Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (118)

Συνέχεια από  Πέμπτη, 11 Μαρτίου  2021

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                              23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ ( 3η συνέχεια )

        

Ο Σωκράτης ρωτά λοιπόν για κάτι το «ασήμαντο» τον Θεαίτητο, που δεν του είναι όμως σαφές: τί είναι άραγες η γνώση, και η επιστήμη (επιστήμη); Έχοντας δε ταυτίσει, πριν καν διατυπώσει το ερώτημα, αυτή τη «γνώση» με τη «σοφία» (σοφία), αφήνει να εννοηθή πως δεν τη συσχετίζει με οποιοδήποτε επιμέρους περιεχόμενο, αλλά πως εννοεί την ύψιστη γνώση, «τη μόνη που μπορεί να ονομασθή, ανάμεσα σε όλες τις γνώσεις, σοφία» (Πολιτεία 429 Α). Ο Θεαίτητος παραβλέπει (βέβαια) στην απάντησή του τον «υπαινιγμό» τού Σωκράτη, και λέει πως «γνώσεις» είναι, όπως ο ίδιος νομίζει, η γεωμετρία και οι υπόλοιπες μαθηματικές επιστήμες, αλλά και οι «χειρωνακτικές» τέχνες· πως όλες αυτές μαζί, αλλά και η καθεμιά ξεχωριστά, συναποτελούν τη «γνώση». Ο Σωκράτης τού υποδεικνύει τότε το λάθος που κάνει στον ορισμό του, γιατί το ερώτημα δεν αφορούσε σε μεμονωμένες γνώσεις, αλλά στο τί είναι η ίδια η γνώση. Αν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σ’ αυτό, θα εισέλθουμε σ’ έναν «απέραντο δρόμο», όσο κι αν το ζητούμενο παραμένει ένας συγκεκριμένος ορισμός και κάποια συγκεκριμένα «όρια». - Ο Θεαίτητος ανήκει στη σειρά τών απορητικών, οριστικών διαλόγων, και η πρώτη απάντηση στους διαλόγους Λάχης,  Θρασύμαχος και Ευθύφρων «μοιάζει» μ’ αυτήν εδώ, καθώς αναφέρεται (βέβαια) σε ένα οποιοδήποτε παράδειγμα από το πρακτικό και εμπειρικό πεδίο. Ενώ και στον Ιππία μείζονα ακολουθεί, μετά από δυό παρόμοιες προσπάθειες, μια τρίτη προσπάθεια, όπου απαριθμούνται  αντίστοιχα, επί μακρόν, παραδείγματα. Σ’ αυτούς τούς διαλόγους συγκαταλέγεται και το πρώτο μέρος τού Μένωνα, όπου απαριθμείται μια ποικιλία παραδειγμάτων, αντί για έναν «περιορισμό» και μιαν «ενότητα». Όσο σαφής κι αν είναι ωστόσο η «παράδοση» στην οποίαν ανήκει, λόγω μορφολογικής συγγένειας, και ο παρών διάλογός, αυτό δεν υποχρεώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον Πλάτωνα να «υποταχθή» (να «σκλαβωθή») σ’ ένα συγκεκριμένο, έστω και δικό του, «σχήμα». Η απάντηση λοιπόν τού Θεαίτητου, που δεν είναι πράγματι ένας οποιοσδήποτε μαθητής, έχει ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο, από πολλές πλευρές, νόημα. Αυτή η (απλή) «απαρίθμηση» αντίκειται ασφαλώς, τυπικά και λογικά, στο αίτημα του Πλάτωνα για έναν ορισμό. Δεν επισημαίνονται όμως μόνον η έλλειψη εκπαίδευσης ή η αδεξιότητα ενός μαθητή εδώ, αλλά και μια συγκεκριμένη θεωρία, στην οποία θα αναφερθή κατηγορηματικά αργότερα ο Πλάτων (207 C), και η οποία θεωρούσε την απαρίθμηση των επιμέρους στοιχείων ως ορισμό! Αυτή η «θεωρία» απορρίπτεται έτσι εδώ αμέσως απ’ τον διάλογο, μαζί με τα απλοϊκά προηγούμενά της, μέσα απ’ το πλατωνικό αίτημα για το «Εν στα Πολλά» και για το «Ταυτόσημο σε Όλα». Ως προς το περιεχόμενο, απαριθμούνται κατόπιν άλλη μια φορά οι συγκεκριμένες επιστήμες, και οι «χειροποίητες» επιπλέον τέχνες, που είναι όλες ωσεί παρούσες στην πραγματικότητα από εδώ και πέρα, εγγυώμενες εκ των προτέρων την ύπαρξη μιας γνώσης αντίθετης στον σοφιστικό κατακερματισμό. Έχει δε ιδιαίτερη τελικά σημασία για τη συνολική δομή τού διαλόγου, ότι μετά από μιαν ειρωνική «νουθεσία» και μια σύντομη ανάλυση του λάθους εκ μέρους τού Σωκράτη, προάγει ο ίδιος ο Θεαίτητος, απ’ τη δική του μαθηματική εμπειρία, τη συζήτηση. Κάτι που θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε π.χ. με τον Μένωνα – όπου υπάρχουν επίσης η νουθεσία και η ανάλυση, αλλά ο συζητητής πρέπει να «καθοδηγηθή» με κόπο περαιτέρω απ’ τον Σωκράτη (72 Α κ.ε.), όσο κι αν βοηθάη ένα διευκρινιστικό παράδειγμα απ’ τη γεωμετρία που φέρνει στο προσκήνιο ο Σωκράτης (73 Ε κ.ε.), για να «αξιωθή» (να αποκτήση μιαν αξία) η καινούργια αντίληψη ενός παλαιού ζητήματος.

      Στη σειρά τών διαλόγων, στην οποία «ανήκει» και ο Θεαίτητος, ακολουθεί, μετά τον τυπικά «αποτυχημένο» ορισμό και αμέσως μετά την κριτική ανάλυσή του, ένας (άλλος) ορισμός, που «ικανοποιεί» το αίτημα της ενότητας. Η όλη δομή είναι ωστόσο διευρυμένη στον Θεαίτητο. Όπου και αναπτύσσεται, μεταξύ κριτικής αναλύσεως και του πρώτου στην πραγματικότητα ορισμού, σ’ ένα προστάδιο τρόπον τινά ακόμα, η συζήτηση για δυό «αντικείμενα», τα οποία δεν βρίσκονται  αναγκαίως στην «ευθεία οδό τής αναζήτησής μας», είναι όμως, ακριβώς γι’ αυτό, καθοριστικά για την ιδιαίτερη «φύση» τού διαλόγου μας.

       Το πρώτο απ’ αυτά τα δυό «μέρη» τού διαλόγου είναι εκείνο στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, όπου «καθοδηγεί» ο ίδιος ο Θεαίτητος τη συζήτηση, μιλώντας για μιαν ανακάλυψη που έχει κάνει από κοινού με τον φίλο του, τον νεαρό Σωκράτη. Είναι σίγουρο, πως υπήρξε πράγματι αυτός ο νεαρός Σωκράτης. Και δεν διαλέγει μόνο για «προσωπικούς λόγους» αυτό ακριβώς το όνομα για τον συνομήλικο φίλο τού Θεαίτητου ο Πλάτων. Ο Θεαίτητος μοιάζει, είναι αλήθεια, στο πρόσωπο – την πλατειά μύτη και τα προεξέχοντα μάτια – με τον ηλικιωμένο Σωκράτη· και ο νεαρός Σωκράτης έχει το ίδιο όνομα με τον δάσκαλο· και το «εύρημα», που θα περιγράψη τώρα ο Θεαίτητος, προήλθε από μια συζήτηση με τον νεαρό φίλο του (διαλεγομένοις 417 D 1), από μια «νεανικά» φυσική άρα προτύπωση του σωκρατικού διαλόγου, ενώ και το πρόβλημα, από το οποίο ξεκίνησε η συζήτηση, το «είχε θέσει» (έγραφε 147 D 3) ο δάσκαλός τους Θεόδωρος. Οι δυό μαθητές είχαν λοιπόν χωρίσει από κοινού,  και σύμφωνα με συγκεκριμένα γνωρίσματα, σε δυό κατ’ αρχάς και σε τέσσερις κατόπιν ομάδες την αριθμητική σειρά, ονομάζοντας με τον αντίστοιχο ορισμό την κάθε ομάδα. Αυτή τη διαδικασία θα ήθελε να χρησιμοποιήση ο Θεαίτητος και για τη ζητούμενη εδώ «γνώση», χωρίς να γνωρίζη όμως πώς ακριβώς να προχωρήση. Τα μαθηματικά παρουσιάζονται άρα ως μια προπαιδευτική, σύμφωνα με το παιδαγωγικό σύστημα της Πολιτείας, επιστήμη· όπου χρησιμοποιείται, σε μιαν απλή προτύπωση, η αρχή τής «διαίρεσης», ενώ «δοκιμάζεται» ταυτόχρονα ο «αυτοτελής», καθοδηγούμενος ωστόσο απ’ τον δάσκαλό του μαθητής.

     Στον παραδειγματικό μαθητή αντιστοιχεί, στο δεύτερο απ’ αυτά τα «προετοιμαστικά μέρη» τού διαλόγου, ο παραδειγματικός δάσκαλος. Ο οποίος γνωρίζει (πολύ καλά) τη δυσκολία τού υπό εξερεύνησιν αντικειμένου και προειδοποιεί κατηγορηματικά τον νεανία, πως το πρόβλημα ανήκει στα «εντελώς ύψιστα» (148 C 7) – γι’ αυτό και ο διάλογος θα καταλήξη στην «απορία». Ο Σωκράτης δίνει όμως ταυτόχρονα θάρρος στον μαθητή και αποκαλεί το αδιέξοδό του «πόνους τής γεννήσεως», και τον εαυτό του βοηθό στη γέννα. Αυτή είναι η μαιευτική (τέχνη) τού Σωκράτη, όπως ονομάζει «καινοφανώς» την ερευνητική και παιδαγωγική μέθοδο του δασκάλου ο διάλογός μας. Με την οποία συνδέεται στενά, ως «ρυθμιστής», το «δαιμόνιο». Εφ’ όσον ο Σωκράτης δεν μπορεί να την ασκή, παρά μόνον όταν δεν του το απαγορεύη (δεν του λέει «όχι») το «δαιμόνιο». Αυτά που λέγονται εδώ για το «δαιμόνιο»,  συνεχίζουν τη «γραμμή» τού Θεάγη και του «Μεγάλου» Αλκιβιάδη (Αλκιβιάδης Μείζων). Ενώ ο Αριστείδης (εγγονός τού «δικαίου»), που παρουσιάζεται ως παράδειγμα αποτυχημένης μαθητείας, μας φέρνει στον νου και το τέλος τού διαλόγου Λάχης, όπου ο ομώνυμος Αθηναίος παρακαλεί τον Σωκράτη να αναλάβη τον δικό του εγγονό· το ίδιο σημείο τού Λάχη μάς το θυμίζει και η περαιτέρω «εξήγηση» του Σωκράτη στον Θεαίτητο: όπου βλέπει πως δεν είναι ο ίδιος κατάλληλος δάσκαλος, «προξενεύει» (συνεχίζοντας το επάγγελμα της «μαίας») και συνιστά άλλους δασκάλους. Ξανακοιτάμε άρα κι από εδώ τούς διαλόγους, όπου ασκείται η «μαιευτική». Στον Θεαίτητο δεν πρόκειται όμως για μιαν «απλή εξάσκηση» (επαγγέλματος!)· καθώς η παιδαγωγική δύναμη του Σωκράτη φτάνει στην ύψιστη «συνείδηση» του εαυτού της, αλλά και των ορίων που της θέτει ταυτόχρονα το «δαιμόνιο».

     Η ερμηνεία μας μάς έδειξε, ότι εκεί που ξεκινά η πραγματική, σύμφωνα με την επικρατέστερη αντίληψη, φιλοσοφική «γραμμή» τού διαλόγου, στον πρώτο δηλ. «αυστηρό» ορισμό, τα ουσιώδη είναι ήδη παρόντα. Δεν πρόκειται ποτέ πια από ’δώ και πέρα για μια γνήσια «θεωρία τής γνώσης» με την έννοια του Καρτέσιου ή του Λόκ ή του Καντ σ’ αυτόν τον διάλογο, αλλά για «ηθικούς», τουλάχιστον, κανόνες, για τη διαλογική μορφή απέναντι στη (μονόπλευρη) διδασκαλία και επεξεργασία, για την παιδαγωγία και το «δαιμονικό (έξωθεν και άνωθεν) στοιχείο», για την ζωή και τον θάνατο, για την (ίδια την ανθρώπινη) «ύπαρξη». Και γνωρίζουμε πλέον, ότι ναι, υπάρχουν οι συγκεκριμένες («ακριβείς») επιστήμες, μαζί με τα αντικείμενά τους, που τις αναπαριστούν «ζωντανά» ο Θεόδωρος και οι μαθητές του, και στις οποίες αναφέρεται συνεχώς ο διάλογος. Και διαισθανόμαστε, ότι η (ίδια η) Επιστήμη δεν πρέπει να αναζητηθή παρά στη δική τους κατεύθυνση, πάνω ή πέρα ίσως απ’ αυτές, σε καμμιά όμως περίπτωση κάπου «εντελώς» αλλού. Προετοιμασμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο, «ακούμε» και τον πρώτο απ’ τους τρεις ορισμούς, που θα διακρίνουν σαφώς από τώρα και στο εξής σε τρία μέρη τον διάλογο. Ορισμό ο οποίος λέει, ότι γνώση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντίληψη (ενός πράγματος) (151 Ε).

     ( συνεχίζεται )

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο Friedlander βάζει τα πράγματα στη θέση τους.