ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Ι. Ιδανική και πραγματική γνώση στη «μελλοντική ηθική»
Συνέχεια από Πέμπτη, 31 Μαΐου 2018
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΘΕΜΕΛΙΑΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
( συνέχεια )
5. Το «δεύτερο χρέος»: ενεργοποίηση του κατάλληλου ως προς το ‘πρόταγμα’ αισθήματος.
Κάτι που δεν εμποδίζει ωστόσο την προβολή πιθανών ή και ενδεχομένων μόνον τελικών αποτελεσμάτων· ενώ η απλή γνώση πιθανοτήτων, που δεν επαρκεί για την πρόβλεψη, επαρκεί πλήρως για τους σκοπούς τής ‘ευρετικής περιπτωσιολογίας’ (heuristische Kasuistik), που τίθεται έτσι στην υπηρεσία τής ηθικής διδασκαλίας τών αρχών. Τα δε μέσα τής ‘ευρετικής περιπτωσιολογίας’ είναι στοχαστικά πειράματα, που δεν είναι απλώς υποθετικά στις προϋποθέσεις τους («αν διαπραχθή αυτό, τότε ακολουθεί εκείνο»), αλλά εικάζουν επίσης το συμπέρασμα απ’ το Αν στο Τότε ή το Άρα («… τότε μπορεί να ακολουθήση εκείνο»). Γιατί είναι το περιεχόμενο, και όχι η βεβαιότητα του πιθανού Τότε, που μπορεί να φωτίση τις άγνωστες, καθ’ όσον μη απαραίτητες μέχρι τώρα αρχές τής ηθικής. Παρέχει δηλ. εδώ η πιθανότητα την ανάγκη (εφ’ όσον είναι πιθανό, είναι και αναγκαίο να το σκεφτούμε…), και η σκέψη πάνω στο, φαντασιωδώς έστω, πλήρως αναπτυγμένο Πιθανό την πρόσβαση σε μιαν καινούργιαν αλήθεια. Αλήθεια που ανήκει ωστόσο στην ιδεατή σφαίρα, που είναι δηλ. εξίσου υπόθεση της φιλοσοφικής γνώσης, όπως και η θεμελιώδης πρώτη αρχή· και δεν εξαρτάται η βεβαιότητά της απ’ τον βαθμό βεβαιότητας των επιστημονικών προβολών, που της παρείχαν την παραδειγματική της (paradigmatisch) ύλη (την ύλη τών παραδειγμάτων της…). Κι αν πιστοποιείται τώρα τελικά στην αυτο-προφάνεια της λογικής ή σ’ ένα Apriori της πίστεως ή και σε μια μεταφυσική εκούσια απόφαση αυτή η αλήθεια – οι μαρτυρίες της αποδεικνύονται ή αποδεικνύουν (είναι ‘αποδεικτικές’ – apodiktisch…), τη στιγμή που οι μαρτυρίες τών υποθετικών στοχαστικών πειραμάτων μπορούν μόνο να αξιώσουν, στην καλύτερη περίπτωση, μιαν πιθανότητα. Κάτι που είναι βέβαια αρκετό, όπου δεν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα αλλά για απλές και παραδειγματικές ‘εξηγήσεις’. Μιλάμε άρα για μια φανταστική περιπτωσιολογία (Kasuistik), που δεν υπηρετεί, όπως γενικά η περιπτωσιολογία, το δίκαιο και την ηθική τής δοκιμασίας ήδη γνωστών αρχών, αλλά τον έλεγχο και την ανακάλυψη αγνώστων. Η ‘σοβαρή’ πλευρά τής “science fiction” («μυθικής επιστήμης»…) βρίσκεται ακριβώς στην παρουσίαση τέτοιων καλώς πληροφορημένων στοχαστικών πειραμάτων, που τα ‘ευέλικτα’ (‘πλαστικά’ – plastisch…) αποτελέσματά τους μπορούν να ταιριάξουν στην αναφερόμενην εδώ ‘ευρετική’ λειτουργία (‘ευρετική’: ψάχνω με υποθέσεις…). – Και μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα το βιβλίο “Brave New World” – «Γενναίος νέος κόσμος» τού A. Huxley.
Βλέπουμε όμως αμέσως, πως αυτό το παρουσιαζόμενο ‘κακό’ (malum), δεν προκαλεί, καθώς δεν είναι ‘δικό’ μου, με την ίδιαν ‘αυτόματην’ έννοια τον φόβο, όπως το ‘εμπειρικό’ κακό, που απειλεί εμέναν τον ίδιον. Που σημαίνει, πως εμφανίζεται τόσο λίγο όσο και η ‘παράσταση’ αυτού που φοβόμαστε από μόνος του ο φόβος. Δεν είναι άρα τόσο απλό όπως για τον Hobbes το πράγμα, ο οποίος και καθιστά αντί για την αγάπη προς ένα summum bonum τον φόβο προς ένα summum malum, τον φόβο δηλ. μπροστά σε έναν βίαιον θάνατο, αφετηρία τής ηθικής (( Πολύ σημαντική ‘πληροφορία’… )) . Γνωρίζουμε καλά τον θάνατο, είναι συνέχεια κοντά μας, και προξενεί τον πιο ακραίον φόβο ως η πιο ακούσια απ’ όλες και πιο εξαναγκαστική αντίδραση του φυσικού μας ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Η ‘ιδεατή’ όμως μοίρα μελλοντικών γενεών, αποσιωπώντας τη μοίρα τού πλανήτη, που δεν αφορά ακόμα ούτε σε μέναν ούτε σε κανέναν άλλον, και δεν συνδέεται μαζί μου ακόμα με τα δεσμά τής αγάπης ή τής άμεσης συμβίωσης, δεν μπορεί να επιδράση καθ’ εαυτή στην ψυχή μας· «οφείλει» ωστόσο να επιδράση, που σημαίνει πως «οφείλουμε» εμείς να εξασφαλίσουμε αυτήν την επίδραση. Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ για έναν φόβο «παθολογικού» είδους όπως στον Hobbes (και μιλώντας με τα λόγια τού Καντ), φόβο που μας ‘προσβάλλει’ με τη δική του δύναμη μπροστά στο αντικείμενό του, αλλά για έναν πνευματικού είδους φόβο, που είναι ως ζήτημα μιας ‘στάσεως’ δικό μας έργο. Η τήρηση αυτής τής ‘στάσης’, να προετοιμαστούμε δηλ. οι ίδιοι, ώστε να επιδράση επάνω μας η αρχική σκέψη περί ‘σωτηρίας’ ή ‘απώλειας’ των επομένων γενεών, είναι το δεύτερο «καθοδηγητικό» χρέος τής αναζητούμενης ηθικής, μετά το πρώτο, που είναι το να σκεφτούμε καν κάτι τέτοιο. Και ‘διδασκόμενοι’ απ’ αυτό το δεύτερο χρέος, μπορούμε να παραμείνουμε στον ‘κατάλληλο’ φόβο. Είναι δε σαφές, ότι ανάγεται ο ‘υποχρεωτικός’ χαρακτήρας και των δύο ‘χρεών’ σε μιαν ηθική βασική αρχή, που πρέπει να την έχουμε ήδη αναγνωρίσει και δεχτή, ώστε να αναγνωρίζονται εξ αυτής ως χρέη ακριβώς παρόμοιες ‘σκέψεις’ ή ‘στάσεις’. Θα μιλήσουμε ωστόσο γι’ αυτό πάλι σύντομα.
6. Η αβεβαιότητα των μελλοντικών ‘προβολών’
Ας ξαναγυρίσουμε όμως για άλλη μια φορά στο ‘στοχαστικό’ μας χρέος (αν είναι βέβαια ‘χρέος’). Είπαμε, πως η αλήθεια που αναζητούμε εκεί είναι μια υπόθεση επιστημονικής γνώσης: γιατί όπως κατορθώνονται μόνο μέσω τής επιστήμης τα εγχειρήματα, των οποίων και οφείλουμε να γνωρίσουμε τις απώτερες συνέπειες, έτσι απαιτεί κι αυτό το ‘χρέος’ τον ίδιον τουλάχιστον βαθμό επιστήμης όπως και εκείνα τα εγχειρήματα. Στην πραγματικότητα, απαιτείται βέβαια ένας ακόμα μεγαλύτερος ‘βαθμός’. Γιατί αυτό που επαρκεί ως προς την ‘εγγύς’ πρόγνωση (Prognose), με την οποίαν και αναλαμβάνονται τα διάφορα έργα τού τεχνικού μας πολιτισμού, δεν μπορεί καθόλου να επαρκή για τη ‘μακρινή’ πρόγνωση, την οποίαν και επιδιώκουμε με την εν λόγω ηθική. Η βεβαιότητα την οποίαν παρέχει η ‘εγγύς’ πρόγνωση και χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε καν να λειτουργήση ολόκληρο το τεχνολογικό εγχείρημα, δεν υφίσταται παντελώς για τη ‘μακρινή’ πρόγνωση. Και δεν χρειάζεται να παρουσιάσουμε τώρα εδώ τούς λόγους γι’ αυτό· ας αναφέρουμε μόνο την περίπλοκη κοινωνική και ‘βιοσφαιρική’ (biosphärisch) συνολική επίδραση που ‘χλευάζει’ κάθε (ακόμα και τον ηλεκτρονικό) υπολογισμό· την ουσιαστική και συνεχώς εκπλήσσουσα ‘άβυσσο’ και το ανεξερεύνητο της ανθρώπινης ύπαρξης· καθώς και το απροσδόκητο, που σημαίνει μη προβλέψιμο, των μελλοντικών εφευρέσεων. Για τα οποία και θα μιλήσουμε αργότερα. Απαιτείται λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, ένας ακόμα υψηλότερος βαθμός επιστήμης απ’ αυτόν που ήδη υφίσταται στο τεχνολογικό εγχείρημα· και καθώς αυτός ο τελευταίος συνιστά κάθε φορά το μέγιστο (Optimum) της υπάρχουσας επιστήμης, δεν διαθέτουμε ακόμα τώρα, και καθόλου εκ των προτέρων, και μόνον αναδρομικά στην καλύτερη περίπτωση, την απαιτούμενη (ηθική…) γνώση.
7. Η γνώση τού ‘πιθανού’ επαρκεί προς το παρόν (heuristisch – “ευρετικά”) για τη διδασκαλία τών αρχών.
Κάτι που δεν εμποδίζει ωστόσο την προβολή πιθανών ή και ενδεχομένων μόνον τελικών αποτελεσμάτων· ενώ η απλή γνώση πιθανοτήτων, που δεν επαρκεί για την πρόβλεψη, επαρκεί πλήρως για τους σκοπούς τής ‘ευρετικής περιπτωσιολογίας’ (heuristische Kasuistik), που τίθεται έτσι στην υπηρεσία τής ηθικής διδασκαλίας τών αρχών. Τα δε μέσα τής ‘ευρετικής περιπτωσιολογίας’ είναι στοχαστικά πειράματα, που δεν είναι απλώς υποθετικά στις προϋποθέσεις τους («αν διαπραχθή αυτό, τότε ακολουθεί εκείνο»), αλλά εικάζουν επίσης το συμπέρασμα απ’ το Αν στο Τότε ή το Άρα («… τότε μπορεί να ακολουθήση εκείνο»). Γιατί είναι το περιεχόμενο, και όχι η βεβαιότητα του πιθανού Τότε, που μπορεί να φωτίση τις άγνωστες, καθ’ όσον μη απαραίτητες μέχρι τώρα αρχές τής ηθικής. Παρέχει δηλ. εδώ η πιθανότητα την ανάγκη (εφ’ όσον είναι πιθανό, είναι και αναγκαίο να το σκεφτούμε…), και η σκέψη πάνω στο, φαντασιωδώς έστω, πλήρως αναπτυγμένο Πιθανό την πρόσβαση σε μιαν καινούργιαν αλήθεια. Αλήθεια που ανήκει ωστόσο στην ιδεατή σφαίρα, που είναι δηλ. εξίσου υπόθεση της φιλοσοφικής γνώσης, όπως και η θεμελιώδης πρώτη αρχή· και δεν εξαρτάται η βεβαιότητά της απ’ τον βαθμό βεβαιότητας των επιστημονικών προβολών, που της παρείχαν την παραδειγματική της (paradigmatisch) ύλη (την ύλη τών παραδειγμάτων της…). Κι αν πιστοποιείται τώρα τελικά στην αυτο-προφάνεια της λογικής ή σ’ ένα Apriori της πίστεως ή και σε μια μεταφυσική εκούσια απόφαση αυτή η αλήθεια – οι μαρτυρίες της αποδεικνύονται ή αποδεικνύουν (είναι ‘αποδεικτικές’ – apodiktisch…), τη στιγμή που οι μαρτυρίες τών υποθετικών στοχαστικών πειραμάτων μπορούν μόνο να αξιώσουν, στην καλύτερη περίπτωση, μιαν πιθανότητα. Κάτι που είναι βέβαια αρκετό, όπου δεν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα αλλά για απλές και παραδειγματικές ‘εξηγήσεις’. Μιλάμε άρα για μια φανταστική περιπτωσιολογία (Kasuistik), που δεν υπηρετεί, όπως γενικά η περιπτωσιολογία, το δίκαιο και την ηθική τής δοκιμασίας ήδη γνωστών αρχών, αλλά τον έλεγχο και την ανακάλυψη αγνώστων. Η ‘σοβαρή’ πλευρά τής “science fiction” («μυθικής επιστήμης»…) βρίσκεται ακριβώς στην παρουσίαση τέτοιων καλώς πληροφορημένων στοχαστικών πειραμάτων, που τα ‘ευέλικτα’ (‘πλαστικά’ – plastisch…) αποτελέσματά τους μπορούν να ταιριάξουν στην αναφερόμενην εδώ ‘ευρετική’ λειτουργία (‘ευρετική’: ψάχνω με υποθέσεις…). – Και μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα το βιβλίο “Brave New World” – «Γενναίος νέος κόσμος» τού A. Huxley.
8. Κάτι που δεν μπορεί ωστόσο να χρησιμεύση, όπως φαίνεται, ώστε να αξιοποιηθούν οι ‘αρχές’ στην πολιτική
Η αβεβαιότητα των μελλοντικών προβολών (προβολών στο μέλλον…), που δεν βλάπτει τη διδασκαλία τών αρχών, καθίσταται ωστόσο αισθητή αδυναμία εκεί, όπου πρέπει να αναλάβουν τον προγνωστικό τους (Prognose) ρόλο αυτές οι ‘αρχές’, στην πρακτική και πολιτική τους δηλ. χρήση (η οποία πολιτική ‘χρήση’ είναι και γενικά το αδύναμο, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και ‘επιχειρηματικά’, όπως θα δούμε, μέρος ολόκληρου του συστήματος). Γιατί εκεί (στην πολιτική…) πρέπει να οδηγήση βέβαια σε απόφαση αυτό το ‘τελικό’ (και ‘υποθετικό’…) αποτέλεσμα, απόφαση για το τί πρέπει τώρα να κάνουμε και τί ν’ αφήσουμε, και απαιτείται μια σημαντική ήδη βεβαιότητα της πρόγνωσης, ώστε να παραιτηθούμε από ένα επιθυμητό και σίγουρο (χρονικά…) ‘κοντινό’ αποτέλεσμα προς χάριν ενός ‘μακρινού’ αποτελέσματος ή συνέπειας, που πάντως δεν μας αφορά ή δεν μας ‘θίγει’. Υπερέχει βέβαια σε κάποιες ‘σημαντικές’ περιπτώσεις κατά έναν τέτοιον τρόπο το ‘μέγεθος’ της ακούσιας μακρινής συνέπειας απ’ την εκούσια ‘κοντινή’, ώστε θα ώφειλε να αντισταθμίζεται εξ αυτού η όποια διαφορά βεβαιότητας. ‘Πεθαίνει’ ωστόσο εύκολα αυτό το «απλώς πιθανό» τών προβολών, που δεν μπορεί να το αναιρέση η θεωρητική αδυναμία όλων τών διαθέσιμων ‘προβολικών’ εγχειρημάτων, καθώς δηλώνει φυσικά, ότι είναι και κάτι άλλο πιθανό, ή και «εξίσου πιθανό», και μπορεί να διαλέγουν τότε κάθε φορά την πιο ευνοїκή γι’ αυτά προβολή το ενδιαφέρον, η τάση ή η γνώμη μας, ή και να απορρίπτουν γενικά κάθε πρόγνωση αποφασίζοντας ‘αγνωστικά’ (agnostisch), ότι γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς πολύ λίγα, ώστε να εγκαταλείψουμε το γνωστό για το άγνωστο (( Μια αντίφαση ενδεχομένως εδώ, ανάμεσα στον ‘αγνωστικισμό’ απ’ τη μια, και το ‘γνωρίζουμε πολύ λίγα’ και το ‘γνωστό για το άγνωστο’ απ’ την άλλη… Αν δεν γνωρίζουμε, δεν γνωρίζουμε ούτε το τώρα… )) · και να παραμείνουμε του λοιπού στο ότι υπάρχει πάντα ακόμα χρόνος, ώστε να δούμε κι «εμείς» οι ίδιοι (δηλ. οι μεταγενέστεροι), τί θα συμβή (( !!! )) . Για να χαθή όμως έτσι, με την αμφιταλάντευση της προγνωστικής, η έγκαιρη χρήση απ’ ό,τι κι αν κέρδισε παρατηρώντας και κατανοώντας η ‘περιπτωσιολογία’ (Kausistik), και να παραμείνουν έτσι άσκοπες και ‘περιττές’, μέχρι να είναι ίσως πολύ πια αργά, οι πιο ωραίες αρχές (( Ο συγγραφέας μοιάζει να αποδομή εδώ φράση προς φράση την όλη ‘οργάνωση’ – ή αποδιοργάνωση – του σύγχρονου κόσμου και ανθρώπου, που έφερε την ζωή του σε τέτοια αδιέξοδα, ώστε να μη μπορή να πράξη πια το παραμικρό για το πραγματικό του συμφέρον… Το οποίο και δεν εξαντλείται ασφαλώς, και δεν εξαντλείτο ποτέ, παρά μόνο μέσα στο σκότος τών παθών και της ‘πτώσης’, στο «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι εδώ ‘ευχαριστηθούμε’»… Και μάλιστα πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος έζησε στο κέντρο τού σύγχρονου και ‘σκεπτόμενου’ κόσμου… )) .
( συνεχίζεται, με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Υπεροχή τής κακής έναντι της καλής πρόγνωσης» )
2 σχόλια:
Χαίρε. Ο δεσμός για την προηγούμενη συνέχεια του βιβλίου παραπέμπει στην 3η συνέχεια και όχι στην 9η. Εκτός και αν κάνω λάθος. Ευχαριστώ
Συγγνώμη τό διορθώσαμε.
Δημοσίευση σχολίου