Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος (15)

ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ


Συνέχεια από: Τετάρτη, 15 Φεβρουαρίου 2017

Πώς λοιπόν ο σοφός αυτός πάνω από τον καθένα εις τα θεία Ιωάννης (ο Δαμασκηνός), και μάλιστα εκθέτοντας με ακρίβεια την ασφαλή περί Θεού δόξα, θα προέβαλλε απροσδιορίστως αυτό που έχει ανάγκη προσδιορισμού; Ποιο δε από τα αφρόνως παρά των κακοδόξων λεχθέντα δεν θα συμβεί, εάν δεχθούμε ότι προσδιορίζει τα απροσδιορίστως περί της τρισυποστάτου θεότητος εκπεφρασμένα; Επειδή δηλαδή Πνεύμα είναι ο Θεός, και έκαστον των τριών χωριστά λέγεται Πνεύμα. Εάν λοιπόν κανείς καινοτομώντας έλεγε ότι ο Υιός είναι εκ του Πνεύματος, επειδή Θεός ο Υιός και εκ Θεού, Πνεύμα δε είναι ο Θεός, έπειτα εμείς θα αντιλέγαμε ότι λέγεται μεν Θεός Πνεύμα και Θεού Πνεύμα, Θεός δε εκ Πνεύματος δεν λέγεται, άραγε θα μπορούσε να λέγει ότι ως προς το πρώτον αίτιον δεν λέγεται; Βεβαίως και όχι.

34. Εάν δε τολμούσε κανείς να πει τον Υιό μη δημιουργό, άραγε εμείς θα τον δικαιώναμε λέγοντες ότι ως προς τον πρώτον αίτιον λέγει ότι δεν είναι δημιουργός ο Υιός; Άπαγε. Αν δε εμείς λέγαμε ευσεβώς ότι "δεν υπήρχε χρόνος κατά τον όποιον δεν υπήρχε ο Υιός", τότε όποιος προσδιορίζων έλεγε ότι τούτο δεν σημαίνει αιωνίως αλλά χρονικώς, με την αντίληψη ότι η φράση περιλαμβάνει τον χρόνο μόνον αλλά όχι και τον αιώνα, δεν θα άκουγε ευθύς από εμάς, ότι αυτό το όποιο λέγεις, άνθρωπέ, είναι σαφής αθέτηση των ομολογουμένων και διαστροφή των ευσεβώς κειμένων; Έτσι πάσης δυσσεβείας είναι αφορμή και αρχή και ρίζα και πηγή το να προσδιορίζουμε τα θεολογημένα από τούς θεοφόρους πατέρες ημών απροσδιορίστως. Και αυτό μόνο είναι σχεδόν εκείνο το όποιο, κατά την παροιμία αναμιγνύει τα άμεικτα, συγκλώθει τα ασύγκλωστα και τα μεταξύ τους πολέμια, την ευσέβεια και την ασέβεια, και τους κατέχοντες το καθένα από τα δύο τους δείχνει απατηλώς να μη έχουν καμιά αντίθεσιν. Τόση πολλή δε κατάχρηση τούτου κάνουν οι Λατίνοι, ώστε και όταν ακούσουν τους θεολογούντες απροσδιορίστως ότι μόνος ο Πατήρ είναι αρχή και ρίζα και πηγή της θεότητος, αυτοί όλα αυτά τα προσδιορίζουν (μάλλον δε δια του προσδιορισμού δολίως αντιδογματίζουν προς αυτούς), μολονότι έπρεπε να συμφωνούν με όλες τις εκφράσεις των θεοσόφων θεολόγων, οι οποίες αλλού μεν λέγουν ότι το Πνεύμα είναι εκ μόνου του Πατρός, γι' αυτό και μόνον αίτιον και πηγήν θεότητος τον Πατέρα, άλλου δε πάλι ότι πρέπει να συνάγωμεν το Πνεύμα εκ του Υιού εις εν και να φρονούμε ευσεβώς ότι τούτο προέρχεται εκ μόνου του Πατρός, αλλά όχι και εκ του Υιού.
35. Οι δε συνάπτοντες τα δύο ή προφασισμένοι το πρώτον αίτιον ανασκευάζουν και το ένα και το άλλο, λέγοντες ότι, όπως ενίοτε μόνος αληθινός Θεός λέγεται ο Πατήρ, και του Υιού όντος αληθινού Θεού και αγαθού, έτσι και μόνον ο Πατήρ λέγεται πηγή και αίτιος θεότητος ως πρώτος˙ και τίποτε δεν εμποδίζει να είναι και ο Υιός αίτιος θεότητος. Δεν αντιλαμβάνονται δε ότι με αυτό καταβιβάζουν σε κτίσμα και τον Υιό, κυρίως δε το άγιο Πνεύμα. Διότι όταν λέγωμεν ότι μόνον ο Πατήρ είναι αληθινός Θεός, δεν αντιδιαστέλλουμε προς άλληλα τα άκτιστα, ούτε απλώς τότε διαχωρίζουμε τον Πατέρα από τα κτίσματα, αλλά την μόνην εις τρεις υποστάσεις υφισταμένη φύσιν. Εάν λοιπόν έτσι λέγομε και εάν μόνος αίτιος θεότητος ο Πατήρ, αφού επ’ αυτού λέγομε ότι είναι μόνος αγαθός, το Άγιο Πνεύμα ως μη αίτιον της θεότητος κατ’ αυτούς (τους Λατίνους) θα συγκαταλέγεται με τα κτιστά.
Και βεβαίως, εφ’ όσον ως πρώτος και ως προκαταρκτικό αίτιον ενίοτε λέγεται μόνος ο Πατήρ, ωσάν να είναι και ο Υιός συναίτιος και συμμέτοχος με τον Πατέρα δι' εκείνα, ενίοτε όχι μόνον ο Πατήρ μόνον λέγεται αληθινός Θεός και μόνος δημιουργός και μόνος αγαθός και τα παρόμοια, αλλ’ ενίοτε θα ελέγετο και ο Υιός μόνος˙ και όχι μόνος ο Υιός αλλά και το Πνεύμα. Επειδή δηλαδή το "μόνος" τούτο αντιδιαστέλλει την άκτιστον φύσιν από τα κτιστά, η δε άκτιστος φύσις είναι τρισυπόστατος και όλη υφίσταται αμερώς σε εκάστη υπόσταση, με όποιαν από τις τρεις εμφύτους υποστάσεις την καλέσεις, όλη την τρισυπόστατη φύσιν λέγεις.

36. Άραγε λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ή μάλλον έχει ακουσθεί ποτέ να πει κανείς και τούτο, ότι μόνος ο Υιός είναι αίτιος και πηγή της θεότητος του Πνεύματος, όπως λέγομε ευσεβώς ότι μόνος ο Χριστός είναι ο επί πάντων Θεός; Ή και το ίδιον το Πνεύμα είναι μόνον αίτιον και πηγή θεότητος, το όποιον κατά τούς Λατίνους δεν είναι καθόλου αίτιον θεότητος; Μολονότι και τούτο θα ήταν από τα εύλογα, εάν ο Πατήρ ελέγετο μόνος αίτιος της θεότητος κατά τέτοιον τρόπον, ώστε και ο Υιός να είναι συναίτιος.
Είναι λοιπόν φανερό, μάλλον δε ολοφάνερο ότι το «μόνος», όταν λέγεται επί των υποστατικών σχέσεων δεν διαστέλλει τα κτιστά από τα άκτιστα, αλλά μίαν των ακτίστων υποστάσεων από τις άλλες. Ποιος δε δεν γνωρίζει ότι το αίτιον επί της θεότητος είναι υποστατικό; Επομένως, εάν μόνος ο Πατήρ είναι αίτιος και μόνος αρχή και πηγή θεότητος, τότε καμία άλλη από τις θείες υποστάσεις δεν είναι αιτία και αρχή και πηγή θεότητος. Αλλ’ όμως, εάν το αίτιον επί της θεότητος κατά τους Λατίνους υφίσταται σε δύο πρόσωπα, τίποτε δεν εμποδίζει να λέγουν μόνον τον Πατέρα αίτιον˙ και ενώ το αιτιατό υφίσταται εις δύο πρόσωπα, τίποτε δεν θα εμποδίσει να λέγουν ότι μόνον το άγιο Πνεύμα είναι αιτιατό ή μόνον ο Υιός, πράγμα το όποιο κανείς ποτέ ούτε από τους αιρετικούς δεν ετόλμησε να πει.

Και όμως, εάν επιτρέψουμε να προσδιορισθούν τα θεολογημένα από τους αγίους απροσδιορίστως, και τούτο θα μπορούσε να κατασκευαστεί ευχερώς από τον κάθε βουλόμενο˙ αλλά αυτός, αν δεν μεταμεληθεί, θα υποβληθεί ευθύς αμέσως εις το ανάθεμα. Διότι λέγει ο απόστολος «αν κανείς κηρύττει διαφορετικό από εμάς ευαγγέλιο, ας είναι ανάθεμα». Τί δε λέγεις εσύ, ο οποίος ισχυρίζεσαι ότι το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού και γι' αυτό προσδιορίζεις τα απροσδιορίστως θεολογημένα από τους αγίους και με τον προσδιορισμό αντιλέγεις δολίως εις τον θεολογούντα (Δαμασκηνό) να μην λέγεται και εκ του Υιού το Πνεύμα; Άραγε μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι σχεδόν όμοιος σε όλα με αυτόν τον ένοχο; «Έχω λέγει να σου αποδείξω ότι πολλοί θεολόγοι αντιτίθενται σε αυτή την θεολογία του Δαμασκηνού και επιτρέπουν να δεχόμεθα ότι το ἐκπορεύειν είναι και του Υιού».

37. Αλίμονο! Υπάρχει εναντιότης μεταξύ των θεολόγων, και μάλιστα επί των αναγκαιοτάτων ζητημάτων, από τα οποία εξαρτάται όλη η πίστη μας; Είναι δυνατόν να είναι θεολογίες οι αντιτιθέμενες αυτές απόψεις ή θεολόγοι οι παρουσιάζοντες αυτές; Κάθε άλλο. Επομένως, κατά σε ή τον Δαμασκηνό ή εκείνους θα διαγράψουμε από τον χορό των ορθοδόξων. Τί λοιπόν; Αφού έτσι έχουν τα ευαγγελικά και αποστολικά λόγια και έτσι διευκρινίζουν τα σχετικά με το Πνεύμα, όπως αποδείξαμε προηγουμένως, δεν πρέπει κατά πάντα τρόπον, να συμβιβάσουμε την φαινόμενη διαφωνία με την φανερωμένη δι' αυτών ευσεβή έννοια; Αν δε δεν μπορούμε να συμβιβάσουμε κάποιο από τα πατερικά λόγια προς εκείνην την έννοια, δεν θα το αφήσουμε με την σκέψη ότι δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε, και θα συνεχίσουμε με τον ίδιο βαθμό να διατηρούμε την ομολογημένη ευσέβεια; Είναι σε όλους φανερό ότι πρέπει με κάθε τρόπο να προσέξουμε τις διακηρυσσόμενες έννοιες υπό των ευαγγελικών και αποστολικών ρημάτων της ευσέβειας.



Αμέθυστος

Το αρχαίο κείμενο:
Πῶς δέ ἄρα ὁ σοφός οὗτος εἴπερ τις τά θεῖα Ἰωάννης, καί ταῦτα τήν ἀσφαλῆ δόξαν περί Θεοῦ ἠκριβωμένως ἐκτιθείς, ἀπροσδιορίστως ἄν προέθετο τό προσδιορισμοῦ δεόμενον; Ποῖον δέ οὐχ ἕξει χώραν τῶν ἀφρόνως παρά τῶν κακοδόξων εἰρημένων, εἰ προσδιορίζειν δοίημεν τά ἀπροσδιορίστως περί τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἐκπεφασμένα; Ἐπεί γάρ Πνεῦμα ὁ Θεός, καί τῶν τριῶν ἕκαστον ἐν μέρει Πνεῦμα λέγεται. Εἴ τις οὖν καινοτομῶν ἔλεγεν ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματός ἐστιν ὁ Υἱός, ἐπεί Θεός ὁ Υἱός καί ἐκ Θεοῦ, Πνεῦμα δέ ὑπάρχει ὁ Θεός, εἶθ᾿ ἡμεῖς ἀντεπεφέρωμεν ὅτι Θεός μέν Πνεῦμα καί Θεοῦ Πνεῦμα λέγεται, Θεός δέ ἐκ Πνεύματος οὐ λέγεται, ἆρα ἄν εἶχε λέγειν, ὡς πρός τό πρῶτον αἴτιον οὐ λέγεται; Οὔμενοῦν.

34. Τολμήσαντος δέ τινος μή δημιουργόν εἶναι φάναι τόν Υἱόν, ἆρ᾿ ἄν ἡμεῖς ἐδικαιώσαμεν αὐτόν εἰπόντες, ὡς πρός τόν πρῶτον αἴτιον οὐκ εἶναι φάσκει τόν Υἱόν δημιουργόν; Ἄπαγε. Ἡμῶν δ᾿ αὖ λεγόντων εὐσεβῶς, ‘ὡς οὐκ ἦν ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός', εἴ τις προσδιορίζων ἔλεγε μή αἰωνίως ἀλλά χρονικῶς, ὡς τόν χρόνον μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί καί τόν αἰῶνα συμπεριβαλλούσης τῆς φωνῆς, οὐκ εὐθύς ἄν παρ᾿ ἡμῶν ἀκούσειεν ὡς τοῦθ᾿ ὅ λέγεις, ἄνθρωπε, σαφής ἀθέτησίς ἐστι τῶν ὁμολογουμένων καί διαστροφή τῶν εὐσεβῶς κειμένων; Οὕτω πάσης δυσσεβείας ἐστίν ἀφορμή καί ἀρχή καί ρίζα καί πηγή τό προσδιορίζειν τά τεθεολογημένα τοῖς θεοφόροις ἡμῶν πατράσιν ἀπροσδιορίστως˙ καί σχεδόν τοῦτο μόνον τῶν ἁπάντων μιγνύει τά ἄμικτα καί συγκλώθει, τό τοῦ λόγου, τά ἀσύγκλωστα καί τά πολεμιώτατα πρός ἄλληλα, εὐσέβειάν τε καί ἀσέβειαν, καί τούς ἀντεχομένους ἑκατέρας ὠς μηδέν ἀντικειμένους πρός ἀπάτην δείκνυσι. Τοσούτῳ δέ οἱ Λατῖνοι τούτῳ καταχρῶνται, ὡς καί τῶν ἁγίων ἀκούοντες θεολογούντων ἀπροσδιορίστως ὅτι μόνος ὁ Πατήρ ἀρχή καί ρίζα καί πηγή θεότητος, αὐτοί πάντα ταῦτα προσδιορίζουσι (μᾶλλον δέ διά τοῦ προσδιορισμοῦ δολίως τούτοις ἀντιδογματίζουσι) καίτοι πάσαις ἐχρῆν αὐτούς ὁμοῦ στοιχεῖν ταῖς τῶν θεοσόφων θεολόγων φωναῖς, καί ποῦ μέν λεγούσαις ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, διό καί μόνον αἴτιον τόν Πατέρα καί πηγήν θεότητος, ποῦ δ᾿ αὖ, ὡς ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα συνάγειν εἰς ἕν καί φρονεῖν εὖ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

35. Οἱ δέ συνείροντες ἤ προφασιζόμενοι τό πρῶτον ἀνασκευάζουσιν ἑκάτερον, φάσκοντες, ὅτι καθάπερ μόνος Θεός ἀληθινός ὁ Πατήρ ἔστιν ὅτε λέγεται, καί τοῦ Υἱοῦ ὄντος ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀγαθοῦ, οὕτω καί μόνος ὁ Πατήρ πηγή καί αἴτιος θεότητος ὡς πρῶτος˙ καί οὐδέν ἐμπόδιον εἶναι καί τόν Υἱόν αἴτιον θεότητος. Οὐ συνορῶσι γάρ, ὡς ἐντεῦθεν καί τόν Υἱόν, μάλιστα δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς κτίσμα κατασπῶσιν. Ὅταν γάρ λέγωμεν ὅτι μόνος ὁ Πατήρ Θεός ἐστιν ἀληθινός, οὐ τῶν ἀκτίστων πρός ἄλληλα τήν ἀντιδιαστολήν ποιοῦμεν, οὐδ᾿ ἁπλῶς τότε τόν Πατέρα, ἀλλά τήν μόνην ἐν τρισίν ὑποστάσεσι θεωρουμένην φύσιν τῶν κτισμάτων ἀποδιαστέλλομεν. Εἰ τοίνυν οὕτω λέγομεν καί μόνος αἴτιος θεότητος ὁ Πατήρ, ὡς ἐπ᾿ αὐτοῦ λέγομεν ὅτι μόνος ἀγαθός, τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί κατ᾿ αὐτούς οὐκ ὄν αἴτιον θεότητος ἐναρίθμιον ἔσται τοῖς κτιστοῖς.
Καί μήν ἐφ᾿ ὧν ὡς πρῶτος καί ὡς προκαταρκτικόν αἴτιον ἔσθ᾿ ὅτε λέγεται μόνος ὁ Πατήρ, ὡς καί τοῦ Υἱοῦ ὄντος συναιτίου καί κοινωνοῦντος κατ᾿ ἐκεῖνα τῷ Πατρί οὐ μόνον ὁ Πατήρ ἔσθ᾿ ὅτε μόνος λέγεται Θεός ἀληθινός καί μόνος δημιουργός καί μόνος ἀγαθός καί τά τοιαῦτα, ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί ὁ Υἱός μόνος ἄν ρηθείη˙ καί οὐχ ὁ Υἱός μόνος, ἀλλά καί τό Πνεῦμα. Ἐπεί γάρ τό “μόνος” τοῦτο τήν ἄκτιστον φύσιν ἀντιδιαστέλλει τῶν κτιστῶν, ἡ δ᾿ ἄκτιστος φύσις τρισυπόστατός ἐστι καί ἀμερῶς ἐφ᾿ ἑκάστης τῶν ὑποστάσεων ὅλη θεωρεῖται, ἀφ᾿ ἧς ἄν αὐτήν τῶν τριῶν ἐμφύτων ὑποστάσεων καλέσῃς, ὅλην λέγεις τήν τρισυπόστατον φύσιν.

36. Ἆρ᾿ οὖν, ὥσπερ λέγομεν εὐσεβῶς ὅτι μόνος ἐστί Χριστός ὁ ἐπί πάντων Θεός, ἔχοι τις ἄν εἰπεῖν, μᾶλλον δέ ἤκουσταί ποτέ τις καί τοῦτο εἰρηκώς, ὡς μόνος ὁ Υἱός αἴτιός τε καί πηγή τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος; Ἤ καί αὐτό τό Πνεῦμα μόνον αἴτιόν τε καί πηγή θεότητος, ὅ καί κατά Λατίνους οὐδαμῶς αἴτιόν ἐστι θεότητος; Καίτοι καί τοῦτο τῶν εἰκότων ἦν, εἶπερ οὕτως ὁ Πατήρ αἴτιος μόνος θεότητος ἐλέγετο, ὡς καί τοῦ Υἱοῦ ὄντος συναιτίου.
Δῆλον τοίνυν, μᾶλλον δέ κατάδηλον, ὅτι τό «μόνος» ἐπί τῶν ὑποστατικῶν λεγόμενον οὐ τά κτιστά τῶν ἀκτίστων, ἀλλά μίαν τινά τῶν ἀκτίστων ὑποστάσεων πρός τάς ἄλλας διαστέλλει. Τίς δ᾿ οὐκ οἶδεν, ὡς ὑποστατικόν ἐπί τῆς θεότητος τό αἴτιόν ἐστιν; Οὐκοῦν, εἰ μόνος ὁ Πατήρ αἴτιος καί μόνος ἀρχή καί πηγή θεότητος, οὐδεμία ἄρα τῶν θείων ὑποστάσεων ἑτέρα αἰτία κάι ἀρχή καί πηγή θεότητός ἐστιν. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ τοῦ αἰτίου ἐν δυσί προσώποις ἐπί τῆς θεότητος θεωρουμένου κατά τούς Λατίνους, οὐδέν κωλύει λέγειν μόνον τόν Πατέρα αἴτιον θεότητος˙ καί τοῦ αἰτιατοῦ θεωρουμένου ἐν δυσί προσώποις, οὐδέν κωλύσει λέγειν μόνον τό Πνεῦμα τό ἅγιον αἰτιατόν ὑπάρχειν ἤ μόνον τόν Υἱόν, ὅ μηδείς ποτε οὐδέν τῶν αἱρετικῶν ἐτόλμησεν εἰπεῖν.
Καίτοι, εἰ προσδιορίζειν δοίημεν τά τεθεολογημένα τοῖς ἁγίοις ἀπροσδιορίστως, καί τοῦτ᾿ ἄν εὐχερῶς κατασκευασθείη παντί τῷ βουλομένῳ˙ ἀλλ᾿ εὐθύς οὗτος, εἰ μή μεταμεληθείη, καθυποβληθήσεται τῷ άναθέματι˙ «εἰ γάρ τις», φησίν, «εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὅ εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα ἔστω». Τί δέ οὐ φῄς ὁ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγων καί διά τοῦτο προσδιορίζων τά ἀπροσδιορίστως τεθεολογημένα τοῖς ἁγίοις καί τῷ θεολογοῦντι μή καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγεσθαι τῷ προσδιορισμῷ δολίως ἀντιλέγων; Ἆρ᾿ ἔχεις δεῖξαι, ὡς οὐ σχεδόν πάνθ᾿ ὅμοιος τυγχάνεις ὤν τῷ ὑπευθύνῳ τούτῳ; «Ἔχω σοι», φησί,  «δεῖξαι πολλούς τῶν θεολόγων ἐναντιουμένους τῇ τοῦ Δαμασκηνοῦ θεολογίᾳ ταύτῃ καί τό ἐκπορεύειν νοεῖν διδόντας εἶναι τοῦ Υἱοῦ».

37. Βαβαί˙ καί ὅλως, ἔστιν ἐν τοῖς θεολόγοις, καί ταῦτ᾿ ἐπί τῶν ἀναγκαιοτάτων καί ὧν ἡ πίστις ἡμῶν ἅπασα ἐξήρτηται, ἐναντιότης; Ἔστι δ᾿ ὅλως καί θεολογίας εἶναι τάς ἐναντιουμένας ἤ τούς κατ᾿ αὐτάς θεολόγους ἀμφοτέρους; Ἥκιστα. Οὐκοῦν τοῦτον ἤ ἐκείνους διαγράψομεν τοῦ χοροῦ τῶν ὀρθοδόξων κατά σέ. Τί δέ, τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν ρημάτων οὕτως ἐχόντων καί οὕτω διευκρινούντων τά τοῦ Πνεύματος, καθά προαπεδείξαμεν, οὐ τῇ δι᾿ αὐτῶν πεφανερωμένῃ τῆς εὐσεβείας ἐννοίᾳ παντί τρόπῳ συμβιβάσομεν τό δοκοῦν διαφωνεῖν; Ἄν δέ τι καί μή δυνηθῶμεν τῶν πατερικῶν ρημάτων πρός ἐκείνην ἀποκαταστῆσαι τήν διάνοιαν, οὐκ αὐτό μέν ἀφῶμεν, ὡς μή συνεῖναι δυνηθέντες, τῆς δέ ἀνωμολογημένης εὐσεβείας οὐδέν ἧττον ἀντεχόμενοι διατελέσωμεν; Παντί που δῆλον, ὡς πᾶσι τρόποις ταῖς ἀνακεκηρυγμέναις ὑπό τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν ρημάτων τῆς εὐσεβείας προσέξομεν ἐννοίαις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: