Συνέχεια από : Πέμπτη, 03 Ιουνίου 2010
Κεφάλαιο 4ο (Α Μέρος)
Ο γάιδαρος
Πρέπει ν’ ασχοληθούμε τώρα ακόμα περισσότερο με τη λατρεία του θεού του γέλιου, που η γιορτή του είναι εμφανώς μια παράλληλη μορφή αυτού, που διαθέτουμε κι εμείς σήμερα ως καρναβάλι. Είναι κυρίως μια γιορτή, όπου ο καθένας διασκεδάζει σε βάρος του άλλου κι όπου μπορεί να αποτολμηθή κάθε ελευθερία. Στο αστικό κοινωνικό στρώμα της Βασιλείας π.χ., όπου γνωρίζει ο καθένας τα πάντα για τον καθένα, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που πληρώνει – αυστηροί, δύσκαμπτοι άνθρωποι – , υπάρχει ένα είδος συμφωνίας κυρίων (gentleman’s agreement), ότι, ό,τι και να συμβαίνη στη διάρκεια της μωρής νύχτας της Βασιλείας, δεν έχει συμβή πραγματικά. Ακόμα κι αν συνάντησε κανείς τον γείτονά του γυμνό και εντελώς μεθυσμένο στον δρόμο, δεν το αναφέρει ποτέ πια μετά. Είναι μια μέρα για τον εαυτό της, όπου μπορεί να ζήση η άλλη πλευρά κι όπου συμβαίνουν τα πιο θαυμαστά πράγματα.
Αρχικά είχαν όλες αυτές οι γιορτές, που εκλαμβάνονται τώρα πιο ελαφριά, ένα βαθύ θρησκευτικό νόημα. Στον πρώιμο χριστιανικό πολιτισμό γνώριζε κανείς ακόμα, πως ένα καρναβάλι συναρτόνταν στην αρχαιότητα με τη λατρεία των νεκρών. Αυτοί οι μασκαρεμένοι άνθρωποι, κλόουν και κολομπίνες κι ό,τι μπορεί να συναντήση κανείς στους δρόμους, είναι στην πραγματικότητα πνεύματα. Οι νεκροί έρχονται μ’ αυτήν τη μορφή, και το να τους ενσαρκώνης σημαίνει, να τους συναντάς στα μισά του δρόμου. Είναι πράγματι μια γιορτή, όπου επιστρέφει ο κάτω κόσμος, τα προγονικά πνεύματα κι εμείς ενωνόμαστε μαζί τους. Στη μέσα Ελβετία πορεύονται οι μασκαρεμένοι άνθρωποι στις γιορτές του καρναβαλιού, που γιορτάζονται λίγο πριν τα Χριστούγεννα, χτυπώντας μαστίγια πάνω στα χωράφια και τα λιβάδια με τα οπωροφόρα δέντρα, καθώς πιστεύουν, πως αυτό φέρνει γονιμότητα: τα πνεύματα των πεθαμένων προγόνων εξασφαλίζουν τη γονιμότητα των ζώων, των χωραφιών και των γυναικών. Δημιουργείται έτσι μια μυστική ενότητα ανάμεσα στον άλλο κόσμο και στο εδώ και τώρα. Mundus infernus patet, ο κάτω κόσμος είναι ορθάνοιχτος, τα μασκαρεμένα πνεύματα κυκλοφορούν, και το γέλιο έχει γι’ αυτό μιαν αξιοσημείωτη διπλήν όψη κοντά στη φρίκη του πνευματικού κόσμου και του θανάτου. Θα μπορούσε να αναφέρη κανείς πράγματι εδώ τον περίφημο λόγο του Ηράκλειτου για τις γιορτές προς τιμήν του Διόνυσου: «Αν δεν ήταν ο Άδης, ο θεός του θανάτου και του κάτω κόσμου, για τον οποίον τραγουδιούνται αυτά τα άσεμνα τραγούδια και γιορτάζονται οι γιορτές, θα ήταν μια άσχημη υποκίνηση, αλλά Άδης και Διόνυσος είναι ένα».
Αγγίζουμε έτσι εδώ το μυστήριο της σκιάς και της «abaissement du niveau mental» («ελάττωσης του νοητικού επιπέδου»): η σεξουαλικότητα στην εντελώς απρόσωπη, άσχετη φύση της – της γονιμότητας, της σκιάς, της διάλυσης και της γονιμοποίησης όλων των πραγμάτων. Αν εννοήσουμε έτσι την αναφερθείσα στον Χ ρ υ σ ό γ ά ι δ α ρ ο γιορτή του θεού Ρίζους, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, ότι ερχόμαστε εδώ σε επαφή με αυτό που συμβαίνει σε ολόκληρο το βιβλίο, με την κάθοδο δηλαδή στον κάτω κόσμο, κι ότι ο θεός Ρίζους, ο γέλωτας, έχει μιαν πολύ επικίνδυνη διπρόσωπη όψη.
Δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε εξαντλητικά εδώ αυτό το θέμα, βλέπει όμως κανείς, πώς έχει διπλή σημασία στον Απουλήιο το γέλιο κι η αίσθησή του του χιούμορ, που εμφανώς διαθέτει. Το χρησιμοποιεί, όπως πολλοί άνθρωποι μερικές φορές, για να κρατηθή σε απόσταση απ’ την ζωή. Είναι τυπικό για νευρωτικές προσωπικότητες, ότι τότε που αισθάνονται συγκινημένοι, όταν πλησιάζη η μοίρα με τη μορφή συγκινησιακής εμπλοκής, τα γυρίζουν όλα, κάνοντας γρήγορα ένα κομψό αστείο, στο εύκολο και διασκεδαστικό και βρίσκονται πάλι έτσι απ’ έξω. Είχα αναλυόμενους, που δεν μπορούσαν να είναι σοβαροί. Όποτε και να άγγιζε κανείς κάτι, που θα μπορούσε να είχε γίνη αισθηματικό, έκαναν ένα αστείο, για να ξεγλιστρήσουν. Αυτό είναι μια μορφή του γέλιου, που χρησιμοποιείται ως δολοφονικό όπλο, για να σκοτώση την ζωή. Είναι ένα διανοητικό κόλπο, μια λανθασμένη γηραιότητα: είναι το φθινόπωρο της ζωής κι όχι η νεότητά της. Η νεότητα πρέπει να συμμετέχη εσωτερικά. Αυτή η ειρωνική στάση δείχνει αποστασιοποίηση τη λανθασμένη στιγμή κι είναι εντελώς νευρωτική. Το αντίθετο θα ήταν το απελευθερωτικό γέλιο. Ο Σοπενάουερ πήγαινε μάλιστα τόσο μακριά ώστε να λέη, πως η αίσθηση του χιούμορ είναι η μοναδική θεϊκή ποιότητα του ανθρώπου.
Ενεργοποιείται εδώ η ψυχική στάση της πρωτόγονης καρναβαλικής γιορτής, κι η κατάσταση είναι δυσάρεστη, γιατί εξασκεί μιαν οριστικά αρνητική επίδραση στη συνείδηση του Λούκιου. Ο άσχημος χλευασμός και το αστείο, που παίζει μαζί του το πλατύ κοινό, τον ταράζει εντελώς, και απομένει σε μιαν κατάσταση αισθημάτων μειονεξίας, δακρύων και ακρότατης απελπισίας, έτσι ώστε να επιταχυνθή η «abaissement du niveau mental» και η μη αφομοίωση της συνειδητής του στάσης. Χάνει το τελευταίο υπόλοιπο του σνομπισμού, αλλά και της αυτοεκτίμησής του και μετατοπίζεται σε μιαν απολύτως αβοήθητη κατάσταση. Αν το δη όμως κάποιος από απόσταση, μπορεί να διαπιστώση, πως αρχίζει να κατεβαίνη τώρα ταυτόχρονα σ’ ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο της προσωπικότητάς του.
Όταν επιστρέφη στη Φώτιδα, του διηγείται εκείνη σε άκρα απελπισία, πόσο μεγάλο ήταν το μερίδιό της σ’ αυτήν τη φάρσα κι ότι έδωσε έτσι στους ανθρώπους τη δυνατότητα, να καταγελάσουν τον Λούκιο. Για να ξαναφτιάξη τα πράγματα, του προτείνει, να τον εξοικειώση τελικά με τις απόκρυφες, μαγικές πράξεις της κυρίας της, της Παμφίλης. Όπως θα δείξη η συνέχεια της ιστορίας, διαπράττει τότε άλλο ένα λάθος, με το οποίο περιέρχεται ο Λούκιος σε πιο βαθειά αμηχανία. Όπως τόνισα ήδη, πρέπει να είχε ασυνείδητες αντιστάσεις εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς του, έτσι ώστε να τον πληρώνη με το ίδιο νόμισμα. Του δίνει τη δυνατότητα, να δη τη νύχτα στη σοφίτα, πώς εντρίβεται η Παμφίλη με μια συγκεκριμένη αλοιφή και μεταμορφώνεται με τη βοήθεια κάποιων ικετευτικών τύπων σ’ ένα πουλί, για να πετάξη μακριά και να επισκεφτή τον εραστή της. Ο Λούκιος καταλαμβάνεται αμέσως απ’ την επιθυμία, να το δοκιμάση κι ο ίδιος, και παροτρύνει τη Φώτιδα, να κλέψη γι’ αυτόν την αλοιφή, ώστε να μπορέση να μεταμορφωθή κι αυτός σε πουλί. Εκείνη όμως φοβάται, πως δεν θα ξαναγυρίση ποτέ, αν το επιτύχη. Της ορκίζεται, πως δεν θα προσπαθήση να διαφύγη, αλλά πως «επιθυμούσε μόνο να σταθή σαν ένας φτερωμένος έρωτας απέναντι σε κείνην, την Αφροδίτη». Αυτή η μικρή παρατήρηση, που μόλις την προσέχει κανείς, παραπέμπει σε κάτι, που γίνεται αργότερα σημαντικό: τον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής. Είναι ο πρώτος υπαινιγμός σ’ αυτήν τη συνάφεια. Ο Λούκιος φανερώνει εδώ, ότι επιθυμούσε να χρησιμοποιήση τις μαγικές δυνάμεις, για να ταυτιστή με τον θεό Έρωτα.
Παίρνει, αυτό που επιθυμεί: το να γίνη ένας θεός – με τη μορφή όμως ενός ζώου. Γιατί η Φώτις κάνει ένα λάθος στην επιλογή της αλοιφής, έτσι ώστε σχηματίζεται στον Λούκιο μια μακριά ουρά, ενώ αυτός περιμένει να φυτρώσουν τα φτερά, και πρέπει να διαπιστώση στο τέλος, πως έχει μεταμορφωθή σ’ έναν γάιδαρο. Παρ’ όλο που αισθάνεται όπως μια ανθρώπινη ύπαρξη εσωτερικά, δεν μπορεί να εκφέρη παρά μόνο ένα «Ι – ααα» εξωτερικά. Κοιτάζει με υγρά απ’ τα δάκρυα μάτια τη Φώτιδα, που του λέει, πως το αντίδοτο είναι ευτυχώς πολύ απλό, ότι δεν χρειάζεται παρά να φάη μερικά τριαντάφυλλα, για να ξαναεπιστρέψη στην ανθρώπινη μορφή του, κι ότι θα του φέρη μερικά το επόμενο πρωΐ.
Εδώ πρέπει να θυμηθή κανείς, πως όλοι σχεδόν οι αιγυπτιακοί θεοί – οι ισχυρότερες εκείνη την εποχή τιμώμενες δυνάμεις, τις οποίες προσκυνά κι ο ίδιος ο Απουλήιος στο τέλος – έφεραν κεφάλια ζώων. Θεραπευτικά, πνευματικά, θεϊκά ζώα είναι οι θεοί σε όλες τις αρχέγονες, πρωτόγονες θρησκείες. Η παράδοξη μεταμόρφωση του Λούκιου είναι έτσι μια ακούσια θεοποίηση, στην οποία έφτασε απ’ τον λάθος δρόμο.
Ο γάϊδαρος δεν ερμηνευόταν ωστόσο συχνά στην αρχαιότητα ως γνήσιο σύμβολο, αλλά σαν ένα είδος αλληγορίας της φιληδονίας. Είναι χαρακτηριστική άρα η μεταμόρφωση του Λούκιου, γιατί ο τρόπος, με τον οποίον συναναστρέφονταν με τη Φώτιδα, ήταν η συμπεριφορά ενός γαϊδάρου. Ο γάιδαρος είναι επίσης ένα απ’ τα ζώα που ανήκουν στην ομάδα γύρο απ’ τον Διόνυσο και είχε συνδυαστή γι’ αυτό με τη διονυσιακή έκσταση, τη σεξουαλικότητα και τη μέθη. Ακόμα πιο διαφωτιστική, και γνωστή σίγουρα στον Απουλήιο, φαίνεται μια άλλη σχέση ή συμβολική, αφού ο γάιδαρος είναι στην αιγυπτιακή θρησκεία το σύμβολο του θεού Σεθ, που σκότωσε τον Όσιρι. Στον μύθο του Όσιρι παρακίνησε ο Σεθ τον Όσιρι, να πλαγιάση μέσα σ’ ένα φέρετρο, κι όταν το έκανε αυτός σε μια γιορτή, σαν αστείο ή για να δοκιμάση το πλήθος, έκλεισε γρήγορα ο Σεθ το καπάκι, έχυσε μολύβι από πάνω, και πέταξε το φέρετρο στη θάλασσα. Ο Σεθ παριστάνεται στα ιερογλυφικά κείμενα ως ζώο με ασυνήθιστα μακριά αυτιά. Δεν είναι γνωστό, αν εννοούνταν πράγματι μ’ αυτό ένας γάϊδαρος, είχε ερμηνευτή όμως στην ύστερη αρχαιότητα η παράσταση σε κάθε περίπτωση ως εικόνα ενός γαϊδάρου. Ο Σεθ προσωποποιεί στη Αίγυπτο την αρχή του φόνου, του ψέμματος, της κτηνωδίας, του κακού κατ’ εξοχήν, την αντίθεση στον θεό-άνθρωπο Όσιρι. Το ότι σκεφτόταν συνειδητά ο Απουλήιος αυτήν τη σχέση, γίνεται σαφές στο τέλος, στη σκηνή της λύτρωσης, όταν λέει η Ίσιδα στον γάιδαρο Λούκιο: «Αναχώρησε απ’ αυτήν τη μορφή του γαϊδάρου, του ζώου, που πάντα αποστρεφόμουν». Μ’ αυτό υπαινίσσεται τον γάιδαρο ως το ζώο του Σεθ, που η Ίσις φυσικά μισούσε.
Στη Βίβλο έχει ο γάιδαρος και μιαν περαιτέρω σημασία, αν σκεφτή κανείς την όνο, μέσα απ’ την οποία μίλησε ο Θεός στον Βαλαάμ και του έδωσε οδηγίες, ή το γαϊδουράκι, που σήκωσε τον Χριστό. (Στη χριστιανική συμβολική απέκτησε γι’ αυτό ο γάιδαρος μιαν κάπως διαφορετική σημασία). Στην εποχή του Απουλήιου συνδυαζόταν κυρίως με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον Γιαχβέ. Έχουμε σχέδια ενός σπουδαστή κολλεγίου, που για να εμπαίξη τους συμφοιτητές του, σχεδίασε τη μορφή του Εσταυρωμένου ως ανθρώπου με κεφάλι γαϊδάρου. Ο φοιτητής θέλησε προφανώς να εμπαίξη για αντισημιτικούς λόγους τους ιουδαιο-χριστιανούς συμφοιτητές του μ’ αυτόν τον υπαινιγμό. – Η θετική όψη της συμβολικής του γαϊδάρου αναπτύχθηκε ωστόσο κατ’ αρχάς στον Μεσαίωνα. Ο γάιδαρος αντιπροσώπευε εκεί μια δίκαιη στάση, και απέκτησε μάλιστα ορισμένα θεϊκά χαρακτηριστικά: ήταν μετριόφρων, επίμονος, ολιγαρκής και υπομονετικός, ήταν φορέας του Λόγου, ένα σύμβολο για όλα τα περιγραφόμενα στην Παλαιά Διαθήκη πνευματικά συμβάντα, που προετοίμαζαν αργά από κρυμμένους δρόμους την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ότι ήταν ακριβώς ένα βόδι κι ένας γάιδαρος μάρτυρες στη γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ, ερμηνεύτηκε, ότι αντιπροσωπεύει ο γάιδαρος τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και το βόδι αυτόν της Καινής. Πρόκειται για μεταγενέστερες εξελίξεις, αλλά συνδυάστηκε απ’ την εποχή που μας ενδιαφέρει στενά ο γάιδαρος με Ιουδαίους και χριστιανούς. Απ’ την άλλη μεριά έμεινε όμως ο γάιδαρος και το ζώο του Διόνυσου. Στην αστρολογία συναρτήθηκε με τον Κρόνο και επιβαρύνθηκε με τις ποιότητες αυτού του πλανήτη με την αστρολογική έννοια, που σημαίνει: βιαιότητα, δημιουργική κατάθλιψη, απελπισία, μελαγχολία, πάθος (πόνος), εγκλεισμός, απουσία βοήθειας, απανθρωπισμός.
Αυτές οι προεκτάσεις απεικονίζουν τις ψυχολογικές προβολές, που έπεφταν εκείνη την εποχή πάνω στον γάιδαρο, εκείνο το ιδιαίτερο συμπλεγματικό μείγμα δηλαδή, που μας είναι σήμερα μέσα απ’ τον χειρισμό (θεραπεία) των νευρώσεων, της δημιουργικής κατάθλιψης και της βιαιότητας τόσο οικείο: Σε ορισμένες καταθλίψεις φανερώνεται δηλαδή, ότι πίσω απ’ την ισχυρογνωμοσύνη (Obstipation), τις παραλύσεις, τους πονοκεφάλους και τη συνεχή δυσθυμία είναι κρυμμένα μια ισχυρή επιθυμία ή μια ορμή, που το άτομο πιστεύει πως δεν μπορεί να τη ζήση. Είναι πεπεισμένο, πως μια επιθυμία ή μια ορμή ισχύος ή σεξουαλική ορμή ή ένα οποιοδήποτε άλλο ισχυρό ένστικτο δεν θα μπορέση να επιβληθή, έτσι ώστε να απωθείται με την παραίτηση και να συγκροτείται γι’ αυτό συχνά ο πυρήνας μιας βαθειάς κατάθλιψης στο ασυνείδητο. Γι’ αυτό μετατρέπονται άνθρωποι, που θα μπορούσες να τους βγάλης έξω από μια τέτοια κατάσταση, κατ’ αρχάς σ’ ένα πεινασμένο λιοντάρι, που θά ’θελε να τα καταβροχθίση όλα, καθώς η κατάθλιψη δεν ήταν παρά ένας συμψηφισμός ή ένας μηχανισμός απώθησης, επειδή δεν μπορούσε να τα καταφέρη κανείς με την υπερμεγέθη επιθυμία. Το ίδιο ισχύει για τη γνήσια δημιουργικότητα, που συνηθίζει επίσης να ματαιώνη τις επιθυμίες του Εγώ. Προσελκύει επάνω της όλες τις ενέργειες της ψυχής για τους δικούς της σκοπούς, έτσι ώστε να παραμένη μόνο μια βαθειά μελαγχολία στη συνείδηση, που θεραπεύεται μετά συνήθως η ίδια μ’ έναν μεγάλο δημιουργικό ενθουσιασμό. Αυτός ο μηχανισμός ήταν ήδη στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση γνωστός. Βρίσκουμε στη θεωρία του Μαρσίλιο Φιτσίνο για τη μελαγχολία την περιγραφή των ίδιων ακριβώς προβλημάτων. Ο ίδιος ο Φιτσίνο υπέφερε από βαρειές καταθλίψεις και αυτοαποκαλούνταν γι’ αυτό ένα «παιδί του Κρόνου». Περιγράφει τα στάδια κατάθλιψης, κενού, «abaissement du niveau mental» και αδιαφορίας, που προηγούνταν πάντοτε σ’ αυτόν από μεγάλες δημιουργικές φάσεις. Το ίδιο ισχύει για τον ζωγράφο Άλμπρεχτ Ντίρερ. Η προδημιουργική κατάθλιψη είναι, αν κατανοηθή σωστά, εν τέλει βοηθητική, γιατί ωθεί τον άνθρωπο σε απομόνωση, στο ίδιο του το βάθος και στην εσωστρέφεια και δημιουργεί έτσι κατάλληλες προϋποθέσεις, κάτω απ’ τις οποίες μπορούν να ανέλθουν δημιουργικές ιδέες απ’ το ασυνείδητο.
Μπορούμε έτσι είτε να ερμηνεύσουμε κάπως επιφανειακά τη μεταμόρφωση του Λούκιου σ’ έναν γάιδαρο, ότι συνέβη, καθώς υφίσταται ούτως ειπείν μιαν «υποβάθμιση του νοητικού επιπέδου», επειδή ταυτίζεται απολύτως με τη σεξουαλική ορμή και μεταμορφώνεται μ’ αυτό εντελώς ασυνείδητα σ’ έναν γάιδαρο, ή μπορούμε να πάμε βαθύτερα και να ρωτήσουμε, τί απωθούσε π ρ α γ μ α τ ι κ ά ο Λούκιος. Δεν απωθούσε σίγουρα τις σεξουαλικές του ορμές, αλλά μέχρις έναν ορισμένο βαθμό την ορμή του ισχύος (την εξουσιαστική του ορμή). Απ’ την πλευρά της συμπεριφοράς υπάρχει σ’ αυτόν μεγάλη εξουσιαστική και αυτοσυντηρητική ορμή, και θα δούμε αργότερα, τί σημαίνει αυτό και η επιθετικότητά του. Αλλά δεν νομίζω, πως γίνεται μόνο γι’ αυτό γάιδαρος. Αυτό που πράγματι απωθούσε το πιο πολύ ο Λούκιος, χωρίς να έχη γι’ αυτό ούτε και μια χλωμή υποψία, ήταν η θρησκευτική του ευαισθησία. Δεν είχε καμμιάν ιδέα γι’ αυτό, που θα μπορούσε να ονομάση κανείς αρπαγή (συγκίνηση) από θρησκευτικά περιεχόμενα, κι αυτό επισκιάζει φυσικά την ζωή του και τον υποβιβάζει κυριολεκτικά σ’ έναν γάιδαρο.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε, ότι ο Λούκιος ίππευε κατ’ αρχάς ένα άσπρο άλογο, πριν έρθη στη Φώτιδα και τον Μήλο κι αποχτήση όλες τις περιγραφείσες εμπειρίες. Ακολούθησαν στη συνέχεια οι ιστορίες του Σωκράτη και του Θηλύφρονα, του άντρα που αφιερωνόταν στις γυναίκες και ακρωτηριάστηκε απ’ τις μάγισσες. Αν ακολουθήσουμε το σκίτσο μας, μας δείχνει μιαν ασθενική βελτίωση κάτω απ’ τη γραμμή και μιαν ορισμένη επιδείνωση στο επάνω επίπεδο. Η κατάθλιψη συνεχίζεται, γιατί ο Λούκιος περιέρχεται σε μιαν ολοένα και κατώτερη πνευματική κατάσταση. Μεταμορφώνεται τότε σ’ έναν γάιδαρο, τα πράγματα επιδεινώνονται ραγδαία, μπορεί όμως να επισημανθή μια ελαφριά βελτίωση στην κάτω γραμμή.
Έχουμε εδώ μπροστά μας, αυτό που μπορεί να δη κανείς πάντα στη θεραπεία (στον χειρισμό) μιας νευρωτικής διάσπασης στην ανθρώπινη προσωπικότητα: η συνείδηση γίνεται όλο και πιο αδύναμη, και εμφανίζεται το ασυνείδητο. Αργά, αλλά κατ’ αρχάς εντελώς στο τέλος, στο τέλος του βιβλίου συμβαίνει η ξαφνική πρόσκρουση των δύο ημίσεων της προσωπικότητας κι η εμφάνιση της ενότητας. Μέχρι τότε λαμβάνουν όμως χώρα αρκετά μικρότερα ύψη και βάθη, που η βασική τους κατεύθυνση δείχνει μιαν επιδείνωση της συνειδητής κατάστασης και μιαν αργή βελτίωση της κατάστασης στο ασυνείδητο:
Ο γάιδαρος κάνει ορατή την τρομαχτική και δίχως βοήθεια φυλάκιση του Εγώ στην κατάθλιψη. Ως γάιδαρος δεν μπορεί πια ο Λούκιος να γίνη κατανοητός˙ είναι ανίκανος να εκφραστή καθ’ οιονδήποτε τρόπο απέναντι στη Φώτιδα˙ του είναι επίσης αδύνατο να κοιμηθή στο ίδιο του το κρεβάτι ή να συνεχίση να παίζη τα παιχνίδια του με την κοπέλλα.
Ο γάιδαρος-Λούκιος πηγαίνει κατόπιν κάτω στον σταύλο, παίρνει ο ίδιος θέση εκεί όπου πιστεύει πως ανήκει τώρα, κοντά στο ίδιο του το άλογο κι έναν άλλον γάιδαρο, όπου και συμβιβάζεται εντελώς τρομαγμένος με το ότι, αντί για τον αναμενόμενο φιλικό χαιρετισμό, τα δυό ζώα στρέφονται εναντίον του οργισμένα..
Κι αυτό είναι το πρώτο του μεγάλο σοκ.
Φανερώνεται εδώ ένας λεπτός, βασικός συλλογισμός του βιβλίου. Αισθάνεται κανείς, πως ο Απουλήιος δεν μπορεί να τον έχη εισάγη συνειδητά. Ιδωμένο απ’ τη σύγχρονη ψυχολογική οπτική γωνιά θα σήμαινε αυτό το γεγονός, ότι μια ανθρώπινη ύπαρξη που συμπεριφέρεται όπως ένα ζώο, δεν ζη σε αρμονία με τα ένστικτά της. Ένα ζώο που συμπεριφέρεται όπως ένα ζώο, είναι σε αρμονία με τον εαυτό του. Μια τίγρη που συμπεριφέρεται όπως μια τίγρη, έχει κερδίσει ας το πούμε την εξατομίκευσή της. Είναι αυτό που είναι, στην πιο αληθινή έννοια της λέξης. Αυτός είναι ο λόγος, γιατί έλεγε συχνά ο Γιουνγκ, πως το ζώο είναι η μοναδική πραγματικά ευσεβής ύπαρξη σ’ αυτόν τον πλανήτη, επειδή ζη με πληρότητα το ίδιο του το πρότυπο ζωής και την αυτοεκπλήρωσή του. Μόνον ο άνθρωπος είναι μια διασπασμένη ύπαρξη, που πολεμά ενάντια στον εαυτό της. Όταν βυθιζόμαστε στο επίπεδο ενός ζώου, απομακρυνόμαστε ακριβώς τόσο πολύ από μας τους ίδιους, όπως όταν μετακινούμαστε πολύ μακριά προς τη διανοητική ή τη συνειδητή πλευρά. Το να ζη όπως ένα γουρούνι ή ένας γάιδαρος είναι νευρωτικό για έναν άνθρωπο. Γι’ αυτό και αποστρέφονται τα γνήσια ζώα τον Λούκιο, γιατί δεν βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Η τραγωδία για τον Λούκιο-Απουλήιο συνίσταται στο ότι αισθάνεται ακόμα πάντα όπως μια ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στο δέρμα του γαϊδάρου. Τον μεταχειρίζονται βέβαια όπως ένα ζώο, αλλά στην υποκειμενική του εσωτερική ζωή δεν είναι. Αυτό δείχνει, συμβολικά ιδωμένο, πως ζη εξωτερικά κάτω απ’ το δικό του επίπεδο, βαθύτερα απ’ όσο θα του το είχε επιτρέψει η εσωτερική του προσωπικότητα.
Ξεκινά μετά μια ολόκληρη σειρά από «σχεδόν»-λυτρώσεις, που τις χάνει ξανά και ξανά. Βλέπει στον στάβλο το άγαλμα της θεάς Επόνας. Αυτή η κελτική προστατευτική θεά των αλόγων είχε εισαχθή με τους σκλάβους σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και καθώς τα άλογα τα φρόντιζαν γενικώς σκλάβοι, βρισκόταν το μικρό άγαλμα της Επόνας στους περισσότερους στάβλους. Στον Απουλήιο περιβάλλεται η Επόνα από ένα στεφάνι τριαντάφυλλα, κι ο Λούκιος τεντώνεται προς τα ’κει, τον βλέπει όμως ο σκλάβος, τον απωθεί και του στερεί έτσι τη δυνατότητα της λύτρωσης. Πρόκειται για ένα μικρό επεισόδιο με βαθειά σημασία, γιατί η Επόνα είχε ταυτιστή ακριβώς στη συγκρητιστική θρησκεία της όψιμης αρχαιότητας με την Ίσιδα. Ο Λούκιος φτάνει λοιπόν ήδη εδώ κοντά στη θεά, που θα μπορούσε να τον λυτρώση.
Σ’ αυτήν την αποφασιστική στιγμή εισβάλλουν ληστές στον στάβλο. Είχαν επιτεθή στο σπίτι, του οποίου οι κάτοικοι είχαν φύγει ή είχαν φονευθή, και πήραν μαζί τους όλα τα πράγματα. Είχε διαδοθή πιθανώς η φήμη, πως ο Μήλος ήταν πλούσιος. Γι’ αυτό και ήρθαν οι ληστές, πήραν όλα όσα μπόρεσαν να βρουν, και φόρτωσαν τα ζώα απ’ τον στάβλο με τα κλεμμένα πράγματα. Εξαιτίας αυτού του περιστατικού δεν είχε μπορέσει να φάη ο Λούκιος τα τριαντάφυλλα. Προσπαθεί ακόμα να προφέρη το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα, εκφέρει όμως μόνο ήχους ζώου και τρώει και χτυπήματα. Είναι αργότερα υποχρεωμένος να περάση μπροστά από μια τριανταφυλλιά, που δεν τολμά να τη φάη˙ γιατί αν είχε ξαναμεταμορφωθή σ’ αυτήν τη χρονική στιγμή σε άνθρωπο, θα τον είχαν σκοτώσει αμέσως οι ληστές. Είναι υποχρεωμένος να συνεχίση λοιπόν να βαδίζη με το φορτίο του. Μετά απ’ αυτήν τη δεύτερη ματαίωση της λύτρωσής του ακολουθεί μια μακριά ιστορία, για το πώς υποφέρει ο Λούκιος ως γάιδαρος στα χέρια των ληστών και πώς πρέπει να περιμένη την επαναμεταμόρφωσή σε ανθρώπινη ύπαρξη.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
2 σχόλια:
Όταν εγκαταλείψουμε τον κόσμο και γίνουμε Χριστιανοί Ορθόδοξοι!Μόνο τότε!
...Η παράδοξη μεταμόρφωση του Λούκιου είναι έτσι μια ακούσια θεοποίηση, στην οποία έφτασε απ’ τον λάθος δρόμο.
....
Δυο σελιδες του κειμενου λείπουν από αυτό το σημείο.
Ο γάϊδαρος δεν ερμηνευόταν ωστόσο συχνά στην αρχαιότητα ως γνήσιο σύμβολο, αλλά σαν ένα είδος αλληγορίας της φιληδονίας
Δημοσίευση σχολίου