω το τέλος του παιχνιδιού». Βγαίνουν στο δρόμο, όπου το χιόνι πέφτει πυκνό, περπατούν μακριά, μέχρι που φτάνουν σε μια άγνωστη περιοχή με στενούς, σκοτεινούς δρόμους. Πάνω από την είσοδο ενός ετοιμόρροπου σπιτιού βλέπουν μέσα στο φως μιας λάμπας λαδιού, τα ξεθωριασμένα χρυσά γράμματα «Weltbühne (κοσμική σκηνή) Radium».  
«Φτάσαμε» λέει ο von Spät και χτυπά με το ραβδί του την πόρτα. Ένας γέρος νάνος τους ανοίγει, και τους λέει πως ήρθαν εγκαίρως για την τελευταία πράξη του έργου, και πως δεν έχει μείνει πια κανένας θεατής. Τον ακολουθούν προς τον χώρο των θεατών και κάθονται πάνω σε ξεφτισμένες καρέκλες που βρίσκονται δίπλα από την σκηνή. Η ταπετσαρία είναι ξεσκισμένη και οι φράντζες θροΐζουν στον κρύο άνεμο. Ο Μελχιόρ κρυώνει. «Μια καλή θέση», λέει ο von Spät, «βλέπουμε τους ηθοποιούς κάτω από μια γωνιά που δεν επιτρέπει να προσλάβουμε το παίξιμο τους ως πολύ τραγικό». Ακούγεται μακρύ, δυνατό κουδούνισμα, η κουρτίνα σηκώνεται ψηλά. Στην σκηνή είναι η ίδια πόλη την οποία ο Μελχιόρ είδε σε όνειρο λίγες ώρες πριν. «Και πάλι λικνίζονται διάφανοι κάτοικοι με τα ακίνητα πρόσωπα, σαν σε ένα ομαδικό χορό. Αυτή την φορά ο Μελχιόρ γνώριζε ποιοι ήταν: αναγνώρισε τα αγόρια. Ανάμεσα στα αγόρια που διαρκώς μεταμορφώνονταν, είδε και τον Ulrich (von Spät) για δεύτερη φορά. Φαινόταν πως ολόκληρος ο χορός περιστρεφόταν γύρω από αυτόν». Ο von Spät σηκώνεται και κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στον Μελχιόρ, βγάζει κιάλια όπερας, και για να δει στηρίζει τους αγκώνες του στους όμως του Μελχιόρ. Πάνω στη σκηνή ένας από τους χορευτές κινείται προς τον von Spät και φωνάζει: «Ο χρόνος βυθίζεται. Ο χώρος διασκορπίζεται. Η μορφή σβήνει». Είναι η φωνή του Φο. Ο Μελχιόρ θέλει να πηδήξει προς τα πάνω, αλλά οι αγκώνες του von Spät τον κρατούν κάτω. Κάτω, οι χορευτές σχηματίζουν ζευγάρια και τοποθετούνται εν αναμονή μπροστά από μια τεράστια πύλη, μέσα από τα φύλλα της οποίας μπαίνει φως. Τα μάτια τους ήταν σαν σε βαθύ ύπνο κλειστά. Και ο σωσίας του von Spät κλείνει σιγά σιγά τα βλέφαρα. Ο Μελχιόρ νιώθει πως η πίεση από τους αγκώνες του von Spät μειώνεται, και βλέπει πως αποκοιμήθηκε και αυτός. Ελευθερωμένος σηκώνεται νικώντας τον ύπνο, που του επιτίθεται. Φωνάζει ξένες λέξεις μέσα στην αίθουσα. Τότε βλέπει μια νέα μορφή πάνω στην σκηνή, και αναγνωρίζει σε αυτήν τον εαυτό του. Πηγαίνει γρήγορα στον Φο, τον κουνάει μέχρι να ξυπνήσει. Ακούει τον εαυτό του να λέει: «Κοιμάται. Τώρα είναι η ώρα!» Και ρίχνονται με μαχαίρια πάνω στον σωσία του von Spät. Την ίδια στιγμή ο von Spät πέφτει νεκρός από την καρέκλα του. Πάνω στην σκηνή ο Μελχιόρ φεύγει μαζί με τον Φο. Μια χιονοθύελλα καλύπτει τον Μελχιόρ. Χλωμό πρωινό ανατέλλει και ο Μελχιόρ βρίσκεται μόνος πάνω σε ένα αγροτικό δρόμο, η πόλη είναι μακριά, μέσα στην ομίχλη. Ο Μελχιόρ είναι τελείως αποδυναμωμένος. Πέφτει μέσα στο χιόνι και κοιτάζει πέρα μακριά. «Οι κύκλοι κλείνουν», ψιθυρίζει. «Η σκιά μου ελευθέρωσε την σκιά σου. Ο εχθρός έχει σκιστεί...Που θα μείνεις τώρα στην πλατιά γη; Πίσω από τις μεγάλες θάλασσες, σε ξύπνησε η μυστική μου κλήση από τον γυάλινο ύπνο. .. Πάνω σε άγρια μονοπάτια έρχεσαι προς το μέρος μου, όλο και πιο κοντά. Κάποτε θα είναι ένα πρωινό. ...και θα βρεθείς μπροστά μου, γυμνός και πυρακτωμένος, με την σκόνη των περιτριγυριζόμενων αστεριών στα μαλλιά σου. ..και με κρύα χείλη θα φιλήσεις την καρδιά μου που χοροπηδά. Η γη δε θα είναι πια βουβή: ο λόγος σου θα ανακαλέσει την ζωή στα πάντα, η αναπνοή σου θα ακούγεται από κάθε κορμί, η αγάπη σου ανθίζει από κάθε καρδιά. Ο σταυρός θα ορθωθεί. Αυτοί που ξύπνησαν θα χύσουν το αίμα τους στις αρτηρίες του κόσμου και μεταμορφώνονται από μορφή σε μορφή. Το νέο παιχνίδι υψώνεται. ...έρχεται προς το μέρος μας από την νύχτα των φύλλων, με γυμνή φωτιά, νεαρή φλόγα, φλόγα που τραγουδά, κύριος και παιδί!»
Ο Μελχιόρ σηκώνεται για μια φορά ακόμα και προχωρά τρεκλίζοντας μέσα στο χιόνι, μέχρι που βρίσκει ένα δρόμο, που είναι ελαφρά ανηφορικός. Εκεί βλέπει στο χιόνι σταγόνες αίματος. Πλησιάζοντας το όμως διαπιστώνει πως είναι πέταλο ενός ρόδου. Παρακάτω είναι ακόμα ένα, όλος ο δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Δίπλα είναι σημάδια από λεπτά γυμνά πόδια. Ο Μελχιόρ τα ακολουθεί απρόθυμα μέσα στην λευκή ομίχλη. Μακριά μπροστά του βλέπει μια μορφή να περπατά. Γύρω από την μορφή αυτή απλώνεται ένα αργυρό φως που σιγά σιγά γίνεται χρυσό. Τότε αναδύεται ο ήλιος, και ο Φο στέκεται πάνω στην κορυφή μέσα σε απαστράπτον φως με ρόδα στα μαλλιά και στην οσφύ. Τα πύρινα χέρια του είναι απλωμένα. «Ο κουρασμένος οδοιπόρος έπεσε στα γόνατα. Το βασίλειο, το βασίλειο χωρίς χώρο, μουρμούρισε...Οι αρτηρίες τους σχίστηκαν. Η καρδιά του εξεράγει».
Το τέλος του μυθιστορήματος φέρνει για  μια ακόμα φορά μια ενατιοδρομία. Ο von Spät νίκησε πάλι, προσελκύοντας τον Μελχιόρ, που είχε την μορφή του Φο, στην βάρκα του. Εκατό χρόνια μετά βρίσκουμε τον Μελχιόρ στο τρελοκομείο, γιατί μόλις βρεθεί κανείς στο βασίλειο της διανοητικής λογικής, όλα όσα έζησε κανείς στο άλλο άκρο, στο βασίλειο του Φο, φαίνονται καθαρή τρέλα. Πάνω στην σκηνή ο Φο έχει πάλι το πάνω χέρι. Βρίσκει επιτέλους το βασίλειο, αλλά αφήνει το σώμα του, το οποίο παίρνει ο von Spät. Ο ίδιος όμως είναι ένας νεκρός γέρος, που σημαίνει πως το πρόβλημα δεν λύνεται, αλλά παραμερίζεται: όταν μια λύση λαμβάνει χώρα μετά θάνατον, σημαίνει πως δεν βρέθηκαν ακόμα τα μέσα για να πραγματοποιηθεί σε αυτόν τον κόσμο. Για τον λόγο αυτό στον Χριστιανισμό, η νίκη κατά του κακού και η ένωση των αντιθέτων προβάλλεται στην εποχή μετά την τελική κρίση. Ο παράδεισος έρχεται μετά τον θάνατο. Όπως και στον Φάουστ, και στον Χριστιανισμό, η λύση προβάλλεται στο επέκεινα. Στο «Βασίλειο χωρίς χώρο» γίνεται σαφές πως δεν βρέθηκε ακόμα η γέφυρα για την πραγματοποίηση στο εδώ, γιατί στην μάχη αυτή δεν έχει ακόμα γίνει αντιληπτή η πραγματικότητα της ψυχής. Όλα είναι προβολές-η διάνοια εναντίον της αρχαϊκής πραγματικότητας του ασυνειδήτου. Επειδή όμως ο συγγραφέας δεν έχει κάποιο όνομα για τα δεδομένα αυτά, και δεν βλέπει την ψυχική του πραγματικότητα, την αναμιγνύει με την συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος για τα τωρινά μας προβλήματα. Στο σημείο αυτό θέλω να αναφέρω ένα λόγο του Rabelais, τον οποίο μου επεσήμανε ο Jung: «Στην ωμή της μορφή, η αλήθεια είναι πιο ψεύτικη από το ψέμα». Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για το τελευταίο κομμάτι του μυθιστορήματος που παρουσιάσαμε. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια προσπάθεια εισαγωγής μιας νέας δημιουργικής θρησκευτικής αντίληψης και μιας ανανέωσης της δημιουργικότητας, που μπορεί να έχει μόνο ψυχολογική και ατομική μορφή. Έρχεται όμως με μια κακόγουστη και εσφαλμένη πολιτική εκδήλωση, μια παραμόρφωση, ώστε το όλο να είναι πιο ψεύτικο (εσφαλμένο) από το ψέμα (σφάλμα). Παρόλα αυτά πρέπει να αφιερωθούμε στο θέμα αυτό και να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι. Διαφορετικά θα μείνουμε στάσιμοι και θα κτίζουμε αιώνια ελαφρά, ροζ κτήρια πάνω στα καμμένα ερείπια. 
Στην ζωή και το έργο του, ο Bruno Goetz ξεπέρασε αυτό το άλυτο πρόβλημα. Στο ποίημα «Ο Θεός και το φίδι» περιγράφει τον θεϊκό Puer ως σύμβολο, το οποίο κατ’ αρχάς υπερβαίνει το μεγάλο φίδι (όπως ο βόας στον Saint-Exupery), καθαρίζεται και τέλος ενώνεται με το φίδι. Η καταστροφική πτυχή νικάται και τα αντίθετα ενώνονται μέσω ενός ιερού γάμου. Θέλουμε να ελπίζουμε πως το ίδιο θα συμβεί και με την συλλογική εξέλιξη.
Αν συγκρίνουμε τις δυο μορφές του Puer, τον μικρό πρίγκηπα και τον Φο, θα δούμε πως το κοινό τους είναι η ρομαντική θεώρηση της ζωής, και πως απέναντι και στους δυο στέκονται μορφές γέρων (ο βασιλιάς και ο ματαιόδοξος στον Saint-Exupery, ο von Spät στον Goetz). Και στις δυο περιπτώσεις παριστάνουν την δυνατότητα δημιουργικής εσωτερικής ανανέωσης, μια πρώτη δηλαδή αντίληψη του εαυτού. Λόγω όμως της αδυναμίας του εγώ και μιας ελλιπούς ή όχι αρκετά διαφοροποιημένης άνιμα, οι μορφές αυτές του Puer είναι πρόσκληση προς τον θάνατο ή την παράνοια ή και τα δυο.
Μια αμερικάνικη παραλλαγή της αναπαράστασης της εικόνας του Puer είναι «Ο γλάρος Ιωνάθαν» του Richard Bach. Το διήγημα του Bach όμως έχει ένα θετικό τέλος: η αγάπη του για τους φίλους του οδηγεί Ιωνάθαν να επιστρέψει στο κοπάδι του, και να διδάξει το πέταγμα στους γλάρους της θάλασσας. Εκτός αυτού, ο Ιωνάθαν είναι πουλί και όχι άνθρωπος, και γι’ αυτό είναι σωστό να μείνει στον αέρα. Υπάρχει όμως ένας επικίνδυνος πειρασμός για τον Puer, να ταυτιστεί με τον Ιωνάθαν και να γίνει «μια ιδιοφυΐα που δεν την κατάλαβαν. Η εικόνα μπορεί όμως να κατανοηθεί σωστά, και τότε φέρνει ένα θεραπευτικό μήνυμα αγάπης, ελευθερίας και αφιέρωσης στον σκοπό της ζωής.
Στο μυθιστόρημα του Bruno Goetz γίνεται φανερό πως το πρόβλημα του Puer aeternus δεν είναι μόνο ένα προσωπικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα της εποχής μας. Ο Senex, ο γέρος, αναπαρίσταται ως η ξεφτισμένη εικόνα του Θεού και της κοσμικής τάξης. Και ο Puer Φο είναι μια νέα εικόνα του Θεού. Στο μυθιστόρημα όμως δεν τα καταφέρνει να ενσαρκωθεί στον άνθρωπο-τον Μελχιόρ στην προκειμένη περίπτωση. Αν η νέα εικόνα του Θεού δεν μπορεί να γεννηθεί στην ψυχή του ανθρώπου, παραμένει μια ασυνείδητη αρχετυπική μορφή, με μια διαλυτική και καταστροφική επίδραση. Κινούμαστε προς μια «κοινωνία χωρίς πατέρα», αλλά ο «υιός» δεν γεννήθηκε ακόμα, δηλαδή δεν έχει ακόμα πραγματωθεί συνειδητά μέσα στην ψυχή μας. Η εσωτερική αυτή γέννηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την βοήθεια της θηλυκής αρχής. Για τον λόγο αυτό η γενική προσοχή στράφηκε προς την αρχή αυτή. Αν η πικραμένη και ραδιούργα Σοφί μπορούσε να γίνει αυτό που ήταν-Σοφία, θεϊκή σοφία-η γέννηση θα μπορούσε να λάβει χώρα. Τότε ο Puer θα γινόταν αυτό που πρέπει να είναι: σύμβολο της ανανέωσης και του ολοκληρωμένου εσωτερικού ανθρώπου, τον οποίο οι νευρωτικοί Pueri aeterni των ημερών μας ασυνείδητα ψάχνουν.  

                                                             ΤΕΛΟΣ 

ΣΧΟΛΙΟ: Ας δώσουμε προσοχή. Μιά νέα εικόνα τού θεού προσπαθεί νά γεννηθεί στήν ψυχή τής Δύσης. Αυτή τήν προσπάθεια συμβολίζει καί η σοφιολογία τών Ρώσων. Η διάνοια προσπαθεί νά κερδίσει τήν τελευταία της μάχη ενάντια στόν ΝΟΥ μέ τήν φιλοσοφία τού προσώπου. Αυτό είναι τό πνεύμα τής εποχής. Ο Ζηζιούλας καί ο Γιανναράς έχουν ήδη προτείνει τόν Μικρό Πρίγκιπα σάν πρότυπο θεολογίας. Τό νέο μάχεται μανιχαιστικά μέ τό παλαιό μιά μάχη πού τελειώνει στά έσχατα. Οι Μουσουλμάνοι έρχονται νά ενισχύσουν τίς δυνάμεις τού παλαιού, αλλά κανείς μας δέν κατανοεί ακόμη ότι η διαμάχη είναι εικονική. Οτι μιά ορθόδοξη εικονομαχία πρέπει νά νικήσει τήν σύγχρονη εικονολατρεία. Μιά μικρογραφία αυτής τής εικονικής πραγματικότητος είναι η διαμάχη Ζηζιούλα καί Ζήση. Μέ τούς παλαιοημερολογίτες καί τούς αποτειχισμένους νά περιμένουν νά μοιράσουν τά λάφυρα.

Αμέθυστος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: