Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(11)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:

3. Η πραγματεία Περί Μυστικῆς θεολογίας του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (γραμματειακή παρουσίαση).

Το έργο Περί Μυστικῆς θεολογίας αποτελεί ένα από τα σημαντικά έργα ενός αγνώστου συγγραφέα που έζησε περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Το σύγγραμμα, αν και αποδίδεται στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στην πραγματικότητα είναι ψευδεπίγραφο. Το συγκεκριμένο πόνημα συνετάχθη στο τέλος του 5ου αι. και επηρέασε σε προκεχωρημένο βαθμό την πορεία της θεολογίας των μέσων χρόνων τόσο στους ανατολικούς όσο και στους δυτικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Από κοινού και με τα
άλλα πνευματικά δημιουργήματα του ίδιου συγγραφέα αλλά και με τα έργα του ιερού Αυγουστίνου και των αγίων Γρηγορίου Νύσσης και Γρηγορίου Ναζιανζηνού απετέλεσαν τη βάση της ανάπτυξης της θεολογικής σκέψεως και του πως ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει το Θεό και να εκφέρει λόγο για την Ύπαρξή Του. Υποστηρίζεται δε ότι το συγκεκριμένο πόνημα αποτέλεσε το όχημα, για να γίνει γνωστή η διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης περί θείου γνόφου στη Δύση. 

Μέσα από την πραγματεία Περί Μυστικῆς θεολογίας παρουσιάζεται η πορεία η διερχόμενη από την αποφατική – μυστική θεολογία με την οποία ο Χριστιανός μπορεί να επιτύχει την ένωση και την αφομοίωσή του με τον Θεό, δηλαδή τη θέωσή του. Η αποφατική θεολογία φανερώνει την αδυναμία της ανθρώπινης σκέψεως ενώπιον του μυστηρίου της απεραντοσύνης της θείας φύσεως. Ο Θεός, ο οποίος υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη σκέψη, αποκαλύπτει τις ενέργειές Του στην ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος μέσω αυτών και με το φωτισμό του νου του από τον Θεό αποπειράται να συλλάβει τη γνώση της ανωτάτης πραγματικότητας, «δημιουργώντας» έννοιες-ονόματα που είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός, καταφατική θεολογία, είτε αφορούν στο τι δεν είναι, αποφατική θεολογία187. Εξάλλου, η καταφατική και η αποφατική οδός γνώσεως του Θεού δεν αποτελούν αποκλειστικό θέμα γνωσιολογικό, αλλά αρχικά οντολογικό. Η γνωσιολογία σχετίζεται σε προκεχωρημένο βαθμό με την οντολογία και προσδιορίζεται από τις σταθερές της.

Το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να εξαχθεί με βάση τη
μεθοδολογία που χρησιμοποιούσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Το άρρητο και το ρητό, το άκτιστο και το κτιστό συμπορεύονται από κοινού και συνδέονται αλληλένδετα μεταξύ τους. Μέσα από αυτή τη σχέση αναδύεται η γνώση προς τον Θεό, η οποία χαρακτηρίζεται αναλόγως ως αποφατική και καταφατική188, χρησιμοποιώντας πολλές φορές ανθρωπομορφικές εκφράσεις για τον Θεό η ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως με χείρες και με πόδες. Όλα αυτά αποτελούν τη συμβολική θεολογία, κατά τον Διονύσιο Αλεξανδρείας189. Ο τελευταίος υπογραμμίζει ότι μέσα από τα αιτιατά μπορεί ο θεολόγος να αναχθεί στον «ὑπέρ νοῦν γνόφον» και να κατανοήσει ότι τα ονόματα για τον Θεό είναι
καταχρηστικές επινοήσεις του ανθρώπινου νου190. Πρόκειται για μία κατάσταση που τον οδηγεί να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται σε πλήρη «ἀλογία καί ἀνοησία», αφού όσο εγγύτερα προσπαθεί να φτάσει στον Θεό, τόσο μείζονα βαθμό κατανοεί ότι η μετοχή στην αλήθεια του Θεού, στη θέα του Θεού είναι σαν να ανεβαίνει στο δύσβατο όρος της Μυστικής Θεολογίας191.

Το Περί Μυστικῆς θεολογίας αποτελεί μία θεολογική πραγματεία
για το ανέκφραστο και άγνωστο της ουσίας του Θεού. Μέσα από το περιεχόμενό της ο συγγραφέας αναπτύσσει, με τη βοήθεια των
Νεοπλατωνικών δομών του, τη Χριστιανική θεολογία. Προβαίνει μάλιστα στον διαχωρισμό της θεολογίας σε αποφατική και σε καταφατική. Με βάση την πρώτη αναφέρεται ότι ο Θεός είναι απρόσιτος, βρίσκεται επέκεινα της γνώσεως και πέρα από κάθε χαρακτηρισμό αρνητικό ή καταφατικό. Η δεύτερη ασχολείται με ονόματα και ιδιότητες που ο άνθρωπος προσδίδει στον Θεό192.

Στα αρεοπαγιτικά κείμενα διαμορφώνεται επίσης, η Συμβολική
θεολογία. Έτσι, το σύμβολο είναι ο τρόπος με τον οποίο η ανθρώπινη πνευματικότητα στην ευρεία σημασία της εκφράζεται μέσω υλικών σχηματοποιήσεων. Ακόμη και οι λέξεις ενεργούν συμβολικά. Από την πλευρά τους βέβαια, οι όροι δεν ωριμάζουν οι ίδιοι ως προς τις σημασιολογήσεις τους, αλλά οι άνθρωποι που τούς χρησιμοποιούν.

Το ευσύνοπτο πόνημα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Περί Μυστικῆς Θεολογίας παρουσιάζει εννοιολογική και υφολογική ενότητα με τα υπόλοιπα έργα και κυρίως με το Περί Θείων Ὀνομάτων, Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας και Περί Οὐράνιας Ἱεραρχίας. Ο άγνωστος συγγραφέας διέθετε άρτια φιλοσοφική μόρφωση και χρησιμοποίησε τη νεοπλατωνική φιλοσοφική ορολογία μετουσιωμένη193, για να μπορέσει να διατυπώσει το χριστιανικό δόγμα για την Τριαδική Θεότητα και γενικότερα να παραδώσει αλώβητη την παράδοση της Εκκλησίας τόσο στους διανοητές όσο και στους πιστούς της εποχής του καθώς και των μεταγενέστερων εποχών194. Επιπλέον, η επίδραση της μυστικής θεολογίας αρχίζει να υπάρχει διάχυτη τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, κυρίως από τον 6ο αι. και εκείθεν, ιδιαίτερα στην Καρολίνεια Αυτοκρατορία195 αλλά καί στήν πρόσληψή της από τη θεολογία του Λουθήρου κατά τη Μεταρρύθμιση196.

Ἤδη, λοιπόν, από τήν πρώτη κυκλοφορία τους εκφράσθηκε έντονα ἡ αμφισβήτηση τοῦ ονόματος τοῦ Αγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ὡς συγγραφέα αὐτῶν, αφοῦ αγνοοῦνται από σύμπασα τήν αρχαία χριστιανική παράδοση ως προερχόμενα από την γραφίδα του. Σημειωτέον ότι ο συγγραφέας των κειμένων αυτών γνωρίζει τα έργα του νεοπλατωνικού Πρόκλου (411-485) και διατυπώνει λόγο περί του «ἑνωτικοῦ» του αυτοκράτορα Ζήνωνα (482), χρησιμοποιώντας μάλιστα και τον όρο «θεανδρική ἐνέργεια».

Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι στη Σύνοδο του 532 μεταξύ των
ορθοδόξων και των μονοφυσιτών στην Κωνσταντινούπολη197 ο
προεδρεύων της Συνόδου, Υπάτιος Εφέσου, χαρακτήρισε τα λεγόμενα «αρεοπαγιτικά συγγράμματα» ως νόθα και ψευδεπίγραφα, κυρίως επειδή δεν μνημονεύονται από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας198. Η ενέργεια αυτή του Υπατίου έγινε εξαιτίας τού ότι οι μονοφυσίτες οπαδοί του Σεβήρου προς υποστήριξη των απόψεών τους μεταχειρίστηκαν χωρία αυτών των συγγραμμάτων θεωρώντας ως πραγματικό συγγραφέα τους τον Διονύσιο τόν Αρεοπαγίτη. Λίγα έτη αργότερα ο Ιωάννης ο Σκυθοπολίτης (†550) δίδει στά συγκεκριμένα συγγράμματα τόν

χαρακτηρισμό των αιρετικών, υπεραμυνόμενος τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου199. Την ορθόδοξη προσέγγιση και ερμηνεία τῶν Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων την οφείλουμε αργότερα στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή200, το κύρος του οποίου συνετέλεσε στην άμβλυνση των διαφόρων αμφιβολιών περί των θεολογικών θέσεων του άγνωστου συγγραφέα201.

Το Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου είναι μία πραγματεία που αναδεικνύει το πώς ο πιστός μπορεί να εισέλθει στον χώρο της σιωπής, το πώς θα σκοπεύσει το ανείπωτο. Ο λόγος του έχει φιλοσοφικό ύφος, όχι όμως με την σύγχρονη τεχνική σημασία της λέξης. Βάση του είναι ο «φόβος» που δίδει στον πιστό τη δυνατότητα να οδηγηθεί στην κατάκτηση της αληθινής σοφίας και γνώσεως του Θεού, δηλαδή την επίγνωση του υπερφυσικού μυστηρίου και συγχρόνως να κατανοήσει το
πεπερασμένο της ανθρώπινης διάνοιας. Επιπλέον, η μυστική θεολογία, καθιστά περιττή κάθε λογική η φανταστική προσέγγιση του Θεού, διότι φέρει τον άνθρωπο σε προσωπική κοινωνία μαζί Του και τον οδηγεί στην αληθή ζωή μέσω της «κρυφιομύστου σιγῆς»202.

Το έργο Περί Μυστικῆς θεολογίας, χωρίζεται σε πέντε σύντομα κεφάλαια, βρίσκεται στον 3ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογία του Migne203 και πραγματεύεται τον «θεῖο γνόφο»204 -το σκοτάδι όπου κρύβεται ο Θεός. Ο αδιείσδυτος και υπέρφωτος θείος γνόφος δεν είναι η εμφάνιση του Θεού σαν γνόφου, αλλά η αδυναμία του ανθρώπου να θεαθεί την ουσία του Θεού που είναι «τό φῶς τό ἀπρόσιτον». Έτσι, ο θείος γνόφος δεν αποτελεί σκότος και ανυπαρξία του φωτός, είναι φως, φως αθέατο και απρόσιτο στον άνθρωπο. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός σημείωσε «Ἐγώ εἰμί τό Φῶς τοῦ Κόσμου». Άλλως, θα έλεγε ότι είναι το σκότος του κόσμου. Εξηγώντας ο Διονύσιος τα αναφερόμενα στον θείο γνόφο υπογραμμίζει: «Κατὰ τοῦτον ἡμεῖς γενέσθαι τὸν ὑπερφωτον εὐχόμεθα γνόφον καὶ δι' ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναι τὸν ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν αὐτῶ τῷ μὴ ἰδεῖν μηδὲ γνῶναι205 – τοῦτο γὰρ ἐστὶ τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι –καὶ τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι διὰ τῆς πάντων τῶν ὄντων ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες ἑξαιροῦντες πάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶ αὐτὸ ἐφ' ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντες κάλλος»206.
Ο θείος γνόφος, επομένως, είναι το σκότος όπου κρύπτεται ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι, όταν ανεβαίνουμε στον υπέρφωτον γνόφον, θεώμεθα και γνωρίζουμε τόν Υπερούσιον207. Ἄλλωστε, ο Θεός βρίσκεται «ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ... καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν»208.

Σχετικά με το έργο αυτό, ο Vladimir Lossky σημειώνει ότι τόσο για το ίδιο όσο και για τις άλλες αρεοπαγιτικές συγγραφές ελάχιστα
ενδιαφέρει ποιός ήταν ο συγγραφέας τους. Το ζήτημα του συγγραφέα αποτελεί αντικείμενο μελέτης της ιστορικοφιλολογικής έρευνας. Η παράμετρος που προέχει είναι η κρίση της Εκκλησίας για το περιεχόμενο του έργου και η χρήση που γίνεται των νοημάτων από το σώμα της. Με την επιστημονική πεποίθηση σήμερα, ότι δεν είναι ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου ο συγγραφέας, είναι βέβαιο ότι το πρόσωπο που το συνέταξε και επέλεξε το όνομα του Αρεοπαγίτη είχε επίγνωση της βαρύτητας του ονόματος του αγίου μετά την πάροδο πέντε αιώνων. Επιπλέον, ο συγγραφέας, για να ενισχύσει την ψευδεπίγραφη ταυτότητά του ως Διονύσιος Αρεοπαγίτης, απευθύνει το έργο του στον μαθητή και στενό συνεργάτη του Αποστόλου Παύλου τον Τιμόθεο209.

Ο συγγραφέας είναι ο κατ̕ εξοχήν θεωρητικός της αποφατικής θεολογίας, δηλαδή εκείνης που χρησιμοποιεί αρνήσεις για να οδηγηθεί στον Θεό, με ρητές τις μη υπερβάσιες οντολογικές αποστάσεις. Όλες οι γνώσεις έχουν ως αντικείμενο τα όντα. Ο Θεός βρίσκεται πέραν των όντων και, άρα, για να τον προσεγγίσουμε, πρέπει να αρνηθούμε - υπερβούμε ό,τι είναι κατώτερό του, δηλαδή τα όντα210.

Τό έργο Περί Μυστικῆς Θεολογίας έχει επηρεαστεί στην ορολογία τόσο από έργο του Γρηγορίου Νύσσης211 όσο και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας212. Συγκεκριμένα, ο Γρηγόριος Νύσσης στo έργο του Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων υπογραμμίζει ότι ο Θεός είναι επέκεινα πάντων213. Με τις ίδιες περίπου εκφράσεις διατυπώνει λόγο για το θέμα αυτό και ο Διονύσιος στο συγκεκριμένο πόνημα. Χαρακτηριστικά ο Νύσσης γράφει σέ ένα άλλο πόνημά του Περί Παρθενίας: «οὔτε λύπη ἐστίν οὔτε ἡδονή οὔτε δειλία ἤ θράσος ἤ φόβος ἤ ὀργή ἤ ἄλλον τι τοιοῦτον πάθος... ἀλλ̕ ... αὐτοσοφία καί ἁγιασμός, ἀλήθειά τε καί χαρά και εἰρήνη
καί ὅσα τοιαῦτα»214. Αντίστοιχα, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας υπογραμμίζει «ταῖς ὅλαις οὐσίαις επιβατεύουσαν, καί πάντων επέκεινα, καί πάσης οὐσίας ἐξηρῃμένην, ὡς ὑπερούσιον»215.

Τέλος, το έργο Περί Μυστικῆς Θεολογίας του ψευδο-Διονυσίου έχει εκδοθεί είτε μόνο του είτε από κοινού με τα υπόλοιπα αρεοπαγιτικά έργα στα ελληνικά αλλά και σε διάφορες ξένες γλώσσες με μετάφραση, σχόλια και ερμηνεία, αποδεικνύοντας την κεφαλαιώδη αξία που έχει στον χρόνο και στον χώρο όχι μόνο της χριστιανικής θεολογίας αλλά και της φιλοσοφικής σκέψεως γενικότερα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα θεμελιακό κείμενο ενός διευρυμένου μέρους της ιστορίας του «χριστιανικού μυστικισμού», όχι μόνο λόγω της φαινομενικού μανδύα της αποστολικής εξουσίας που φέρει, αλλά και λόγω της σπουδαίας
διδασκαλίας του σχετικά με το πώς μπορεί ο χριστιανός να επιτύχει την ένωση με τον Θεό, η οποία συνεπάγεται την υπέρβαση τόσο του καταφατικού όσο και του αποφατικού χαρακτήρα της θεολογικής διδασκαλίας στον Χριστιανισμό.

Το έργο έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες της Δύσης, με ερμηνεία του περιεχομένου τους από σπουδαίους θεολόγους τόσο του Μεσαίωνα όσο και σύγχρονους. Τελευταία έκδοση του έργου στην ελληνική γλώσσα, μετάφραση και επιμέλεια, έγινε από τον Δημήτριο Χατζημιχαήλ. Την εισαγωγή του βιβλίου έγραψε ο Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης και το προλογίζει ο καθηγητής κ. Χρήστος Τερέζης. Τό συγκεκριμένο έργο εκδόθηκε από κοινού μέ Περί θείων Ὀνομάτων του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, στη σειρά Βυζαντινοί Συγγραφείς, αριθμός 13, από τις εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2008, σελίδες 576. Συγκεκριμένα, ο τίτλος του είναι: Περί Θείων Ὀνομάτων – Περί Μυστικῆς ΘεολογίαςΔιονύσιος Αρεοπαγίτης.

Συνεχίζεται

Σημειώσεις
187. Χρ. Γιανναρά, Χαΐντεγγερ και Αρεοπαγίτης, η περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19982, σ. 138.
188. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α. Εισαγωγή στη Θεολογική Γνωσιολογία, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη -2, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 203-204.
189. Διονυσίου Αλεξανδρείας, Περί θείων Ὀνομάτων, 6 & 8, PG 3, 596A-597AB.
190. Αυτόθι. βλ. Β. Τατάκη, «Η Ελληνική Πατερική και η Βυζαντινή Φιλοσοφία», Δευκαλίων, τ. Α, αρ. 14 (1975), (146-202), σ. 158: «Ο γνόφος, κατά τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, είναι οι αδιαπέραστες και αειδείς έννοιες του όντος. Γιατί φυσικά ο Θεός δεν βρίσκεται ούτε στο γνόφο, ούτε πουθενά αλλού. Είναι πέραν του χώρου, του χρόνου και των ιδιοτήτων των όντων».
191 Διονυσίου Αλεξανδρείας, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 3, PG 3, 1033B. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α. Εισαγωγή στη Θεολογική Γνωσιολογία, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -2, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 205-206.
192. Β. Τατάκη, «Ἡ Ἑλληνική Πατερική καί ἡ Βυζαντινή Φιλοσοφία», Δευκαλίων, τ. Α, αρ. 14 (1975), (146-202), σ. 178.
193. S. Klitenic Wear and J. Dillon, Dionysius the Areopagite and the Neoplatonist tradition, Aldershot 2007, p. 131-132. J. M. Rist, «Pseudo-Dionysius, Neoplatonism and the Weakness of the Soul», in H.Westra (ed.), From Athens to Chartres, Leiden 1992, p. 159.
194. Α. Ο. Πολυχρονιάδη, «Εισαγωγή», στο Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων Ὀνομάτων. Περί Μυστικῆς Θεολογίας, έκδ. Ζῆτρος 2008, σ. 24.
195. Ο Andrew Louth υπογραμμίζει ότι τον 9ο αι. οι θεολόγοι της Δύσης επληροφορήθησαν για τα αεροπαγιτικά συγγράμματα το 824. Συγκεκριμένα, μετά τη σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794, ο Καρλομάγνος αποφάσισε τη μη προσκύνηση των εικόνων. Η απόφαση προκάλεσε αντιφατικά συναισθήματα σε κλήρο και λαό στη Δύση. Το 824, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Β΄προτιθέμενος να
ενισχύσει τις απόψεις των Δυτικών υπέρ των εικονομαχικών απόψεων της τότε Ανατολής, έστειλε αντιπροσωπεία στην αυλή του Καρολίνειου Βασιλιά, Λουδοβίκου του Ευγενή στο Άαχεν. Εκεί, οι Ανατολικοί αναφέρθηκαν στο όνομα των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων και του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, κάτι που οι συγκεκριμένοι Δυτικοί άκουγαν για πρώτη φορά. Από τότε και μετά δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο περιεχόμενο των συγγραμμάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και στην ενασχόληση με τη διδασκαλία του από τους δυτικούς θεολόγους. Βλ. σχ. A. Louth, «St. Denys the Areopagite and the Iconoclast Controversy» in Ysabel de Andia, ed. Denys l’ Aréopagite et sa postérité en orient et occident, Collection des Études Augustitiennes, Séries Antiquité 151, Paris 1997, p. 329-339. A. Louth, Greek East and Latin West: The Church, AD 681-1071, series The Church in History, vol. III, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 2007, p. 131.
196. Ο Λούθηρος αποτελεί έναν σπουδαίο κριτικό αναγνώστη του έργου του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Το οξύμωρο είναι ότι η κριτική του προς τις απόψεις του Διονυσίου, από τη μία, είναι οξεία, από την άλλη όμως, η θεολογία του βασίζεται στα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του Διονυσίου, απανερμηνεύμενα από τον δυτικό αυτό θεολόγο. Κύρια ένστασή του είναι ότι θεωρεί τη θεολογία του Διονυσίου αρκετά θεωρητική σε πολλά σημεία. Για τον Λούθηρο, ο Θεός είναι σε αέναη κίνηση. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της προσέγγισης και γνώσης του Θεού είναι κατά βάση υπαρξιακό ερώτημα. Αυτή είναι μία πτυχή της διδασκαλίας για τον Θεό, η οποία κατά τις εκτιμήσεις του δεν μπορεί να απαντηθεῖ επαρκῶς μέσα από τήν αποφατική διαλεκτική τοῦ Διονυσίου. Βλ. σχετικά Kn. Alfsvåg, «Luther as a reader of Dionysius the Areopagite», Studia Theologica - Nordic Journal of Theology, vol. 65. 2 (2011), 101-114.
197. Π. Χρήστου, Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη, Κυρομανός, 1991, σ. 74-100.
198. «Ιlla enim testimonia quae uos beati Dionysii Areopagitae dicitis, unde potestis ostendere uera esse, sicut suspicamini? Si enim eius errant, non potuissent latere beatum Cyrillum... Si autem nullus ex antiquis recordatus est ea, unde nunc potestis ostendere quia illius sint, nescio». Βλ. «Innocentii Maronitae epistula de collatione cum Severianis habita», στό: Acta conciliorvm oecvmenicorvm IV, II (επιμ. Ed. Schwartz), Berolini et Lipsiae 1914, σ. 173. Mansi, Sacrorum Conciliorum Collectio 7, 820C.
199. Την ένσταση αυτή του Ιωάννου Σκυθοπολίτου διασώζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στο Πρόλογος εἰς τά τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 20Α-Β. Βλ. Και τις θέσεις των P. Rorem– J. C. Lamoreaux, στη μελέτη τους John of Scythopolis and the Dionysian Corpus. Annotating the Areopagite, Oxford 1998. Περί τῶν προβλημάτων τῆς Τριαδολογίας καί Χριστολογίας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν, βλ. R. Roques, L’univers Dionysien. Structure hierarchique du monde selon le Pseudo-Denys, Paris 1954, σ. 305. J. Jones,«The Status of the Trinity in Dionysian Thought», The Journal of Religion, 80.4, (2000), 645-657.
200. Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τά τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 29ΑΒ
201. Γ. Ν. Φίλια, «Τα ερμηνευτικά υπομνήματα στη Νεκρώσιμη Ακολουθία», στο Το μυστήριο του θανάτου στη λατρεία της Εκκλησίας, Θ' Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως -Κανονισμός 139/1999-, Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007.
202. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, PG 3, 1045D.
203. Η πρώτη έκδοσή τους έγινε το 1516 στη Φλωρεντία. Μετά ανατυπώθηκαν από τον Migne στη Βενετία 239 έτη αργότερα, το 1755. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνεται μία λατινική μετάφραση του 17ου αι. και σημειώσεις από τον Balthasar Corderius, SJ, από κοινού με το ελληνικό κείμενο. Επίσης, υπάρχει το ελληνικό κείμενο της Παράφρασης του Γεωργίου Παχυμέρη από κοινού με τη λατινική του μετάφρασή του πάλι από τον Balthasar Corderius, SJ.
204. «Εν τη Καινή Διαθήκη δεν απαντώμεν την έννοιαν του γνόφου εν σχέσει προς την Θεοφάνειαν και την γνώσιν του Θεού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει εις ημάς: «Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῶ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α' Ἰωάν. 1, 5). Το σκότος επανεμφανίζεται εις την χριστιανικήν ορολογίαν κατά τον Δ' αιώνα. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι είχον καταφύγει εις τούτο, δια να αναιρέσουν τους παρανενοημένους ισχυρισμούς ενίων αιρετικών, οίτινες διεκήρυττον ότι εγνώριζον αυτήν ταύτην την Ουσίαν του Θεού. Εν τω αγώνι αυτών μετά των αιρετικών οι Πατέρες ούτοι, μεριμνώντες ίνα διασώσουν την λογική ενότητα των σχετικών προς το ακατάληπτον της Ουσίας επιχειρημάτων αυτών, ωνόμαζον αυτήν «Θεῖον Γνόφον»», Σωφρονίου Σαχάρωφ, Άσκησις και Θεωρία, μτφρ. εκ του
ρωσικού και του γαλλικού ιερομονάχου Ζαχαρίου, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 142-143.
205. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 2, PG 3, 1025Α.
206. Αυτόθι 2, PG 3, 1025Β.
207. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 76.
208. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1000Β.
209. Β. Τατάκη, «Η Ελληνική Πατερική και η Βυζαντινή Φιλοσοφία», Δευκαλίων, τ. Α, αρ. 14 (1975), (146-202), σ. 178.
210. Βλ. Λόσκυ, «Εισαγωγή» στό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983, σ. 15
211. Β. Τατάκη, «Η Ελληνική Πατερική και η Βυζαντινή Φιλοσοφία», Δευκαλίων, τ. Α, αρ. 14 (1975), (146-202), σ. 178.
212. Αυτόθι.
213. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβής εἰς τά Ἄισματα τῶν Ἀισμάτων, Α, PG 44, 773BC.
214. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Παρθενίας, J. P. Cavarnos, Gregorii Nysseni, Opera Ascetica – De Virginitate, VIII, I, Leiden 1963, p. 31413-17 (PG 46, 385CD). Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, IV & V, PG 3, 1040 & 1045-1048.
215. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί Ἁγίας Τριάδος, PG 77, 1132AB. Τοῦ ἰδίου, Ἀπάντησις στόν Τιβέριο: Ὁμοίως πῶς κατ̕ εἰκόνα Θεοῦ ο ἄνθρωπος, 593.8. L. R. Wickham, Cyril of Alexandria, Select Letters, Oxford 1983, p. 16419-21: «ἐπειδὴ δὲ πνεῦμα ἐστὶν ὁ θεός, ἀνείδεος ποὺ πάντως ἐστι, καὶ τύπου καὶ σχήματος καὶ περιγραφῆς ἐπέκεινα ἁπάσης».


Δεν υπάρχουν σχόλια: