Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK)(2)


                                                   HANS URS VON BALTHASAR
                                                    ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                               Τρίτος Τόμος
                        ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                2.  EINAI ΔΥΝΑΤΗ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ;

Image result for hans urs von balthasar      Μπορούμε να παραβλέψουμε, θέτοντας αυτήν την ερώτηση, κατ’ αρχάς, αν και κατά πόσον μπορεί να χαρακτηρισθή ως θεϊκό πρόσωπο (Person) το Άγιο Πνεύμα. Το ερώτημα θα τεθή στο δεύτερο μέρος. Παρ’ όλο που μιλά ωστόσο ήδη με πολλούς τρόπους για το Άγιο Πνεύμα η Γραφή – περιγράφοντάς το άλλοτε ως μια φαινομενικά απρόσωπη δύναμη, κι άλλοτε ως ένα ‘προσωπικό’ (προσωπικού είδους…) υποκείμενο -, μπορούμε να αναρωτηθούμε, αν εμφανίζεται από πάντοτε αντικειμενοποιημένο, ή όχι πάντοτε ως εκείνο ή εκείνος, μέσω τού οποίου καθίσταται κάτι – και προπάντων φυσικά ο Ιησούς Χριστός – «αντικείμενο» μιας πνευματικής κατανόησης, και κατά έναν ορισμένον τρόπο, μέσω τού Χριστού, «ο Πατέρας που οράται» σ’ αυτόν (και μόνον σ’ αυτόν, γιατί αυτός κατοικεί στο απρόσιτο φως – Α’ Τιμ. 6, 16 : «…ο βασιλεύς τών βασιλευόντων καί κύριος τών κυριευόντων, ο μόνος έχων αθανασίαν, φώς οικών απρόσιτον, όν είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται· ώ τιμή καί κράτος αιώνιον· αμήν») (Ιωάν. 14, 9 : «Λέγει αυτώ Φίλιππος· Κύριε, δείξον ημίν τόν πατέρα καί αρκεί ημίν. λέγει αυτώ ο Ιησούς· τοσούτον χρόνο μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα…») . Ο (Μέγας…) Βασίλειος χαρακτήρισε στη θεολογική του ‘πραγματεία’ το Άγιο Πνεύμα ως εκείνο μέσω τού οποίου μπορούμε να δούμε τον Θεό. Και είναι αυτό ακριβώς που του δείχνει, ότι βρίσκεται στο πλευρό τού Θεού (δίπλα στον Θεό…) το Πνεύμα, όπως θα το διατυπώση αμέσως μετά και η πρώτη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη: qui cum Patre et Filio simul adoratur et conglorificatur. Aυτά τα αναμφισβήτητα θεϊκά  ‘κατηγορούμενα’, τα αποδίδει και ο (Μέγας…) Βασίλειος στο Πνεύμα, ονομάζοντάς το όμως εξίσου ‘λίγο’ με τη Σύνοδο, άμεσα Θεό   (( ; )) . «Δεν χωρίζεται στη λατρεία απ’ τον Πατέρα και τον Υιό το Άγιο Πνεύμα. Γιατί δεν ‘λατρεύεις’ καν, αν είσαι έξω απ’ αυτό, αν είσαι όμως ‘μέσα’ του, τότε δεν το ξεχωρίζεις απ’ τον Θεό, όπως δεν ξεχωρίζεις και το φως απ’ τα  πράγματα που βλέπεις. Και είναι αδύνατο να δη κάποιος την εικόνα τού αόρατου Θεού (δηλαδή τού Χριστού) έξω απ’ τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος. Όποιος κοιτάζει την εικόνα, δεν μπορεί να ξεχωρίση απ’ αυτήν το φως, γιατί οράται αναγκαστικά μαζί μ’αυτό που βλέπουμε, αυτό που προκαλεί τη θέα. Γι’ αυτό και πρέπει να πούμε με ακρίβεια και συνέπεια, ότι βλέπουμε με τη δύναμη του φωτισμού τού Πνεύματος το ‘απαύγασμα της μεγαλοπρέπειας του Θεού’ (Εβρ. 1, 3 – «ός ών απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής υποστάσεως αυτού, φέρων τε τά πάντα τώ ρήματι τής δυνάμεως αυτού, δι’ εαυτού καθαρισμόν  ποιησάμενος τών αμαρτιών ημών εκάθισεν εν δεξιά τής μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, τοσούτω κρείττων γενόμενος τών αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ’ αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα» ) , και ανυψωνόμαστε μέσα απ’ αυτήν την ‘έκφραση’ στο ‘αποτύπωμα’ (του Πατρός) και την ομοιόσχημη σφραγίδα» (Περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 26, 64 – «Διό και εν τη προσκυνήσει αχώριστον από Πατρός και Υιού το Πνεύμα το άγιον. Έξω μεν γαρ υπάρχων αυτού, ουδέ προσκυνήσεις το παράπαν· εν αυτώ δε γενόμενος ουδενί τρόπω αποχωρίσεις από Θεού· ου μάλλον γε ή τών ορατών αποστήσεις το φως. Αδύνατον γαρ ιδείν την εικόνα τού Θεού τού αοράτου μη εν τω φωτισμώ τού Πνεύματος. Και τον ενατενίζοντα τη εικόνι αμήχανον της εικόνος αποχωρίσαι το φως. Το γαρ του οράν αίτιον εξ ανάγκης συγκαθοράται τοίς ορατοίς. ‘Ώστε οικείως και ακολούθως δια μεν του φωτισμού τού Πνεύματος το απάυγασμα της δόξης τού Θεού καθορώμεν, δια δε του χαρακτήρος, επί την ού εστιν ο χαρακτήρ και η ισότυπος σφραγίς αναγόμεθα»). Ενώ λέει σ’ ένα προηγούμενο σημείο ο (Μέγας…) Βασίλειος, πως «υπάρξεις που βρίσκονται κοντά σε ζωηρά χρώματα, φωτίζονται κι αυτές χρωματιστά απ’ τη λάμψη που ακτινοβολεί· αντίστοιχα μεταβάλλεται όποιος κοιτά με καθαρά μάτια το Πνεύμα, σε κάτι που ακτινοβολεί τρόπον τινά απ’ τη δόξα Του, εφ’ όσον φωτίζεται εσωτερικά όπως από ένα φως στην καρδιά του απ’ την αλήθεια του Πνεύματος. Κι αυτό σημαίνουν τα λόγια: ‘Να μεταβληθής στην ίδια τη δική σου δόξα απ’ τη δόξα τού Πνεύματος’» (ό.π., κεφ. 21, 52 – «Ως γαρ τα τοις ανθηροίς χρώμασι παρακείμενα, εκ της περιρρεούσης αυγής και αυτά καταχρώννυται, ούτως ο εναργώς ενατενίσας τώ Πνεύματι, εκ της εκείνου δόξης μεταμορφούταί πως προς το φανότερον, οίόν τινι φωτί, τη εκ του Πνεύματος αληθεία την καρδίαν καταλαμπόμενος. Και τούτό εστι το, μεταμορφούται από τής δόξης τού Πνεύματος εις την οικείαν δόξαν, ου μικρολόγως, ουδέ αμυδρώς, αλλ’ επί τοσούτον, εφ’ όσον εστίν εικός τον από τού Πνεύματος φωτιζόμενον…») (σ.σ.: Υπάρχει βεβαίως ένας ‘υπαινιγμός’ στην Α’ Κορ. 3, 14-18, με την έκφραση κυρίως, ότι «ο Κύριος είναι το Πνεύμα» - ακριβώς: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε καί τό Πνεύμα τού Θεού οικεί εν υμίν;» - · δεν είναι ωστόσο απαραίτητο να κατανοήσουμε, σύμφωνα και με όσα λέει ο Μ. Βασίλειος, ως ‘κατηγόρημα’ του Πνεύματος τον «Κύριο»· γιατί μπορεί να είναι βεβαίως ο ‘πνευματοποιημένος’ Χριστός ο Κύριος, που καθιστά συγγενείς προς Αυτόν με τη δύναμη του Πνεύματος τους δικούς του).

    
Από εδώ προκύπτει, ότι «θέλει μόνο να μας ‘διαπνεύση’» το Πνεύμα, «και όχι να ‘αντικειμενοποιηθή’ σε μας· δεν θέλει να το ‘δούμε’, αλλά να είναι το μάτι που βλέπει σε μας… Είναι το φως, που δεν μπορεί κανείς να δη, παρά μόνον πάνω στο φωτισμένο αντικείμενο, κι αυτό το ‘αντικείμενο’ είναι η αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, που φανερώθηκε στον Ιησού…  Είναι το Πνεύμα, μέσα απ’ το οποίο κοιτάμε τον Θεό, το πιο μη-αντικειμενοποιήσιμο απ’ όλα, το μυστικό που αναπνέει αιώνια πέρα από κάθε αντικειμενοποίηση, και που στο φως του γίνονται ωστόσο όλα όσα μπορούν να φωτιστούν, σαφή και διαφανή»  («Ο Άγνωστος πέρα απ’ τον Λόγο», στο: Spiritus Creator, σ. 100-107). Πρέπει να θυμηθούμε όμως εδώ επίσης και όσα είπαμε στον 2ο τόμο, ότι δεν μπορεί να ‘απομονωθή’ απ’ τη διπλή του ‘μεταφυσικότητα’ προς τον Πατέρα καθώς και προς το Πνεύμα «αυτό που είναι αντιληπτό» στον Θεό, ο ενανθρωπήσας Λόγος· ο οποίος και ‘πνευματοποιείται’ έτσι (όπως θα δείξουμε στο 3ο μέρος) σε όλα τα στάδια (Stadien) της ‘αντιληπτότητάς’ του, και δεν είναι άρα ποτέ ένα ‘brutum factum’ («ακίνητο γεγονός »…), αλλά γίνεται αντιληπτός ως ο «Αντικειμενικός», και ως αυτός που παρέχεται, στην ‘πνευματοποιημένη’ πίστη. Γι’ αυτό και σωστά ειπώθηκε, πως «δεν μπορεί ποτέ να αναπτυχθή χωρίς μιαν έμμεση πνευματολογία (Pneumatologie) μια Χριστολογία (Christologie), αντίστοιχα δε και καμμιά πνευματολογία, παρά ως ‘εισαγωγή’ στη Χριστολογία, απ’ την οποία και τρόπον τινά ‘αναμετράται’». Θα μπορούσαμε (μάλιστα…) να πούμε, πως εκφράζεται μια ‘επιδίωξη’ του Πνεύματος, να ‘θέλη’ να μείνη «ανώνυμο» (anonym), σ’ αυτήν την ‘εμμεσότητα’  . Το οποίο δεν ‘αποκτά’ μάλιστα ούτε στην εικονογραφία (Ikonographie) ‘πρόσωπο’. «Η αντίφαση της απρόσωπης παρουσίασης ενός προσώπου (ως περιστέρι, ως άνεμος και φωτιά), δείχνει την αδυναμία μας να ‘αγγίξουμε’ το Πνεύμα». «Είναι αυτό που μας παρέχει τη θεϊκή παρουσία (ο Δότης τού θεϊκού παρόντος…)», κάτι που παραπέμπει στην «ανιδιοτέλεια»  (( !! ))  του Πνεύματος. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας θεολογικός «λόγος περί τού Πνεύματος   (( μα μόλις αναφέρθηκε στον λόγο τού Μ. Βασιλείου περί Αγίου Πνεύματος… )) , γιατί είναι προπάντων το θεϊκό υποκείμενο της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής το Πνεύμα»  (σ.σ.:  Jean Yves Lacoste, Zur Theologie des Geistes – Για τη θεολογία τού Πνεύματος, στο Internat. Kath. Zeitschrift Communio 15/1, 1986, 1-7. H ίδια ‘δήλωση’ υπάρχει ήδη και στον Σέργιο Μπουλγκάκοφ, Le ParacletO Παράκλητος, και στον Louis Bouyer, Le Conosolateur – Ο Παρηγορητής: «Το Πνεύμα τού Θεού… δεν μπορεί να γίνη ποτέ καθ’ αυτό αντικείμενο της ενόρασής μας, γιατί θα δούμε μέσα απ’ αυτό τον Θεό» - Cerf 1980, σ. 451) .
     H διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται κι απ’ τη συνομιλία με τον Νικόδημο, όπου δεν μπορεί να ‘καθορισθή’ το Πνεύμα-άνεμος που φυσά (μια ταυτολογία βέβαια, καθώς δηλώνει, τόσο στην Παλιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, την πνέουσα αναπνοή το Πνεύμα): «Πνέει όπου θέλει το (Πνεύμα-)άνεμος, και το ακούς να βουίζει, αλλά δεν ξεύρεις από πού έρχεται και προς τα πού πηγαίνει» (Ιωάν. 3, 8 – «τό πνεύμα όπου θέλει πνεί, καί τήν φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται καί πού υπάγει· ούτως εστί πάς ο γεγεννημένος εκ τού Πνεύματος» ). Και δεν ισχύει αυτό, όπως συνεχίζει αμέσως το κείμενο, μόνο για το Πνεύμα, αλλά και «για τον καθέναν που έχει (ξανα-)γεννηθή απ’ το Πνεύμα». Το επιβεβαιώνει δε αυτό ο Παύλος, λέγοντας πως μιλά μεν εκ Θεού αυτός στον οποίον χαρίστηκε το Πνεύμα, «αλλά όχι με λόγια που τα διδάσκει η ανθρώπινη σοφία, αλλά όπως τα διδάσκει το Πνεύμα, εξηγώντας πνευματικά σ’ αυτούς που είναι πνευματικοί. Δεν αποδέχεται τα πράγματα που ανήκουν στο Πνεύμα ο φυσικός απλά άνθρωπος, γιατί είναι μωρία γι’ αυτόν, και δεν μπορεί να τα αναγνωρίση. Ενώ κρίνει αντίθετα τα πάντα ο προικισμένος με το Πνεύμα, χωρίς να κρίνεται όμως από κανέναν ο ίδιος» (Α’ Κορ. 2, 13-15 – «ημείς δέ ου τό πνεύμα τού κόσμου ελάβομεν, αλλά τό Πνεύμα τό εκ τού Θεού, ίνα ειδώμεν τά υπό τού Θεού χαρισθέντα ημίν· ά καί λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες. ψυχικός δέ άνθρωπος ου δέχεται τά τού Πνεύματος τού Θεού· μωρία γάρ αυτώ εστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. ο δε πνευματικός ανακρίνει μέν πάντα, αυτός δέ υπ’ ουδενός ανακρίνεται. τίς γάρ έγνω νούν Κυρίου, ός συμβιβάσει αυτόν; ημείς δέ νούν Χριστού έχομεν»). Πρόκειται για έναν λόγο περί Θεού (θεολογία – theologia), που γίνεται απ’ τον ίδιον προφανώς τον ‘προικισμένο’ με το Πνεύμα αντιληπτός, και δεν μπορεί να απορριφθή ως μωρία. Και πώς μπορεί να είναι ένας αντικειμενικός και κατανοητός τότε λόγος; - Μα καθώς ‘μιλά’ από εκείνον κεντρικά τον τόπο, όπου είναι ενσαρκωμένος ο θεϊκός Λόγος (Θεο-Λόγος, Theo-Logos), και μπορεί να ‘μεταφρασθή’ στα ανθρώπινα η γλώσσα τού Θεού. Περί αυτού μιλήσαμε στον 2ο τόμο, όπου είπαμε επίσης, πως δεν μπορεί να χωρισθή απ’ το Πνεύμα αυτός ο Λόγος. Κάτι που ισχύει για κάθε – ζωντανή (ζώσα…) ή αντιληπτή με έννοιες – «θεολογία» (“Theologie”).
      Μπορούν ωστόσο να ερμηνευτούν και απ’ τους δυό μεγάλους λειτουργικούς ύμνους (Hymnen) στο Άγιο Πνεύμα τα όσα εδώ είπαμε. Μπορούμε να προσευχηθούμε να ασκήση φυσικά τις λειτουργίες του, Αυτό που «προσκυνείται ταυτόχρονα» με τον Πατέρα και τον Υιό, κι αυτό αποτελεί, μαζί με μια σειρά από εικόνες και σύμβολα που χρησιμοποιεί για το Πνεύμα η Γραφή, ολόκληρο το περιεχόμενο των ύμνων “Veni Sacte Spiritus” και “Veni Creator Spiritus”. Το Πνεύμα που πρέπει να γεμίση (να ‘πληρώση’…), ως το «ύψιστο χάρισμα του Θεού», τα «πνεύματα» και τις «καρδιές» τών δικών Του, να θεραπεύση τις αδυναμίες, το κενό, την ανησυχία, τη φτώχεια, την απελπισία, τον κόπο, τη ματαιότητα, τον μιασμό, την ακαμψία, τα τραύματα, την ψυχρότητα, την παραπλάνησή τους ερχόμενο, «ακτινοβολώντας απ’ τον ουρανό», με το «πανευδαίμον φως του» και με το «επταπλάσιο χάρισμά του». Είναι δε προσεχτικά διατυπωμένη η στροφή (Strophe): «Ας γνωρίσουμε μέσα από Σένα τον Πατέρα, ας γνωρίσουμε και τον Υιό, κι ας πιστεύουμε πάντοτε με εμπιστοσύνη σε Σένα, το Πνεύμα και των δυό». Διαφυλάσσεται πράγματι πλήρως ο τριαδικός τύπος: «Στο Πνεύμα, μέσω του Υιού, προς τον Πατέρα» εδώ.
      Δεν είναι ωστόσο δυνατή, χωρίς την «κοινή λατρεία» που ώρισε η Β’ Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, η παράκληση που παρουσιάσαμε: «λατρεύεται και τιμάται για το δικό του όνομα ο τριαδικός Θεός. Γι’ αυτό καθίσταται και το Πνεύμα αντικείμενο της λατρείας, … Επέκεινα της λατρείας»  (σ.σ.: Juergen Moltmann, Die Einheit des dreieinigen Gottes – Η ενότητα του τριαδικού Θεού, στο: Trinitӓt. Aktuelle Perspektiven der Theologie – Τριάδα. Σύγχρονες προοπτικές τής θεολογίας…).
      Mπορούμε να ρίξουμε μια πρώτη ματιά στην ουσιαστική μορφή τής χριστιανικής θεολογίας από εδώ. ‘Ρίχνει’ το φως του ο «άγνωστος» κατ’ αρχάς Θεός, το Πνεύμα, στον «γνωστό», τον ενανθρωπήσαντα Θεό, για να φανερώση τη σημασία του (του Υιού…) ως ερμηνευτή τού αόρατου (και «άγνωστου» άρα) Πατρός. Και μόνον καθ’ όσον γνωρίζεται ως ερμηνευτής (εξηγητής…) τού Πατέρα ως του «Άλλου» (Ιωάν. 5, 32 – «Εάν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, η μαρτυρία μου ουκ έστιν αληθής. άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού, καί οίδα ότι αληθής εστιν η μαρτυρία ήν μαρτυρεί περί εμού»… Εντελώς διαφορετικό νόημα…), με τον οποίον «είναι» ωστόσο  (( ! ))  «ένα» (Ιωάν. 10, 30), κατανοείται ως «η αλήθεια» (Ιωάν. 14, 6 – «λέγει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή· ουδείς έρχεται πρός τόν Πατέρα ει μή δι’ εμού. ει εγνώκειτέ με, καί τόν πατέρα μου εγνώκειτε άν. καί απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν καί εωράκατε αυτόν»), και κατανοείται έτσι και η αλήθεια του (ή αυτός εν αληθεία). Και ρίχνοντας το Πνεύμα το φως του, καθίσταται η διαφορά ταυτόχρονα και η ταυτότης μεταξύ Πατέρα και Υιού: ‘οράται’ δε την ίδια στιγμή, αλλά δεν ‘διαβλέπεται’ η ενότητα διαφοράς και ταυτότητας, έτσι ώστε να φανερώνεται κάτι εξηγήσιμο ταυτόχρονα και ανεξήγητο με την ‘εξήγηση’ του Πνεύματος στον Ενανθρωπήσαντα. Πρέπει να αναγνωρίζεται και από τη φυσική, μέχρις ένα σημείο, ανθρώπινη δυνατότητα το ‘εξηγήσιμο’, το οποίο και ‘απομονώνεται’ στο ανθρώπινο κατόπιν, έστω και εξαιρετικό, ‘στοιχείο’: ο Ιησούς ως ο ‘ασυνήθιστος’, και θρησκευτικά ‘υπερ-προικισμένος’ άνθρωπος και ιδρυτής μιας θρησκείας, ως ο «χαριτωμένος», που μπορούσε να κατανοήση ως έναν Πατέρα τον Θεό (Harnack, όλες οι μορφές τού χριστιανικού φιλελευθερισμού). Φαίνεται να είναι ένα κομμάτι τής αλήθειας αυτό, δεν αποτελεί όμως καθόλου μέρος εκείνου που ονομάζει αλήθεια ο Ιησούς, και στο οποίο ‘παραπέμπει’ το Πνεύμα που (τα πάντα…) εξηγεί. «Δεν ωφελεί σε τίποτα η σάρκα, είναι πνεύμα και ζωή τα λόγια μου (κι οι πράξεις μου και όλο μου το Είναι)», και «μόνον το Πνεύμα ζωοποιεί» (Ιωάν. 6, 63 – «τό πνεύμα εστι τό ζωοποιούν, η σάρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τά ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστι καί ζωή εστιν»). Κάθε ‘εξήγηση’ (Exegese) (όμως…) τού Ιησού, που δεν συμπεριλαμβάνει και την ουσιαστική (εκ μέρους του…) εξήγηση του Πατέρα, μένει «γράμμα που σκοτώνει» (Β’ Κορ. 3, 6). Εδώ ‘ανοίγεται’ και η διαφορά, στην εξήγηση του Ιησού, ανάμεσα στη «σάρκα» (“sarx”) και το «πνεύμα» (“pneuma”) ή ανάμεσα στο «γράμμα» (“gramma”) και το «πνεύμα» (“pneuma”), και η χριστολογική έτσι ‘απόσταση’ ανάμεσα στο απλό «γράμμα» (“littera”) και την «αλληγορία» (“allegoria”). (Υπάρχει αυτή η ‘απόσταση’ ή διαφορά και ανάμεσα, μ’ ένα κάπως διαφορετικό βέβαια νόημα, στην Παλαιά, ως «γράμμα», και την αλήθεια της Παλαιάς στην Καινή Διαθήκη, που είναι το ‘πνευματικοποιημένο’ γράμμα – κατά τον Ωριγένη - , και ένας «άλλος» κατ’ αυτόν τον τρόπο «λόγος» (allos-agorein), άλλος και βαθύτερος του ιδίου πράγματος). Στον ίδιον τον Χριστό είναι η «σάρκα» το «γράμμα» (που «δεν ωφελεί σε τίποτα» ως τέτοιο και μόνο), που δεν επιτρέπεται όμως και να ‘υπερβαθή’, για να φτάσουμε στον ‘Εξηγημένο’ («Όποιος δεν τρώει τη σάρκα μου, δεν έχει ζωή μέσα του»), καθώς ανήκει μάλιστα, φωτισμένη απ’ το Πνεύμα και ‘πνευματοφόρα’ στον ίδιον τον Χριστό, αναπόσπαστα στην «αλήθεια» αυτή η «σάρκα». Και δεν μπορεί να κατανοηθή θεωρητικά, παρά μόνο ζώντας μαζί της, εφ’ όσον είναι ο ίδιος ο ζωντανός Χριστός, αυτή η αλήθεια (η «τροπολογική» - “tropologisch” – έννοια του «γράμματος-σαρκός»), σε μια συν-ύπαρξη, για να το πούμε πληρέστερα, που ανεβαίνει μαζί με τον Χριστό στον θάνατό του προς τον Πατέρα (η «αναγωγική» - “anagogisch” – έννοια). Είναι δε απαραίτητες για κάθε θεολογία, που δεν θέλει να μείνη στην («ανώφελη») «σάρκα»-«γράμμα», όλες αυτές εδώ οι ‘διαστάσεις’. Ακόμα και το να μιλάμε απλώς για μιαν εξήγηση του Πατέρα μέσα απ’ τον Υιό, χωρίς να ολοκληρώνουμε το περιεχόμενο με το τί περιλαμβάνει αυτή η ‘εξήγηση’, δεν μπορεί να μας οδηγήση σε μια χριστιανική θεολογία.
     Καθώς ‘καταλαμβάνει’ το φωτιστικό Πνεύμα (ως “lux beatissima” – «ευδαίμον, μακάριο φως»), ολόκληρο το ΄θεολογικό΄ (το μετερχόμενο τη θεολογία…) Πνεύμα (“cordis intima” - ;), μας επιτρέπει να ‘κατανοήσουμε’ με το μυστήριό του (Mysterium) το μυστήριο του Υιού που ‘εξηγεί’ τον Πατέρα, να κατανοήσουμε τον Υιό και τη σχέση του προς τον Πατέρα («Έχουμε το πνεύμα τού Χριστού, το πνεύμα, που είναι απ’ τον Θεό, για να γνωρίσουμε, τί μάς έχει δωρηθή απ’ τον Θεό», Α’ Κορ. 16, 12 - ;). Και οδηγείται έτσι να κατανοήση η ‘φιλελεύθερη’ θεολογία, που θεωρείται σοφή, αλλά είναι στην πραγματικότητα μωρία, περαιτέρω τη «μυστική και κρυμμένη σοφία τού Θεού» (ό.π. 2, 7 – «Σοφίαν δέ λαλούμεν εν τοίς τελείοις, σοφίαν δέ ου τού αιώνος τούτου, ουδέ τών αρχόντων τού αιώνος τούτου τών καταργουμένων· αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, τήν αποκεκρυμμένην, ήν προώρισεν ο Θεός πρό τών αιώνων εις δόξαν ημών, ήν ουδείς τών αρχόντων τού αιώνος τούτου έγνωκεν· ει γάρ έγνωσαν, ουκ άν τόν Κύριον τής δόξης εσταύρωσαν…»)· μια σοφία, που δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε, στον άνθρωπο ο οποίος μετέχει σ’ αυτήν, ούτε ως γνώση ούτε ως μη-γνώση (αγνωσία...), ούτε ως μερική γνώση και αγνωσία, αλλ’ ως αυτό μάλλον το οποίο και περιγράφει σε πολλές ‘παραλλαγές’, ως γνώση τού ‘πάνω απ’ τη γνώση’ (πρβλ. Εφ. 3, 19 – «…γνώναί τε τήν υπερβάλλουσαν τής γνώσεως αγάπην τού Χριστού…»), ή γνώση κατά το «γνωσθήναι μάλλον» (Α’ Κορ. 13, 12), ή κίνηση προς τη «γνώση εν τω ήδη γνωσθήναι» (Α’ Κορ. 8, 3 – «…ει δέ τις αγαπά τόν Θεόν, ούτος έγνωσται υπ’ αυτού»· Φιλ. 3, 12 – «ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δέ ει καί καταλάβω, εφ’ ώ καί κατελήφθην υπό τού Χριστού Ιησού») ο Παύλος· ως αυτό, το οποίο και ‘υπερνικά’ με την υπερβολή τής γνώσης, και δεν μπορεί άρα να ονομασθή ούτε αποφατικά (apophatisch) ούτε καταφατικά (kataphatisch), ούτε σ’ αυτήν ούτε στην αιώνια ζωή, όπου και θα γνωρίσουμε και θα δούμε, αλλά ‘απίθανα περιεκτικά’, μέσα απ’ τον ίδιον τον Θεό τον Θεό. Χωρίς αυτό να σημαίνη βέβαια, πως ‘παρακρατά’  (( ! ))  από εμάς κάτι απ’ τον εαυτό του ο Θεός, αλλ’ ότι δίνει αντίθετα, και σύμφωνα με τη φύση του, τόσο περισσότερα, όσο κι εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε . Μιλά εδώ για ένα «ακένωτο φως» ο J. Pieper, που σημαίνει πως «υπάρχει τόσο πολύ φως εκεί, που δεν θα μπορούσε να το πιη μια συγκεκριμένη και πεπερασμένη γνωστική δύναμη μέχρι το τέλος, καθώς διαφεύγει την αντιληπτική (μας…) σύλληψη». Τολμά δε να πη, πως ανήκει στην ουσία τού ίδιου του Θεού αυτή η πλησμονή η Adrienne von Speyr, ο οποίος και βρίσκεται ο ίδιος στην  τριαδική του ζωή και μπροστά στο ολοένα και ‘μεγαλύτερο’, το οποίο είναι ο ίδιος, ολοένα μπροστά σε κάτι το «εκπληκτικό»   (( «Δεν μπορείτε με τίποτα να εξηγείτε τα θεία μέσα απ’ τα ανθρώπινα»… )) . Και αποτελούν το εξηγητικό ακριβώς έργο τού Αγίου Πνεύματος για τους θεολόγους όλα αυτά, το Οποίο και παρέχει, γνωρίζοντάς μας μ’ αυτόν τον τρόπο τον Υιό και τον Πατέρα, και γι’ Αυτό το ίδιο, ως την πραγματική ‘υπερχείλιση’ και ‘πλησμονή’ τού Θεού, τη γνώση.
      Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι είμαστε ‘καταδικασμένοι’ σε μια γνωστική (gnostisch) ή μυστική (mystisch) σιωπή για το Πνεύμα, όπως νομίζουν πως πρέπει να ‘βουβαίνονται’ κάποιες μη χριστιανικές θρησκείες αποφατικά, γιατί απ’ το Πνεύμα “scientam habet vocis” («έχετε τις φωνές τής γνώσης» - ;) λέει η Λειτουργία (Liturgie) (σ.σ.:… Το αυθεντικό νόημα είναι, πως γνωρίζει τις φωνές – τα λόγια – τών ανθρώπων το πνεύμα σοφίας τού Θεού), κάτι που μπορεί να ερμηνευτή με το ότι γνωρίζει τόσο τη φωνή τού Θεού στον Λόγο τού Υιού, αφήνοντάς την να ακουστή μάλιστα σε όλον τον κόσμο, το Πνεύμα, ενώ μπορεί να παρέχη και το σωστό νόημα και ήχο στις ανθρώπινες φωνές που απαντούν. Και υποδηλώνεται μ’ αυτό, ότι δεν αναπτύσσεται παράλληλα κατά κάποιον τρόπο προς τη θεολογία τού Υιού ή και του Πατρός μια θεολογία τού Πνεύματος, αλλά και ότι μπορεί να αναπτυχθή αυθεντικά μόνον στο (με το…) Άγιο Πνεύμα (εν Αγίω Πνεύματι…), όσο απλά ή σοφά κι αν παραδίδεται, (γενικώς…) μια θεολογία. Θα το δείξουμε δε αυτό μιλώντας για τη σχέση μεταξύ Πνεύματος και Χριστού στην Εκκλησία στο 4ο μέρος αργότερα. Μπορούμε όμως να πούμε από τώρα, πως μας απαγορεύει η ‘εμμεσότητα’ κάθε αντίληψης ή «εμπειρίας» τού Πνεύματος, το να θελήσουμε να το ‘καθορίσουμε’ με οποιοδήποτε ανθρωπολογικό μέτρο. Δεν μπορούν να είναι δηλ. ούτε οι μορφές τού ‘ενθουσιασμού’ (Enthusiasmus), που παραμένει εντελώς διφορούμενος καθ’ εαυτός – πρβλ. το ‘ειδωλολατρικό’ «Παρασυρόμενοι προς τα άφωνα είδωλα» (Α’ Κορ. 12, 2 - «Περί δέ τών πνευματικών αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν. Οίδατε ότι, ότε έθνη ήτε, πρός τά είδωλα τά άφωνα ως άν ήγεσθε απαγόμενοι»), ή και ορισμένα εκστατικά φαινόμενα στους πρώιμους Ιουδαίους προφήτες - , ούτε η υπεροχή και το μεγαλείο τής κοσμικής σοφίας (που αποδεικνύεται απλή μωρία μπροστά στον Θεό, Α’ Κορ. 1, 21) ή και το θάρρος τών μαρτύρων (Mӓrtyrer) για ένα οποιοδήποτε θρησκευτικό ή κοσμικό ιδανικό μπροστά στον θάνατο, ένα σίγουρο σημείο τής παρουσίας τού θεϊκού Πνεύματος. (Γιατί…) ποτέ δεν παραπέμπει στον εαυτό του ούτε ‘φανερώνεται’ το Πνεύμα, αλλά είναι πάντοτε το Πνεύμα τού Υιού και του Πατρός, φωτίζοντας τη μεταξύ τους αγάπη, χωρίς να αποκαλύπτεται η ίδια του η πηγή.


      ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, «Υπάρχει μια πνευματική Χριστολογία;» )

ΟΛΗ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΕΔΩ ΜΕΣΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: