(Τελευταίο)
Όλο το υπόλοιπο κείμενο δίπλα στα προτεινόμενα.
Στην αυτοσυνειδησία του ώριμου ανθρώπου το ΕΓΩ γνωρίζεται πάντοτε σαν εαυτός. Στο εσωτερικό του πρώτου Γερμανικού Ιδεαλισμού, ο Φίχτε προσπάθησε να περιγράψει μια τέτοια κατάσταση ερμηνεύοντας τον εαυτό (Sé) σαν θέση του ΕΓΩ. Κάτι που ήταν εφικτό βεβαίως διότι ο Φίχτε μαζί με τον Καντ, ερμήνευε το ΕΓΩ σαν μια σταθερή και μόνιμη οντότητα και ταυτοχρόνως σαν υποκείμενο της δραστηριότητός του. Γρήγορα όμως ο Φίχτε αναγκάστηκε να σημειώσει πως η έννοια μιας αυτοτοποθετήσεως του Εγώ χάριν της πράξεως του, εκμηδενιζόταν λόγω λογικών δυσκολιών. Όπως απέδειξε ο Dieter Heinrich (1967) αυτός ο προβληματισμός θα οδηγούσε στην ανάπτυξη των θεμελίων της Φιχτιανής σκέψης. Πάντως στο τέλος ο Φίχτε αναγνώρισε πως η ενότης του ΕΓΩ και του εαυτού (Sé) μπορεί να γίνει σκέψις μόνο σαν κάτι δοσμένο, δηλαδή σαν κάτι δοσμένο και δεξιωμένο από μια Αρχή ξεχωριστή από τον κόσμο: εδώ ακριβώς βρίσκεται και το πέρασμα προς την φιλοσοφία της θρησκείας του τελευταίου Φίχτε!
Ανακατασκευάσαμε λοιπόν με συντομία την σκέψη του Φίχτε, γύρω από την θρησκευτική σύσταση της ενότητος της αυτοσυνειδησίας, σαν θεμέλιο του “είμαι ο εαυτός” (ή της ταυτότητος του ΕΓΩ) ξεκινώντας δηλαδή από την σχέση με τον Θεό, έτσι ώστε ο εαυτός να φαίνεται σαν η ολοκλήρωση όλων των δι’ εαυτόν συγκεκριμένων στιγμών του Εγώ, διότι κατά τον Φίχτε μόνον με την ολοκλήρωση των στιγμών του Εγώ στην ενότητα του εαυτού αναδύεται η ταυτότητα του Εγώ και επίσης η υποκειμενικότης του ανθρώπου. Η προσωπικότης και η υποκειμενικότης του ανθρώπου θα έπρεπε να διακριθούν και συγκεκριμένα μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εννοείται πως η υποκειμενικότης έχει οπωσδήποτε το θεμέλιό της στην προσωπικότητα αλλά τουλάχιστον για τον άνθρωπο δεν ταυτίζονται. Το προσωπικό είναι του ανθρώπου μας παρουσιάζεται σαν την είσοδο του ανθρώπου στην φαινομενικότητα μέσω του Εγώ.
Ξεκινώντας ακριβώς από μια τέτοια κατάσταση η οποία, καθιστά δυνατή, ανάμεσα στις στιγμές του ΕΓΩ, εκείνη την συνέχεια και την ταυτότητα την οποία όρισε ο Καντ, σαν συνθήκη της ενότητος της συνειδήσεως, μέσω της διατυπώσεώς του «Ένα ΕΓΩ σταθερό και μόνιμο». Μια τέτοια ταυτότης είναι ταυτόσημη με το υποκείμενο, διότι η εφαρμογή της έννοιας της υποκειμενικότητος στον άνθρωπο στοχεύει στην ενότητα και σταθερότητα του Εγώ μέσα στην χρονική εναλλαγή. Αυτή η ενότης του ΕΓΩ σαν υποκειμένου είναι απαραίτητη στην πράξη, καθώς μόνον όπου μπορεί να ενυπάρχει ένα υποκείμενο ταυτόσημο με τον εαυτό του, είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε την ιδέα της «πράξεως». Η πράξη αναφέρεται πάντοτε σε μια σειρά από σκοπούς, επομένως σε κάτι μελλοντικό. Το μέλλον, δηλωμένο προκαταβολικώς σαν σκοπός, πραγματοποιείται μέσα από την χρησιμοποίηση μέσων τα οποία τίθενται ακριβώς χάρη στην δραστηριότητα του υποκειμένου. Το υποκείμενο συνεπώς, μέχρις ότου η έννοια της πράξεως ικανοποιηθεί, για να διατηρήσει τον σκοπό του, πρέπει να παραμείνει ίδιο με τον εαυτό του για κάποιο χρονικό διάστημα. Το υποκείμενο κατά την πράξη, είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του στο παρόν, συνδέοντας και γεμίζοντας τις χρονικές στιγμές, παράγοντας τοιουτοτρόπως έναν κόσμο σχέσεων μέσων-σκοπών, τοποθετημένο και κυριαρχημένο απ’ αυτό απ’ αυτό το ίδιο το υποκείμενο.
Στην προέκταση, στην συνέχεια των πρακτικών κόμβων που παράγονται από την πράξη, απαιτείται μια μεγαλύτερη, ξεκάθαρη, διαθεσιμότης συνθηκών οι οποίες πρέπει να αφορούν την ύπαρξη μας και μόνον. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς στην προέκταση της πράξεώς μας εμφανίζεται η τάση να θέτουμε τον εαυτό μας σε ταύτιση, σε σύμπτωση αποκλειστικά με το ΕΓΩ μας. Ο φορέας αυτός που διαθέτει τον κόσμο του μέσω της πράξεως, παρασυρμένος από μια τέτοια τάση, ξεχνά τις συνθήκες που συστήνουν αυτή την ίδια την υποκειμενικότητα και οι οποίες πρέπει να διατηρούνται αναλλοίωτες. Ξεχνά τον κανόνα αυτής της ίδιας της προσωπικότητός του σύμφωνα με τον οποίο το Εγώ συμπεριφέρεται κατ’ αρχάς με δεκτικό τρόπο, και όταν τα Εγώ έρχονται στο παρόν, γίνονται ενεργά στην πράξη, τότε αναδύεται αυτός ο ίδιος ο εαυτός και έρχεται στο παρόν και στην παρουσία του εμφανίζεται το όλον του είναι του.
Το υποκείμενο όμως που θέτει τον εαυτό του σαν θεμέλιό του ξεχνά επίσης πως η πράξη του κάθε φορά διαθέτει και αγκαλιάζει μόνον ένα μέρος της ζωής που έζησε!
Όχι μόνον όμως οι δυσκολίες τής ζωής αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριοτητός μας δεν διαθέτουν την δομή τής πράξεως, με τις χαρακτηριστικές σχέσεις μέσων-σκοπού. Ποιος από εμάς τελειώνει έστω και μία ημέρα πραγματοποιώντας αδιάκοπα μέσα που τελειώνουν σε σκοπούς; Και δεν εγκαταλείπεται απλώς, τουλάχιστον κάθε τόσο, στη ζωή, σ’ αυτό που φέρνει η στιγμή;
Σήμερα ζούμε στην εποχή της υπερτροφίας της πράξεως. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, κάθε δραστηριότης, αναπαριστώνται σαν πράξη, γίνεται πράξη ακόμα και η ομιλία. Όμως η ομιλία μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις είναι θελημένη πράξη, σαν σκοπός με προκαθορισμένο τρόπο, ή ακόμη και χρησιμοποιημένη σαν μέσον για άλλους σκοπούς. Ζωή και λέξη είναι οπωσδήποτε ανακατεμένες σε ατομικές πράξεις αλλά, για καλή μας τύχη είναι μακρυά από το να συστήνουν ένα κλειστό σύνολο πράξεων συνδεδεμένων μεταξύ των.
Η πορεία αυτονομίας του φορέα του υποκειμένου από τις συνθήκες της υπάρξεώς του και η ψευδαίσθησις του ότι μπορεί να ελέγξει ολοκληρωτικά την ζωή του και τον κόσμο του, έρχονται σε αντίφαση στην χριστιανική θεολογία, με την έννοια της αμαρτίας. Ο άνθρωπος χάνει ανεπανόρθωτα τον εαυτό του και το νόημα της υπάρξεώς του, όταν επιδιώκει να βασισθεί στην αυτασφάλεια της ταυτότητος του υποκειμένου και της πράξεως που κατέχει τον κόσμο του. Η χειραφέτηση της υποκειμενικότητος απ’ αυτές τις ίδιες τις συνθήκες της και η αναπαράσταση που διαθέτει σαν βάση πάνω στην οποία μπορούμε να θεμελιώσουμε την ανθρώπινη ζωή, κατέληξαν στην μοντέρνα Δύση το χαρακτηριστικό σημείο μιας ολόκληρης εποχής, με αποτέλεσμα η υποκειμενικότης να διατρέχει τον κίνδυνο να ανατραπεί στο αντίθετό της, στις ανώδυνες δομές της κοινωνίας.
Εάν ελπίζουμε σε μια ανανέωση της υποκειμενικότητος, πρέπει να προσέξουμε τις συνθήκες συστάσεως του υποκειμένου και της αυτονομίας του. Αυτές οι συνθήκες ριζώνουν στην προσωπικότητα του ανθρώπου, η οποία έχει σχέση με την ερώτηση γύρω από τον εαυτό της, την ταυτότητά της, η οποία έχει σχέση με την σειρά της, με την έσχατη θεμελίωση από τη οποία ο άνθρωπος αντλεί την ζωή του και λόγω της οποίας φαίνεται δυνατό να ζήσει με εμπιστοσύνη. Επειδή όμως ο εαυτός και η προσωπικότης του ανθρώπου θεμελιώνονται στην σχέση τους με τον θεό, το πρωτείο του προσώπου είναι σχετικό με την θεονομική σύσταση της προσωπικότητος, η οποία καθ’ εαυτή, αντί να αποκλείει την αυτονομία του Εγώ σαν υποκείμενο πράξεως, την θεμελιώνει, ακόμη και αν ταυτοχρόνως την περιορίζει. Από τον Σλαϊερμάχερ κι έπειτα, βασικός σκοπός των επιδιώξεων της δυτικής θεολογίας είναι να ανανεώσει την συνείδηση, ξεκινώντας ακριβώς απ’ αυτή την θεονομική σύσταση του ανθρωπίνου είναι. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να διατηρηθεί ταυτοχρόνως το πρωτείο του θεού έναντι του ανθρώπου.
Στον αιώνα μας αυτο γίνεται φανερό στον Πωλ Τίλλιχ και στον Καρλ Μπαρτ από το Ευαγγελικό μέρος και στον Καρλ Ράνερ από καθολικής σκοπιάς. Πάντως όμως είναι χρήσιμο χάριν της εννοιολογικής καθαρότητος αυτών των επιδιώξεων να διακρίνουμε με ακρίβεια την προσωπικότητα του ανθρώπου από την υποκειμενικότητά του. Μια τέτοια διάκριση είναι απαραίτητη επίσης για να διατηρηθεί ανοικτή η ερώτηση γύρω από το θεμέλιο της υποκειμενικότητος.
Ο άνθρωπος γίνεται υποκείμενο μόνον κατά τη διάρκεια μιας αναπτύξεως η οποία καταλήγει στην συνείδησή της ταυτότητός του και στην ικανότητά του, η οποία βασίζεται πάνω σ’ αυτή την ταυτότητα, να πράξει με υπεύθυνο τρόπο. Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο απεναντίας από την αρχή. Ακριβώς δε επειδή η έννοια του προσώπου αφορά τον άνθρωπο στο φως της σχέσεώς του με τον θεό, και αυτό το γεγονός υπερβαίνει την διαμάχη της ανθρώπινης πραγματικότητος, δεν έχει κανένα νόημα να αναρωτιόμαστε πότε αρχίζει ο άνθρωπος να είναι πρόσωπο και πότε τελειώνει. Στο φως λοιπόν αυτού του καθορισμού της υπάρξεως του από τον θεό, το έμβρυο στο σώμα της μητέρας, είναι ήδη πρόσωπο από την στιγμή της συλλήψεώς του.
Για τον ίδιο λόγο είναι πρόσωπο και ο ανήλικος και ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες. Παρότι η αντίθεση ανάμεσα στην συγκεκριμένη μορφή υπάρξεως και στον καθορισμό της από τον θεό μπορεί να είναι μεγάλη, παρόλα αυτά είναι παρούσα, σαν το Μυστικό του προσώπου και σαν αξιοπρέπεια η οποία προέρχεται από τον θείο καθορισμό, ακριβώς ακόμη και εν μέσω της ασθενείας και της μιζέριας της ανθρώπινης ζωής!
Αυτή η αξιοπρέπεια ανήκει στον άνθρωπο μόνον επειδή είναι πρόσωπο: αυτή δε η αξιοπρέπεια συνδέεται με την λειτουργία της υποκειμενικής πράξεως, μόνον στο μέτρο που το υποκείμενο βρίσκει τις ρίζες του στην προσωπικότητα.
ΤΕΛΟΣ
Αμέθυστος
Όλο το υπόλοιπο κείμενο δίπλα στα προτεινόμενα.
Στην αυτοσυνειδησία του ώριμου ανθρώπου το ΕΓΩ γνωρίζεται πάντοτε σαν εαυτός. Στο εσωτερικό του πρώτου Γερμανικού Ιδεαλισμού, ο Φίχτε προσπάθησε να περιγράψει μια τέτοια κατάσταση ερμηνεύοντας τον εαυτό (Sé) σαν θέση του ΕΓΩ. Κάτι που ήταν εφικτό βεβαίως διότι ο Φίχτε μαζί με τον Καντ, ερμήνευε το ΕΓΩ σαν μια σταθερή και μόνιμη οντότητα και ταυτοχρόνως σαν υποκείμενο της δραστηριότητός του. Γρήγορα όμως ο Φίχτε αναγκάστηκε να σημειώσει πως η έννοια μιας αυτοτοποθετήσεως του Εγώ χάριν της πράξεως του, εκμηδενιζόταν λόγω λογικών δυσκολιών. Όπως απέδειξε ο Dieter Heinrich (1967) αυτός ο προβληματισμός θα οδηγούσε στην ανάπτυξη των θεμελίων της Φιχτιανής σκέψης. Πάντως στο τέλος ο Φίχτε αναγνώρισε πως η ενότης του ΕΓΩ και του εαυτού (Sé) μπορεί να γίνει σκέψις μόνο σαν κάτι δοσμένο, δηλαδή σαν κάτι δοσμένο και δεξιωμένο από μια Αρχή ξεχωριστή από τον κόσμο: εδώ ακριβώς βρίσκεται και το πέρασμα προς την φιλοσοφία της θρησκείας του τελευταίου Φίχτε!
Ανακατασκευάσαμε λοιπόν με συντομία την σκέψη του Φίχτε, γύρω από την θρησκευτική σύσταση της ενότητος της αυτοσυνειδησίας, σαν θεμέλιο του “είμαι ο εαυτός” (ή της ταυτότητος του ΕΓΩ) ξεκινώντας δηλαδή από την σχέση με τον Θεό, έτσι ώστε ο εαυτός να φαίνεται σαν η ολοκλήρωση όλων των δι’ εαυτόν συγκεκριμένων στιγμών του Εγώ, διότι κατά τον Φίχτε μόνον με την ολοκλήρωση των στιγμών του Εγώ στην ενότητα του εαυτού αναδύεται η ταυτότητα του Εγώ και επίσης η υποκειμενικότης του ανθρώπου. Η προσωπικότης και η υποκειμενικότης του ανθρώπου θα έπρεπε να διακριθούν και συγκεκριμένα μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εννοείται πως η υποκειμενικότης έχει οπωσδήποτε το θεμέλιό της στην προσωπικότητα αλλά τουλάχιστον για τον άνθρωπο δεν ταυτίζονται. Το προσωπικό είναι του ανθρώπου μας παρουσιάζεται σαν την είσοδο του ανθρώπου στην φαινομενικότητα μέσω του Εγώ.
Ξεκινώντας ακριβώς από μια τέτοια κατάσταση η οποία, καθιστά δυνατή, ανάμεσα στις στιγμές του ΕΓΩ, εκείνη την συνέχεια και την ταυτότητα την οποία όρισε ο Καντ, σαν συνθήκη της ενότητος της συνειδήσεως, μέσω της διατυπώσεώς του «Ένα ΕΓΩ σταθερό και μόνιμο». Μια τέτοια ταυτότης είναι ταυτόσημη με το υποκείμενο, διότι η εφαρμογή της έννοιας της υποκειμενικότητος στον άνθρωπο στοχεύει στην ενότητα και σταθερότητα του Εγώ μέσα στην χρονική εναλλαγή. Αυτή η ενότης του ΕΓΩ σαν υποκειμένου είναι απαραίτητη στην πράξη, καθώς μόνον όπου μπορεί να ενυπάρχει ένα υποκείμενο ταυτόσημο με τον εαυτό του, είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε την ιδέα της «πράξεως». Η πράξη αναφέρεται πάντοτε σε μια σειρά από σκοπούς, επομένως σε κάτι μελλοντικό. Το μέλλον, δηλωμένο προκαταβολικώς σαν σκοπός, πραγματοποιείται μέσα από την χρησιμοποίηση μέσων τα οποία τίθενται ακριβώς χάρη στην δραστηριότητα του υποκειμένου. Το υποκείμενο συνεπώς, μέχρις ότου η έννοια της πράξεως ικανοποιηθεί, για να διατηρήσει τον σκοπό του, πρέπει να παραμείνει ίδιο με τον εαυτό του για κάποιο χρονικό διάστημα. Το υποκείμενο κατά την πράξη, είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του στο παρόν, συνδέοντας και γεμίζοντας τις χρονικές στιγμές, παράγοντας τοιουτοτρόπως έναν κόσμο σχέσεων μέσων-σκοπών, τοποθετημένο και κυριαρχημένο απ’ αυτό απ’ αυτό το ίδιο το υποκείμενο.
Στην προέκταση, στην συνέχεια των πρακτικών κόμβων που παράγονται από την πράξη, απαιτείται μια μεγαλύτερη, ξεκάθαρη, διαθεσιμότης συνθηκών οι οποίες πρέπει να αφορούν την ύπαρξη μας και μόνον. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς στην προέκταση της πράξεώς μας εμφανίζεται η τάση να θέτουμε τον εαυτό μας σε ταύτιση, σε σύμπτωση αποκλειστικά με το ΕΓΩ μας. Ο φορέας αυτός που διαθέτει τον κόσμο του μέσω της πράξεως, παρασυρμένος από μια τέτοια τάση, ξεχνά τις συνθήκες που συστήνουν αυτή την ίδια την υποκειμενικότητα και οι οποίες πρέπει να διατηρούνται αναλλοίωτες. Ξεχνά τον κανόνα αυτής της ίδιας της προσωπικότητός του σύμφωνα με τον οποίο το Εγώ συμπεριφέρεται κατ’ αρχάς με δεκτικό τρόπο, και όταν τα Εγώ έρχονται στο παρόν, γίνονται ενεργά στην πράξη, τότε αναδύεται αυτός ο ίδιος ο εαυτός και έρχεται στο παρόν και στην παρουσία του εμφανίζεται το όλον του είναι του.
Το υποκείμενο όμως που θέτει τον εαυτό του σαν θεμέλιό του ξεχνά επίσης πως η πράξη του κάθε φορά διαθέτει και αγκαλιάζει μόνον ένα μέρος της ζωής που έζησε!
Όχι μόνον όμως οι δυσκολίες τής ζωής αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριοτητός μας δεν διαθέτουν την δομή τής πράξεως, με τις χαρακτηριστικές σχέσεις μέσων-σκοπού. Ποιος από εμάς τελειώνει έστω και μία ημέρα πραγματοποιώντας αδιάκοπα μέσα που τελειώνουν σε σκοπούς; Και δεν εγκαταλείπεται απλώς, τουλάχιστον κάθε τόσο, στη ζωή, σ’ αυτό που φέρνει η στιγμή;
Σήμερα ζούμε στην εποχή της υπερτροφίας της πράξεως. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, κάθε δραστηριότης, αναπαριστώνται σαν πράξη, γίνεται πράξη ακόμα και η ομιλία. Όμως η ομιλία μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις είναι θελημένη πράξη, σαν σκοπός με προκαθορισμένο τρόπο, ή ακόμη και χρησιμοποιημένη σαν μέσον για άλλους σκοπούς. Ζωή και λέξη είναι οπωσδήποτε ανακατεμένες σε ατομικές πράξεις αλλά, για καλή μας τύχη είναι μακρυά από το να συστήνουν ένα κλειστό σύνολο πράξεων συνδεδεμένων μεταξύ των.
Η πορεία αυτονομίας του φορέα του υποκειμένου από τις συνθήκες της υπάρξεώς του και η ψευδαίσθησις του ότι μπορεί να ελέγξει ολοκληρωτικά την ζωή του και τον κόσμο του, έρχονται σε αντίφαση στην χριστιανική θεολογία, με την έννοια της αμαρτίας. Ο άνθρωπος χάνει ανεπανόρθωτα τον εαυτό του και το νόημα της υπάρξεώς του, όταν επιδιώκει να βασισθεί στην αυτασφάλεια της ταυτότητος του υποκειμένου και της πράξεως που κατέχει τον κόσμο του. Η χειραφέτηση της υποκειμενικότητος απ’ αυτές τις ίδιες τις συνθήκες της και η αναπαράσταση που διαθέτει σαν βάση πάνω στην οποία μπορούμε να θεμελιώσουμε την ανθρώπινη ζωή, κατέληξαν στην μοντέρνα Δύση το χαρακτηριστικό σημείο μιας ολόκληρης εποχής, με αποτέλεσμα η υποκειμενικότης να διατρέχει τον κίνδυνο να ανατραπεί στο αντίθετό της, στις ανώδυνες δομές της κοινωνίας.
Εάν ελπίζουμε σε μια ανανέωση της υποκειμενικότητος, πρέπει να προσέξουμε τις συνθήκες συστάσεως του υποκειμένου και της αυτονομίας του. Αυτές οι συνθήκες ριζώνουν στην προσωπικότητα του ανθρώπου, η οποία έχει σχέση με την ερώτηση γύρω από τον εαυτό της, την ταυτότητά της, η οποία έχει σχέση με την σειρά της, με την έσχατη θεμελίωση από τη οποία ο άνθρωπος αντλεί την ζωή του και λόγω της οποίας φαίνεται δυνατό να ζήσει με εμπιστοσύνη. Επειδή όμως ο εαυτός και η προσωπικότης του ανθρώπου θεμελιώνονται στην σχέση τους με τον θεό, το πρωτείο του προσώπου είναι σχετικό με την θεονομική σύσταση της προσωπικότητος, η οποία καθ’ εαυτή, αντί να αποκλείει την αυτονομία του Εγώ σαν υποκείμενο πράξεως, την θεμελιώνει, ακόμη και αν ταυτοχρόνως την περιορίζει. Από τον Σλαϊερμάχερ κι έπειτα, βασικός σκοπός των επιδιώξεων της δυτικής θεολογίας είναι να ανανεώσει την συνείδηση, ξεκινώντας ακριβώς απ’ αυτή την θεονομική σύσταση του ανθρωπίνου είναι. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να διατηρηθεί ταυτοχρόνως το πρωτείο του θεού έναντι του ανθρώπου.
Στον αιώνα μας αυτο γίνεται φανερό στον Πωλ Τίλλιχ και στον Καρλ Μπαρτ από το Ευαγγελικό μέρος και στον Καρλ Ράνερ από καθολικής σκοπιάς. Πάντως όμως είναι χρήσιμο χάριν της εννοιολογικής καθαρότητος αυτών των επιδιώξεων να διακρίνουμε με ακρίβεια την προσωπικότητα του ανθρώπου από την υποκειμενικότητά του. Μια τέτοια διάκριση είναι απαραίτητη επίσης για να διατηρηθεί ανοικτή η ερώτηση γύρω από το θεμέλιο της υποκειμενικότητος.
Ο άνθρωπος γίνεται υποκείμενο μόνον κατά τη διάρκεια μιας αναπτύξεως η οποία καταλήγει στην συνείδησή της ταυτότητός του και στην ικανότητά του, η οποία βασίζεται πάνω σ’ αυτή την ταυτότητα, να πράξει με υπεύθυνο τρόπο. Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο απεναντίας από την αρχή. Ακριβώς δε επειδή η έννοια του προσώπου αφορά τον άνθρωπο στο φως της σχέσεώς του με τον θεό, και αυτό το γεγονός υπερβαίνει την διαμάχη της ανθρώπινης πραγματικότητος, δεν έχει κανένα νόημα να αναρωτιόμαστε πότε αρχίζει ο άνθρωπος να είναι πρόσωπο και πότε τελειώνει. Στο φως λοιπόν αυτού του καθορισμού της υπάρξεως του από τον θεό, το έμβρυο στο σώμα της μητέρας, είναι ήδη πρόσωπο από την στιγμή της συλλήψεώς του.
Για τον ίδιο λόγο είναι πρόσωπο και ο ανήλικος και ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες. Παρότι η αντίθεση ανάμεσα στην συγκεκριμένη μορφή υπάρξεως και στον καθορισμό της από τον θεό μπορεί να είναι μεγάλη, παρόλα αυτά είναι παρούσα, σαν το Μυστικό του προσώπου και σαν αξιοπρέπεια η οποία προέρχεται από τον θείο καθορισμό, ακριβώς ακόμη και εν μέσω της ασθενείας και της μιζέριας της ανθρώπινης ζωής!
Αυτή η αξιοπρέπεια ανήκει στον άνθρωπο μόνον επειδή είναι πρόσωπο: αυτή δε η αξιοπρέπεια συνδέεται με την λειτουργία της υποκειμενικής πράξεως, μόνον στο μέτρο που το υποκείμενο βρίσκει τις ρίζες του στην προσωπικότητα.
ΤΕΛΟΣ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου