Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ

(Συνέχεια από : Τετάρτη, 16 Ιουνίου 2010

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑΣ-MARIE-LOUISE VON FRANZ)

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ


V. Τα οράματα
Ενώ τα γεγονότα της ζωής της και η περιγραφή του μαρτυρίου της γράφτηκαν από άλλο χέρι, τα οράματα ή καλύτερα τα όνειρα της Περπέτουα παραδόθηκαν από την ίδια. Το πρώτο της όνειρο το είχε στη φυλακή μετά την επίσκεψη του αδελφού της. το κείμενο έχει ως εξής: <τότε μου είπε ο αδελφός μου: αδελφή, έχεις φτάσει σε τέτοια τιμητική θέση, ώστε μπορείς να ζητήσεις ένα όραμα, και θα σου δειχθεί αν σε περιμένει το μαρτύριο ή η απελευθέρωση.> Και εγώ που είχα τη συνείδηση ότι έκανα διάλογο με τον Θεό, των ευεργεσιών του οποίου έχω πλούσια εμπειρία, του υποσχέθηκα με εμπιστοσύνη γεμάτη πίστη: αύριο θα σε ενημερώσω. Και ζήτησα το όραμα, και μου παρουσιάστηκε το εξής: βλέπω μια χάλκινη σκάλα που έφτανε μέχρι τον ουρανό, και ήταν τόσο στενή, που μόνο ένας-ένας θα μπορούσε να την ανεβεί κανείς. Στις δύο πλευρές της σκάλας ήταν στερεωμένα διάφορα σιδερένια εργαλεία: σπαθιά, κοντάρια, άγκιστρα, στιλέτα και σούβλες, ώστε εκείνος που δεν πρόσεχε ή καθώς ανέβαινε δεν ήταν στραμμένος προς τα πάνω, θα ξεσκιζόταν και θα έμενε κρεμασμένος στα όπλα αυτά. Κάτω από την σκάλα όμως βρισκόταν ένας δράκος, που παραμόνευε όσους ανέβαιναν και προσπαθούσε να τους αποτρέψει με τρόμο από το να ανέβουν. Ο Σατούρνους2 όμως ανέβηκε μπροστά από μένα (όπως επίσης δέχθηκε να εκτελεστεί πρώτος, γιατί αυτός μας είχε διδάξει και όταν μας συνέλαβαν αυτός ήταν απών), και αυτός έφτασε στο άνω άκρο της σκάλας και γύρισε προς το μέρος μου και είπε: «Περπέτουα εγώ σε κρατάω. Αλλά πρόσεχε να μην σε δαγκώσει εκείνος ο δράκος.» και εγώ απάντησα: δε θα μου κάνει ζημιά στο όνομα του Ιησού Χριστού. Και ο δράκος άπλωσε το κεφάλι κάτω από τη σκάλα αργά προς το μέρος μου, σαν να με φοβόταν, και εγώ πάτησα πάνω στο κεφάλι του, καθώς πατούσα στο πρώτο σκαλί, και ανέβηκα πάνω. Και είδα ένα τεράστιο κήπο, και στο μέσο του έναν ψηλό ασπρομάλλη άνδρα να κάθεται ντυμένος την ποιμενική στολή, αρμέγοντας τα πρόβατά του, και γύρω του είδα πολλές χιλιάδες λευκοντυμένους ανθρώπους. Σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε και είπε: «είναι καλό που ήρθες τέκνο!» Με φώναξε και μου έδωσε από το τυρί που άρμεγε, παρόμοιο με μια μπουκιά, και το έλαβα με διπλωμένα τα χέρια και έφαγα. Και όλοι οι παρευρισκόμενοι είπαν: Αμήν. Και από τον αντίλαλο αυτής της φωνής ξύπνησα, και εν τω μεταξύ έφαγα κάτι γλυκό, δεν ξέρω τι. Και αμέσως ενημέρωσα τον αδελφό μου, και αναγνωρίσαμε ότι σήμαινε το μελλοντικό μαρτύριο, και από τότε αρχίσαμε να μην έχουμε πια ελπίδα για τον κόσμο αυτόν.

Η εξιστόρηση του δεύτερου οράματος, που έγινε μετά την καταδίκη έχει ως εξής: «καθώς προσευχόμασταν όλοι, λίγες μέρες αργότερα, μου ξέφυγε άθελα στη μέση της προσευχής μια λέξη και είπα : Δεινοκράτης, και ξαφνιάστηκα γιατί δεν μου είχε έρθει ποτέ στο νου, εκτός από αυτή την στιγμή, και αισθάνθηκα πόνο στη σκέψη για την ατυχία του. Και αναγνώρισα κατευθείαν ότι βρέθηκα άξια να προσευχηθώ γι' αυτόν, και ξεκίνησα να λέω μια μακρά ευχή γι' αυτόν, και να ανατείνω λυγμούς στο Θεό. Και σύντομα την ίδια νύχτα μου φανερώθηκε το εξής: βλέπω τον Δεινοκράτη να έρχεται από ένα σκοτεινό τόπο, όπου ήταν και άλλοι άνθρωποι, καιγόμενος από πυρετό και διψασμένος, με λερωμένη όψη, χλωμός και με την πληγή στο πρόσωπο που είχε όταν πέθανε. Αυτός ο Δεινοκράτης ήταν σωματικός μου αδελφός, που στα εφτά του πέθανε από καρκίνο στο πρόσωπο, με ένα τόσο τρομακτικό τρόπο, ώστε ο θάνατός του ήταν για όλους τους ανθρώπους αποτροπιασμός και φρίκη. Γι' αυτόν λοιπόν προσευχόμουν, και μεταξύ μας ήταν μεγάλη απόσταση, ώστε δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο. Εκτός αυτών, ήταν στον τόπο που στεκόταν ο Δεινοκράτης μια „piscina“3 γεμάτη νερό, το χείλος της οποίας ήταν ψηλότερο από το αγόρι, και ο Δεινοκράτης τεντώθηκε σαν να ήθελε να πιει. Εγώ όμως αισθάνθηκα πόνο, που εκείνη η πισίνα ήταν γεμάτη νερό και εκείνος λόγω του ψηλού χείλους δεν μπορούσε να πιει. Ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι ο αδελφός μου ήταν σε ανάγκη, αλλά είχα εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσα να τον βοηθήσω, και προσευχόμουν γι' αυτόν όλες τις μέρες, μέχρι που μας μετέφεραν στις κρατικές φυλακές4, γιατί έπρεπε να παλέψουμε στο αμφιθέατρο. Τότε ακριβώς ήταν τα γενέθλια του καίσαρα Γέτα. Και εγώ προσευχόμουν για εκείνον με το να στενάζω και να κλαίω μέρα νύχτα, ώστε για χάρη του να πάρω εγγύηση της πληρώσεως. Την ημέρα όμως την οποία μείναμε στη φυλακή, μου φανερώθηκε το εξής: βλέπω τον ίδιο εκείνο σκοτεινό τόπο που τότε είχα δει, εντελώς φωτεινό και τον Δεινοκράτη με καθαρό σώμα, καλοντυμένο να αναψύχεται. Και όπου ήταν η πληγή βλέπω μια ουλή, και εκείνη η πισίνα που είδα προηγουμένως, είχε κατεβάσει το χείλος της στο ύψος του ομφαλού του αγοριού, και αυτός αντλούσε αδιάκοπα, και στο χείλος βρισκόταν μια χρυσή φιάλη5, γεμάτη νερό. Ο Δεινοκράτης την πήρε και άρχισε να πίνει και εκείνη δεν άδειαζε. Ευχαριστημένος και χαρούμενος έφυγε και πήγε να παίξει, όπως κάνουν τα παιδιά-και εγώ ξύπνησα. Τότε κατάλαβα ότι μεταφέρθηκε έξω από τον τόπο της τιμωρίας.»

Τότε ακολουθεί ένα τέταρτο όραμα: «την προηγούμενη, πριν πάμε να παλέψουμε(με τα ζώα), είδα σε ένα όραμα το εξής, δηλ τον διάκονο Πομπόνιους να έρχεται προς την πόρτα της φυλακής και να χτυπά δυνατά• βγήκα να τον προϋπαντήσω και ήταν ενδεδυμένος ένα χωρίς ζώνη γιορτινό μανδύα και φόραγε πολύχρωμα παπούτσια, και μου μίλησε:«Περπέτουα σε περίμενα, έλα!» Με κράτησε από το χέρι και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε μέσω ανώμαλου χωρίς δρόμο (με πολλές στροφές) εδάφους. Με κόπο φτάσαμε τελικά ασθμαίνοντας στο αμφιθέατρο, και με οδήγησε στη μέση της αρένας και μου είπε:«μη φοβάσαι είμαι δίπλα σου και θα παλέψω μαζί σου» και έφυγε. Και είδα μια μεγάλη μάζα λαού σε μεγάλη ένταση. Και επειδή ήξερα πως έπρεπε να να πάω στα ζώα, απόρησα που δεν άφησαν κατά πάνω μου τα ζώα. Ήρθε όμως (αντί αυτών) για να παλέψει εναντίον μου ένας αιγύπτιος με τρομακτική όψη, μαζί με τους βοηθούς του. Και ήρθαν και σε μένα ωραίοι νεαροί άνδρες7 ως βοηθοί και φίλοι, και κάποιοι με έγδυσαν και μεταμορφώθηκα σε άνδρα. Οι βοηθοί μου άρχισαν να με αλείφουν με λάδι, όπως φροντίζει να το κάνει κανείς για ένα αγώνα• εκείνο τον Αιγύπτιο τον είδα αντίθετα να κυλιέται στη σκόνη. Και τότε βγήκε ένας άνδρας θαυμαστού μεγέθους που σχεδόν υπερέβαινε το πάνω χείλος του αμφιθεάτρου, φορώντας ένα χωρίς ζώνη μανδύα με ένα πορφυρό πουκάμισο, το οποίο προεξείχε στη μέση του στήθους μεταξύ δυο πορφυρών λωρίδων που έπεφταν από τους ώμους, και φορούσε πολύχρωμα παπούτσια από χρυσό και άργυρο8. κρατούσε μια ράβδο όπως ένας ξιφομάχος, και ένα χλωρό κλαρί από το οποίο κρέμονταν χρυσά μήλα. Ζήτησε σιωπή και μίλησε:«αυτός ο αιγύπτιος αν νικήσει αυτήν, θα την σκοτώσει με το ξίφος, και αν νικήσει αυτή εκείνον, θα πάρει αυτό το κλαρί». Τότε αποχώρησε. Και εμείς επιτεθήκαμε ο ένας στον άλλο, και αρχίσαμε να μοιράζουμε γροθιές. Εκείνος προσπάθησε να μου πιάσει τα πόδια. Εγώ όμως τον κλώτσησα στο πρόσωπο με τις σόλες, και υψώθηκα στον αέρα και ξεκίνησα να τον κλωτσάω έτσι, σαν μην άγγιζα πια το έδαφος. Όταν είδα ότι δεν κατάφερνα τίποτα παραπάνω, δίπλωσα τα χέρια σταυρώνοντας τα δάκτυλα, και έπιασα το κεφάλι του, και αυτός έπεσε κατά πρόσωπον, και πάτησα το κεφάλι του. Και ο λαός άρχισε να ουρλιάζει και οι οπαδοί μου να πανηγυρίζουν. Εγώ όμως πήγα στον ξιφομάχο και έλαβα το κλαρί. Αυτός με φίλησε και είπε:«κόρη, ειρήνη μαζί σου!», τότε ξεκίνησα δοξασμένη να πηγαίνω προς την θύρα των αμνηστευμένων (porta sanavivaria)9. και ξύπνησα και κατάλαβα ότι δε θα πήγαινα στα θηρία, αλλά θα πάλευα εναντίον του διαβόλου, όμως ήξερα ότι με πρόσμενε η νίκη.»

Τα γεγονότα του ακολουθήσαντος μαρτυρίου ήταν τα εξής: όταν η Περπέτουα στην πραγματικότητα οδηγήθηκε στο αμφιθέατρο, έψαλε με εκστατική φωνή τους ψαλμούς. Αμέσως μετά χτυπήθηκε από μια άγρια αγελάδα, που άφησαν κατά πάνω της, ώστε το φόρεμα της σκίστηκε, και αυτή φοβισμένα προσπαθούσε να κρύψει την γύμνια της και τα λυμένα της μαλλιά τα ξανάβαλε στη θέση τους• τότε της έδωσε το χέρι η συμμάρτυς της Φελίτσιτας για να την σηκώσει. Ο λαός εντυπωσιάστηκε από αυτό και της έδωσε τη χάρη, ώστε να εκτελεστεί με ξίφος. Όταν βγήκε από την αρένα ξύπνησε σαν από έκσταση, και προφανώς δεν είχε προσέξει τίποτα από όσα έγιναν στην αρένα. Τότε εκτελέστηκε, με το να οδηγήσει στο λαιμό της, με το χέρι της το σπαθί του μονομάχου, που ήταν αρχάριος και την είχε χτυπήσει με αβεβαιότητα στα πλευρά-«πιθανόν», όπως λέει ο αφηγητής, «γιατί ήθελε μόνο με τη θέλησή της να σκοτωθεί, γιατί την φόβιζε το ακάθαρτο πνεύμα.»

VI. Ερμηνεία του πρώτου οράματος

Σε ότι αφορά το σπάνιο όμως περιστασιακά αμφιλεγόμενο πρόβλημα της γνησιότητας των οραμάτων1, η γενική εντύπωση συνηγορεί εναντίον της υπόθεσης ότι πρόκειται για λογοτέχνημα• εκτός αυτού, από την οπτική της ψυχολογίας αφήνεται να εννοηθεί, ότι σε όλα τα οράματα δεν εμφανίζεται κανένα καθαρά χριστιανικό μοτίβο, αλλά πλήθος αρχετυπικών εικόνων, που ήταν κοινές στον τότε ειδωλολατρικό, γνωστικιστικό και χριστιανικό κόσμο των παραστάσεων. Αν κάποιος είχε κατασκευάσει τα οράματα για λόγους εποικοδομητικούς, θα χρησιμοποιούσε σαφώς χριστιανικά μοτίβα. Ιδιαιτέρως εκείνη η μεταμόρφωση της Περπέτουας σε άνδρα είχε μάλλον ξενίσει τους χριστιανούς ερμηνευτές. Επίσης μια τέτοια λεπτομέρεια, δηλ το πως της έρχεται το όνομα Δεινοκράτη κατά τη διάρκεια της ημέρας μέσα στην προσευχή, ως ένα είδος λάθους, και μετά πως αυτή τον ονειρεύεται την νύχτα, είναι κάτι που δύσκολα το εφευρίσκει κανείς. Συν τοις άλλοις μια ενιαία εσωτερική γραμμή διαπερνά και τα τέσσερα οράματα, που φαίνεται στα εξωτερικά μοτίβα, αλλά μόνο μέσω της μοντέρνας ψυχολογικής ερμηνείας, άρα λοιπόν δεν μπορούν να εφευρεθούν με κανένα τρόπο από ένα άνθρωπο εκείνης της εποχής.

Το πρώτο όραμα ή όνειρο έλαβε η Περπέτουα ως απάντηση σε μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση που εμφανίστηκε στο συνειδητό της, δηλ. αν ήταν προορισμένη να υποστεί το μαρτύριο ή όχι Η συνήθεια να «ζητά» κανείς με τέτοιο τρόπο οράματα δεν είναι για την εποχή κάτι ασυνήθιστο, αλλά ήταν στον ειδωλολατρικό και χριστιανικό κόσμο γενικώς διαδεδομένο2. στους ναούς (τόποι επώασης στο κείμενο) φρόντιζαν να ζητούν από τον θεό όνειρα για συγκεκριμένα ερωτήματα3. ήταν συν τοις άλλοις δυνατόν, και εκτός του ιερού χώρου να παρακαλέσει κανείς την θεότητα για συγκεκριμένο όνειρο-απάντηση• έτσι διατηρούνται στους μαγικούς παπύρους4 συνταγές, πως να προξενηθούν «αληθινά» όνειρα. Η ίδια η Περπέτουα επίσης τολμά χωρίς ενδοιασμούς, να πάρει μια απάντηση αφού, όπως λέει, «συχνά κάνει διάλογο με τον Θεό»5.

Το όραμα που της παρουσιάστηκε την επόμενη νύχτα περιέχει την καθαρή αναπαράσταση της ψυχικής της κατάστασης: στέκεται μπροστά σε μια στενή χάλκινη σκάλα, στη βάση της οποίας κείτεται ένας δράκος, και η σκάλα οδηγεί σε ένα κήπο του παραδείσου. Η εικόνα θυμίζει αμέσως την κλίμακα του Ιακώβ(Γεν. ΚΗ,12)6, που φαίνεται πως είναι μια αρχικά αιγυπτιακή αναπαράσταση7, που στα αιγυπτιακά μυστήρια αναπαριστανόταν επίσης από μια επτάθυρη ή επταεπίπεδη σκάλα: συμβόλιζε τις εφτά σφαίρες των πλανητών, μέσω των οποίων η ψυχή έπρεπε να ανέβει μετά τον θάνατο στον θεό. Έτσι γνώριζαν και τα από την Αίγυπτο επηρεασμένα μυστήρια του Μίθρα μια «κλίμακα επτάπυλον» της ανόδου8, από διάφορα μέταλλα, που αντιστοιχούσαν στους πλανήτες, δηλ μόλυβδο, κασσίτερο, χαλκό, σίδηρο, μια μίξη μετάλλων(Αφροδίτη), άργυρο και χρυσό. Προς τούτοις υπήρχαν και οι ογδόντα βαθμοί κολάσεων στη λατρεία του Μίθρα, που αναφέρονται από τον μυθογράφο Νόννο9. Με τον ίδιο τρόπο μιλούν και τα «χαλδαϊκά μαντεία» για μια επτάπορο βαθμίδα. Μια ακόμα παράλληλη αναπαράσταση βρίσκεται στα οράματα του φιλόσοφου και αλχημιστή Ζώσιμου10, που στην Νεκυία του επίσης βλέπει σε όνειρο ένα ιερό από δοχεία, όπου οδηγούν 15 σκαλοπάτια. Εκεί βλέπει τον τόπο της «άσκησης», όπου οι άνθρωποι βράζουν στο κοχλάζον νερό σε πνεύματα. Η σημασία της σκάλας είναι σύμφωνα με αυτά εκείνη μιας διαδικασίας πνευματοποίησης ή εκλέπτυνσης, δηλ μιας κλιμακόμορφης ανάπτυξης σε υψηλότερη πνεύματικότητα11. έτσι λέει πχ ένας ύστερος αλχημιστής, ο Blasius Vigenerus12 (όπως μου το επεσήμανε ο κύριος καθηγητής Γιουνγκ), ότι εμείς «μέσω συμβόλων ή σημείων ή χαρακτηριστικών του θεού» που προέρχονται από τον ορατό κόσμο, «θα ανέβουμε στην επίγνωση των πνευματικών και νοερών πραγμάτων, σαν πάνω στην κλίμακα του Ιακώβ ή την χρυσή αλυσίδα του Ομήρου»13. το σύμβολο της σκάλας φαίνεται ότι περιγράφει μια ψυχική λειτουργία, η οποία δημιουργεί μια «αντικειμενική συνάφεια νοημάτων» στη χρονική διαδικασία των παραστάσεων, και σχηματίζει την ουσία κάθε συνειδητοποίησης.

Επίσης στο όραμα του θεού του Ε. Maitland βρίσκεται το μοτίβο της κλίμακας με παρόμοια σημασία. Περιγράφει πως προσπαθεί να βυθιστεί και ταυτόχρονα να διατηρήσει την επισκοπούσα συνείδηση: «στην αρχή αισθάνθηκα σαν ανέβαινα μια μακρυά σκάλα από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός συστήματος, που ήταν ταυτόχρονα δικό μου, ηλιακό και κοσμικό σύστημα... τέλος με μια τελευταία προσπάθεια...κατάφερα να συγκεντρώσω τις ακτίνες της συνείδησής μου πάνω στο ποθητό καιγόμενο σημείο. Και την ίδια στιγμή στεκόταν μπροστά μου... ένα θαυμάσιο, άρρητα ακτινοβολούν λευκό φως, η δύναμη του οποίου ήταν τέτοια, που σχεδόν με έριξε πίσω...»14.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: