FLORENSKIJ-Φλωρενσκι
Ο Φλωρένσκι συνθέτει όλες τις πτυχές της Ρωσικής ψυχής, ακόμη και τους νεωτερισμούς του Μ.Πέτρου, σε μια μεγαλειώδη ενότητα η οποία βρίσκεται έκτοτε στη βάση κάθε πνευματικής δραστηριότητος των Ορθοδόξων. Η σύνθεση του αυτή ονομάζεται : «Ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας». Το έργο αυτό, παρότι ενώνει τα αντίθετα, διαθέτει και ένα ιδιαίτερο κέντρο βαρύτητος. Είναι η σχέση ανάμεσα στο αόρατο και στο ορατό, ανάμεσα στο επέκεινα και στην εμπειρική πραγματικότητα, ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο. Ο σκοπός δέ του έργου είναι η προσπάθεια υπερβάσεως αυτού του «σχίσματος» ανάμεσα στα δύο άκρα και το πλήρωμα του κενού που τα χωρίζει. Το πρώτο κεφάλαιο, το πρώτο γράμμα απο τα 12 που αποτελούν το βιβλίο, έχει τον τίτλο Δύο κόσμοι.
«Σύμφωνοι ομολογεί, στη ζωή κυριαρχεί η ανησυχία, όλα λυγίζουν κάτω απο το βάρος τών απατηλών οπτασιών, αλλά απο το βάθος της ψυχής υψώνεται η αδιαμφισβήτητη ανάγκη να ακουμπήσουμε στον στύλο και εδραίωμα της αληθείας (Τιμ. 1 3,15). Της αληθείας και όχι απλώς αληθείας, μιας απο τις αλήθειες, όχι μιας ιδιαίτερης αληθείας, ανθρώπινης, μερικής, που στριφογυρίζει με βία σα σήφουνας για λίγο και έπειτα χάνεται σαν την άμμο στα ρεύματα του αέρα. Της καθολικής και αιωνίου ανά τους αιώνες, της φωτεινής και υπέρ το φώς αληθείας».
Αυτοί οι δύο κόσμοι, για όποιον πιστεύει στον Χριστό και στο καινούργιο που αναπαρίσταται στην ενσάρκωση του Κυρίου, παρότι παραμένουν διακριτοί, είναι υποστατικά ενωμένοι στον ενσαρκωμένο λόγο και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και σε εκείνους που γίνονται «Ένα στο Χριστό». Για τον Φλωρένσκι αυτή η ιδέα του συνόρου αποκτά μεγάλη σημασία καθώς δέν πιστεύει στην διαφάνεια αυτής της διαχωριστικής γραμμής, στο διαφανές γυαλί που ενώνει τους δύο κόσμους στην αναγεννησιακή προοπτική που επιβάλλουν τα παράθυρα των ναών. Το σύνορο έχει διπλή σημασία για τον Φλωρένσκι. Όπως και το Ορθόδοξο εικονοστάσι, χωρίζει και ενώνει καθώς η εικόνα παραπέμπει στο πρωτότυπο. Σ’αυτή τή βασική έννοια τού συνόρου επηρεάζεται από τίς ιδέες τού Vernadskij, καί από τίς εργασίες του στήν βιόσφαιρα καί στήν νοόσφαιρα.
Φαίνεται δέ ξεκάθαρα στήν ιδέα του γιά τό προπατορικό αμάρτημα καί επομένως γιά τό κακό σάν «ένα διαχωριστικό τοίχος πού τό ΕΓΩ υψώνει ανάμεσα στόν εαυτό του καί στήν πραγματικότητα. Η αμαρτία στήν καθαρή της κατάσταση, στό όριο, η γέενα, είναι τό σκότος , επειδή το φώς φανερώνει τήν πραγματικότητα, ενώ τό σκότος είναι η διάλυση τής πραγματικότητος, η αδυναμία φανερώσεως τού ενός στόν άλλον. Η αμαρτία αφαιρεί τή δυνατότητα εδραιώσεως καί επομένως τή δυνατότητα εξηγήσεως, καθώς δέν διαθέτει τό φώς τής γνώσεως. Η αμαρτία λοιπόν είναι τό σύνορο, τό οποίο γίνεται κατανοητό σάν γραμμή διαχωρισμού ξεκάθαρη καί ανυπέρβλητη, τήν οποία υψώνει τό εγώ ανάμεσα στόν εαυτό του καί στήν πραγματικότητα, ανάμεσα στόν εαυτό του καί τόν άλλον, ανάμεσα στόν εαυτό του καί στό θεό, καταλήγοντας τοιουτοτρόπως ‘‘είδωλο τού εαυτού του’’, υπερήφανου γιά τήν αυτάρκειά του χάριν τής οποίας παραμυθιάζεται πώς μπορεί νά εδραιώσει τό ΕΓΩ πάνω στό ΕΓΩ καί νά εξηγήσει τό ΕΓΩ μέ τό ΕΓΩ.
Βασισμένος στούς δύο κόσμους λοιπόν, στήν συνέχεια προχωρά στό πρόβλημα τής αλήθειας από τό οποίο αναδύονται πολλά ερωτήματα : ποιά είναι η λογική δομή τού συμβόλου καί τής ουσιώδους σχέσεως πού δένει τούς δύο πόλους από τούς οποίους συντίθεται; Πώς είναι δυνατόν νά σχεδιάσουμε τό απόλυτο μέ τά χρώματα τού σχετικού; Πώς είναι δυνατόν νά εξάγουμε από τό σχετικό υλικό τής ανθρώπινης διάνοιας τό τέλειο σύμβολο, τήν τέλεια έκφραση τής αληθείας;
Η αλήθεια είναι αντίφαση γιά τή διάνοια, αντινομία.
Στόν Ελληνικό κόσμο η αλήθεια εκφράζεται μέ τό στερητικό α καί τόν όρο λήθη. Μέ τόν ίδιο όρο ονομάζεται καί ο ποταμός Λήθης τού Άδου. Από τόν ποταμό αυτό έπιναν οι νεκροί γιά να λησμονήσουν τήν επίγεια ζωή τους. Η Λήθη ήταν αδελφή τού θανάτου καί τού ύπνου. Ήταν θυγατέρα τής έριδας. Οι Μύστες καί οι ήρωες έπιναν νερό από τήν μνημοσύνη. Αυτή η δύναμις λοιπόν η οποία κατέστρεφε ένα μέρος τής συνειδήσεως, ήταν η δύναμις τού χρόνου πού καταπίνει τά πάντα. Όλα αναπτύσσονται καί αλλάζουν. Όταν λέμε αυτό τό πράγμα υπάρχει τό τοποθετούμε αμέσως στόν χρόνο, καθώς ο κρόνος είναι η φόρμα πού παράγει τά φαινόμενα, δηλ ο θεός πού τρώει τά δημιουργήματά του.
Η αλήθεια είναι η δύναμις η οποία αντιστέκεται στον χρόνο, αυτό που παραμένει και διατηρείται αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και επομένως αντιστέκεται στη λήθη. Παρόλα αυτά, μέσα στα μυθικά πλαίσια η αλήθεια δέν μπορεί να αποφύγει ένα μεγάλο κίνδυνο, την μνημοσύνη, την μνήμη. Η μνήμη θέλει να σταματήσει την κίνηση, προσπαθεί να αντισταθεί στην ρευστότητα του γίγνεσθαι. Για αυτό και η φιλοσοφία ερεύνησε και βρήκε την αιώνια αλήθεια, πέρα απο τη μνήμη. Την ελευθερία πέρα απο τη φθορά του χρόνου.
Το λατινικό Veritas ανήκει στο Δίκαιο. Μόνον ο Κικέρων προσπάθησε να το συνδέσει με την γνώση. Για τους Εβραίους η έννοια της αλήθειας περιέχεται στην ιστορική στιγμή, είναι θεοκρατική. Μόνον ο λόγος του Θεού είναι αληθινός και πιστευτός. Η αλήθεια είναι η υπόσχεση του Θεού, επιβεβαιωμένη απο την εμπιστοσύνη στην ακινησία, στην σταθερότητα του Θεού. Η αλήθεια είναι μια ιστορική έννοια.
Πολύ διαφορετική όμως είναι η Ρωσική αλήθεια. Λέγεται Istina και ανήκει στο είναι. Έχει χαρακτήρα οντολογικό. Istina είναι η ύπαρξις που διαρκεί, το ζωντανό όν, το αναπνέον, δηλαδή αυτό που διαθέτει ζωή και ύπαρξη. Για αυτόν το λόγο η Istina δέν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε απο τον νόμο της ταυτότητος, που αντιπροσωπεύει την στατικότητα της σκέψης με την οποία κάθε Α αναγνωρίζεται απο την διάνοια σαν Α και τίποτε άλλο (Α=Α), ούτε απο τον νόμο της επαρκούς νοήσεως, του επαρκούς λόγου, ο οποίος βασίζεται σε μια κρίση η οποία δίνεται έμμεσα. Ονομάζεται στα Ρώσικα diskursija, και ίσως συμαίνει κάτι σαν διαλογικό κριτήριο, διαλογική κρίση.
Η αρχή της ταυτότητος είναι μια τυφλή ταυτολογική εξίσωση: Κάτι είναι επειδή είναι. Εκφράζει όμως το σύνολο του λογικού χώρου των δυνατοτήτων της γλώσσας και της σκέψης. Χωρίς να εκφράζει ή να δέιχνει τίποτα ιδιαίτερο. Αυτή η αρχή όπως και όλες οι ταυτολογίες, φανερώνει την μορφή της δομής δηλαδή εφόσον προτάσεις συνδυασμένες με ένα συγκεκριμένο τρόπο δημιουργούν μια ταυτολογία, πρέπει να διαθέτουν για αυτό και μόνο συγκεκριμένες ιδιότητες της δομής.
Αυτό δείχνει την δυνατότητα να εκφράσουμε προτάσεις ανεξαρτήτως της καταστάσεως των πραγμάτων του κόσμου. Κάτι που καταλήγει στην αυτονομία και στην ενύπαρξη, στην σταθερότητα της γλώσσας, δηλαδή στη συνθήκη σύμφωνα με την οποία μόνον μέσα στο εσωτερικό της δομής των προτάσεων μπορούμε να ανακαλύψουμε την λογική μορφή, δηλ. την δυνατότητα νοήματος χωρίς να τρέξουμε σε βοήθεια άλλου γνωσιακού εξωτερικού συστήματος ή σε υπερβατική φόρμα.
Λόγο ακριβώς αυτής της αυτονομίας της γλώσσας μπορούμε να εκλάβουμε τις ταυτολογίες (και τον νόμο της ταυτότητος) σαν αληθινές με άμεσο τρόπο: μόνον που αυτό επιφέρει, σαν την άλλη όψη του νομίσματος, το γεγονός πώς αυτές οι προτάσεις, σαν συνέπεια της ανεξαρτησίας τους απο την κατάσταση των πραγμάτων του κόσμου, ανασκευάζονται και καταρρίπτονται απο την πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα.
Συνεχιζεται
Aμέθυστος
Ο Φλωρένσκι συνθέτει όλες τις πτυχές της Ρωσικής ψυχής, ακόμη και τους νεωτερισμούς του Μ.Πέτρου, σε μια μεγαλειώδη ενότητα η οποία βρίσκεται έκτοτε στη βάση κάθε πνευματικής δραστηριότητος των Ορθοδόξων. Η σύνθεση του αυτή ονομάζεται : «Ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας». Το έργο αυτό, παρότι ενώνει τα αντίθετα, διαθέτει και ένα ιδιαίτερο κέντρο βαρύτητος. Είναι η σχέση ανάμεσα στο αόρατο και στο ορατό, ανάμεσα στο επέκεινα και στην εμπειρική πραγματικότητα, ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο. Ο σκοπός δέ του έργου είναι η προσπάθεια υπερβάσεως αυτού του «σχίσματος» ανάμεσα στα δύο άκρα και το πλήρωμα του κενού που τα χωρίζει. Το πρώτο κεφάλαιο, το πρώτο γράμμα απο τα 12 που αποτελούν το βιβλίο, έχει τον τίτλο Δύο κόσμοι.
«Σύμφωνοι ομολογεί, στη ζωή κυριαρχεί η ανησυχία, όλα λυγίζουν κάτω απο το βάρος τών απατηλών οπτασιών, αλλά απο το βάθος της ψυχής υψώνεται η αδιαμφισβήτητη ανάγκη να ακουμπήσουμε στον στύλο και εδραίωμα της αληθείας (Τιμ. 1 3,15). Της αληθείας και όχι απλώς αληθείας, μιας απο τις αλήθειες, όχι μιας ιδιαίτερης αληθείας, ανθρώπινης, μερικής, που στριφογυρίζει με βία σα σήφουνας για λίγο και έπειτα χάνεται σαν την άμμο στα ρεύματα του αέρα. Της καθολικής και αιωνίου ανά τους αιώνες, της φωτεινής και υπέρ το φώς αληθείας».
Αυτοί οι δύο κόσμοι, για όποιον πιστεύει στον Χριστό και στο καινούργιο που αναπαρίσταται στην ενσάρκωση του Κυρίου, παρότι παραμένουν διακριτοί, είναι υποστατικά ενωμένοι στον ενσαρκωμένο λόγο και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και σε εκείνους που γίνονται «Ένα στο Χριστό». Για τον Φλωρένσκι αυτή η ιδέα του συνόρου αποκτά μεγάλη σημασία καθώς δέν πιστεύει στην διαφάνεια αυτής της διαχωριστικής γραμμής, στο διαφανές γυαλί που ενώνει τους δύο κόσμους στην αναγεννησιακή προοπτική που επιβάλλουν τα παράθυρα των ναών. Το σύνορο έχει διπλή σημασία για τον Φλωρένσκι. Όπως και το Ορθόδοξο εικονοστάσι, χωρίζει και ενώνει καθώς η εικόνα παραπέμπει στο πρωτότυπο. Σ’αυτή τή βασική έννοια τού συνόρου επηρεάζεται από τίς ιδέες τού Vernadskij, καί από τίς εργασίες του στήν βιόσφαιρα καί στήν νοόσφαιρα.
Φαίνεται δέ ξεκάθαρα στήν ιδέα του γιά τό προπατορικό αμάρτημα καί επομένως γιά τό κακό σάν «ένα διαχωριστικό τοίχος πού τό ΕΓΩ υψώνει ανάμεσα στόν εαυτό του καί στήν πραγματικότητα. Η αμαρτία στήν καθαρή της κατάσταση, στό όριο, η γέενα, είναι τό σκότος , επειδή το φώς φανερώνει τήν πραγματικότητα, ενώ τό σκότος είναι η διάλυση τής πραγματικότητος, η αδυναμία φανερώσεως τού ενός στόν άλλον. Η αμαρτία αφαιρεί τή δυνατότητα εδραιώσεως καί επομένως τή δυνατότητα εξηγήσεως, καθώς δέν διαθέτει τό φώς τής γνώσεως. Η αμαρτία λοιπόν είναι τό σύνορο, τό οποίο γίνεται κατανοητό σάν γραμμή διαχωρισμού ξεκάθαρη καί ανυπέρβλητη, τήν οποία υψώνει τό εγώ ανάμεσα στόν εαυτό του καί στήν πραγματικότητα, ανάμεσα στόν εαυτό του καί τόν άλλον, ανάμεσα στόν εαυτό του καί στό θεό, καταλήγοντας τοιουτοτρόπως ‘‘είδωλο τού εαυτού του’’, υπερήφανου γιά τήν αυτάρκειά του χάριν τής οποίας παραμυθιάζεται πώς μπορεί νά εδραιώσει τό ΕΓΩ πάνω στό ΕΓΩ καί νά εξηγήσει τό ΕΓΩ μέ τό ΕΓΩ.
Βασισμένος στούς δύο κόσμους λοιπόν, στήν συνέχεια προχωρά στό πρόβλημα τής αλήθειας από τό οποίο αναδύονται πολλά ερωτήματα : ποιά είναι η λογική δομή τού συμβόλου καί τής ουσιώδους σχέσεως πού δένει τούς δύο πόλους από τούς οποίους συντίθεται; Πώς είναι δυνατόν νά σχεδιάσουμε τό απόλυτο μέ τά χρώματα τού σχετικού; Πώς είναι δυνατόν νά εξάγουμε από τό σχετικό υλικό τής ανθρώπινης διάνοιας τό τέλειο σύμβολο, τήν τέλεια έκφραση τής αληθείας;
Η αλήθεια είναι αντίφαση γιά τή διάνοια, αντινομία.
Στόν Ελληνικό κόσμο η αλήθεια εκφράζεται μέ τό στερητικό α καί τόν όρο λήθη. Μέ τόν ίδιο όρο ονομάζεται καί ο ποταμός Λήθης τού Άδου. Από τόν ποταμό αυτό έπιναν οι νεκροί γιά να λησμονήσουν τήν επίγεια ζωή τους. Η Λήθη ήταν αδελφή τού θανάτου καί τού ύπνου. Ήταν θυγατέρα τής έριδας. Οι Μύστες καί οι ήρωες έπιναν νερό από τήν μνημοσύνη. Αυτή η δύναμις λοιπόν η οποία κατέστρεφε ένα μέρος τής συνειδήσεως, ήταν η δύναμις τού χρόνου πού καταπίνει τά πάντα. Όλα αναπτύσσονται καί αλλάζουν. Όταν λέμε αυτό τό πράγμα υπάρχει τό τοποθετούμε αμέσως στόν χρόνο, καθώς ο κρόνος είναι η φόρμα πού παράγει τά φαινόμενα, δηλ ο θεός πού τρώει τά δημιουργήματά του.
Η αλήθεια είναι η δύναμις η οποία αντιστέκεται στον χρόνο, αυτό που παραμένει και διατηρείται αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και επομένως αντιστέκεται στη λήθη. Παρόλα αυτά, μέσα στα μυθικά πλαίσια η αλήθεια δέν μπορεί να αποφύγει ένα μεγάλο κίνδυνο, την μνημοσύνη, την μνήμη. Η μνήμη θέλει να σταματήσει την κίνηση, προσπαθεί να αντισταθεί στην ρευστότητα του γίγνεσθαι. Για αυτό και η φιλοσοφία ερεύνησε και βρήκε την αιώνια αλήθεια, πέρα απο τη μνήμη. Την ελευθερία πέρα απο τη φθορά του χρόνου.
Το λατινικό Veritas ανήκει στο Δίκαιο. Μόνον ο Κικέρων προσπάθησε να το συνδέσει με την γνώση. Για τους Εβραίους η έννοια της αλήθειας περιέχεται στην ιστορική στιγμή, είναι θεοκρατική. Μόνον ο λόγος του Θεού είναι αληθινός και πιστευτός. Η αλήθεια είναι η υπόσχεση του Θεού, επιβεβαιωμένη απο την εμπιστοσύνη στην ακινησία, στην σταθερότητα του Θεού. Η αλήθεια είναι μια ιστορική έννοια.
Πολύ διαφορετική όμως είναι η Ρωσική αλήθεια. Λέγεται Istina και ανήκει στο είναι. Έχει χαρακτήρα οντολογικό. Istina είναι η ύπαρξις που διαρκεί, το ζωντανό όν, το αναπνέον, δηλαδή αυτό που διαθέτει ζωή και ύπαρξη. Για αυτόν το λόγο η Istina δέν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε απο τον νόμο της ταυτότητος, που αντιπροσωπεύει την στατικότητα της σκέψης με την οποία κάθε Α αναγνωρίζεται απο την διάνοια σαν Α και τίποτε άλλο (Α=Α), ούτε απο τον νόμο της επαρκούς νοήσεως, του επαρκούς λόγου, ο οποίος βασίζεται σε μια κρίση η οποία δίνεται έμμεσα. Ονομάζεται στα Ρώσικα diskursija, και ίσως συμαίνει κάτι σαν διαλογικό κριτήριο, διαλογική κρίση.
Η αρχή της ταυτότητος είναι μια τυφλή ταυτολογική εξίσωση: Κάτι είναι επειδή είναι. Εκφράζει όμως το σύνολο του λογικού χώρου των δυνατοτήτων της γλώσσας και της σκέψης. Χωρίς να εκφράζει ή να δέιχνει τίποτα ιδιαίτερο. Αυτή η αρχή όπως και όλες οι ταυτολογίες, φανερώνει την μορφή της δομής δηλαδή εφόσον προτάσεις συνδυασμένες με ένα συγκεκριμένο τρόπο δημιουργούν μια ταυτολογία, πρέπει να διαθέτουν για αυτό και μόνο συγκεκριμένες ιδιότητες της δομής.
Αυτό δείχνει την δυνατότητα να εκφράσουμε προτάσεις ανεξαρτήτως της καταστάσεως των πραγμάτων του κόσμου. Κάτι που καταλήγει στην αυτονομία και στην ενύπαρξη, στην σταθερότητα της γλώσσας, δηλαδή στη συνθήκη σύμφωνα με την οποία μόνον μέσα στο εσωτερικό της δομής των προτάσεων μπορούμε να ανακαλύψουμε την λογική μορφή, δηλ. την δυνατότητα νοήματος χωρίς να τρέξουμε σε βοήθεια άλλου γνωσιακού εξωτερικού συστήματος ή σε υπερβατική φόρμα.
Λόγο ακριβώς αυτής της αυτονομίας της γλώσσας μπορούμε να εκλάβουμε τις ταυτολογίες (και τον νόμο της ταυτότητος) σαν αληθινές με άμεσο τρόπο: μόνον που αυτό επιφέρει, σαν την άλλη όψη του νομίσματος, το γεγονός πώς αυτές οι προτάσεις, σαν συνέπεια της ανεξαρτησίας τους απο την κατάσταση των πραγμάτων του κόσμου, ανασκευάζονται και καταρρίπτονται απο την πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα.
Συνεχιζεται
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου