Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (116)

Συνέχεια από  Τρίτη, 12 Ιανουαρίου 2021

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                           ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                            23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

 

       Ο Διάλογος μεταξύ τού Σωκράτη, του μαθηματικού Θεόδωρου και του νεαρού Θεαίτητου διεξάγεται με καθαρά «δραματικό» τρόπο, χωρίς αφηγηματικούς, ενδιάμεσους λόγους, όπως σε κάποια απ’ τα πρώιμα (πλατωνικά) κείμενα, κατόπιν στον Κρατύλο, τον Γοργία και τον Μένωνα, και στο όψιμο ιδιαιτέρως έργο τού Πλάτωνα, όπου ο σωματικο-πνευματικός χώρος μάλλον προϋποτίθεται ή υποδηλώνεται, παρά είναι ήδη διαμορφωμένος. Στον Φαίδωνα και την Πολιτεία πρόκειται απ’ την άλλη για επαναφηγημένους, πλούσιους σε περιστατικά διαλόγους. Ο Θεαίτητος είναι όμως ο μοναδικός διάλογος της καθαρά δραματικής ομάδας διαλόγων, με έναν αρχικό εισαγωγικό διάλογο όπως στο Συμπόσιο και τον Φαίδωνα. Ο δε κυρίως διάλογος δεν αναπτύσσεται (εκείνη τη στιγμή) προφορικά, αλλά αναγιγνώσκεται – για μια μοναδική φορά στον Πλάτωνα – μεγαλοφώνως. Το πώς φτάνουμε σ’ αυτήν την ανάγνωση, μας το δείχνει ο εισαγωγικός διάλογος, ο οποίος μπορεί άρα, φαινομενικά εύκολα, να «αποσπαστή»· κατά την ύστερη αρχαιότητα γνώριζαν έναν άλλον, μάλιστα, εισαγωγικό διάλογο στη θέση τού παρόντος, τον οποίον ένας αρχαίος κριτικός τής λογοτεχνίας τον χαρακτηρίζει ως «αρκετά παγ(ι)ωμένο» (υπόψυχρον). Ερμήνευσαν έτσι οι αρχαίοι ήδη ερμηνευτές, και τον επανερμήνευσαν κατόπιν οι σύγχρονοι, σαν να είχε υπάρξει αρχικά χωρίς αυτήν την «εισαγωγή» ο συγκεκριμένος Διάλογος.

     Ο εισαγωγικός διάλογος συνεισφέρει με τρεις κατ’ αρχάς τρόπους στο σύνολο του διαλόγου. Κατά πρώτον εξασφαλίζεται – όπως π.χ. στο Συμπόσιο – η (ιδεατή) ιστορικότητα και ακρίβεια της αφήγησης, καθώς ο Ευκλείδης αναφέρεται σε όσα τού διηγήθηκε ο Σωκράτης, προσθέτοντας ότι ρωτούσε συνεχώς τον Σωκράτη, για να διορθώνη τις ατέλειες της καταγραφής του. Κατά δεύτερον, επιτείνεται εκ των προτέρων – όπως στο Συμπόσιο και τον Παρμενίδη – η σημασία τού κυρίως διαλόγου, εφ’ όσον ζη ακόμα μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων, που ήταν εν ζωή όταν πέθανε ο Σωκράτης. Υπάρχει δε και μια τρίτη διάσταση, ένα όφελος που προκύπτει απ’ αυτήν την «εισαγωγή» για τον βασικό συνομιλητή τού Σωκράτη, τον Θεαίτητο. Ο Θεαίτητος είναι ο ευφυής και εξαιρετικά προικισμένος στα μαθηματικά νεαρός τού κυρίως διαλόγου. Όσο όμως περισσότερο οι ερωτήσεις τού διαλόγου απευθύνονται στη διανοητική του ικανότητα, τόσο πιο σημαντικό καθίσταται το ότι ο αφηγητής αναδεικνύει ευθύς εξαρχής, πέρα απ’ την (αναμφισβήτητη) αντιληπτική ικανότητα του νεαρού συνομιλητή, το ότι έχει συνενώσει στον εαυτό του τις τόσο αντίθετες ιδιότητες της ψυχικής ηρεμίας και της ανδρείας (144 Α). Στον εισαγωγικό διάλογο επιβεβαιώνεται επίσης αυτό που θα πη στον κυρίως διάλογο ο Θεόδωρος: ότι ο Θεαίτητος πληγώθηκε πράγματι θανάσιμα στον ανδρείο αγώνα μπροστά στην Κόρινθο. Ο Πλάτων αναγείρει έτσι στην αρχή τού κειμένου ένα μνημείο σ’ αυτόν που έπεσε το έτος 369 στη μάχη. Αλλά δεν πρέπει να το εκλάβουμε ούτε αυτό εντελώς προσωπικά. Το ότι ο ευφυής και «αξιόλογος» νέος εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ένας άνδρας, που επαληθεύει μέχρι τον θάνατο την ανδρεία του, αυτό δείχνει, πέρα κι απ’ τον προσωπικό έπαινο, ποια είναι η τέλεια ανθρώπινη εικόνα για τον Πλάτωνα.

       Ακόμα πιο σημαντικό είναι για το σύνολο του διαλόγου το τέταρτο «κέρδος»: εκείνο το αλησμόνητο επεισόδιο του κυρίως διαλόγου (172 C – 177 C) θα έμενε ακατανόητο χωρίς τον «εισαγωγικό διάλογο»· εκεί που ο Σωκράτης αρχίζει, φαινομενικά αιφνίδια, να λέη, πώς όσοι έχουν περάσει πολλά χρόνια στη φιλοσοφική προσπάθεια, γίνονται γελοίοι ως ρήτορες μπροστά στο δικαστήριο. Το αιφνίδιο αυτής τής «έκρηξης» πραγματικά «σαστίζει» – αν έχουμε βέβαια ξεχάσει τον «εισαγωγικό διάλογο» ή τον έχουμε απομονώσει ως συμπληρωματική (απλώς)  προσθήκη. Γιατί εκεί μαθαίνουμε (142 C 6), ότι ο Σωκράτης συναντήθηκε «λίγο πριν τον θάνατό του» με τον νεαρό Θεαίτητο. Και σ’ αυτήν την αρχή αναφέρονται επίσης, άλλη μια φορά, τα τελευταία λόγια του διαλόγου, με τα οποία ο Σωκράτης ετοιμάζεται να πάη στη «βασιλική αίθουσα», να αντιμετωπίση την κατηγορία τού Μέλετου. Επικειμένης τής δίκης του, της τελευταίας δηλ. απόφασης της ζωής του,   ο Σωκράτης αναλαμβάνει αυτές τις «λεπτές, γνωσιοθεωρητικές έρευνες». Η αρχή και το τέλος τού διαλόγου «επωμίζονται» έτσι εκείνο το επεισόδιο, όπου αναδεικνύεται, πολύ υψηλότερα απ’ το πραγματικό επίπεδο της συζήτησης, η μεγαλειώδης, αλλά παρεπικινδυνευμένη ύπαρξη του φιλοσόφου. Μήπως λοιπόν αυτός ο διάλογος, ο οποίος θεωρείται ως «το βασικό κείμενο της πλατωνικής θεωρίας τής γνώσης», είναι και κάτι το εντελώς «άλλο», πέρα απ’ αυτό;

      Τι μπορεί να σημαίνη τελικά το ότι ο Πλάτων καθιστά τον Ευκλείδη και τον Τερψίωνα από τα Μέγαρα πρόσωπα του «εισαγωγικού διαλόγου»; Συμβαίνει μόνον επειδή τα Μέγαρα είναι μια «στάση» στον δρόμο απ’ την Κόρινθο προς την Αθήνα; Ή μήπως, επειδή οι «Μεγαρικοί» κατέχουν ταυτόχρονα, με την αφιερωμένη στον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα διαλεκτική τους, μια «βαθμίδα» στον δρόμο προς τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, παρόμοια με την πυθαγόρεια κοινότητα στον Φλιούντα, που «εισάγει» τον διάλογο στον Φαίδωνα; Ο λόγος ανάμεσα σ’ αυτούς τούς δυό άνδρες δεν αναφέρεται βέβαια στη φιλοσοφία. Ο Πλάτων θέλησε όμως παρ’ όλ’ αυτά, να σκεφτή κανείς, με την αναφορά τού ονόματος του Ευκλείδη, το Ένα Είναι (το ένα εκείνο Όν), το οποίο είναι ταυτόχρονα Αγαθό και Τέλειο, «που ονομάζεται με πολλά ονόματα, όπως σκέψη, θεός, πνεύμα κ.ο.κ», και το οποίο αντιπαρατίθεται ευθύς εξαρχής σε κάθε σοφιστική ανάλυση.

     Πρόκειται σίγουρα και για μιαν ευχαριστία προς τον Ευκλείδη, προς τον οποίον είχαν καταφύγει ο Πλάτων και άλλοι μαθητές τού Σωκράτη μετά τον θάνατό του, πριν 30 χρόνια. Τί σημαίνει όμως, πέρα απ’ το προσωπικό στοιχείο, αυτή η αφιέρωση; Ο Τερψίων και ο Ευκλείδης εμφανίζονται άλλη μια φορά στο πλατωνικό έργο, στον Φαίδωνα, ως οι τελευταίοι, όπως εξιστορούνται, στη μακριά σειρά τών συντρόφων που παρευρίσκονται στον θάνατο του Σωκράτη. Είναι αδιανόητο να μην το είχε σκεφτή αυτό ο Πλάτων, επινοώντας τον «εισαγωγικό διάλογο» του Θεαίτητου, και είναι δύσκολο να «πιστέψουμε», πως δεν ήθελε να το υπενθυμίση στους αναγνώστες του. Οι δυό αυτοί διάλογοι είναι άλλωστε οι μοναδικοί στο συνολικό έργο τού Πλάτωνα, όπου ο «εισαγωγικός διάλογος» μετατίθεται μακριά απ’ την Αθήνα. Πρέπει άρα να σκεφτούμε όσα συνέβησαν, 30 χρόνια πριν, στον Φαίδωνα, κι αυτή η φράση: «λίγο πριν τον θάνατο του Σωκράτη», αποκτά μιαν ιδιαίτερη «ένταση» με τον τωρινό διάλογο. Χρειάζεται να «ανακαλύψουμε» λοιπόν από το σημείο αυτό εκ νέου, το πόσο περιορίζεται η ματιά μας, παραμένοντας στον γνωσιοθεωρητικό και μόνο σκοπό τού Θεαίτητου – και να «δεχτούμε», ότι η γνωστική θεωρία συνδέεται με τον θάνατο.

     Ο τόπος τού διαλόγου, που δεν υποδηλώνεται ευθύς εξαρχής, και μόνον εν συντομία κατόπιν, είναι η παλαίστρα. Αρχικά μιλά ο Σωκράτης με τον μαθηματικό Θεόδωρο απ’ την Κυρήνη για τον νεαρό Θεαίτητο. Ο οποίος εμφανίζεται μέσα από ένα πλήθος συνομιλήκων του, που θα είναι και αργότερα, κατά περίστασιν, παρόντες (168 D 8). Δεν θυμίζουν μόνον η εικόνα και η «κίνησή» του γενικώς τον Χαρμίδη, τον Λύσι και τον Ευθύδημο, αλλά στον Χαρμίδη μάς «επαναφέρει» και το συγκεκριμένο ερώτημα του Σωκράτη στον Θεόδωρο, για το ποιοι είναι σήμερα οι πιο ελπιδοφόροι ανάμεσα στους νέους, ενώ το ότι δεν γνωρίζει ο Σωκράτης το όνομα του νεαρού είναι κι αυτό ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό απ’ τον Λύσι. Ο Θεόδωρος έχει την ίδια, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, θέση όπως ο Κριτίας στον διάλογο Χαρμίδης: ως κάποιος που γνωρίζει τον νεαρό άνδρα και μεσολαβεί- στη δραματική πλοκή - μεταξύ Σωκράτη και Θεαίτητου, «αντανακλώντας» ταυτόχρονα την εικόνα τού Θεαίτητου προς τη μεριά τού αναγνώστη. Αυτές οι ομοιότητες σημαίνουν ασφαλώς κάτι. Κι αν συνυπολογίσουμε το ότι θα τεθή σύντομα το ερώτημα, που θα κυριαρχήση στον διάλογο, για το τί είναι λοιπόν η γνώση, όπως τίθεται στον Χαρμίδη το ερώτημα για την ουσία (φύση) τής σωφροσύνης, και στον Λύσι για την ουσία (φύση) τής φιλίας, κι ότι μένουν τελικά αναπάντητα όλα αυτά τα ερωτήματα, γίνεται σαφές ότι με τον Θεαίτητο ο Πλάτων συμπεριλαμβάνει τη δομή των απορητικών, οριστικών διαλόγων του στο έργο τής όψιμης ωριμότητάς του.

    ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: