Η καθολικότης τής εμπειρίας καί η ατομικότης τής διανοίας.
Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Η σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και στο καθόλου ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο σε άλλα δύο χωρία του ιδίου κεφαλαίου. "Γεννώντας πολλές τέτοιες γνώσεις, γεννιέται ήδη κάποια διαφορά, και έτσι σε μερικά ζώα απο την παραμονή τέτοιων γνώσεων γεννιέται ένας λόγος, σε άλλα όχι". Η ανάδυση του λόγου, εδώ συνδέεται με την εμφάνιση μίας διαφοράς, δηλαδή ενός χαρακτήρος ικανού να καθορίσει μία ομάδα πραγμάτων, διακρίνοντας τα απο αλλα και εξομοιώνοντας τα μεταξύ τους! Στο δεύτερο χωρίο διαβάζουμε : παραμένοντας λοιπόν ένα μόνον απο τα πράγματα τα αδιαφοροποίητα (στάντος γάρ των αδιαφόρων ενός), υπάρχει για πρώτη φορά στην ψυχή το καθόλου. Και πράγματι έχουμε μία ξεχωριστή αίσθηση, μόνον που η αίσθηση είναι του καθόλου, για παράδειγμα του ανθρώπου, όχι του ανθρώπου Σωκράτη". (100 15-18). Τα αδιαφοροποίητα πράγματα (τα αδιάφορα) είναι εκείνα στα οποία δέν παρουσιάσθηκε ακόμη η διαφορά, δηλαδή εκείνα που είναι αντικείμενα της εμπειρίας. Είναι αρκετό και ένα μόνον εξ'αυτών να σταθεροποιηθεί, δηλαδή να γίνει γνωστό, ώστε να υπάρχει μέσα στην ψυχή το καθόλου.
Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΤΟΥ Enrico Berti.
Τί είναι η γνώση;
Στα
πρώτα κεφάλαια της Μεταφυσικής, στοχεύοντας να ξεκαθαρίσει "ποιά είναι η
φύση τής επιστήμης που ερευνάται (983 α 21) την οποία ονομάζει για την
ώρα σοφία, ο Αριστοτέλης συζητά την φύση τής γνώσεως γενικά (το
ειδέναι), διότι καθώς δηλώνει : ού δ' ένεκα ποιούμεθα τον λόγον τούτ'
εστίν, ότι την ονομαζομένην σοφίαν περί τα πρώτα αίτια και τας αρχάς
υπολαμβάνουσι πάντες, ώστε ο μέν έμπειρος των οποιανούν εχόντων αίσθησιν
είναι δοκεί σοφώτερος, ο δέ τεχνίτης των έμπειρων, χειροτέχνου δέ
αρχιτέκτων, ού δέ θεωρητικαί των ποιητικών μάλλον, ότι μέν ούν σοφία
περί τίνας αρχάς και αιτίας εστίν επιστήμη! (981 α 26-30).
Αφού
παρατηρήσει ότι η άσκηση της γνώσεως έχει την ουσία της μέσα στην ίδια
την ανθρώπινη φύση, διακρίνει στην συνέχεια διάφορες μορφές γνώσεως : την αίσθηση, την φαντασία (το φάντασμα), την επιστήμη και την σοφία. Εάν
αφαιρέσουμε την τελευταία την οποία εξετάζουμε στην συνέχεια, οι άλλες
μπορούν να συμπτυχθούν βασικά σε τρείς, διατεταγμένες σε προοδευτική
τάξη. Η πρώτη περιλαμβάνει αίσθηση, φάντασμα και μνήμη. Τρείς
μορφές γνώσεως οι οποίες ώς πρός το περιεχόμενο είναι αφομοιώσιμες
μεταξύ τους. Το φάντασμα, η εικόνα, είναι αυτό που γίνεται σωστό, που
γίνεται αντιληπτό στην αίσθηση, ενώ η μνήμη είναι η διατήρηση της
εικόνος, αφού έχει αναγνωρισθεί σαν εικόνα του αντικειμένου τού
πράγματος. Η δεύτερη είναι η εμπειρία, η τρίτη περιλαμβάνει την τέχνη και την επιστήμη, τα οποία χαρακτηρίζει με τον ίδιο τρόπο,ώστε τα διακρίνει στην Ηθική.
Ποιές όμως απο αυτές τις τρείς μορφές γνώσεως, αποτελούν την σοφία; Αποκλείεται λοιπόν κατ'αρχάς η αίσθηση (981 b
10). Όσον αφορά τα υπόλοιπα, δηλώνει στην συνέχεια ότι η σοφία
υποστηρίζεται περισσότερο απο την τέχνη, παρά απο την εμπειρία! (981 α
24-25). Διότι η εμπειρία δηλώνει-γεννάται στους ανθρώπους απο την μνήμη,
διότι πράγματι οι πολλές μνήμες του ιδίου πράγματος ολοκληρώνουν την
δυνατότητα μίας εμπειρίας. Και η τέχνη γεννάται όταν απο πολλές
εννοιολογήσεις της εμπειρίας, γεννάται μόνον μια καθόλου υπόληψις γύρω
απο παρόμοια πράγματα!
Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι η εμπειρία φαίνεται σχεδόν όμοια με την επιστήμη και την τέχνη.
Αυτή η ομοιότης, δηλαδή το κοινό στοιχείο στις δύο μορφές γνώσεως,
συνίσταται στο γεγονός ότι και οι δύο αποτελούν την ενότητα μίας
πολλαπλότητος, (μία εμπειρία, μία υπόληψις). Η εμπειρία ενώνει τις πολλές μνήμες, η τέχνη ενώνει τις πολλές έννοιες της εμπειρίας. Αυτό
το ίδιο στοιχείο διακρίνει την εμπειρία και την τέχνη απο την αίσθηση η
οποία, καθώς είναι ο πρώτος βαθμός γνώσεως δέν μπορεί να ενώσει καμμία
προηγούμενη γνώση.
Μπορούμε
λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το πρώτο χαρακτηριστικό της γνώσεως, είναι η
ενότης μίας πολλαπλότητος. Χωρίς ενότητα δέν υπάρχει ούτε καθορισμός
ούτε νόηση. Η απόλυτη πολλαπλότης είναι ανόητη!
Αυτή η ενότης λοιπόν στην περίπτωση της εμπειρίας είναι ακόμη
ιδιαίτερη, καθότι αφορά πολλές μνήμες του αυτού πράγματος, ενώ στην
τέχνη είναι πιό πλατειά, καθώς αφορά πολλά πράγματα όμοια μεταξύ τους
(περί των ομοίων). Εάν είναι αλήθεια λοιπόν ότι η τέχνη γεννιέται απο
την εμπειρία-καθότι της προσφέρει το υλικό για ένωση-και επομένως δέν
είναι δυνατή χωρίς την εμπειρία, σε απόλυτο βαθμό, είναι αλήθεια επίσης
ότι για να συσταθεί η εμπειρία είναι αναγκαία η παρουσία ενός πρώτου
τρόπου εκείνης της ενότητος, της οποίας η ολοκληρωμένη μορφή είναι η
τέχνη.
Η εμπειρία λοιπόν είναι μία ενότης μίας πολλαπλότητος μνημείων, όλων όμως σχετικών με ένα μοναδικό και ίδιο πράγμα. Απο την εμπειρία, δηλαδή απο κάθε καθόλου που βρήκε ησυχία στην
ψυχή (η εκ παντός ηρεμήσαντος του καθόλου εν τη ψυχή), το ένα ενάντια
στα πολλά, το οποίο σε όλα αυτά είναι παρόν ένα και το ίδιο, ένα και το
αυτό, προέρχεται η αρχή της τέχνης και της επιστήμης. (Αναλυτικά ύστερα, 100 α 3-9).
Η εμπειρία λοιπόν περιέχει ήδη εις εαυτή το καθόλου, σαν αυτό που είναι
παρόν ένα και το αυτό σε μία πολλαπλότητα πραγμάτων, αντικειμένων.
Γι'αυτό η αρχή, δηλαδή το σημείο εκκίνησης, της τέχνης και της επιστήμης
οι οποίες συλλαμβάνουν ακριβώς την ενότητα μίας πολλαπλότητος
πραγμάτων, προέρχεται απο την εμπειρία, δηλαδή προσέρχεται σ'αυτή.
Η σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και στο καθόλου ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο σε άλλα δύο χωρία του ιδίου κεφαλαίου. "Γεννώντας πολλές τέτοιες γνώσεις, γεννιέται ήδη κάποια διαφορά, και έτσι σε μερικά ζώα απο την παραμονή τέτοιων γνώσεων γεννιέται ένας λόγος, σε άλλα όχι". Η ανάδυση του λόγου, εδώ συνδέεται με την εμφάνιση μίας διαφοράς, δηλαδή ενός χαρακτήρος ικανού να καθορίσει μία ομάδα πραγμάτων, διακρίνοντας τα απο αλλα και εξομοιώνοντας τα μεταξύ τους! Στο δεύτερο χωρίο διαβάζουμε : παραμένοντας λοιπόν ένα μόνον απο τα πράγματα τα αδιαφοροποίητα (στάντος γάρ των αδιαφόρων ενός), υπάρχει για πρώτη φορά στην ψυχή το καθόλου. Και πράγματι έχουμε μία ξεχωριστή αίσθηση, μόνον που η αίσθηση είναι του καθόλου, για παράδειγμα του ανθρώπου, όχι του ανθρώπου Σωκράτη". (100 15-18). Τα αδιαφοροποίητα πράγματα (τα αδιάφορα) είναι εκείνα στα οποία δέν παρουσιάσθηκε ακόμη η διαφορά, δηλαδή εκείνα που είναι αντικείμενα της εμπειρίας. Είναι αρκετό και ένα μόνον εξ'αυτών να σταθεροποιηθεί, δηλαδή να γίνει γνωστό, ώστε να υπάρχει μέσα στην ψυχή το καθόλου.
Για
να προσλάβουμε όμως ένα μόνο πράγμα είναι αρκετή μία μόνον αίσθηση;
Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πώς ήδη στην αίσθηση περιέχεται το
καθόλου, όχι με την έννοια ότι μέσω αυτής το γνωρίζουμε ήδη, αλλά με την
έννοια πώς το γνωσθέν πράγμα γνωρίσθηκε μέσω αυτής καθότι είναι
συγκεκριμένο, δηλαδή διαθέτει μία μορφή, η οποία είναι καθαυτή καθολική.
Προκειμένου όμως να γνωσθεί το καθόλου είναι αναγκαίο το ξεχωριστό
πράγμα να γνωσθεί απο πρίν με όλη του την ακρίβεια, δηλαδή είναι
αναγκαίο να πραγματοποιηθεί εκείνη η ενοποίηση των αισθήσεων και της μνήμης, που αποτελούν την εμπειρία.
Γι'αυτό είναι σωστό να πούμε ότι το καθόλου περιέχεται ακριβέστερα στην
εμπειρία παρά στην αίσθηση ή στην ανάμνηση και ότι η αρχή της τέχνης
και της επιστήμης προέρχεται απο την εμπειρία.
Ας
προσέξουμε όμως επίσης ότι σ'αυτά τα χωρία, στον χαρακτήρα της
ενότητος, ο οποίος ήδη στην Μεταφυσική είχε χρησιμεύσει να διακρίνει την
εμπειρία απο τις κατώτερες μορφές γνώσεως, προστίθεται και εκείνος της ησυχίας, της σταθερότητος. Η
εμπειρία πράγματι προσδιορίζεται σαν απόκτηση ηρεμίας (ηρεμείν) στην
ψυχή, ή σαν το σταμάτημα (στήναι) των προηγουμένων εμπειριών. Είναι
βεβαίως αυτονόητο ότι πρόκειται για μία σταθερότητα με σχετική έννοια,
σε σχέση δηλαδή με τις αισθήσεις και τις μνήμες, όπου εδώ εννοούνται σε
απόλυτη κινητικότητα! Δέν πρόκειται για μία καθοριστική τελειωτική
σταθερότητα, διότι σε σχέση με τις ανώτερες μορφές γνώσεως, η εμπειρία
είναι κινητική με την σειρά της.
Η σταθερότης λοιπόν είναι ένας χαρακτήρας απολύτως ανάλογος με εκείνον
της ενότητος, και μαζί μ'αυτόν συστήνει, αποτελεί μία απαραίτητη συνθήκη
και ένα ουσιώδες προνόμιο της γνώσεως.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου