Συνέχεια από Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 2021
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ
ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ
ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ :
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
23. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ ( 2η συνέχεια )
Υπάρχει ένα προσωπικό στοιχείο στον κάπως τυπικό, αρχικό διάλογο των δύο ανδρών, απ’ το οποίο και θα προέλθη η αντικειμενική συζήτηση. Ο Σωκράτης ζητά απ’ τον Θεόδωρο, που φιλοξενείται στην Αθήνα, να του δείξη τον πιο «φέρελπι» ανάμεσα στους νέους που γνωρίζει ως δάσκαλος· και δεν αναφέρεται βέβαια στην πατρίδα τού Θεόδωρου, τήν Κυρήνη, αλλά ρωτά για την αθηναϊκή νεολαία, εφ’ όσον σ’ αυτόν άλλωστε τον «χώρο» εκπληρώνεται η αποστολή του. Ο δε Θεόδωρος του συστήνει, ως τον πιο προικισμένο ανάμεσα στους σύγχρονους νέους, τον Θεαίτητο.
Είναι ένας νέος, που συνδυάζει ποικίλα χαρίσματα, όπως τη γρήγορη αντίληψη και την καλή μνήμη με τη σταθερότητα του χαρακτήρα και μια φυσική ισορροπία, αλλά και τη «λεπτότητα» της συμπεριφοράς με το θάρρος. Γιατί το να μπορή να συζητήση κανείς, δημόσια, «γνωσιοθεωρητικά» ερωτήματα με κάποιον, που να είναι μεν ευφυής, αλλά να είναι ταυτόχρονα δειλός και δίχως μέτρο, αυτό θα μπορούσαμε βέβαια να το «σκεφτούμε» εμείς σήμερα, αλλά θα ήταν μια εντελώς αντι-πλατωνική σκέψη. Ο αναγνώστης καλείται μάλιστα να θυμηθή, ότι μια εντελώς παρόμοια συνένωση αντιπαραβαλλομένων «προτερημάτων» απαιτείται και από κείνους που προορίζονται για φιλόσοφοι-άρχοντες στην Πολιτεία (485 Α κ.ε.), κι ότι η γυμναστική και η μουσική εξυπηρετούν εκεί την προετοιμασία αυτού ακριβώς τού ενιαίου (εσωτερικού) «οικοδομήματος». Ο Πλάτων θέτει άλλωστε και στο τέλος τού διαλόγου Πολιτικός (309 Ε κ.ε.) ως καθήκον ενός «βασιλικού» πολιτικού ανδρός το να συνυφαίνη σε μιαν ενότητα τις δυό βασικές ανθρώπινες «αρχές», το θάρρος που οδηγεί (πάντα) προς τα εμπρός και το μέτρο που προφυλάσσει απ’ τις ακρότητες, ενώ «απαιτεί» και στους Νόμους (V 731 B κ.ε.) να συνενώνη ο «Αγαθός» στον εαυτό του αυτά τα (φαινομενικά) αντίθετα χαρακτηριστικά, το θάρρος και το μέτρο. Ο Θεαίτητος είναι λοιπόν εκ φύσεως προικισμένος για κάτι το τόσο «υψηλό», κι όπως ο διάλογος για τη σωφροσύνη μπορεί να διεξαχθή μόνο με τον Χαρμίδη, που διαθέτει εκ φύσεως προτυπωμένη αυτήν την αρετή, έτσι και η αναζήτηση για την ουσία τής γνώσης μπορεί και διεξάγεται μόνο με τον Θεαίτητο. Τότε και η έμφαση στην εξωτερική του «ασχήμια», που προσομοιάζει στην εξωτερική «ασχήμια» του Σωκράτη, καθίσταται κάτι περισσότερο από μιαν εντελώς προσωπική και μόνον ανάμνηση, όσο κι αν συμβαίνη κι αυτό. Μήπως δεν ξεπερνά άλλωστε την πλατειά μύτη και τα «γουρλωτά» μάτια αυτή η ομοιότητα; Και μήπως δεν μας «υπενθυμίζει» η (εξωτερική) «ασχήμια» την ωραιότητα, απ’ τη μια μεριά, εκείνης τής νεότητας, την οποία είχε αναδείξει στους πρώιμους διαλόγους του ο Πλάτων, αλλά και την «κλίμακα» της Διοτίμας απ’ την άλλη, όπου «αρκεί ακόμα και μια ελάχιστη ανθοφορία τού σώματος» για να ξυπνήση τον έρωτα στο ανώτερο σκαλοπάτι, «αν είναι καλοσχηματισμένη και μόνον η ψυχή» (Συμπ. 210 Β 8) ; Ή ακόμα και την ειρωνεία, με την οποία καλύπτει το εξωτερικό παρουσιαστικό τού Σωκράτη (όπως και του Θεαίτητου τώρα) το «εσωτερικό» του; ((«Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»… )) Αλλά και ο Θεόδωρος δεν παρουσιάζεται τελικά κατά προσέγγισιν, από κάποια προσωπική ανάμνηση ή και ευγνωμοσύνη τού Πλάτωνα, παρ’ όλο που συνάδει κι αυτό. Η γεωμετρία αποτελεί ένα πρώιμο σκαλοπάτι για τη διαλεκτική, όπως διδάσκει η Πολιτεία, και ο Θεόδωρος πράγματι «αποχωρεί», όταν ξεκινά η πραγματική φιλοσοφική συζήτηση. Συμβαίνει όμως και κάτι παραπέρα: εφ’ όσον η συζήτηση διεξάγεται γύρω απ’ το ερώτημα για την ουσία τής επιστήμης, και μάλιστα δίχως αποτέλεσμα σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι εξαιρετικά σημαντικό το ότι συνδέονται, από τα πρώτα ήδη λόγια του Σωκράτη «η γεωμετρία ή κάποιο άλλο πεδίο γνώσης» (γεωμετρίαν ή τινα άλλην φιλοσοφίαν) μ’ αυτό το ερώτημα. Δεν γνωρίζουμε ασφαλώς, το τί είναι η γνώση. Πρέπει όμως να ξεύρουμε ευθύς εξαρχής, ότι υφίσταται γνώση. Η οποία και «φανερώνεται», με τη γεωμετρία και τον γεωμέτρη, όχι στην ύψιστη αλλά σε μιαν «υψηλή» βαθμίδα, και με πολύ συγκεκριμένη μορφή, κι αυτή η πραγματική «ύπαρξη» της γνώσης αντιτάσσεται ήδη εκ των προτέρων σε κάθε προσπάθεια, να διαλυθή η γνώση και το αντικείμενό της σε κάτι που «ρέει ακαθόριστο».
Στον Χαρμίδη ο διάλογος προχωρά απ’ τη σωματική ωραιότητα στα εσωτερικά προτερήματα, και ο Σωκράτης ρωτά τον νεανία, αν διαθέτη (πράγματι) εκείνη τη σωφροσύνη, που του αποδίδει ο θείος του, για να γεννηθή έτσι το ερώτημα: τί είναι άραγες η σωφροσύνη; Ο Θεαίτητος ξεκινά εντελώς παρόμοια με το πρόσωπο του νεαρού άνδρα, για να φτάση γρήγορα στο ερώτημα: τί είναι όμως η γνώση; Η «διαδρομή» είναι πιο σύντομη εδώ, πλουσιώτερη όμως σε «απόψεις». Πραγματοποιείται κι εδώ ένα «πέρασμα» απ’ τα σωματικά στα ψυχικά χαρακτηριστικά, μόνο που στη θέση τής ωραιότητας υπάρχει η «σωκρατοειδής ασχήμια», και η συζήτηση συνδέεται με την κατηγορηματική έννοια της «ομοιότητας» (όμοιον), που θα συγκαταριθμηθή αργότερα στον διάλογο με κείνες τις γενικές έννοιες (κοινά), που η ψυχή τις ανακαλύπτει μόνο μέσα απ’ τον εαυτό της (185 C κ.ε.). Ως «κριτής» (σημείο αναφοράς) μιας τέτοιας ομοιότητας παρουσιάζεται, εν είδει αστείου, αυτός που «επαγγέλλεται» και είναι έμπειρος στο σχέδιο ή τη ζωγραφική (γραφικός), ενώ αντιπαρατίθεται σ’ αυτόν, επίσης εν είδει αστείου, ως κάποιος που δεν έχει γνώση σ’ αυτό το πεδίο, έχει όμως σ’ ένα άλλο, αυτός που γνωρίζει γεωμετρία, αστρονομία, αριθμητική, μουσική και άλλες συγγενείς «εκπαιδευτικές» γνώσεις (καί όσα παιδείας έχεται). Πρόκειται για τη γνωστή σωκρατικο-πλατωνική αναφορά στους εκπροσώπους μιας αντικειμενικής και εξειδικευμένης γνώσης, που αποκτά εδώ ένα ιδιαίτερο νόημα για τη συζήτηση περί τής ουσίας τής γνώσεως. Πρόκειται δηλ. άλλη μια φορά για μορφές γνώσης, που διαθέτουν τούς αναγνωρισμένους εκπροσώπους τους, επιβεβαιώνοντας με την αναμφισβήτητη επαγγελματική τους ύπαρξη την πραγματικότητά τους (ότι είναι πραγματικές), χωρίς να έχη ακόμα διεξαχθή η συζήτηση για την ίδια, τη γνώση καθεαυτή.
Παρατηρώντας τώρα τις διάφορες αυτές επιστήμες, ο Σωκράτης ρωτά: σε τί συνίσταται ο χαρακτήρας τους ως επιστήμη; Ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να φαίνεται περιττό στους εκπροσώπους καθεμιάς απ’ αυτές· δεν απιστεί όμως η κάθε επιστήμη κατά την ουσία της, αν δεν απευθύνη αυτό το κριτικό και φιλοσοφικό σωκρατικό ερώτημα στην ίδια της την ουσία; Και δεν απευθύνεται αυτό το σωκρατικό ερώτημα, γενικό κατ’ αρχάς και συγκεκριμένο κατόπιν στον Θεαίτητο, στον καθέναν από εμάς, που ασκεί μιαν επιστήμη ή τέχνη; (Έτσι διακρίνεται εξάλλου ο πλατωνικός διάλογος από ένα «καθαρό» έργο τέχνης, επειδή μπορεί δηλ. να παρακινήση σε κάθε στιγμή τον αναγνώστη να «εισέλθη» κι αυτός στη συζήτηση!) . Δεν αποδεικνύεται λοιπόν ευθύς εξαρχής, ότι το ερώτημα του Σωκράτη δεν αναφέρεται απλώς σε μια «γνωσιοθεωρία», αλλά ταυτόχρονα σε μιαν «ηθική», ή ακόμα και στην (ανθρώπινη) «ύπαρξη»;
Μόλις ετέθη σαφώς το θέμα, ο Θεόδωρος αποχωρεί (απ’ τη συζήτηση), αφήνοντας τη νεότητα να «προσφερθή» στον έλεγχο του Σωκράτη. Παρόμοια δεν συμμετείχε στη συζήτηση πια στον Θρασύμαχο ο γηραιός Κέφαλος, μόλις αυτή εστράφη προς την ουσία τής ίδιας της «δικαιοσύνης». Και όπως εκπροσωπούσε εκεί ο Κέφαλος μιαν «εκλαϊκευμένα» παραδοσιακή και αδιαφανή καθεαυτή «δικαιοσύνη», έτσι εκπροσωπεί κι εδώ ο Θεόδωρος τη γνώση συγκεκριμένων πραγμάτων, που δεν μπορεί να έχη την ουσία τής γνώσης ως αντικείμενό της, αλλά και ένα είδος διδασκαλίας, «ξένο» προς τον σωκρατικό διάλογο (διαλέγεσθαι, διάλεκτος 146 ΑΒ). Μόνο που ο Θεόδωρος παραμένει – διαφορετικά απ’ τον ηλικιωμένο Κέφαλο -, ως εκπρόσωπος αυτής τής ακλόνητης, «πραγματικής» γνώσης· η επιστήμη του, τα μαθηματικά, έχουν άρα μια σημασία για το βασικό ερώτημα του διαλόγου· και θα πρέπη να περιμένουμε να δούμε, σε ποιο σημείο τού διαλόγου θα παρέμβη πάλι ξανά.
Μόλις ετέθη σαφώς το θέμα, ο Θεόδωρος αποχωρεί (απ’ τη συζήτηση), αφήνοντας τη νεότητα να «προσφερθή» στον έλεγχο του Σωκράτη. Παρόμοια δεν συμμετείχε στη συζήτηση πια στον Θρασύμαχο ο γηραιός Κέφαλος, μόλις αυτή εστράφη προς την ουσία τής ίδιας της «δικαιοσύνης». Και όπως εκπροσωπούσε εκεί ο Κέφαλος μιαν «εκλαϊκευμένα» παραδοσιακή και αδιαφανή καθεαυτή «δικαιοσύνη», έτσι εκπροσωπεί κι εδώ ο Θεόδωρος τη γνώση συγκεκριμένων πραγμάτων, που δεν μπορεί να έχη την ουσία τής γνώσης ως αντικείμενό της, αλλά και ένα είδος διδασκαλίας, «ξένο» προς τον σωκρατικό διάλογο (διαλέγεσθαι, διάλεκτος 146 ΑΒ). Μόνο που ο Θεόδωρος παραμένει – διαφορετικά απ’ τον ηλικιωμένο Κέφαλο -, ως εκπρόσωπος αυτής τής ακλόνητης, «πραγματικής» γνώσης· η επιστήμη του, τα μαθηματικά, έχουν άρα μια σημασία για το βασικό ερώτημα του διαλόγου· και θα πρέπη να περιμένουμε να δούμε, σε ποιο σημείο τού διαλόγου θα παρέμβη πάλι ξανά.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου