Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (4)

Κεφάλαιο 3ο (Α Μέρος)

(Συνέχεια από Πέμπτη 27 Μαΐου 2010)

Ο Λούκιος συναντιέται με την Βυρρένα, την Φώτιδα και τους αιγοεκδορείς

Ο Λούκιος ξυπνά το επόμενο πρωΐ, περίεργος να γνωρίση κάποια απ’ τα θαυμαστά πράγματα που πρέπει να βρίσκονται στη Θεσσαλία, όπου σύμφωνα με γενικές πληροφορίες εξασκείται ως επί το πλείστον η μαγεία. Θυμάται την αφήγηση του Αριστομένη για την πόλη, και όλα μοιάζουν «να έχουν μεταμορφωθή και μεταλλαχθή εδώ από την άθεη δύναμη της μαγείας και της γοητείας». Πέτρες, αγάλματα, γλυπτά και τείχη ζωντανεύουν και σκέφτεται, πως θα μπορούσαν και τα ζώα να μιλούν εδώ και να διηγούνται παράξενες ιστορίες.

«Γεμάτος επιθυμία», βρίσκεται ο Λούκιος «απροσδόκητα στην πλατεία της αγοράς».

«Δεν υπήρχε τίποτα στην Υπάτη, που να το είχα εκλάβει γι’ αυτό που πράγματι ήταν. Όλα και κάθε τι έπρεπε να είχε μετατραπή σε μιαν άλλη μορφή με τη μαγεία. Θεωρούσα ακόμα και τις πέτρες, που πάνω τους σκόνταφτα, σαν πρώην ανθρώπους. Τα πουλιά, που άκουγα να κελαηδούν, τα δέντρα μέσα στις αυλές, οι βρύσες στα στενά δρομάκια, μου φαίνονταν όλα εξίσου φτερωμένοι, καλυμμένοι με φύλλα, λειωμένοι σε νερό άνθρωποι. Ναι, περίμενα πως ζωγραφιές και αγάλματα θα περπατούσαν προς εμένα, οι τοίχοι θα μιλούσαν, τα βόδια και τα κτήνη θα προφήτευαν και πως θα αντηχούσαν απ’ τον ουρανό μεμιάς θεϊκά ρητά απ’ τον ηλιακό δίσκο».

Είναι φανερό, πως η αφήγηση του Αριστομένη, που δεν την είχε πάρει συνειδητά τόσο σοβαρά ο Λούκιος, τον είχε ωστόσο κάπου αγγίξει. Κάτι είχε ασυνείδητα εγκατασταθή σ’αυτόν, γιατί αυτή η παράσταση της Υπάτης είναι η κλασσική περιγραφή μιας «abaissement du niveau mental»: τίποτα δεν φαίνεται να είναι τότε πια εντελώς πραγματικό. Βρίσκεται σ’ έναν κόσμο ονείρου, κι ο εξωτερικός κι ο εσωτερικός κόσμος πλησιάζουν πολύ. Ο καθένας το γνωρίζει αυτό εξ ιδίας πείρας, όταν αισθάνεται μαγεμένος ή γοητευμένος. Οι αυτοβιογραφίες σχιζοφρενών ανθρώπων δίνουν κλασσικές περιγραφές, για το πώς αποξενώνεται ξαφνικά ο πραγματικός κόσμος. Είναι και τα δυό αυτά μια φυσική όσο και αφύσικη κατάσταση, που δείχνει, πως το ασυνείδητο και το συνειδητό έχουν προσεγγίσει πολύ το ένα το άλλο. Περιέχεται επίσης εδώ το μοτίβο της μεταμόρφωσης του ανθρώπου. ‘Όλα όσα πρόκειται να συμβούν αργότερα στον ήρωα, μέχρι τη μεταμόρφωσή του σε γάιδαρο, έχουν ήδη προπαρασκευασθή εδώ.

Με αρκετή έκπληξη έχει μόλις ανακαλύψει ο Λούκιος, πως ο οικοδεσπότης του Μήλος είναι ένας ηλικιωμένος, άπληστος, στενοκέφαλος αστός και η Παμφίλη μια σκοτεινή ολοφάνερα μάγισσα. Ανακαλύπτει όμως στο ίδιο σπίτι και την Φώτιδα, με την οποία και δημιουργείται αμέσως μια φυσιολογική νεανική σχέση. Σε αντίθεση με το γεγονός, ότι η σχέση του προς την Φώτιδα ακολουθεί την φυσιολογική για έναν Ρωμαίο της εποχής, και γενικά για τη νεότητα, διαδρομή, αποδεικνύεται ωστόσο η σχέση αυτή αργότερα ασυνήθιστα φτωχή σε αισθήματα. Μετά τη μεταμόρφωσή του σε γάιδαρο και μετά την εισβολή των ληστών στο σπίτι του Μήλου και της Παμφίλης δεν συλλογίζεται ποτέ ο Λούκιος, τί να είχε απογίνει η Φώτις. Ανησυχεί για τα χρήματά του και το άλογό του, όχι όμως και γι’ αυτήν, που αποδεικνύει μιαν εκπληκτική έλλειψη αισθημάτων. Είχε περάσει τελικά μιαν πολύ ωραία περίοδο μ’ αυτό το όμορφο κορίτσι, κι εκείνη του είχε χαρίσει γενναιόδωρα την αγάπη της (όπως κι αυτός την είχε κάνει ευτυχισμένη). Βλέπουμε από άλλες ιστορίες και την κοινωνιολογική τους ματιά, ότι η Φώτις δεν μπορούσε να περιμένη τίποτα το καλό μετά τη σύλληψή της απ’ τους ληστές. Ή θα την σκότωναν ή θα την έκαναν σκλάβα, και μπορούμε να συμπεράνουμε αργότερα απ’ το βιβλίο τί σήμαινε να είσαι σκλάβος.

Όμως ο Λούκιος δεν ρωτά ποτέ γι’ αυτήν, που δείχνει ξεκάθαρα, πως δεν αντιδρά εντελώς φυσιολογικά. Εκφράζοντάς το μοντέρνα θα λέγαμε, πως έχει ένα συναισθηματικό έλλειμμα, το οποίο καλύπτεται κατ’ αρχάς κομψά με την ερωτική σκηνή.

Γνωρίζουμε πως ο Λούκιος μεταμορφώθηκε κ α τ ά  λ ά θ ο ς σε γάιδαρο, γιατί επιθυμούσε να γίνη στην πραγματικότητα ένα πουλί ή μια φτερωτή ύπαρξη, αλλά η Φώτις χρησιμοποίησε λανθασμένη σκόνη. Αυτό πρέπει να ήταν μια ασυνείδητη εκδίκηση απ’ τη μεριά της! Αισθανόταν πιθανώς, πως κάτι έλειπε, πως εκείνος δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτήν ούτε κατά τον απλούστερο ανθρώπινο τρόπο. Του έπαιξε κι άλλο ένα παιχνίδι, όταν έπρεπε να φέρη απ’ τον κουρέα στο σπίτι τα μαλλιά του εραστή της Παμφίλης. Ο κουρέας την είχε τσακώσει και της τα είχε πάρει. Όταν συνάντησε λοιπόν επιστρέφοντας η Φώτις έναν άντρα, που ετοιμαζόταν να κουρέψη αιγοπροβιές για να φτιάξη ασκούς, άρπαξε σε αντικατάσταση μερικές τούφες. Όταν είχε εκτελέσει μετά μ’ αυτά αντί για τα μαλλιά του εραστή της τα μαγικά της η Παμφίλη, ήρθαν –όχι ο εραστής– αλλά μόνο αιγοεκδορείς μπροστά στην πύλη. Ο Λούκιος τους επιτέθηκε ηρωϊκά μέσα στη νύχτα, γιατί νόμιζε πως είχε, στα σκοτεινά, ληστές που είχαν εισβάλει στο σπίτι μπροστά του, κι έγινε έτσι περίγελως σε όλη την πόλη.

Διαπράττει έτσι άθελά της –με το αριστερό ας πούμε χέρι– δυό φορές ένα μικρό λάθος η Φώτις, που φέρνει τον Λούκιο σε δύσκολη θέση. Μια γυναίκα που ενεργεί έτσι, δεν είναι ευτυχισμένη. Δεν είναι κάπου αναπαυμένη απ’ τον άντρα, γιατί δεν θα του έπαιζε αλλιώς αυτά τα δυό αθέλητα παιχνίδια. Είναι ψυχρός, κι αυτή τον εκδικείται μ’ αυτά τα μικρά μαγικά κόλπα. Στέκεται λιγάκι, κατά κάποιον τρόπο, απ’ την πλευρά της μάγισσας, της κυρίας της, που δείχνει, πως είναι κι αυτή λίγο ψυχρή. Μια γυναίκα, που παίζει με μαγικά κόλπα, αποδεικνύει πως δεν αγαπά πραγματικά. Υπάρχει κάτι έτσι, παρ’ όλη την πρώτη θετική σκηνή, όπου πιστεύει κανείς πως εισέρχεται ο Λούκιος στα μυστικά της ζωής, είναι ευτυχισμένος και μπορεί να προστατευθή με την ερωτική σχέση με τη Φώτιδα απ’ τα κόλπα της Παμφίλης, κάτι μ’ έναν λεπτό τρόπο λανθασμένο. Συναρτάται ίσως μ’ αυτό το «ambaissement du niveau mental», στο οποίο και περιπίπτει μετά την πρώτη του επίσκεψη στο σπίτι του Μήλου και της Παμφίλης.

Κατακλυσμοί απ’ το ασυνείδητο, όπως περιγράφονται στην αρχή του κεφαλαίου, συμβαίνουν πάντα, όταν εκπίπτει κάπου στο συνειδητό μια φυσιολογική αντίδραση, γιατί δημιουργείται εκεί ένα σημείο εισβολής του ασυνειδήτου. Αν δεν θέλη να κατακλυσθή κάποιος απ’ το ασυνείδητο, πρέπει να προσέχη όλες τις μικρές λεπτομέρειες, όπως τη νωθρότητα και την άστοχη συμπεριφορά στην αισθηματική ζωή και την ελλειματική προσαρμογή στην πραγματικότητα, γιατί ανοίγουν την πύλη στον κατακλυσμό, παρ’ όλο που φαίνονται καθ’ εαυτές ασήμαντες.

Καθώς αυτές οι μικρές παραλείψεις είναι πολύ επικίνδυνες λοιπόν, επισημαίνω εδώ κάποια πράγματα, τα οποία ο αναγνώστης μόλις και τα παρατηρή: την απόκρυφη δηλαδή, ανεπαρκή ανθρώπινη σχέση ανάμεσα στον Λούκιο και την Φώτιδα, που επιτρέπει στον Λούκιο να βυθιστή στο ασυνείδητο και τα ξυπνητά όνειρα, έτσι που να μην είναι πια εντελώς αντάξιος της πραγματικότητας.

Στην πλατεία της αγοράς συναντά «συμπτωματικά» τη Βυρέννα, την αδελφή της μητέρας του. Δεν είναι βέβαια γνήσια αδελφή, την είχαν πάρει όμως στο σπίτι και είχε μεγαλώσει μαζί με τη μητέρα του, έτσι ώστε ο Λούκιος την ονομάζει θεία. Μας φαίνεται περίεργο, πως δεν πήγε να μείνη μαζί της. Αντί γι’ αυτό συναντιούνται τυχαία, κι εκείνη τον προσκαλεί στο όμορφο, πλούσιο σπίτι της. Εδώ ακολουθεί η περιγραφή ενός εντυπωσιακού ανάγλυφου στο αίθριο αυτού του σπιτιού, που παριστάνει τη θεά-μητέρα Άρτεμι στο λουτρό της στα δάση και τον Ακταίονα, που προσπαθεί να της ρίξη μια ματιά, μεταμορφώνεται όμως απ’ αυτήν σε ελάφι και κατασπαράσσεται απ’ τα ίδια του τα σκυλιά. Στο ανάγλυφο παριστάνεται η στιγμή κατά την οποία επιτίθενται τα σκυλιά στο ελάφι για να το κομματιάσουν. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτήν την πλήρη αισθήματος και ρεαλιστική περιγραφή του ανάγλυφου απ’ τον Απουλήιο Λούκιο την τυπική ελληνιστική τέχνη. Το ανάγλυφο παριστάνει όμως κι ένα πολύ σημαντικό μοτίβο, έτσι ώστε να μπορούμε να χειριστούμε το περιεχόμενό του ως μιαν παρένθετη ιστορία. Γιατί προεξοφλείται σε συμβολική μορφή ολόκληρη η μοίρα του Λούκιου: κι α υ τ ό ς αμαρτάνει στη σχέση του με τη Φώτιδα απέναντι στους νόμους της αγνότητας, κι α υ τ ό ς αρπάζεται απ’ τα σκοτεινά πάθη του κάτω κόσμου και μεταμορφώνεται σ’ ένα ζώο – σ’ έναν γάιδαρο αντί για ένα ελάφι. Το ίδιο του το πρόβλημα παρουσιάστηκε ήδη πρόωρα μπροστά στα μάτια του πάνω στο ανάγλυφο.

Η Άρτεμις κι η ρωμαϊκή Ντιάνα είναι θεές, που συνενώνουν στον εαυτό τους διάφορες αντιθέσεις. Η Άρτεμις προστατεύει την αγνότητα των νέων και των κοριτσιών, είναι κυρία των άγριων ζώων. Θεωρείται η προστάτρια θεά αυτών που γεννούν, χθόνια μητέρα και παρθένος ταυτόχρονα. Είναι όμως απ’ την άλλη μεριά, όπως κι ο αδελφός της Απόλλων, και θεά του θανάτου, αφού μπορεί να εξαποστείλη αόρατα θανατηφόρα βέλη. Συνδέθηκε αργότερα με τη σελήνη κι έγινε θεά του κάτω κόσμου (όπως η Εκάτη), εφόσον οι παραστάσεις των διαφόρων θεών συγχωνεύτηκαν στην ύστερη αρχαιότητα.

Η όψιμη ιουδαιο-χριστιανική ιδέα, πως μόνον εμείς κατέχουμε τη μοναδική αληθινή θρησκεία και πως όλες οι άλλες θρησκείες είναι σκοτεινή και δεισιδαίμων ανοησία, δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Οι κατακτητές μιας χώρας φρόντιζαν να διερευνήσουν το όνομα του κυρίαρχου θεού-πατέρα και της θεάς-μητέρας και να ανακοινώσουν μετά, πως αυτά αντιστοιχούσαν στον δικό τους Δία ή την Άρτεμι ή την Δήμητρα. Ανακάλυπταν, πως εμφανίζονταν παντού οι ίδιοι τύποι θεών, η πατρική δύναμη και η γονιμοποιός δύναμη της μητέρας, και τους έδιναν γι’ αυτό ανάμεικτα ονόματα ή το όνομα της δικής τους θεότητας. Αναπτυσσόταν έτσι ένα είδος ανεκτικής στάσης, με αποτέλεσμα, να είναι ζωντανό σε κάθε χώρα ένα παράξενο μείγμα θεών και να αρχίζουν κάπως έτσι οι προσευχές: «Ω εσύ θεά-μητέρα, που σε ονομάζουν Ίσιδα οι Αιγύπτιοι και Δήμητρα οι Έλληνες…». Που σημαίνει, πως τιμόνταν η ίδια θεϊκή δύναμη με διαφορετικά ονόματα στις διάφορες χώρες. Και μ’ αυτήν την έννοια παριστά εδώ ολόκληρο τον μητρικό κόσμο η Άρτεμις.

Η θεά-μητέρα της καλλιτεχνικής ανάγλυφης σκηνής λούζεται, κι ο Ακταίων, ένας θνητός άντρας, που επιθυμούσε από σεξουαλική περιέργεια να τη δη να λούζεται γυμνή, κομματιάζεται απ’ τα ίδια του τα σκυλιά – τις σκοτεινές δυνάμεις του κάτω κόσμου. Τα σκυλιά πρέπει να συμβολίζουν τη διασπαστική όψη του ζωϊκού πάθους. Αυτό το μοτίβο παραπέμπει πράγματι πολύ βαθειά, γιατί όταν ξεπερνά ο άνθρωπος τα όριά του, και μεταβαίνει στους θεούς προς τα πάνω ή στο βασίλειο των ζώων προς τα κάτω, πρόκειται τελικά για ένα και το αυτό. Μεταμορφούμενος ο Ακταίων σε ελάφι, γίνεται αυτό που επιθυμούσε να είναι: θεϊκός και το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της Αρτέμιδος, γιατί είναι το ελάφι που αυτή κυνηγά. Ακόμα κι ως θεότητα υφίσταται όμως τη μοίρα των νεαρών εραστών της Μεγάλης Μητέρας, διαμελίζεται δηλαδή και πρέπει να υπομείνη αυτό που παθαίνει πάντα μυθικά ο νεαρός εραστής της Μεγάλης Μητέρας. Μπορούμε λοιπόν να δούμε, πως η εικόνα που αντιμετωπίζει ο Λούκιος εισερχόμενος στο σπίτι της Βυρέννας, προεξοφλεί όλο του το πρόβλημα: σφετερίζεσαι έναν θεϊκό ρόλο˙ υπερβαίνεις την ανθρώπινη σφαίρα˙ εισέρχεσαι στο βασίλειο της Μεγάλης Μητέρας και στο βασίλειο της ζωϊκού βίου˙ πρέπει να πληρώσης με τον κλασσικό τρόπο γι’ αυτό.

Λείπει κάτι στην αντίδραση του Λούκιου μπροστά στο ανάγλυφο: χαίρεται μόνο αισθητικά με το θαυμάσιο καλλιτέχνημα και δεν ξεκλειδώνει το μήνυμά του. Το ότι δεν πρόκειται παρά για ένα γλυπτό, ένα ανάγλυφο, και καμμιάν ζωντανή παράσταση, έχει το νόημά του. Όταν ονειρεύεται κάποιος σήμερα ένα γλυπτό ή μιαν εικόνα, αυτό σημαίνει, πως το παριστώμενο δεν είναι ζωντανό μέσα του: το βλέπει μόνο διανοητικά ή αισθητικά, δεν το ζη όμως. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πως ο Λούκιος βλέπει εδώ τί πρόκειται να συμβή και σε ποιο συγκλονιστικό πρόβλημα θα περιέλθη, ότι δεν είναι όμως ακόμα πραγματικό γι’ αυτόν. Το βλέπει μόνο ως καλλιτεχνική παράσταση. Κι αυτό είναι τυπικό για έναν άντρα με μητρικό σύμπλεγμα, γιατί κρατιέται έτσι με μιαν τέτοια συμπεριφορά σε απόσταση απ’ την άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Θα μπορούσε να περιγράψη κανείς την κατάσταση και με μιαν αποκρουστική παρομοίωση: ένας τέτοιος άντρας τριγυρίζει με ένα διαφανές πλαστικό κάλυμμα εδώ κι εκεί, που του επιτρέπει να βλέπη προς τα έξω, δεν του αφήνει όμως καμμιάν επιφάνεια τριβής με την πραγματικότητα και καμμιάν πραγματική επαφή με την ζωή˙ αυτή είναι η μυστική, μαγευτική δύναμη που εξασκεί το μητρικό σύμπλεγμα πάνω στον άντρα. Είναι πάντα αποκομμένος κατά κάποιον τρόπο απ’ την ζωή. Με την αισθητική και τη διάνοια έχουμε δυό λαμπρές δυνατότητες να σύρουμε αυτό το πλαστικό απομονωτικό στρώμα ανάμεσα σε μας και την πραγματικότητα, να αποσοβήσουμε την άμεση εμπειρία και μ’ αυτήν τον άμεσο πόνο, να χάσουμε όμως και κάθε επίτευξη μιας υψηλότερης συνειδητότητας. Όταν ανοίγη κανείς ως αναλυτής αυτόν τον σάκκο, το προστατευτικό περίβλημα, και πρέπει να μεταφέρη τον άντρα έξω απ’ την τεχνική του μήτρα, αυτός θρηνεί συνήθως απελπισμένος, καθώς αρχίζει τώρα η φάση της καυτής και παγωμένης πραγματικότητας και κάθε είδους άλλων θλίψεων, απ’ τους οποίους είχε προφυλαχθή τόσο κομψά μέχρι τώρα.

Ο Λούκιος παρατηρεί λοιπόν ακόμα τα πράγματα, χωρίς να προσβάλλεται άμεσα απ’ αυτό που συμβαίνει. Δεν αναρωτιέται π.χ., γιατί συναντά «συμπτωματικά» στο σπίτι της θείας του την παράσταση ενός άντρα, που ξεσχίστηκε σε κομμάτια ως συνέπεια της περίεργης εισβολής του στο βασίλειο της Μεγάλης Μητέρας. Το θεωρεί ένα όμορφο έργο τέχνης, που το περιγράφει με λογοτεχνικό τρόπο.

Η θεία Βυρέννα είναι εμφανώς ένας αντίθετος πόλος στην Παμφίλη και τον Μήλο, μια γνήσια κυρία. Τον προειδοποιεί αμέσως και φρονεί, πως δεν πρέπει να κατοικήση στο αρκετά αμφίβολο σπίτι, αλλά μαζί της. Είναι όμως κι αυτή μια μητρική μορφή. Επιθυμεί κι αυτή να κρατήση φυλακισμένο τον Λούκιο στο σπίτι της˙ στέκεται έτσι η μιά μητρική όψη απέναντι στην άλλη. Η Βυρέννα είναι σεβάσμια, μορφωμένη, σωστή, έτσι που να φαίνεται πως είναι μια θετική μητέρα, με την αρνητική όμως συνέπεια, πως θα επιθυμούσε φυσικά να προφυλάξη τον Λούκιο απ’ το να περιπέση σε συμφορά και στην πραγματική έτσι ζωή. Αν είχε εγκαταλείψει ο Λούκιος την Παμφίλη και είχε μείνει με την Βυρέννα, δεν θα είχε λάβη χώρα ολόκληρο το μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και δεν είναι σωστή η συμβουλή της Βυρέννας, παρ’ όλο που εμφανίζεται ως μια σοφή γυναίκα, που προειδοποιεί τον νεαρό άντρα, να μην πέση στην παγίδα. Δόξα τω Θεώ, δεν κερδίζει! Είναι επίσης τυπικό γι’ αυτήν, ότι κατέχει στο σπίτι της μόνο ένα πέτρινο ανάγλυφο, που παραπέμπει στο ότι είναι μεν σοφή η γνώση της, όχι όμως και κοντά στην ζωή. Έτσι βρίσκεται ο Λούκιος πραγματικά «ανάμεσα στον διάβολο και τη βαθειά κυανή θάλασσα»: η αστική σοφία τον συμβουλεύει, να μην βρεθή μέσα σε κάθε λογής αμφίβολες και βρώμικες υποθέσεις, τότε όμως δεν θα έβγαινε ποτέ κι απ’ τον πλαστικό σάκκο, θα γινόταν αξιοπρεπής, όχι όμως και ζωντανός. Ο Λούκιος δεν αποδέχεται ευτυχώς αυτήν τη συμβουλή και επιστρέφει στην Φώτιδα στο σπίτι, όπου και τη συναντά στην κουζίνα του Μήλου να ετοιμάζη μιαν πολέντα (έναν χυλό από αλεύρι καλαμποκιού). Εξελίσσεται μια σχέση ανάμεσα στους δυό. Η Φώτις κατακτά τον Λούκιο, ή το αντίθετο. Το γεγονός ότι δεν κυριαρχεί εδώ κάποιο θερμό συναίσθημα, φαίνεται κατ’ αρχάς αργότερα.

Η επόμενη παρένθετη ιστορία, αφηγημένη απ’ τον Μήλο, αναφέρεται σ’ έναν μάντι με το όνομα Διοφάνης: αυτός είχε δώσει σ’ έναν έμπορο ευνοϊκές προβλέψεις για ένα επικείμενο ταξίδι, όταν εμφανίζεται ξαφνικά ένας νεαρός ευγενής, φίλος του Διοφάνη, και διηγείται με δυνατή φωνή στους παρευρισκόμενους τη μεγάλη δυστυχία που τον είχε βρη στο τελευταίο του ταξίδι και θα του είχε κοστίσει παραλίγο την ζωή. Οι ακροατές γελούν, ο έμπορος ζητάει πίσω τα χρήματά του, κι ο Διοφάνης ξεμασκαρεύεται ως ένας απατεώνας.

Θα ήταν φυσικά λάθος να πούμε, πως ένας που βλέπει καθαρά δεν αξίζει τίποτα, αν δεν μπορή να προβλέψη τίποτα για τον εαυτό του και να προφυλάξη αυτόν τον ίδιον και την οικογένειά του ή φίλους απ’ τη δυστυχία. Γιατί γνωρίζουμε, πως οι τηλεπαθητικές ικανότητες δεν ενεργοποιούνται με τη θέληση, και γι’ αυτό δεν μπορεί να προφυλαχθή κάποιος, που είναι εξαιρετικά προικισμένος απ’ αυτήν την άποψη, να την πάθη ο ίδιος.

Αν επιχειρήσουμε να δούμε το επεισόδιο του Διοφάνη στη συνάφεια της ιστορίας, αναγνωρίζουμε πως ένας άντρας που έχει την αξίωση, να μπορή να δη μέσα στο μέλλον, την παθαίνει ακριβώς ο ίδιος, κι αυτό επαληθεύεται ξανά στον Λούκιο. Γιατί πιστεύει, πως μπορεί μόνο να σπουδάση τη μαγική δύναμη, χωρίς να εμπλακή μαζί της˙ τη ώρα εκείνη βρίσκεται κιόλας με το ένα πόδι μέσα! Ακριβώς τότε, που θα χρησιμοποιούσε την επιστημονική του ακρίβεια και την παρατηρητική του ικανότητα, αυτές του λείπουν. Δεν μπορεί να παρατηρήση κανείς ψυχρά αποστασιοποιημένος και με αντικειμενική συγκέντρωση τα παραψυχολογικά φαινόμενα, γιατί τότε δεν συμβαίνει βέβαια τίποτα.

Τα συγχρονιστικά και παραψυχολογικά φαινόμενα είναι ακριβώς οριακά φαινόμενα. Για να μπορούν να γίνουν ορατά, πρέπει να έχη ελαττωθή η ένταση της εγωτικής μας συνείδησης. Γιατί τα φαινόμενα χρειάζονται αυτήν την ενέργεια, για να μπορέσουν κατ’ αρχάς να εμφανιστούν. Δεν μπορεί να έχη κανείς και τα χρήματα και το γλυκό˙ δεν μπορεί να κάνη κανείς τέτοια πειράματα με ένα φυσιολογικό, ορθολογικά τοποθετημένο, επιστημονικά παρατηρητικό Εγώ. Η παραψυχολογία αντιπαρατίθεται ακόμα σ’ αυτό το πρόβλημα, στη δική μας όμως περίπτωση είναι αλλιώς. Ο Λούκιος εξολισθαίνει στο «abaissement du niveau mental», χωρίς να το αντιλαμβάνεται καθόλου. Η ιστορία του Διοφάνη δείχνει, πως ο άνθρωπος που πιστεύει πως γνωρίζει καλά, είναι αυτός ακριβώς που πέφτει στην παγίδα.

Μιαν άλλη φορά διηγούνται οι προσκεκλημένοι για φαγητό στη Βυρέννα μουσαφίρηδες κάποια ακόμα επεισόδια. Ένας απ’ αυτούς, με το όνομα Θηλύφρων, διηγείται θαυμάσια την επόμενη παρένθετη ιστορία. Το όνομά του θα παρέπεμπε στο ότι αυτό το πρόσωπο έχει μια γυναικεία πνευματική στάση ή ότι ασχολείται στη σκέψη του συνέχεια με γυναίκες και με το θηλυκό. Ο άντρας μ’ αυτό το διδακτικό όνομα διηγείται λοιπόν την εξής ιστορία:

Έφτασε κάποτε, ως νεώτερος, μετά από ένα ταξίδι διαμέσου της Θεσσαλίας σε μιαν άσχημη ώρα στη Λάρισσα και βρισκόταν σε μεγάλη χρηματική ανάγκη. Εκεί εξασκούνταν εκείνη την εποχή τόση πολλή μαγεία, ώστε έπρεπε να φυλάγεται το πτώμα ενός μόλις πεθαμένου από έναν φύλακα, για να το προστατεύη απ’ τις μάγισσες, που αλλιώς θα παρεισέφρυαν και θα έκλεβαν μέρη του πτώματος για να τα χρησιμοποιήσουν στις μαγείες τους. Μαγικοί κανόνες μπορούσαν π.χ. να αρχίζουν: πάρε τα νύχια από έναν μόλις σκοτωμένο άνθρωπο – ή τη μύτη ή τα αυτιά κ.τ.λ. - , κι ανακάτεψέ τα με το αίμα, για να εκτελέσης αυτό ή εκείνο το μαγικό. Οι μάγισσες έπρεπε να εφοδιάζονται φυσικά μ’ αυτά τα «συμπληρώματα», κι έτσι κλέβονταν στα νεκροταφεία πτώματα από φρέσκους τάφους. Επιχειρούσαν επιπλέον οι μάγισσες να αποκτούν πτώματα πριν απ’ την καύση τους. Για να κερδίση χρήματα, ανέλαβε ο νεαρός Θηλύφρων την υποχρέωση, να αγρυπνήση τη νύχτα δίπλα σ’ έναν νεκρό. Του παρήγγειλαν, να είναι πολύ προσεχτικός, γιατί οι μάγισσες μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ζώα, πουλιά και μερικές φορές μάλιστα σε μύγες. Οδηγείται σ’ ένα σπίτι, για να φυλάξη εκεί το πτώμα ενός άντρα, που του το δείχνει η χήρα εντελώς ακέραιο σε όλα του τα μέρη. Αν φαινόταν έτσι και το επόμενο πρωΐ, λέει στον νεαρό φρουρό, θα έπαιρνε τότε τα χρήματά του, αν όχι, θα τιμωρούνταν με τον ίδιο ακρωτηριασμό, που θα παρουσίαζε και το πτώμα.

Ο νεαρός άντρας τρίβει τα μάτια του και τραγουδά, για να μπορέση να μείνη ξύπνιος όλη τη νύχτα. Η νύχτα προχωρά, μέχρις ότου γλιστρά ξαφνικά γύρο στα μεσάνυχτα μια νυφίτσα μέσα στο δωμάτιο και τον τρομάζει τόσο πολύ, ώστε «εκπλήττεται με την αναίδεια ενός τόσο μικρού ζώου». Το διώχνει, κι αυτό γλιστράει πάλι μακριά. Μόλις όμως έχει εξαφανιστή, «αλλά ούτε μια στιγμή μετά, με προσέβαλε ένας τόσο βαθύς ύπνος, ώστε ούτε ο ίδιος ο δελφικός θεός δεν θα είχε μπορέσει να ξεχωρίση, ποιος ήταν στην εμφάνιση το πιο πολύ νεκρός, το πτώμα ή εγώ». Το πρωΐ ξύπνησε κι «έτρεξε γεμάτος από φόβους στο πτώμα, για να το εξετάση απ’ όλες τις πλευρές». Εμφανίζονται η οικονόμος του σπιτιού κι οι μάρτυρες και βρίσκουν το σώμα «ακέραιο σε όλα του τα μέρη».

Παίρνει έτσι ο νεαρός Θηλύφρων τα χρήματά του. Καθώς κάνει όμως μερικές αγενείς παρατηρήσεις, τον διώχνουν απ’ το σπίτι. Κατά τη νεκρική τελετή εμφανίζεται ξαφνικά μεσ’ απ’ το πλήθος ένας ηλικιωμένος άντρας που κλαίει και θρηνεί και λέει, πως ο άνθρωπος που ετοιμάζονταν τώρα να κάψουν, είχε δηλητηριασθή απ’ τη γυναίκα του. Αυτό προκαλεί μεγάλη οχλαγωγία, και το πλήθος κραυγάζει, πως θά ’πρεπε να καή και η γυναίκα. Εκείνη ορκίζεται ωστόσο πως είναι αθώα. Για να βρεθή η αλήθεια, προσάγει τότε ο ηλικιωμένος άντρας τον Τσάχτλας, έναν Αιγύπτιο, μεγάλο μάγο και γητευτή, που έχει τη δύναμη, να ξυπνά τους νεκρούς στην ζωή.

Στην αρχαιότητα πίστευαν σ’ αυτήν τη δυνατότητα˙ η μάγισσα του Έντορ ήταν ως γνωστόν επίσης ικανή, να εγείρη νεκρούς στην ζωή και να προσκαλή πνεύματα απ’ τον κάτω κόσμο, για να φέρουν στο φως την αλήθεια. Όπως περιγράφει η Αλεξάνδρα Ντέιβιντ-Νηλ, αυτό το μπορούν και οι λάμας στο Θιβέτ. Ένας λάμα, που έφτασε πολύ αργά, για να δη ακόμα ζωντανό τον φίλο του, ξάπλωσε πάνω στο πτώμα και το θέρμανε με την ίδια του την αναπνοή, έτσι ώστε ο νεκρός ξαναζωντάνεψε. Οι δυό τους χόρεψαν για λίγο μαζί κι είχαν έτσι την τελευταία τους επαφή. Παρόμοια εξασκούνται και στην Αφρική. Στην ιστορία μας καταφέρνει ο Αιγύπτιος να ξαναφέρη τον νεκρό στην ζωή, κι αυτός επιβεβαιώνει, πως τον είχε δηλητηριάσει η γυναίκα του. Σαν απόδειξη για την εγκυρότητα των λόγων του βεβαιώνει, πως γριές μάγισσες είχαν κόψει απ’ τον νεαρό Θηλύφρονα μύτη κι αυτιά, μπερδεύοντάς τον με τον νεκρό, και τα είχαν αντικαταστήσει με κερί, ενόσο φρουρούσε αυτός το πτώμα. Ο Θηλύφρων πιάνει τότε με το χέρι τη μύτη του και τ’ αυτιά, κι αυτά πέφτουν. Καταλαβαίνει τότε, πως είχε ακρωτηριασθή και δεν είχε αντιληφθή τίποτα.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Θε μου Θε μου!
Τι βίτσιο και αυτό με το χρυσό γάΪδαρο και τους αιγοεκδορείς, μα για Όνομααα!
Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το παραμύθι;
Δεν την αντέχω τόση φιλοσοφία!
Μου κάνει φαγούρα στα πόδια!
(μπορεί, ωστόσο να μου φταίει και μικρή, αόρατη σκνίπα...)
Σ.