Ο M.J Scheeben, στρατολογείται με το μέτωπο όσων απορρίπτουν το πρόσωπο μειωμένο σε αυτοσυνειδησία, προσπαθώντας να επιστρέψει στίς πατρίστικες πηγές τού καθολικισμού και ιδιαιτέρως στόν Άγιο Θωμά τον Ακινάτη.
Ο Scheeben «ο πιό μεγάλος δογματικός τής νεο-σχολαστικής» κατά τον Μπάρτ, γνωρίζει πολύ καλά πώς στόν καιρό του ευνοείται η φιλοσοφική επεξεργασία τού Τριαδικού δόγματος. Εάν το δόγμα δέν έμπαινε στην κυριαρχία τού στοχασμού, λέγεται θα έπρεπε να θεωρηθεί καθαρά και μόνο υπερβατικό και επομένως θα έμενε αντικείμενο της απλής πίστεως. Πιστεύοντας πώς δοξάζεται με αυτόν τον τρόπο το Τριαδικό δόγμα, γίνονται προσπάθειες να βρεθούν τα ίχνη του παντού. Μάλιστα γίνονται δηλώσεις τού τύπου πώς δέν είναι δυνατόν να υπάρξει αληθινή φιλοσοφία η οποία δέν θα θεμελιώνεται πάνω στό Τριαδικό δόγμα και δέν θα ανακεφαλαιώνεται σ`αυτό.
Οπωσδήποτε ο Scheeben δέν αρνείται πώς το Τριαδικό δόγμα διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο γιά τη φιλοσοφία και χρησιμεύει ανάμεσα στά άλλα να αποφεύγεται ο πανθεϊσμός. Διαμαρτύρεται όμως πώς είναι τόσο αναγκαίο στην φιλοσοφία για να εξηγήση ορθολογικώς την καταγωγή τού κόσμου και την σχέση του με τον Θεό. «Όσο πιό καθαρά γνωρίζουμε τον κόσμο στον οποίο ο θεός ενυπάρχει και είναι προσωπικός τόσο πιό αποφασιστικά μπορούμε να τόν ξεχωρίσουμε από τον κόσμο στήν δική του προσωπικότητα. Καί όταν φτάσουμε να γνωρίσουμε πώς ο θεός ξεδιπλώνει στό εσωτερικό του μιά άπειρη δημιουργικότητα, τότε κατανοούμε καλύτερα τήν ad extra ελευθερία του. Εάν ωφελείται η φιλοσοφία από το δόγμα τής Τριάδος, αυτό δέν συμβαίνει επειδή αντλεί από την πηγή της, δηλ. από την νόηση, αλλά επειδή λαμβάνει φώς από την πίστη.
Σύμφωνα λοιπόν με την πιό αυθεντική καθολική παράδοση ο Scheeben επαναλαμβάνει πώς η Τριάδα είναι ένα απόλυτο μυστήριο. Η νόηση όχι μόνο δέν μπορεί από μόνη της να ανακαλύψει την ύπαρξη αλλά ακόμη και μετά την αποκάλυψη δέν μπορεί να εξαντλήσει την ουσία της. Πώς είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό με ποιόν τρόπο ένας και μοναδικός θεός είναι τρία πρόσωπα; Τί σημαίνει ακριβώς να είναι κάτι πρόσωπο; «ποτέ δέν θα κατορθώσουμε να καθορίσουμε με ακρίβεια αυτή την έννοια, πώς δηλ. πραγματοποιήται στην αποκαλυφθείσα τάξη εάν πρίν από όλα δέν έχουμε καθορίσει την γενική έννοια τής υποστάσεως. Πολύ συχνά αδιαφορήσαμε γιαυτό στην σύγχρονη Γερμανική θεολογία. Πιστέψαμε πώς η σωστή ιδέα τής προσωπικότητος, προέκυψε μόνον τόν τελευταίο καιρό σαν το πιό αστραφτερό προϊόν τού επιστημονικού μας κινήματος και αγκαλιάσθηκε με τέτοιο ενθουσιασμό πού δέν μάς επέτρεψε να την αναλύσουμε με την ησυχία μας.» Ο Scheeben παρατηρεί πώς στην εποχή του για προσωπικότητα εννοείτε η υπεροχή τού πνεύματος στην τυφλή φύση, το σύνολο τής καθαρής συνειδήσεως τού εαυτού και της ελευθερίας πού συνεπάγεται.
Παρόλα αυτά , εάν στόν τομέα τής θεολογίας θέλουμε να δεχθούμε και να εξηγήσουμε κατά κάποιο τρόπο τα τρία πρόσωπα στό θεό, στη μοναδική θεία φύση, όπως επίσης στο Χριστό το ένα και μοναδικό πρόσωπο στίς δύο φύσεις, τότε πρέπει να θεωρήσουμε το πρόσωπο όχι αναφορικά με τη φύση ή τον υλικό ζωντανό και ορατό κόσμο αλλά αποκλειστικώς αναφορικά με την νοητή φύση, την διανοητική. Όχι σε αντίθεση με μιά ξένη εξωτερική ουσία πού ονομάζεται φύση, αλλά ερευνώντας την ιδιαίτερη εσωτερική ουσία τού προσώπου. Έ λοιπόν, μόνο ξεκινώντας από την έννοια τής υποστάσεως μπορούμε να φτάσουμε σέ μιά συνεπή και υγιή έννοια τού προσώπου.
Ξαναπροτείνοντας τίς σχολαστικές αναλύσεις, ο Scheeben δηλώνει πώς η υπόσταση είναι «ο ατομικός και πραγματικός αντιπρόσωπος και κάτοχος τής φύσεως, το υποκείμενο στό οποίο ανήκει και έχει δοθεί η φύσις με όλα της τα μέρη, και τίς δραστηριότητες». Η υπόστασις ισοδυναμεί στην «substantia ind ividua» (ατομική υπόσταση) τού Βοήθιου. Το πρόσωπο λοιπόν είναι μιά ειδική υπόστασις ιδιαιτέρως τέλεια, πού διαφέρει από τις άλλες υποστάσεις στό ότι, η φύσις τής οποίας είναι υπόστασις και την οποία κατέχει και αντιπροσωπεύει , δέν είναι οποιαδήποτε φύσις, αλλά μιά φύσις πνευματική. Γιά να έχουμε λοιπόν πρόσωπο, χρειάζονται δύο πράγματα. Ότι η υπόσταση κατέχει στ`αλήθεια και αυτόνομα μία φύση και ότι αυτή η φύση είναι με την σειρά της πνευματική. Θεμελιώνοντας το πρόσωπο στην οντολογία, ο Scheeben, δέν μπορεί να το ανεχθεί μειωμένο σε καθαρή αυτοσυνειδησία. Στην ουσία τού προσώπου δέν ανήκουν, κατά την κρίση του, ούτε η αυτογνωσία, ούτε η πραγματική χρήση τής ελευθερίας, παρά μόνον η φυσική ροπή πρός αυτά, η οποία περιέχεται στην πνευματική φύση.
Mέχρις εδώ ο λόγος αφορούσε το πρόσωπο μέσα στην κτιστή φύση. Τί σημαίνει όμως πρόσωπο στόν Θεό; Εάν πρόσωπο σημαίνει την ανεξαρτησία και τον αυτοέλεγχο μιάς πνευματικής φύσεως, μόνον ο θεός διαθέτει την προσωπικότητα με το απόλυτο νόημα της λέξεως. Aλλά εάν το απόλυτο είναι ένα μόνο, τότε δέν πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μία μόνον απόλυτη προσωπικότης και επομένως ένα και μόνον θείο πρόσωπο;
Γιά άλλη μιά φορά με την βοήθεια τού Ακινάτη ο Scheeben απαντά πώς στον Μοναδικό θεό υπάρχουν εμμενείς παραγωγές και πώς λόγω αυτών τών προόδων στό εσωτερικό τού Θεού, δημιουργείται η Τριάδα τών προσώπων. Μέσα στό θεό γεννάται ο Λόγος σύμφωνα με μία διανοητική παραγωγή πού ανομάζεται Γένεσις κσι εκπορεύεται το Πνεύμα σύμφωνα με μιά παραγωγή αγάπης πού ονομάζεται ακριβώς εκπόρευσις. Ο πατήρ, ο Υϊός και το Πνεύμα είναι μ`αυτόν τον τρόπο ο καθένας, ένας ιδιαίτερος κάτοχος τής Θείας φύσεως και επειδή είναι κάτοχος μιάς πνευματικής φύσεως, ΠΡΟΣΩΠΟ. Πολεμώντας πάντοτε τον Εγιαλισμό και την διαλεκτική τού αυτοσυνειδήτου πνεύματος, ο Scheeben διευκρινίζει πώς το πρώτο τριαδικό πρόσωπο, ο Πατήρ, όχι μόνον εκφράζεται μέσω τού λόγου του, αλλά απευθύνεται σ`αυτόν όπως σε ένα άλλο υποκείμενο. Οι εσωτερικές πρόοδοι της θεότητος είναι αληθινές υποστάσεις και πρόσωπα δικρινόμενες η μία από την άλλη. Aπό εδώ συνεπάγεται πώς στον θεό τα πρόσωπα λόγω τής προελεύσεώς των υπάρχουν το ένα απέναντι από το άλλο όχι μόνο υποστατικά αλλά και προσωπικά. Δέν υπάρχει καμία άλλη αιτία πού να διαφοροποιεί την δεύτερη υπόσταση από την πρώτη παρά μόνον το γεγονός πώς προοδεύει από την αυτοσυνειδησία αυτής τής ίδιας και ήδη μέσα σ`αυτή την αυτοσυνειδησία λαμβάνεται σάν διακεκριμένη. Κατά τόν ίδιο τρόπο και η τρίτη υπόσταση διαφοροποιέιται από τις άλλες δύο όχι λόγω κάποιας άλλης αιτίας παρά μόνο διότι παράγεται από την αμοιβαία τους αγάπη, καθώς σ`αυτή την αγάπη αυτή η τρίτη υπόσταση επιθυμείται σάν διακεκριμένη από αυτές.
Ένα από τα λάθη τών συγχρόνων καθολικών θεολόγων, παρατηρεί ο Scheeben, υπήρξε το πέρασμα από τις εμμενείς θεϊκές παραγωγές στίς εξωτερικές (ad extra).
Ένας εξ αυτών ο Gϋnther προσπάθησε να παρουσιάσει όλες τίς θεϊκές εξωτερικές πράξεις σάν τήν ανάπτυξη και τήν ολοκλήρωση τών εσωτερικών (ad intra). Παρότι δέν ομολογείτε ένας πανθεϊσμός, καταλήγει στόν πανθεϊσμό κάθε φορά πού πχ υπολογίζεται ο κόσμος αναγκαία συνέπεια τού θείου είναι. Σε μιά ξεχωριστή σφαίρα σε σχέση με τόν κόσμο, ο οποίος από αυτές δημιουργήθηκε και σώθηκε, τα θεϊκά πρόσωπα είναι ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά. Είναι απόλυτα καθώς διαθέτουν μία και μοναδική απόλυτη φύση και μ`αυτή ταυτίζονται. Είναι όμως και σχετικά, καθώς απευθύνονται αυσιαστικώς τό άνα στό άλλο. Η σχετικότης τών θείων προσώπων, όχι μόνον δέν αφαιρεί τήν απολυτότητά τους αλλά ουσιαστικά την συμπεριλαμβάνει. Αυτά τα πρόσωπα είναι σχετικά στην διαφορετικότητα τών υποστατικών χαρακτήρων και απόλυτα στην αξιοπρέπεια πού υψώνει την υπόσταση σε πρόσωπο. Καί στίς δύο πλευρές διαφέρουν ουσιαστικώς από όλες τις υποστάσεις και τα δημιουργημένα πρόσωπα. Έτσι η έννοια τής υποστάσεως και τού προσώπου μπορεί να αναφερθεί και να εφαρμοστεί στο θεό μόνον αναλογικά.
Αμέθυστος
Ο Scheeben «ο πιό μεγάλος δογματικός τής νεο-σχολαστικής» κατά τον Μπάρτ, γνωρίζει πολύ καλά πώς στόν καιρό του ευνοείται η φιλοσοφική επεξεργασία τού Τριαδικού δόγματος. Εάν το δόγμα δέν έμπαινε στην κυριαρχία τού στοχασμού, λέγεται θα έπρεπε να θεωρηθεί καθαρά και μόνο υπερβατικό και επομένως θα έμενε αντικείμενο της απλής πίστεως. Πιστεύοντας πώς δοξάζεται με αυτόν τον τρόπο το Τριαδικό δόγμα, γίνονται προσπάθειες να βρεθούν τα ίχνη του παντού. Μάλιστα γίνονται δηλώσεις τού τύπου πώς δέν είναι δυνατόν να υπάρξει αληθινή φιλοσοφία η οποία δέν θα θεμελιώνεται πάνω στό Τριαδικό δόγμα και δέν θα ανακεφαλαιώνεται σ`αυτό.
Οπωσδήποτε ο Scheeben δέν αρνείται πώς το Τριαδικό δόγμα διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο γιά τη φιλοσοφία και χρησιμεύει ανάμεσα στά άλλα να αποφεύγεται ο πανθεϊσμός. Διαμαρτύρεται όμως πώς είναι τόσο αναγκαίο στην φιλοσοφία για να εξηγήση ορθολογικώς την καταγωγή τού κόσμου και την σχέση του με τον Θεό. «Όσο πιό καθαρά γνωρίζουμε τον κόσμο στον οποίο ο θεός ενυπάρχει και είναι προσωπικός τόσο πιό αποφασιστικά μπορούμε να τόν ξεχωρίσουμε από τον κόσμο στήν δική του προσωπικότητα. Καί όταν φτάσουμε να γνωρίσουμε πώς ο θεός ξεδιπλώνει στό εσωτερικό του μιά άπειρη δημιουργικότητα, τότε κατανοούμε καλύτερα τήν ad extra ελευθερία του. Εάν ωφελείται η φιλοσοφία από το δόγμα τής Τριάδος, αυτό δέν συμβαίνει επειδή αντλεί από την πηγή της, δηλ. από την νόηση, αλλά επειδή λαμβάνει φώς από την πίστη.
Σύμφωνα λοιπόν με την πιό αυθεντική καθολική παράδοση ο Scheeben επαναλαμβάνει πώς η Τριάδα είναι ένα απόλυτο μυστήριο. Η νόηση όχι μόνο δέν μπορεί από μόνη της να ανακαλύψει την ύπαρξη αλλά ακόμη και μετά την αποκάλυψη δέν μπορεί να εξαντλήσει την ουσία της. Πώς είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό με ποιόν τρόπο ένας και μοναδικός θεός είναι τρία πρόσωπα; Τί σημαίνει ακριβώς να είναι κάτι πρόσωπο; «ποτέ δέν θα κατορθώσουμε να καθορίσουμε με ακρίβεια αυτή την έννοια, πώς δηλ. πραγματοποιήται στην αποκαλυφθείσα τάξη εάν πρίν από όλα δέν έχουμε καθορίσει την γενική έννοια τής υποστάσεως. Πολύ συχνά αδιαφορήσαμε γιαυτό στην σύγχρονη Γερμανική θεολογία. Πιστέψαμε πώς η σωστή ιδέα τής προσωπικότητος, προέκυψε μόνον τόν τελευταίο καιρό σαν το πιό αστραφτερό προϊόν τού επιστημονικού μας κινήματος και αγκαλιάσθηκε με τέτοιο ενθουσιασμό πού δέν μάς επέτρεψε να την αναλύσουμε με την ησυχία μας.» Ο Scheeben παρατηρεί πώς στην εποχή του για προσωπικότητα εννοείτε η υπεροχή τού πνεύματος στην τυφλή φύση, το σύνολο τής καθαρής συνειδήσεως τού εαυτού και της ελευθερίας πού συνεπάγεται.
Παρόλα αυτά , εάν στόν τομέα τής θεολογίας θέλουμε να δεχθούμε και να εξηγήσουμε κατά κάποιο τρόπο τα τρία πρόσωπα στό θεό, στη μοναδική θεία φύση, όπως επίσης στο Χριστό το ένα και μοναδικό πρόσωπο στίς δύο φύσεις, τότε πρέπει να θεωρήσουμε το πρόσωπο όχι αναφορικά με τη φύση ή τον υλικό ζωντανό και ορατό κόσμο αλλά αποκλειστικώς αναφορικά με την νοητή φύση, την διανοητική. Όχι σε αντίθεση με μιά ξένη εξωτερική ουσία πού ονομάζεται φύση, αλλά ερευνώντας την ιδιαίτερη εσωτερική ουσία τού προσώπου. Έ λοιπόν, μόνο ξεκινώντας από την έννοια τής υποστάσεως μπορούμε να φτάσουμε σέ μιά συνεπή και υγιή έννοια τού προσώπου.
Ξαναπροτείνοντας τίς σχολαστικές αναλύσεις, ο Scheeben δηλώνει πώς η υπόσταση είναι «ο ατομικός και πραγματικός αντιπρόσωπος και κάτοχος τής φύσεως, το υποκείμενο στό οποίο ανήκει και έχει δοθεί η φύσις με όλα της τα μέρη, και τίς δραστηριότητες». Η υπόστασις ισοδυναμεί στην «substantia ind ividua» (ατομική υπόσταση) τού Βοήθιου. Το πρόσωπο λοιπόν είναι μιά ειδική υπόστασις ιδιαιτέρως τέλεια, πού διαφέρει από τις άλλες υποστάσεις στό ότι, η φύσις τής οποίας είναι υπόστασις και την οποία κατέχει και αντιπροσωπεύει , δέν είναι οποιαδήποτε φύσις, αλλά μιά φύσις πνευματική. Γιά να έχουμε λοιπόν πρόσωπο, χρειάζονται δύο πράγματα. Ότι η υπόσταση κατέχει στ`αλήθεια και αυτόνομα μία φύση και ότι αυτή η φύση είναι με την σειρά της πνευματική. Θεμελιώνοντας το πρόσωπο στην οντολογία, ο Scheeben, δέν μπορεί να το ανεχθεί μειωμένο σε καθαρή αυτοσυνειδησία. Στην ουσία τού προσώπου δέν ανήκουν, κατά την κρίση του, ούτε η αυτογνωσία, ούτε η πραγματική χρήση τής ελευθερίας, παρά μόνον η φυσική ροπή πρός αυτά, η οποία περιέχεται στην πνευματική φύση.
Mέχρις εδώ ο λόγος αφορούσε το πρόσωπο μέσα στην κτιστή φύση. Τί σημαίνει όμως πρόσωπο στόν Θεό; Εάν πρόσωπο σημαίνει την ανεξαρτησία και τον αυτοέλεγχο μιάς πνευματικής φύσεως, μόνον ο θεός διαθέτει την προσωπικότητα με το απόλυτο νόημα της λέξεως. Aλλά εάν το απόλυτο είναι ένα μόνο, τότε δέν πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μία μόνον απόλυτη προσωπικότης και επομένως ένα και μόνον θείο πρόσωπο;
Γιά άλλη μιά φορά με την βοήθεια τού Ακινάτη ο Scheeben απαντά πώς στον Μοναδικό θεό υπάρχουν εμμενείς παραγωγές και πώς λόγω αυτών τών προόδων στό εσωτερικό τού Θεού, δημιουργείται η Τριάδα τών προσώπων. Μέσα στό θεό γεννάται ο Λόγος σύμφωνα με μία διανοητική παραγωγή πού ανομάζεται Γένεσις κσι εκπορεύεται το Πνεύμα σύμφωνα με μιά παραγωγή αγάπης πού ονομάζεται ακριβώς εκπόρευσις. Ο πατήρ, ο Υϊός και το Πνεύμα είναι μ`αυτόν τον τρόπο ο καθένας, ένας ιδιαίτερος κάτοχος τής Θείας φύσεως και επειδή είναι κάτοχος μιάς πνευματικής φύσεως, ΠΡΟΣΩΠΟ. Πολεμώντας πάντοτε τον Εγιαλισμό και την διαλεκτική τού αυτοσυνειδήτου πνεύματος, ο Scheeben διευκρινίζει πώς το πρώτο τριαδικό πρόσωπο, ο Πατήρ, όχι μόνον εκφράζεται μέσω τού λόγου του, αλλά απευθύνεται σ`αυτόν όπως σε ένα άλλο υποκείμενο. Οι εσωτερικές πρόοδοι της θεότητος είναι αληθινές υποστάσεις και πρόσωπα δικρινόμενες η μία από την άλλη. Aπό εδώ συνεπάγεται πώς στον θεό τα πρόσωπα λόγω τής προελεύσεώς των υπάρχουν το ένα απέναντι από το άλλο όχι μόνο υποστατικά αλλά και προσωπικά. Δέν υπάρχει καμία άλλη αιτία πού να διαφοροποιεί την δεύτερη υπόσταση από την πρώτη παρά μόνον το γεγονός πώς προοδεύει από την αυτοσυνειδησία αυτής τής ίδιας και ήδη μέσα σ`αυτή την αυτοσυνειδησία λαμβάνεται σάν διακεκριμένη. Κατά τόν ίδιο τρόπο και η τρίτη υπόσταση διαφοροποιέιται από τις άλλες δύο όχι λόγω κάποιας άλλης αιτίας παρά μόνο διότι παράγεται από την αμοιβαία τους αγάπη, καθώς σ`αυτή την αγάπη αυτή η τρίτη υπόσταση επιθυμείται σάν διακεκριμένη από αυτές.
Ένα από τα λάθη τών συγχρόνων καθολικών θεολόγων, παρατηρεί ο Scheeben, υπήρξε το πέρασμα από τις εμμενείς θεϊκές παραγωγές στίς εξωτερικές (ad extra).
Ένας εξ αυτών ο Gϋnther προσπάθησε να παρουσιάσει όλες τίς θεϊκές εξωτερικές πράξεις σάν τήν ανάπτυξη και τήν ολοκλήρωση τών εσωτερικών (ad intra). Παρότι δέν ομολογείτε ένας πανθεϊσμός, καταλήγει στόν πανθεϊσμό κάθε φορά πού πχ υπολογίζεται ο κόσμος αναγκαία συνέπεια τού θείου είναι. Σε μιά ξεχωριστή σφαίρα σε σχέση με τόν κόσμο, ο οποίος από αυτές δημιουργήθηκε και σώθηκε, τα θεϊκά πρόσωπα είναι ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά. Είναι απόλυτα καθώς διαθέτουν μία και μοναδική απόλυτη φύση και μ`αυτή ταυτίζονται. Είναι όμως και σχετικά, καθώς απευθύνονται αυσιαστικώς τό άνα στό άλλο. Η σχετικότης τών θείων προσώπων, όχι μόνον δέν αφαιρεί τήν απολυτότητά τους αλλά ουσιαστικά την συμπεριλαμβάνει. Αυτά τα πρόσωπα είναι σχετικά στην διαφορετικότητα τών υποστατικών χαρακτήρων και απόλυτα στην αξιοπρέπεια πού υψώνει την υπόσταση σε πρόσωπο. Καί στίς δύο πλευρές διαφέρουν ουσιαστικώς από όλες τις υποστάσεις και τα δημιουργημένα πρόσωπα. Έτσι η έννοια τής υποστάσεως και τού προσώπου μπορεί να αναφερθεί και να εφαρμοστεί στο θεό μόνον αναλογικά.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου