Συνέχεια από: Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου 2021
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
IΙ. H ΠHΓH ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Κατά τη φιλοσοφική παράδοση δύο είναι τα κίνητρα του φιλοσοφείν: το θαυμάζειν και η αμφιβολία.
Ο Πλάτων γράφει στον διάλογο Θεαίτητος (155d): Mάλα γὰρ τοῦ φιλοσόφου τοῦτο τὸ πάθος, τὸ θαυμάζειν· οὐ γὰρ ἄλλη ἀρχὴ φιλοσοφίας ἢ αὕτη. Και ο Αριστοτέλης θεωρεί το θαυμάζειν ως πηγή της φιλοσοφίας. Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν, ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα τῶν ἀπόρων θαυμάσαντες, εἶτα κατὰ μικρὸν οὕτω προϊόντες, καὶ περὶ τῶν μειζόνων διαπορήσαντες, οἷον περί τε τῶν τῆς σελήνης παθημάτων, καὶ τῶν περὶ τὸν ἥλιον καὶ τὰ ἄστρα, καὶ περὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως (Mετά τα φυσικά, 982b). [Μετ: Γιατί, οι άνθρωποι (όπως συμβαίνει) και τώρα και για πρώτη φορά άρχισαν να φιλοσοφούν από περιέργεια και θαυμασμό. Στην αρχή βέβαια επειδή θεώρησαν άξια θαυμασμού τα παράξενα της καθημερινής ζωής, έπειτα προχωρώντας σιγά σιγά με αυτόν τον τρόπο, επειδή άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά, όπως για παράδειγμα και για τα φαινόμενα της σελήνης και του ήλιου, και για τα άστρα, και για τη γέννηση του σύμπαντος]Γνώρισμα του φιλοσόφου δεν είναι μόνον το
θαυμάζειν αλλά και το αγνοείν, όπως αυτό παραδειγματικά εκφράζεται από τον
Σωκράτη, ο οποίος άρχιζε τον διάλογο δηλώνοντας τη δική του άγνοια και ζητούσε
από τους συνομιλητές του να του εξηγήσουν αυτό που ο ίδιος αγνοούσε. Για τον
Σωκράτη τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Η γνώση, που ο ίδιος διατείνονταν ότι δεν
έχει, δεν αφορούσε πρακτικές δεξιότητες· αυτό που ο Σωκράτης αναζητούσε ήταν ο
ορισμός της «ουσίας», για παράδειγμα της αρετής, της δικαιοσύνης, του αγαθού,
της ανδρείας κ.α. Η φιλοσοφία αρχίζει εκεί όπου θαυμάζει και απορεί κανείς γι’
αυτό που δεν κατανοεί.
Για τον Σωκράτη (470-399 π.X.) η φιλοσοφία
αρχίζει με το ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. Η συνειδητοποίηση της άγνοιας ωθεί
στη γνώση. Όπως γράφει ο Αριστοτέλης, ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων οἴεται
ἀγνοεῖν (διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφος πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ
θαυμασίων)· ὥστ’ εἴπερ διὰ τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν ἐφιλοσόφησαν, φανερὸν ὅτι
διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον, καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν (982b). [Μετ:
Αυτός όμως που απορεί και που θαυμάζει, αντιλαμβάνεται ότι αγνοεί (γι’ αυτό
και όποιος αγαπά τους μύθους είναι κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος. γιατί οι
μύθοι συντίθενται από γεγονότα άξια θαυμασμού). Εφόσον λοιπόν (οι άνθρωποι)
φιλοσόφησαν για να ξεφύγουν από την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζητούσαν
την επιστήμη για την ίδια τη γνώση και όχι για χάρη κάποιας χρησιμότητας].
Tα φιλοσοφικά ερωτήματα αναφύονται, όταν
αρχίσει κανείς να βλέπει ανιδιοτελώς τα πράγματα και να θαυμάζει, να απορεί για
την τάξη του σύμπαντος. Mε την απορία συνειδητοποιεί την άγνοιά του και ζητεί
να μάθει. Το θαυμάζειν θεώρησε ως πηγή της φιλοσοφίας η αρχαία ελληνική σκέψη
αλλά και ο Mεσαίωνας (π.χ. ο Θωμάς ο Ακινάτης), ενώ από τους νεότερους
προπάντων ο Leibniz, ο Kant, o Hegel. Στην «Κριτική του πρακτικού λόγου» (Α
288) ο Kant γράφει χαρακτηριστικά: «Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή μου με όλο
και πιο καινούργιο και μεγαλύτερο θαυμασμό και δέος: ο έναστρος ουρανός υπεράνω
μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου».
H δεύτερη πηγή της φιλοσοφίας είναι η
αμφιβολία. Mόλις ικανοποιήσουμε τον θαυμασμό μας με τη γνώση των όντων,
προβάλλει η αμφιβολία. H γνώση μας αρχίζει να γίνεται αβέβαιη, καθώς η μια δοξασία
ορθώνεται ενάντια στην άλλη. O άνθρωπος αναζητεί μέσα από τον κριτικό έλεγχο
της εμπειρικής γνώσης και του κόσμου της καθημερινής εμπειρίας μία θεμελιώδη
βεβαιότητα.
Ο Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) και ο Descartes
(1596-1650) δείχνουν ότι η αμφιβολία ως αφετηρία του φιλοσοφείν οδηγεί στην
πρώτη βεβαιότητα της αυτοσυνειδησίας. Η αμφιβολία αίρεται, όταν φθάσουμε ώς τις
ακραίες της συνέπειες. Κλασικά παραδείγματα υπέρβασης του ακραίου σκεπτικισμού αποτελούν τα εξής
κείμενα του Αυγουστίνου και του Descartes:
Αυγουστίνος (Trin., X, 10): «Ποιος θα μπορούσε ωστόσο να
αμφιβάλει ότι ζει, θυμάται, επιθυμεί, σκέπτεται, γνωρίζει και κρίνει; Κι όταν
κανείς αμφιβάλλει, ζει· όταν αμφιβάλλει, θυμάται για ποιο πράγμα αμφιβάλλει· όταν αμφιβάλλει, γνωρίζει ότι
αμφιβάλλει· όταν αμφιβάλλει, θέλει να είναι βέβαιος· όταν αμφιβάλλει,
σκέπτεται· όταν αμφιβάλλει, γνωρίζει ότι κάτι δεν γνωρίζει· όταν αμφιβάλλει,
κρίνει ότι δεν πρέπει να δώσει
απερίσκεπτα τη συγκατάθεσή του».
Descartes (Princ. I, 1 και 7): «Για να ερευνήσουμε την αλήθεια, είναι αναγκαίο μια φορά στη ζωή μας να αμφιβάλουμε
για όλα τα πράγματα όσο αυτό είναι δυνατό. Καθώς κάποτε είμαστε παιδιά και
αποφανθήκαμε για τα πράγματα που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας κατά ποικίλους τρόπους, πριν ακόμη κάνουμε πλήρη
χρήση του λόγου, πολλές γνώμες που διαμορφώσαμε αβασάνιστα μας εμπόδιζαν να
φθάσουμε στη γνώση της αλήθειας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να απαλλαγούμε από
αυτές παρά μόνον αν επιχειρήσουμε τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας να αμφιβάλουμε για όλα τα πράγματα
για τα οποία υπάρχει το παραμικρό ίχνος
αβεβαιότητας… Ενώ απορρίπτουμε έτσι όλα εκείνα για τα οποία μπορούμε να αμφιβάλλουμε και που είναι ενδεχομένως ψευδή, είναι εύκολο να διανοηθούμε ότι δεν
υπάρχει θεός, ουρανός, σώματα κι ότι δεν
έχουμε ούτε χέρια, ούτε πόδια, ούτε σώμα· όμως δεν μπορούμε κατά τον ίδιο τρόπο να υποθέσουμε
ότι εμείς που αμφιβάλλουμε γι’ αυτά τα πράγματα δεν είμαστε τίποτε. Γιατί είναι
αντιφατικό
να θεωρούμε ότι ένα ον που
σκέπτεται δεν υπάρχει όσο σκέπτεται. Γι’ αυτό και η γνώση “σκέπτομαι, άρα υπάρχω” είναι η πρώτη και η πιο βέβαιη που συναντάει κανείς, όταν φιλοσοφεί
μεθοδικά».
Mετά τον θαυμασμό και την αμφιβολία η
βαθύτερη πηγή της φιλοσοφίας είναι κατά τον K. Jaspers η εμπειρία των οριακών
καταστάσεων. Oι οριακές καταστάσεις είναι ο θάνατος, ο πόνος, ο αγώνας, η ενοχή.
Πρόκειται για καταστάσεις που δεν μπορούμε να τις υπερβούμε, να τις αλλάξουμε. Στις οριακές αυτές
καταστάσεις ο άνθρωπος βιώνει τα έσχατα
όρια της ύπαρξής του, συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της ζωής του, κατανοεί ότι όλες οι προσπάθειές του
είναι προορισμένες να ναυαγήσουν. Συναισθάνεται τότε ότι η ύπαρξή του δεν είναι
η αληθινή
πραγματικότητα και ότι πέραν
από τον εαυτό του υπάρχει η υπερβατική σφαίρα που περιβάλλει και θεμελιώνει την
ύπαρξή του. O άνθρωπος βλέπει τώρα από μιαν άλλη σκοπιά την πραγματικότητα· η
βιωματική εμπειρία των οριακών καταστάσεων του αποκαλύπτει την περιοχή του
απολύτου, του θείου[29].
Κατά τον Wittgenstein, τέλος, η πηγή της
φιλοσοφίας είναι η νοηματική σύγχυση. «Ένα φιλοσοφικό ερώτημα», γράφει, «έχει
τη μορφή:
δεν βγάζω άκρη»[30]. Η
γλώσσα είναι η πηγή από την οποία αναβλύζουν τα φιλοσοφικά προβλήματα και συνάμα το μέσον για να τα ξεπεράσουμε. «Οι
άνθρωποι», γράφει, «μπλέκονται στα δίχτυα της γλώσσας δίχως να το
καταλαβαίνουν»[31]. Τα
μεγάλα φιλοσοφικά δόγματα, όπως είναι ο πλατωνισμός ή ο καρτεσιανισμός είναι
εικόνες των φιλοσόφων που συχνά πηγάζουν από τις εικόνες της κοινής γλώσσας μας
και μας κρατούν αιχμάλωτους. Τα φιλοσοφικά προβλήματα είναι δημιούργημα της
δικής μας μυωπίας, γι’ αυτό και απαιτούν ένα νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων,
προκειμένου να απαλλαγούμε από τα δεσμά των προκαταλήψεών μας.
[29] Bλ. K. Jaspers, Eισαγωγή στη φιλοσοφία (μτφρ. X. Mαλεβίτση) Aθήνα 1983, σελ. 106ε. Bλ. επίσης K. Salamun, Karl Jaspers, München 1985, σελ. 22-64.
[30] Wittgenstein, Φιλοσοφικές έρευνες (μτφρ. Π. Χριστοδουλίδη), Αθήνα 1997, 123.
[31] Wittgenstein, Φιλοσοφική Γραμματική (μτφρ. Κ. Κωβαίου), Αθήνα 1994, σελ. 470.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου